Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

ΜΑΡΙΝΑ ΣΟΛΔΑΤΟΥ " Τί κι αν μετράει ο χρόνος " Ποιητική Συλλογή



Μαρίνα Σολδάτου " Τι κι αν μετράει ο χρόνος "
Εκδόσεις Αρισταρέτη 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τί κι αν μετράει ο χρόνος... Αναρώτησις και θέμα προς προβληματισμόν. Με κόπο καταφέραμε να απανθίσουμε από την συγκλονιστική ποιητικήν αφήγησιν, από το αριστουργηματικό του λόγου έργο της Κας Μαρίνας Σολδάτου, ετούτην την ελάχιστη εικόνα. Μονόπρακτη ποίηση και θεατρικά σκηνικά, πρωταγωνιστές με ηλιαχτίδες φορεμένες, όχι στα μαλλιά, μα, στην ψυχή, εκεί που αρμόζει ο ποιητής, εκεί που θρυμματίζεται ο ποιητής και μας αφήνει να περισυλλέξουμε τις φιάλες με τα σημειώματά του ως τρόπαια, να ανατρέξουμε στις λέξεις που ενώ μας αφορούν, δεν αντιλαμβανόμαστε το εύρος των νοημάτων, παρά μετά από ενδελεχή μελέτη. Ποίησις προς μελέτη, προς αφοσίωσιν, προς ελευθερίαν, αν και ο χαλκάς που φανερώνουν οι καιροί, μας εγκλώβισε σε ολίγα βήματα γης, σε ολίγα μέτρα δεσμώτη. Η Κα Σολδάτου, μέσα από τον πόνο των στοιχείων της φύσης, καταφέρνει να μας ωθήσει στην αντίδρασιν στον χειμώνα, καταφέρνει να μας ταξιδέψει από την αρχαία μας φλέβα και τον φιλοσοφικό στοχασμό, δια μέσου των μεγάλων Ρώσων δασκάλων της απολύτου τέχνης του θεάτρου και της συγγραφής, να μας οδηγήσει στην διαπίστωσιν, μα, πολύ περισσότερο στην πορείαπρος την κοινωνική, ηθική, πολιτική, ταξική μας εναρμόνισιν με το σπουδαίο και το ανθρώπινο. Το δένδρο πονά, μιά επιστολή καρφωμένη επάνω του, γράφει το χειμερινό του προσωπείο, αυτό που φορεί συνεχώς ο ανελεύθερος πολίτης. Ο χρόνος, πλέον, είναι μιά σύνδεσις παλαιών, μα, τόσο σύγχρονων ονείρων, αρχαίων, μα, τόσο πρόσφατων θεωριών, σύγχρονων και τόσο επίκαιρων πνευματικών στιγμών, μας αποδίδει με απόλυτην οδύνη και έρωταν ακαταμάχητο, την εύμορφη στιγμή της μνήμης και της αρχής, της λήθης και του πεπερασμένου, της οξύτητος της σχέσεως φύσης και ανθρώπου, τον αλυσοδεμένο καιρό στα σύνορα του θαύματος, τις φιγούρες και τον ίσκιο που ανασαίνει εναντίον μας. Τί κι αν μετράει ο χρόνος, ο τόσο σχετικός και γεμάτος φιάλες με επιστολές απεγνωσμένων και άλλες, με ερωτικές επιστολές μακρινών αναζητήσεων. Η θάλασσα φέρνει τα καλλίπρωρα πλοία των ανέμων, τους ναυτικούς των σκαμμένων προσώπων και τα αλμυρά χέρια των κουπαστών. Κι από εκεί, με σήματα τηλεγραφητή, κίνδυνον και προστασία φανερώνει, στις ακτές και στις αναλαμπές των φάρων. Φάρος η γραφή της Κας Σολδάτου, διαφορετική, μυστηριώδης, πρωτόλεια, μοναδική. Οι ναυτικοί, το θέατρο, το κυπαρίσσι, η αρχαία μας φύσις, οι δάσκαλοι, τιμώνται με μεγάληνυπόκλισιν και αξίως μιλώντας. Και πάνω και πέρα από όλα, το κόκκινο χρώμα, τιμή και δόξα στο λάβαρο που κέντησε η θυσία των αγωνιστών, όλων των καιρών, όλων των παθών. Η Κα Σολδάτου, είναι εξαίρεσις στον κυκεώνα απελπισίας της πολύπαθης γραφής που είπαμε Ποίησιν. Είναι εξαίρεσις απολύτως εκρηκτική και άφοβη. Είναι η Ποίησις που αρμόζει στον άνθρωπο που τολμά και νικά. Τον Άνθρωπο... Ας προσεταιριστούμε στην γραφή που ανήκει στον Άνθρωπο, την άφθαρτηνσκέψιν και την έγκαιρη παρέμβασιν της Κας Σολδάτου.
Σταυρακάκης Δημήτριος


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 

Σε τρίτο πρόσωπο είθισται ο λόγος...
Στ’ ασυνήθιστα κινούμαι, καθώς ο βίος μου δεν ομιλεί,
δεν εγεννήθη ουδέποτε η ανάσα μου, παρά μονάχα,
μιά υποψία στην έξοδο ενός ποιήματος...
Δεν είν’ δικό μου το ποίημα, δικό σου είναι...
Γράψε τον βίο μου, σε μιάν απαγγελία,
έτσι θα γεννηθώ...
Είμαι ένα ποίημα π’ ακόμα δεν έγραψα,
μιά Μαρίνα π’ ακόμα δεν ανάσανα...
Θα ζήσω μέσα σου, αν το θες...

Μαρίνα Σολδάτου-Τί κι αν μετράει ο χρόνος-Αρισταρέτη εκδόσεις

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ 

Τί κι αν μετράει ο χρόνος, οι σταγόνες δάκρυα που κυλούν στην βροχή και τα μαλλιά μου σκοινί, που άλλοι θα κρεμαστούν και άλλοι θα αγαπήσουν..


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

Η ΑΠΟΡΙΑ

Την άλλη μέρα αποφάσισα να πάω στην κηδεία του γείτονα...
Δεν μπορώ να πω ότι λυπήθηκα για τον χαμό του...
Ήταν ένας γεροπαραλυμένος, στριμμένος κι αγενής,
που όποτε μ' έβλεπε μου γυρνούσε επιδεικτικά την πλάτη
και μόρφαζε μ' απέχθεια...
Είχα την τρελή ιδέα να του γράψω σ' ένα χαρτάκι
μ' αφιέρωση το ποίημα του θανάτου,
να του μορφάσω κι εγώ με λέξεις...
Έβαλα μαύρο καπέλο, σήκωσα τον γιακά του πανωφοριού
και χώθηκα μες στον κόσμο, που παραδόξως ήταν πολύς...
Θυμήθηκα τον θάνατο της μητέρας μου
κι αυτό με βόηθησε να κλάψω με λυγμούς...

Έγειρα και τον είδα, ίδιος ο θάνατος, 
κιτρινισμένος απ' την κακία του, 
παγωμένος σαν την κακή ημέρα που μου ευχόταν πάντα να έχω..

Έχωσα στο τσεπάκι το ποίημα χαμογελώντας με ευχαρίστηση...
Τώρα θα με διαβάσεις, θες δεν θες, ψιθύρισα...

Δεν πέρασαν ούτε δυό λεπτά απ' την αιωνιότητα
κι ο γεροπαραλυμένος πετάχτηκε απάνω, 
στο χέρι κρατούσε το σημείωμα..
Άρχισε ν' απαγγέλλει...

"Μαύρο σύγνεφο σε κυνήγησε, γέροντα...
Γονυπετής στον θάνατο σύρθηκες 
και μήτε πουλιά, μήτε ουρανοί θα κλάψουνε για σένα, 
μοναχά οι αργυραμοιβοί τις τσέπες σου θα ψάξουν...
Μαύρο σύγνεφο σε κυνήγησε, γέροντα..
Είν' του θανάτου που σου μοιάζει..."

Κανείς δεν χειροκρότησε, όλοι είχαν λιποθυμήσει...
Ο αναστηθείς μ' ασπάστηκε τρεις
και έκτοτε με κυνηγά για μιάν καλημέρα...

Από τότε αναρωτιέμαι, αν η ποίησή μου νεκρούς ανασταίνει
ή εάν απλά βρήκα, επιτέλους, κάποιον να με διαβάσει...

Μάλλον, με την απορία θα πεθάνω
και μ' ένα ποίημα του γέρου αιωνόβιου στο τσεπάκι μου,
που προσφάτως ανακηρύχθηκε: "Ποιητής της χρονιάς"...

✦✦✦✦

Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ

Δεν έχω διάθεση να γράφω επιστολές,
κάλλιο να δέσω μιάν πέτρα στον λαιμό και να πνιγώ...
Αναγκάζομαι σας λέω, με αναγκάζουν οι περιστάσεις,
δεν με πιστεύετε;
Για όλα φταίει αυτός ο άτιμος ο ψευτοηθοποιός
που ήθελε σώνει και καλά ν' αυτοκτονήσει...

"Κύριε μου", του λέω, 
"τρέμετε ολιγότερο απ' όταν παίζατε
την σκηνή της αυτοκτονίας. 
Πολύ αποφασισμένο σας βλέπω...
Ιδρώσατε πολύ, γιατί, καλέ μου άνθρωπε; 
Θέλετε να γίνετε περίγελος της κοινωνίας, 
αντικείμενο προς ψυχιατρική έρευνα, 
ποίημα για τους αργόσχολους φανφαρόνους 
και θρήνος για την μανούλα σας; 
Αγαπημένη έχετε; Μήπως, δεν έχετε; 
Θα σας βρούμε, ησυχάστε, 
μόνον μην λερώσετε την σκηνή, σας ικετεύω...
Ελάτε, ελάτε, δώστε μου το όπλο, 
πειθαρχήστε, έστω μιά φορά."

Τίποτα αυτός, πεισματάρης κι αγενής 
κι ας τον λένε Ευγένιο...
Μεταξύ μας, Αγένιο, έπρεπε να τον λένε..

Συνεχίζω, που λέτε, να τον εκλιπαρώ 
με φιλοφροσύνες και τα τοιαύτα...

"Αφού παίξατε υπέροχα, θεϊκά, την σκηνή αυτήν, 
οι κριτικές θα είναι διθυραμβικές, 
δεν σας απολύω, 
επιτέλους, θέλω το όπλο!"

Τότε σταμάτησε να σιγοτρέμει, 
κατέβασε τ' αριστερό του χέρι 
και μου εδήλωσε κοιτάζοντάς με θυμωμένα:
"Είμαι αριστερόχειρας, 
προσπαθώ σε κάθε παράσταση με το δεξί ν' αυτοκτονήσω, 
ακριβώς για να γίνω φυσιολογικός 
και πάλι ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο παίζω αισχρά...
Καταλάβατε κι εσείς, με την σειρά σας, επιτέλους;"

Ομολογώ πως το στόμα μου έχασκε από την έκπληξη,
μα, του απάντησα μ' έντονο ύφος: 
"Αγένιε, γίνου ποιητής, δύο τινά θα συμβούν, 
θα γίνετε ποίημα ηρωικό 
και σίγουρα θ' αυτοκτονήσετε 
με όποιο χέρι θέλετε, διόλου θα ενδιαφέρει! 
Όμως εγώ θα γλυτώσω από τους λεκέδες την σκηνή! 
Κι έπειτα τόσοι πολλοί δηλώνουν ποιητές, 
ας αυτοκτονήσει κι ένας! 
Δεν θα λείψει, δα, από την ποίηση!"

Αυτός θυμωμένος πέταξε το όπλο και έφυγε βρίζοντας, 
δεν γλύτωσα τους λεκέδες, χύθηκε η κόκκινη μπογιά στην σκηνή...

Δεν έχασα το θάρρος μου και φώναζα συνεχώς:
"Να γίνετε ποιητής, ελεύθερα να αυτοκτονήσετε, 
με όποιο θέλετε χέρι... Ορίστε μας!"

Τώρα τα βράδια πετιέμαι απ' τον ύπνο 
κι αναρωτιέμαι μήπως είμαι ποιητής και κοιτώ τα χέρια μου...

Κύριε Τσέχωφ, συγγνώμη, για την ενόχληση, 
τώρα σίγουρα θ' απευθυνθώ στον κύριο Ντοστογιέφσκι...
Αντιγράφω, ευθύς, την επιστολή...

Μετά τιμής, ένας επίδοξος σαλεμένος ποιητής...

✦✦✦✦

ΑΔΙΚΩΣ ΟΜΙΛΩ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ


Και φτάσαμε στον πάτο του πηγαδιού...
Καταλάβατε;
Να, εδώ θα σταθείτε, 
με ύφος ανθρώπου που πνίγεται, χωρίς στάλα νερό, 
χωρίς να είναι καταμεσής πελάγους, 
απλά επειδή ονειρεύεται την θάλασσα...

Ξέρετε εγώ πόσες φορές την έχω ονειρευτεί
και πόσες φορές έχω πνιγεί μέσα της;
Κάθε στίχος κι ένα ναυάγιο.. 
Όχι αστεία, κάθε στίχος κι ένα ναυάγιο..

Μάθετε ανάσες, επιτέλους...
Ανάσες και παύσεις..

Δες, ύφος...
Τρισάθλια κατάσταση..

Κύριε μου, πνίγεστε από έρωτα, 
είναι σαν να φωνάζετε
απ' τον πάτο του πηγαδιού...
Την ακούτε την φωνή σας;

Διάολε, είναι κουφός, 
αδίκως μιλώ και γράφω τόσην ώρα...
Αναγνώστη που διάλεξα...
Είναι θεόκουφος...

Κύριε Τσέχωφ, 
μήπως, σας βρίσκετε πρόχειρο 
κανένα διήγημα για κουφούς αναγνώστες 
και ηλίθιους ποιητές 
ή ν' απευθυνθώ στον κύριο Ντοστογιέφσκι;

Μετά τιμής, η παράκληση..
✦✦✦✦

ΞΑΠΟΣΤΑΙΝΕΤΕ Ή ΚΑΡΤΕΡΑΤΕ;

Σήμερα είδα έναν άνθρωπο σκυφτό
να βαδίζει
φορτωμένος τόσον ουρανό στους ώμους
και σκέφτηκα εσάς
που τόση θλίψη με γεμίζετε...

Αποσταίνετε ή καρτεράτε;
Θα μπορούσα να φέρω τον σκυφτό διαβάτη...
Τόσον ουρανό θα μπορούσατε να τον αντέξετε;

Έπειτα πώς να συνταιριάσω τόση σιωπή,
τόση μοναξιά πώς να ενώσω;

Ξέρω πως ποτέ σας δεν θα ομολογήσετε
όλα τα μυστικά π' ακούσατε
κι ότι κι εκείνος θα κουνήσει την κεφαλή
και θα σηκώσει κι άλλον τόσον ουρανό...

Αή η μουσική φταίει για όλα,
τραγουδιέται ακόμα κι ο άνεμος
κι η εικόνα μου φεύγει,
μετακινείται σαν σύγνεφο π' αλλάζει σχήμα...
Συγγνώμη, να κλείσω το καταραμένο το ραδιόφωνο...

Τί λέγαμε;
Ναι, είναι απορίας άξιον, ναι, ομολογώ,
μαγεύομαι απ' την τόση σας καρτερικότητα,
σαν γυναίκα στο παραθύρι
που κοιτά τον αδειανό δρόμο...

Θα σας δώσω όνομα, ναι, όνομα...
Άννα, θα σας πω, σαν την παιδική μου φίλη...

Έτσι κι αυτή, μεγάλα μάτια, ντροπαλή, σιωπηλή...

Δεν ξέρω σε ποιο έργο να σας εντάξω,
έπειτα είναι τόσο δύσκολο
μιά καθήμενη σιωπή να γίνει ρόλος...

Ίσως τον χειμώνα, 
όταν κρυώσει ο καιρός να ζεσταθούν οι λέξεις...

Θα σας κρύψω, Άννα, φοβάμαι τόσο τους ανθρώπους,
ίσως σας κάψουν να ζεσταθούν,
κρυώνουν τόσο..

Κι έπειτα θα χαθεί κι ο σκυφτός διαβάτης
κι ο ουρανός θα γιομίσει κάπνα
κι εσείς δεν θα είστε ρόλος
κι εγώ δεν θ' αναρωτιέμαι
κι ο κόσμος μοναχός θα μείνει...

Γρήγορα, Άννα, γρήγορα, να κρυφτούμε...

✦✦✦✦

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΔΕΝΔΡΟΥ

Τριακοστή ημέρα,
βγαλμένη απ' του σύμπαντος τα σπλάχνα,
αυτή την ώρα που ο πόνος του δένδρου ο τελευταίος
γίνεται γράμμα και γραφή...

Απ' το παραθύρι κοιτώ την εικόνα να διαβαίνει,
καθώς εγώ, σημείο ακίνητο,
εβάλθηκα να μετρώ τις αποστάσεις
απ' το κέντρο μου...

Είμαι του κόσμου παρατηρητής
κι εξόριστη φιγούρα...

Σήμερα ο βιβλιοπώλης μ' εξοστράκισε
κι όρισε τους φίλους του ποιητές
να μου κάμουν αφιέρωμα...
"Η εξόριστη τρελή της πλατείας..."

"Δεν θα σε κάμω ηρωίδα, κυρία μου, δεν θα σε σκοτώσω,
θα σε ξεχάσουν, κάποια στιγμή,
έπειτα μεγαλύτερη είν' η αγωνία τους
να βρουν τρόπο να πάψει το γουργουρητό στο στομάχι τους...
Σκέφτονται πως χορτάτοι θα 'ναι ωραιότεροι στην κηδεία..."

Εδώ τα όρια, όσο και να σας φανεί παράξενο,
πλαταίνουν,
τα παιδιά με τ' ατάγιστα στόματα
μου πετούν κάτω απ' την πόρτα
σημειώματα με τα νέα...

Έτσι ο κόσμος μεγαλώνει...

Ποιος χορτασμένος θα υποψιαστεί
πως ο πεινασμένος ασχολείται
με κάτι άλλο εκτός απ' την πείνα του,
με κάτι άλλο εξον απ' το ξεροκόμματό του;

Ο τελευταίος πόνος του δένδρου
είν' ο πόνος του τελευταίου ανθρώπου
που κοίταξε ψηλά,
που 'φτιασε σκαλωσιά ν' ανέβουν οι άλλοι,
που 'φτιασε σκαλωσιά να οικοδομήσει μέλλον,
να γέρνει το αγιόκλημα νυχτιές στην παραζάλη,
να γέρνει άμαθο το φως να αρματώνει βίους...

Ο τελευταίος πόνος του δένδρου
τα τελευταία βράδια σας θα στοιχειώνει,
έως ο γέροντας τούτου του κόσμου να πεθάνει,
έως ο γλάρος φέρει την πατρίδα στα ύψη τ' ουρανού..

Τριάντα μέρες, ένας ο πόνος, ενός μόνον δένδρου,
η θλίψη του νεκρού γλάρου..
✦✦✦✦

Ο,ΤΙ ΠΡΟΑΙΡΕΙΣΘΕ

Κι ήταν εκεί νεκρός,
δίπλα εκεί οπού υφαίνει ο αργαλειός
τ' ύψιστο χρώμα του δευτερολέπτου,
οπού το φως σκιά γίνεται...

Κι ήταν που η συνείδηση κρεμάστηκε
ξεσκισμένη πειρατική σημαία
απ' τον βοριά...

Άκουσα τον αντίλογο, των καιρών αντιδικία,
βάλθηκα να μαζώξω στάχτες και παραμύθια,
γυάλινους βώλους,
την κίτρινη κούπα γιομάτη με το ξεχασμένο νερό,
την ανάσα τ' αποθαμένου
κι εκείνη την σκόνη απ' τα μισόκλειστα μάτια...

Τίποτα, εκείνος εκεί, νεκρός, ακίνητος...

Κι εκείνο τ' όνομα να στριφογυρνά στην ομίχλη
κι η φωνή να τραγουδά δυό σύγνεφων παράπονο:
"Τί ευαγγελίζεσθε, ποιητές; Ό,τι προαιρείσθε για τον νεκρό"...

Ποιητής ήταν κι αυτός, ένας γλάρος 
οπού 'παιζε με τον φάρο, ποιητής ήταν κι αυτός...

"Τί ευαγγελίζεσθε, ποιητές; Ό,τι προαιρείσθε για τον νεκρό"...

Βραδιάζει κι ο γερο-βιβλιοπώλης άφαντος
κι οι ποιητές, επίσης...

✦✦✦✦

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Επαίρονται τα σύγνεφα που 'φέραν την βροχή,
στην κλίνη του καλοκαιριού κοιμάται ένα δάκρυ,
οι θεριστάδες έπαψαν ν' αντέχουν την ζωή
κι ο κάματος κουράστηκε στου λίβα το χρυσάφι...

Η αγάπη στο χωράφι μας το σκιάχτρο κυνηγάει...

Κοιμήσου, γλυκολάλητο στόμα μου και τραγούδι,
την θύρα μας δεν κτύπησε ο άνεμος ακόμη,
μα, μοναχά στην κόμη λευκό μας τριγυρνά...

Θ' αναπολείς τις εξοχές, τον κάμπο και την λίμνη,
στα παραλίμνια κοντά τους κύκνους στην σειρά,
τον έρωτα που σφράγισε την μνήμη στο σεντόνι,
το φίλημα οπού έστειλε την βάρκα στ' ανοιχτά...

Του φθινοπώρου έγειρε η βιάση να σε ιδεί,
πάντα στην απαλάμη μου κρατώ το πρόσωπό σου,
τις εποχές τις άντεξα στον δρόμο σου δενδρί...

Κοιμήσου, γλυκολάλητο στόμα μου και τραγούδι,
την θύρα μας δεν κτύπησε ο άνεμος ακόμη,
μα, μοναχά στην κόμη λευκό μας τριγυρνά...

Η αγάπη στο χωράφι μας το σκιάχτρο κυνηγάει...

✦✦✦✦

ΣΟΝΕΤΟ-ΒΡΑΔΙΝΑ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ

Α) ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Η θάλασσα στην άκρη της πόνος απ’ τ’ ακρογιάλι,
γραμμένα τα συνθήματα, στην άμμο οι χαρακιές,
του φεγγαριού τα τρίγωνα σκόνη στις κορυφές
κι ο έρωτας δικαίωμα, σαν λόγος να προβάλλει.

Θλιμμένη μου κι ολόγιομη νύχτα των αγαλμάτων
εστάθηκα το δέος σου για πάντα να κοιτώ,
εκούρνιασε στο βλέμμα μου, φόβος των μονομάχων
και έγειρα αμέριμνη μες στο θολό νερό.
                          ✦✦       
              
Β) ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Του φεγγαριού το σμίξιμο γης κι ουρανού αγκάλη
και έτρεμε η φτερούγα μου θλιμμένη στα βαθιά,
πυρρίχιος ο έρωτας, σαν ίσκιος και προβάλλει
κι ο ορίζοντας στο άπειρο να με καλεί μακριά.

Στα βάθη και στα πλάτη σου σελήνη των ονείρων
σε έκαψα και έβαλα αίμα να τραγουδά,
φοβέρα, ανάσα και ματιά ύπουλα μελετά
το όρυγμα μες στα στενά της πάλης των ζεφύρων.
                           ✦✦     
                      
Γ) ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Σαν τριγυρνάς μες στα στενά κι ανέμους θούριους πλέκεις
στην όψη σου να έχεις τον πόνο που πονάς.
Μικρή κι αλάνθαστη πνοή των μαγεμένων όρων,
καράβια μετεώρων ορίζουν τον βοριά.

Σαν τριγυρνάς μες στα στενά τον πόνο μου θυμήσου,
φεγγάρι μου, αφήσου, να ζήσουμε ξανά
ανέμους, θρύλους και πανιά να μαρτυρά το κύμα
κι ο πόνος ένα μνήμα στο πέλαο βαθιά.

Η πάλη μες στην φυλακή σωμάτων και πραγμάτων,
αίμα των αγαλμάτων, που ρέει στ’ ανοικτά,
στου έρωτα την λησμονιά τρέχει μιά θάλασσα ρωτά,
για το φεγγάρι στα ρηχά και την γοργόνα του νοτιά,
πραγμάτων και σωμάτων συμπάντων αρωμάτων.
 ✦✦✦✦
  
ΙΚΕΤΙΔΕΣ

Ικέτιδες ώρες στον νου σφαλισμένες,
στα χέρια αντένες, στα κύματα αφρός...

Περνάτε και πάτε καράβια τον Μάρτη, 
σ' Απρίλη αντάρτη, σ' ανέμου πνοή...

Αμέτρητη ανάσα, μικρή υποψία,
στον χάρτη λατρεία, σημάδι-ναός...

Ικέτιδες ώρες βαριά που περνάτε,
εντός μου βρυχάται ο έρως λαμπρός...

Ικέτιδες ώρες, 
καράβι προσμένω να φύγω μακριά...

 ✦✦✦✦

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ-ΤΟ ΚΟΡΜΙ
Εκείνο το κορμί, γερμένο στ' απείρου τ' ανηφόρια, 
ένα άσπρο βότσαλο που σπάει στ' άγγιγμα του φωτός. 
Μια κίνηση στ' ανάκλιντρο του δειλινού το γύρισμά του 
κι ο νους, εύφρων κι αποδεδειγμένα προστρέχων 
στις παρυφές της ηδονής, 
να σείει το έσω και ν' αναπηδά στην κλίνη του θεού,
όμοιος ονειροσάλεμα...
                          ✦✦
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ-ΤΑ ΧΕΙΛΗ
Εύφρων οίνος τα χείλη, αργοσαλεύουν μιλώντας του ονείρου,
σκάβοντας της πέτρας τα σωθικά, κατασκευάζοντας τις πολιτείες
να διακυβερνήσω τις κρυμμένες λέξεις,
να ταξιδέψω στις ιαχές των δελφινιών στην αρχή της δημιουργίας,
που πρόφερε ένα και πρώτο
το κλειστό φωνήεν μέσα από ένα φιλί...
                          ✦✦
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ-ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Και ονειρεύτηκα την κλίμακα υπερέχουσα σπείρα
στην άνοδο μυημένων στα μυστήρια δακτύλων,
ουρανών μ' αστραπές, 
με βροντές στα μεσοδιαστήματα αποτυπωμάτων,
ψαύουν και συλλέγουν τις πράξεις
να τις κάνουν λόγο το ξημέρωμα...
                          ✦✦
ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ-ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Μονόλογος στις βλεφαρίδες που πεταρίζουν τ' ονείρου,
μιά σιωπή στην ατέρμονη κυκλοφορία,
κυκλοτερής ανάσα στους πρωταγωνιστές των ενυπνίων
κι εγώ ένα βήμα πριν τους βοστρύχους του αγάλματος 
που κείται στις όχθες του θεού...
                          ✦✦
ΑΥΛΑΙΑ
Έρωτα, στα χέρια μου κοιμήσου,
να σε ξυπνήσω το πρωί ξανά να μου μιλήσεις,
έλα, στ' άγγιγμά μου ν' αποκοιμηθείς...

Θα σε ξυπνήσω, έρωτα, να σου μιλώ να ζήσω,
μ' ένα φιλί, προσκύνημα στο άπειρο,
ψυχή μου των ονείρων...

Μάτια μου, συμπαντικοί παράδεισοι,
αφήστε το κορμί, 
να ταξιδέψει η ψυχή, που φλέγεται να ζήσει..












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου