Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Υπάρχουν άλογα που συνεχίζουν να καλπάζουν
 ακόμα κι όταν είναι ξαπλωμένα στο γρασίδι.
Αργύρης Χιόνης 

The White Horse Gazelle 1881 by Henri De Toulouse Lautrec

Λουί Αραγκόν 

Οι καβαλάρηδες της καταιγίδας κρεμιούνται στα ρολά των μπακάλικων
Αναποδογυρίζουν τα κιβώτια με το γάλα σαν κορυδαλλοί
Γυρνούν τριγύρω απ’ τα κεφάλια
Πάνε νοσταλγικά και κάθονται στην γενειοφόρα μπάλα των μπαρμπέρηδων
Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Τι κάνατε τα γάντια σας
Περιπλανιούνται στην τύχη στις γειτονιές
Καλπάζουν ανάμεσα στα σπίτια
Πάνω κάτω πάνω κάτω
Αναστενάζουν στα ντουλάπια
Αναστενάζουν στους φεγγίτες
Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Που που βάλατε τα γάντια σας
Ο ένας απομακρύνεται, ο άλλος πλησιάζει
Είναι δύο, τους βλέπω καλά
Ο ένας απομακρύνεται είναι ο άγιος Σεβαστιανός
Ο άλλος πλησιάζει είν’ ένας παγανός
Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Πόσο είστε συναρπαστικοί
Ο άγιος Σεβαστιανός τσακίζει λίγο τις σαΐτες του
Ο παγανός τις περισυλλέγει και τις γλείφει(5)
Ο άγιος Σεβαστιανός φέρει την ώρα στον καρπό του
Τρεις και δέκα
Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Που που που βάλατε τα γάντια σας
Χου χου στις καπνοδόχους
Τρεις και έντεκα λοιπόν
Πάει και το τελευταίο μετρό
Τι νομίζετε θα βρείτε μες στις κάβες
Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Αν χάσατε τα γάντια σας
Εδώ έβαλα την γραβάτα μου
Ο άγιος Σεβαστιανός μου απαντά
Ο παγανός ο παγανός δεν μιλά
Μοιάζει να ‘χει χάσει τη δικιά του μα την πίστη μου
Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Παν στον υπόνομο τα γάντια σας
Ο ένας κοιτά το παρόν
Ο άλλος έχει αναμνήσεις μες στ’ αυτιά του
Ο ένας παίρνει δρόμο κι ο άλλος πεθαίνει
Η νύχτα ανοίγει και δείχνει τα μπούτια της
Καβαλάρηδες της καταιγίδας
Πόσο είστε εξωπραγματικοί





 Charles Marion Russell – Buccaroos, 1902

Νικηφόρος Βρεττάκος  -  Ο άνθρωπος και το άλογο 

Είχε ένα άλογο. Πήγε στον πόλεμο.
Δεν περάσαν δυο μήνες που γύρισε πίσω
με κομμένο το πόδι του. όταν τον είδε
τ’ άλογο του χλιμίντρισε.

Λίγες
μέρες μετά, το επιτάξανε.
Εκείνο δεν γύρισε.

Κι’ από τότε, όταν ήθελε
να θυμηθεί κάτι αξέχαστο από
τη ζωή του, κάτι όμορφο
– την Παναγία, το Χριστό ή τον ήλιο
παραδείγματος χάρη –
θυμόταν
αυτό το χλιμίντρισμα.


 Rosa Bonheur – The Horse Fair, 1852–55.

 
Νικηφόρος Βρεττάκος  -Το αφηνιασμένο άλογο  

Καθώς ανηφόριζε τούδωσε μια
κατακέφαλα ο ήλιος. Σταμάτησε τ’ άλογο,
γυάλισε η κόκκινη τρίχα του, φύσηξαν
φωτιά τα ρουθούνια του, τεντώθη σαν λάμα
μετάλλινη η χαίτη του, σηκώθηκεν όρθιο,
χλιμίντρισε, πήρε μιάν άγρια στροφή
σαν κόκκινος ίλιγγος, συγκέντρωσε όλη του
τη δύναμη, πήρε κι’ άλλη απ’ τον ήλιο
κ’ οι οπλές του αρχινίσαν, βροχή, να χτυπούν
τη γρανίτινη πέτρα – απώντας τις μαύρες της
φλέβες, σηκώνοντας τούφα τις σπίθες.

Τ’ αναμμένα, βαριά πέταλα του, ακουγόνταν
υπόκωφα
ως μέσα
τη μήτρα της γης.

  Mike Tzamalhs

Μιχάλης Γκανάς - ΚΑΙ ΙΔΟΥ ΙΠΠΟΣ ΠΥΡΡΟΣ
στον Δημήτρη Κοσμόπουλο

Κεφαλή αλόγου σκύβει να πιει νερό.
Ίσα που πρόλαβε να δει, εκτός απ’ τη μορφή του, μιαν αλογόμυγα επάνω στα καπούλια, πριν σπάσει ο καθρέφτης της πηγής.

Ρουθούνια ανοιγμένα γεμάτες γουλιές ήρεμη ανάσα και μόνο
τα μάτια του τρομαγμένα, με το τρέμισμα μιας σκιάς στον αέρα.

Ξανά.

Αναπεπταμένο πεδίο. Γύρω βουνά. Ένα άλογο πίνει νερό. Η καμπύλη του αυχένα του τόξο καλά τανυσμένο. Αεράκι στη χαίτη, όταν μαύρο πουλί περνάει ψηλά. Η σκιά του βιτσιά στα καπούλια.

Ξανά.

Χαμηλή πτήση με ελικόπτερο πάνω από τη Δρακολίμνη της Τύμφης. Καταπράσινο οροπέδιο ανάμεσα σε χιονισμένα βουνά.
Στην όχθη της λίμνης ένα άλογο πυρρό ξεδιψάει. Αλαφιάζεται. Τρέχει. Τρέχουν μαζί του και τ’ άλλα λευκά, φαιά, πυρρά, σίβα, μαύρα, 150 άλογα κάτω από ένα καπώ, στο δρόμο Ιωαννίνων-Κοζάνης.
Μιχάλης Γκανάς-Περιοδικό Τα Νεφούρια, τεύχος 14, Πρωτοχρονιά 2006

 Chagall, A red horse

Δημήτρης Κοσμόπουλος  - Το άλογο 

Μιχάλη Γκανά


Πάλι το γνωστό άλογο, μαύρο και λαμπερό, στο μικρό πάρκο απέναντι, την ώρα που, ποιος ξέρει από ποιους συμφωνημένο, έπαψαν να περνούν, λυσσασμένα κύματα, τ' αυτοκίνητα.

Mε κοίταξε μασώντας τα πυκνά φύλλα του μεσημεριού και ένευε με κινήματα περήφανα της κεφαλής του σαν να μου έλεγε: "Θυμάσαι;"

Tο χειρότερο είναι ότι έβλεπα μια κατακόκκινη ανοιχτή πληγή στην αριστερή του παρειά και σταγόνες αίμα να πέφτουν στο ταλαίπωρο χώμα, πάνω σε σκουπίδια και χαρτιά.

Όμως το παράπονο της υπομονής του παλληκαρίσιο, καυτό όπως η μεσημεριανή αλκή. Mασώντας αυτά τα αόρατα φύλλα, μπαίνει στον δρόμο κι αρχίζει να τον διασχίζει αποφασιστικά, την ώρα που ξεχύνεται, ουρλιάζοντας, η αύρα της αστυνομίας.

Στα μάτια του σπιθίζουν δάκρυα σκληρά, διαμάντια. Kατά τα άλλα, ανέβηκα κι εγώ στο λεωφορείο, με τον υπόλοιπο κόσμο. την ώρα που το άλογο σπάραζε κάτω απ' τους τροχούς και με το βλέμμα έψελνε την εξόδιο ακολουθία.

Aύριο, ίσως να το προλάβω.


*Aπό την ενότητα "EΓKAYΣTIKH" στην ποιητική συλλογή "Πουλιά της Nύχτας" (Kέδρος) Aθήνα 2005.

Theodore Gericault – An Officer of the Imperial Horse Guards Charging, 1812

Νίκος Γκάτσος - Τ' άλογο του Ομέρ Βρυώνη 

Τ’ άλογο τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη
δες το κορίτσι μου πόσο κρυώνει
έλα ν’ ανέβουμε κι απόψε στ’ άστρα
για να της φέρουμε χρυσή θερμάστρα.

Τ’ άλογο τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη
φέρ’ το τσεκούρι μου και το πριόνι
και πάμε γρήγορα να κόψω ξύλα
γιατί έχει σύγκρυο κι ανατριχίλα.

Τ’ άλογο τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη
τούτο το σύννεφο μ’ εξαγριώνει
και το κορίτσι μου προσμένει πάντα
μ’ ένα θερμόμετρο που λέει σαράντα.




Eugene Delacroix – Horse Frightened by Lightning, 1825

Νίκος Γκάτσος - Νάνι το γαρούφαλό μου 

Νάνι το παιδί μου, νάνι
Που δεν ήθελε νερό
Τ’ άλογο μας το μεγάλο

Αχ! Καρδούλα μου ποιός ξέρει
Τι να λέει το ποταμάκι στο λιβάδι το χλωρό

Νάνι, το νερό το μαύρο
μες στα πράσινα χορτάρια
που ψιλό τραγούδι πιάνει.
Νάνι την τριανταφυλλιά μου
που τη γης δάκρυο ποτίζει,
τ’ άλογό μας το καλό.

Κι έχει πόδια λαβωμένα τραχηλιά κρουσταλλιασμένη
Έχει ένα ασημένιο λάζο καρφωμένο μες στα μάτια.
Μόνο μια φορά σαν είδε τ’ αντρειωμένα τα βουνά
Εχλιμίντρισε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά…

Αχ! Πού πήγες άλογό μου
που δεν ήθελες να πιεις;
Αχ, μαράζι μες στο χιόνι….
Νάνι το γαρούφαλό μου
που τη γης δακρυοποτίζει,
τ’ άλογό μας το καλό…

Μην έρχεσαι – μη μπαίνεις –
το παραθύρι κλείσ’το
Με φυλλωσιές ονείρου,
μ’ όνειρα φυλλωσιάς.
Κοιμάται το παιδάκι μου
Σωπαίνει το μωρό μου…

Αχ! Πού πήγες άλογό μου
που δεν ήθελες να πιεις;
Άλογο της χαραυγής




Edgar Degas – At the Races, 1877–1880, detail

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ

Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω
ιστορημένη σε άλογο κόκκινο άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ
μέσα στον άλλο κόσμο:
-Ε πού πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω
– Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που
βαφτισμένον σ’ έχω
-Έφτασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα
– Είναι ο αέρας περαστός εκεί και μένουν οι κακοί από πέρα
– Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται
– Πως μίκρυνε θα πω η αυλή και το παιδί που σ’ έκοψε κοιμάται
– Μαστόροι εσείς και παραγιοί φέρτε μου έναν κουβά με ασβέστη
– Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω Γεια κι αληθώς Ανέστη.



Grazing Horses IV Aka The Red Horses by Franz Marc

Ανδρέας Εμπειρίκος - Η μνήμη των αναμνήσεων

(απόσπασμα)

Μπροστά μου το λειβάδι απλώνεται όπως χθες
Στην χλωρασιά του έφθασε το άλογο που αγάπησες
Όμως εσύ δεν ήλθες

Τα βήματα του αλόγου είναι ο βηματισμός του ονείρου μας
Είναι οι θάλασσες που διαβήκαμε
Τα τρεχαντήρια που χρωματίσαμε μαζί

Το άλογο αυτό κρατά στο στόμα του μια ημισέληνο
Χωρίς να την αφήση χλιμιντρίζει

Το άλογο αυτό και εγώ μαζί του
Στεκόμαστε στην άκρη του δάσους και σε περιμένουμε

Το άλογο αυτό και εγώ
Είμεθα πλάσμα εν και αδιαίρετο
Είμεθα κένταυρος που σε αγαπά
Είμεθα κένταυρος που ξέρει
Ότι δεν είναι δυνατόν να μη ξανάρθης.



Albert Gleizes – La Chasse (The Hunt), 1911

Κ.Π. Καβάφης  - Τα άλογα του Αχιλλέως  

Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή




Τα άλογα του Αχιλλέα - Giorgio de Chirico 1963

Νίκος Καββαδίας -  Στο άλογό μου


Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω…

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ‘χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι…

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι…
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…
Κούδεσι, Μάρτης 1941


Marc Chagall. War. 1964-66
Τάσος Λειβαδίτης 

Και φυσικά υπάρχουν λόγοι που κοιτάζω πάντα κάτω – κάπου
είναι πεταμένο ένα κλειδί, που αν το βρεις σώθηκες: θα ξεκλειδώσεις
το χέρι του τρελού
και τότε θα είναι στη διάθεσή σου το άσπρο άλογο!

***
…στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.
» μητέρα, ρώτησα κάποτε, που μπορούμε να βρούμε λίγο νερό για τ’ άλογό μου΄»,
«μα δε βλέπω κανένα άλογο», «κι εσύ, μητέρα!»…



Francis Picabia – Horses, detail, 1911

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι  - Δείχτε συμπάθεια στ’ άλογα

Βροντάν οι οπλές.
Ένα τραγούδι:
Γκραπ.
Γκρουπ.
Γκραπ.
Γρουπ.
Μουσκίδι από τον άνεμο
τα πέταλα στον πάγο.
Γλιστράει ο δρόμος.
Ο γδούπος του αλόγου
πέφτοντας στα καπούλια.
Κι ευθύς ο ένας πίσω από τον άλλον
ο κάθε χάχας
ένα τσούρμο παντελόνια
που βγήκανε σουλάτσο στην οδό Κουζνέτσκι.
Καμπάνα πάει το γέλιο:
-Χο! Έν’ άλογο έπεσε!
-έπεσε ένα άλογο!
Γελά η Κουζνέτσκι.
Μόνος εγώ με τις στριγκλιές της
Δε σμίγω τη φωνή μου,
Πλησιάζω.
Βλέπω:
μάτια αλογίσια…
Ο δρόμος αναποδογύρισε,
κυλάει με τον τρόπο του…
Πλησιάζω, βλέπω-
στην αλογίσια μούρη
μία μία κυλάνε οι σταγόνες
κυλάνε χώνονται στο τρίχωμα…
στάζει από πάνω μου
σαν ψίθυρος:
– «Άλογο, μη!
– Άλογο, ακούστε με:
Τάχα χειρότερο είσαι από δαύτους;
Άκου, παιδί μου,
από λίγο λίγο
άλογα είμαστε όλοι μας
άλογα- ο καθένας με την αναλογία του»
Από νταντέματα
ίσως
το γέρικο φαρί δεν είχε ανάγκη, κι ίσως
τη σκέψη μου την πήρε για πολύ τριμμένη
όμως μεμιάς τινάχτηκε μπήγει γερά τα πόδια του στυλώνεται και χλιμιντρίζοντας του δίνει μπρος κοκκινομάλλης έφηβος με την ουρά του ν’ ανεμίζει. Όσο που φτάνει στο παχνί όλος χαρές όλος καμάρι νιούτσικος λες πουλάρι πράμα. Το νιώθει μέσα η ψυχή:
(μτφρ. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)


Jean Metzinger – La Femme au Cheval (Woman with a horse), 1911-1912

Τζένη Μαστοράκη - Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

Ο Δούρειος ίππος τότε είπε
όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους,
κι είπαν γιατί, κι είπε
πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό.
Κι ύστερα, εκείνος
έτρωγε ελαφρά τα βράδια
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα πάρκ.




The Procession of the Trojan Horse in Troy, 1773 - Giovanni Domenico Tiepolo

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ - ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ ΚΑΒΑΛΑ

Πομπεύοντας το αδύνατο
με λέξεις
Ανάβοντας ένα φωνήεν,
έρμαιο του αγίου σώματος που λειτουργείται,
να ημερέψει το σκότος

Σελώνοντας το τέλος
να διανύσεις πάλι το κενό το ακόρεστο
απ’ την αρχή να ξαναπιάσεις το τραγούδι
το πικρό
ως να γλυκάνει ο τρόμος
«μη
μη με παίρνεις
με γέλασαν
χάρε μη με παίρνεις
της άνοιξης τ’ αηδόνια με γέλασαν
μη
γιατί δεν με ξαναφέρνεις»

Πώς έγινε και μείναμε φτωχοί με τέτοια προίκα
Πώς έγινε και δαπανούμε χιλιάδες τις λέξεις
για να πούμε το σώμα
που ατραγούδιστο εχάθη στον καιρό του

Πώς έγινε και συχνάζουμε πια
στης ψυχής τα υπόγεια
Πώς έγινε κι όλο να φεύγει ο χορός
μακριά από τη μνήμη
Πώς έγινε και ξέπεσε σε δόλωμα το βλέμμα
και σε τρόμο,
εκεί που κατοικούσε κάποτε ο άνεμος
κι η γενναιοδωρία

Πώς έγινε να ξεκρεμάμε κάθε πρωινό
έναν απ’ τους σβησμένους εαυτούς,
να τον ντυνόμαστε κι ας μη μας πάει
κι ας τον μισούμε
όσο μισούμε το φύλλο του ημερολογίου
που μας πετάει ξοδεμένους
στον κάλαθο των ονείρων.

Πώς έγινε κι αντέχουμε την απουσία μας





 Joan Miró – Horse, Pipe and Red Flower, 1920


Μπέρτολτ Μπρεχτ- Το παράπονο του αλόγου 

Με ρίγος θανάτου σέρνω το κάρο
σε λεωφόρο κεντρική.
Φοβάμαι πολύ –ωιμέ-
μην πέσω κάτω. Κοντεύω γιά τον σταύλο
να ξαποστάσω. Στον παραπέρα δρόμο.
Είμαι στο χώμα, κι άνθρωποι μ’έχουν κυκλώσει –και με σφάζουν.

Τα μάτια μου ήταν ακόμη ανοιχτά
γιά βοήθεια τρέχει ο αμαξάς
και πόρτες ανοίγουνε
και χύνονται έξω οι γειτόνοι με μαχαίρια
κι απ’το κορμί μου κόβουν κρέας κι όλο βρίζουν
και με σχίζανε κομμάτια, κι ας με βλέπαν όλοι ν’ανασαίνω.

Κι όμως όλοι μ’αγαπούσανε πάντα
με φίλευαν ζάχαρη και με χαϊδεύαν
και μου έριχναν στην πλάτη μου ρούχο να φυλάγομαι από τις μύγες.
Πρώτα όλοι φίλοι
και τώρα όλοι τους θηρία.
Ποιος τους είχε κάνει έτσι; Τι να είχαν πάθει κι αγριέψαν;

Κι ενώ ξεψυχώ βλέπω μόνο μαυρίλα
και μια παγωνιά να χτυπάει την γη.
Πώς δεν το βλέπεις εσύ;
Κι έχουν παγώσει πιά οι ανθρώποι
το χέρι ζέστανέ τους• μα βιάσου δεν προφταίνεις.
Γιατί όταν πέσεις και ζητάς βοήθεια θα σε σφάξουν!
μετ. Παύλος Μάτεσις




 Pablo Picasso – Guernica, detail

Nanja Noterdaeme -  Τρία μαύρα άλογα

Τρία μαύρα άλογα διέσχισαν
το πλακόστρωτο του χωριού.
Το μεγάλο μπροστά, το μικρό στη μέση και το μεσαίο
να κλείνει τη σειρά,
μαύρα βελούδινα, με τις θεϊκές χαίτες να ανεμίζουν ελαφριά
πριν εξαφανιστούν οριστικά
με την φευγαλέα εικόνα του άγνωστου.

«Πρέπει να τα σκοτώσουμε», είπε ένας χωριανός.
«Θα μας πλακώσουν μια μέρα, όλο και πολλαπλασιάζονται».




Ομήρου Ιλιάδα

Τα άλογα, που είχαν προαισθανθεί το θάνατο του Πάτροκλου, μένουν ασάλευτα, κλαίνε και θρηνούν τον γενναίο τους ηνίοχο.
"Στο μεταξύ του Αχιλλέα τ' άλογα μακριά από τη μάχη
θρηνούσαν, απ' τη στιγμή που ένιωσαν πως ο αμαξηλάτης τους
έπεσε μες στη σκόνη απ' τον ανθρωποκτόνο Έκτορα" .
Θρηνούσαν και δεν ήθελαν να να γυρίσουν στον πόλεμο.
" Μόνο, όπως μένει ασάλευτη μια στήλη, που στήθηκε
σε τύμβο ανδρός νεκρού ή γυναικός,
έτσι έμεναν ασάλευτα ζεμένα στο πανέμορφο αμάξι,
με τα κεφάλια τους κάτω στη γη σκυμμένα, ζεστά τρέχαν
τα δάκρυα απ' τα βλέφαρα στο χώμα, καθώς θρηνούσαν
αποζητώντας τον ηνίοχο.....
Τα είδε να υποφέρουν ο Δίας και λυπήθηκε.
Κούνησε το κεφάλι του και είπε μονολογώντας:
" Δύστυχα, γιατί σας έδωσα στο βασιλιά Πηλέα, σ' ένα
θνητό, εσάς τ' αγέραστα κι αθάνατα;
Να βασανίζεστε κι εσείς με τους δύστυχους θνητούς;
Από τον άνθρωπο δεν είναι άλλο πλάσμα πιο δύσμοιρο
απ' όσα στη γη επάνω κινούνται και αναπνέουν.
Ωστόσο, δε θ' αφήσω να ανεβεί στο στολισμένο άρμα σας
ο γιος του Πρίαμου, ο Έκτορας¨
(ΡΑΨ. Ρ 426-449)
.


Edgar Degas - Racehorses in a Landscape, 1894
Βικτόρ Ουγκώ - Τ΄ άλογα του θεού ΄Ηλιου

Ήταν η ώρα που έβγαιναν τα άλογα του ήλιου.
Ο ουρανός ανακλαδιζόταν σιγοτρέμοντας
Στο πρωινό θάμπος άνοιγε τα δύο φύλλα
Της ηχηρής πόρτας του.Ολόλευκα,
Φαίνονταν εκτυφλωτικά την αυγή
Πίσω τους, σε μια φρενητιώδη εκτυφλωτική
Τροχιά, έσπαζε η στρογγυλότητα
Του πελώριου ακτινοβόλου άρματος.
Ξεχώριζαν τα μπράτσα του θεού που τα οδηγούσε,
Τα τέσσερα φλογερά άλογα όρθωναν τα ολόχρυσα
Στηθια τους, κάνοντας τα πρωτα τους βήματα
Αφήνιαζαν ανάμεσα στη σκούρα και στη
Φλογισμένη ζώνη!
Από τις χαίτες τους, απ'όπου έμοιαζε
Να ξεπηδάει ένας καπνός από πέρλες,
Ζαφέιρια, όνυχες,διαμάντια, διάσπαρτος
Και φευγαλέος στο βάθος των στοιχείων,
Τα πρώτα τρία, με περήφανο το μάτι,
Τα ρουθουνια φλογισμένα, τίναζαν
Στο φως σταγόνες δροσιας.Το τελευταίο
Τίναζε άστρα μέσα στη νύχτα.
................................
Ξαφνικά, το παραπέτασμα σκίστηκε και
Βλέπει στα κέφια τους τους τρομερούς θεούς.
Αυτές οι δυνατές, αόρατες, εκπληκτικές
Υπαρξεις ήταν εκεί.Καθισμένοι στους χρυσους
Θρόνους που είχε φιλοτεχνήσει ο Ήφαιστος, στο
Τραπέζι που ποτέ δεν χορταίνει κανείς
Έπιναν το νέκταρ και έτρωγαν την αμβροσία.





 James Ward (James Ward), The Fall of Phaeton

Κώστας Ουράνης - Δον Κιχώτης


Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ άλογό του
το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει·
και πίσω του, στο στωϊκό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.

Αιώνες που ξεκίνησε κ’ αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…

Στο πέρασμά του απ’ τους πλατιούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού – κ’ ειρωνικά γελάνε.

Ω ποιητή! Παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι ανθρώποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:
οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κ’ οι Σάντσοι ακολουθάνε!






Don Quixote by Kevin Middleton

Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Το άρρωστο άλογο



Στην αγορά του Σαββάτου τ’ άλογα που ήταν για πούλημα μιλούσαν κάτου απ τη λεύκα για τη ζωή τους. Κι ένα κόκκινο άλογο, κουρασμένο, με το κεφάλι χαμηλά, τους διηγιόταν τα θαυμάσια των ταξιδιών του.

Κάμπους απέραντους στο λιοπύρι εδιάβηκε, δασωμένες ρεματιές με κελαηδιστό νερό το ξεκούρασαν. Σε παρθένα χιόνια βυθίστηκαν τα πέταλά του —από θύελλες μαστιγώθηκε, σε λαμπρές φωτιές εστέγνωσε— στη ζέστη παχνιών αρχοντικών κοιμήθηκεν ύπνο βαθύ. Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για τις πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακριά με τους θόλους των* και τα καμπαναριά των…

— Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και κοκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες;

— Είν’ αλήθεια, είπε τ’ άλογο, πως σ’ όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγκανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήσει τον άνθρωπο που με σκλάβωσε —χαρίζοντάς μου τη φαντασία.



 Αλέξανδρος Αλεξανδράκης

Σαράντος Παυλέας - 
Το πιο φτερωτό φέρτε μου άλογο…

Θέλω να υπακούσω στην κλήση του ταξιδιού μου.
Το πιο φρέσκο, το πιο γοργό φέρτε μου άλογο.
Πηγαίνω προς τη νίκη μου και την τελειοποίησή μου
το πιο αστραφτερό φέρτε μου άλογο,
να το ανεβώ έτσι αφρισμένο όπως θα ‘ναι
μέσα στη μαύρη νύχτα
το πιο γοργό, το πιο αφράτο φέρτε μου άλογο,
να φτάσω στον καιρό μου πριν γίνει ο καλός του πλοίου μας απόπλους.

Το πιο γοργό, το πιο αφράτο φέρτε μου άλογο.
Δε θα φύγω σαν ένας Αννίβας
για μιαν έρημη παραλία της Θάψου.
Δεν ακολουθεί τη φυγή μου
κανένας Σκιπίωνας, καμιά Ζάμα.
Πορεύομαι σε τροπαιούχον άλλο βίο.

Το πιο φτερωτό φέρτε μου άλογο,
να κάμω γρήγορο το τέλος των χιλιομέτρων μου
που με χωρίζουν από το Καράβι της Απεραντωσύνης μου.
Το πιο φτερωτό φέρτε μου άλογο.



Mike Tzamalhs

Πούσκιν - Μπρούτζινος Καβαλάρης

«Πάνω σε μια σελίδα ποτισμένη
στο κενό ξεχύνονται οι λέξεις….
αναμνήσεις σέρνονται πάνω στο
κορμί σαν πονεμένα χάδια….
φαντάσματα που κουβαλάν στο σήμερα
κάτι από το χθες…
κάτι από όλα αυτά που σε έκανε να θες να ζήσεις….
Δυο λέξεις αγάπης ξέφυγαν από τα χείλη…
κι έμειναν μεταίωρες στο κενό…
ψυχή παγιδευμένη ανάμεσα στους δυο κόσμους…
Ενας άγνωστος δίπλα σου χαζεύει τα αστέρια….
με ενα άγγιγμα τόσο οικείο…
κοιταει τις ελπιδες του να τρεμοσβηνουν….
φαναράκια, τα κεράκια τους αρχισαν να λιωνουν….
δεν εμεινε ομως θεληση να τα αναψει….
Ενας μπρουτζινος καβαλαρης σπαει με το
ποδοβολητο του την σιωπη….
οποιο δρομο κι αν διαλεξεις σε ακολουθει….
βροντωντας τα σιδερικα του μεσα στην νυχτα….
μονο αυτη η στιγμη μενει…
αιωνες παγωμενη….
διψασμενη σαν φιλι….
αγρια σαν την βροχη μου μαστιγωνει το τζαμι….
νεκρη σαν αναμνηση που
μονο καποια μνημη μπορει να επαναφερει….
περιμενει το πρωτο φως της αυγης για
να ξεθωριασει σαν παλια φωτογραφια….
μεχρι ο μπρουτζινος καβαλαρης να σταματησει το ποδοβολητο του.




 Αλέξανδρος Αλεξανδράκης

Μανόλης Πρατικάκης - 
Λιθοξόος

Σ’ αυτό το εξημερωμένο κτήνος του πολιτισμού,
ο καβαλάρης,
αφομοιωμένος στις φρέζες του μηχανοκίνητου χρόνου,
έγινε ένα εξάρτημα, θέλω να πω μια προεξοχή πάνω
στο φάντασμα του παλιού μυθικού αλόγου.





  Aelbert Cuyp- Lady and Gentleman on Horseback

Σταμάτης Πολενάκης - Άλογο στη βροχή

Τα χρόνια εκείνα συχνά
επισκεπτόμουν τον άρρωστο
και άπλωνε, θυμάμαι, τα χέρια να μ` αγκαλιάσει
ο δυστυχής αν και πλέον δεν μ` αναγνώριζε
κανέναν δεν αναγνώριζε πλέον ο δυστυχής
μονάχα αφροί έβγαιναν πότε πότε από το στόμα του
και προφητείες και λόγια ακατάληπτα
για το Θεό που κοιμάται
και πρέπει να τον ξυπνήσουμε.
Συχνά για πράγματα περασμένα μιλούσε
για τη Βενετία, το Τορίνο, για βάρκες που έπλεαν
γαλήνια στα ήρεμα νερά κάποιας σκοτεινής
λίμνης, για τα θλιμμένα τριαντάφυλλα
της Λου Σαλομέ και για περιστατικά
της παλιάς του ζωής
που ήθελε αλλά δε μπορούσε να λησμονήσει.
Κυρίως όμως, μιλούσε για ένα γέρικο άλογο
και τότε γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.
Για ένα άλογο μιλούσε που στεκόταν ακίνητο
κάτω από τη βροχή στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
σε μιαν άλλη, μακρινή ζωή
που ήθελε αλλά δε μπορούσε να λησμονήσει.
Ακίνητο στεκόταν το άλογο στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
και ο μεθυσμένος αμαξάς το χτυπούσε ασταμάτητα.
Κάθε λεπτομέρεια θυμόταν τότε ο δυστυχής
και γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.
Θυμόταν ότι ολόκληρη τη νύχτα έβρεχε
στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο
εκεί όπου ένας αμαξάς μεθυσμένος
χτύπησε κάποτε μέχρι θανάτου
ένα γέρικο άλογο.
Ολόκληρη τη νύχτα έβρεχε
κι έτριζαν άγρια οι ρόδες της άμαξας
στο υγρό λιθόστρωτο.



Albrecht Adam -Horses at the Porch

Γ. Ρίτσος - ΑΠ’ ΤΑ ΜΕΤΟΠΙΣΘΕΝ


Ωραίοι καβαλάρηδες
πέρασαν με τα κόκκινα άλογά τους,
ο πιο ωραίος μ’ ένα μαύρο,
ο ακόμη πιο ωραίος μ’ ένα λευκό.
Κορίτσια στα μπαλκόνια
τους πέταξαν λουλούδια.
Ωραίες γυναίκες ξεπλέξαν τα μαλλιά τους.
Μέσα στα σπίτια λάμψαν οι καθρέφτες.
Οι οπλές των αλόγων δοξάσαν τον ανήφορο.
Η σκόνη στο βάθος του ηλιογέρματος
έπλασε έναν Άγγελο. Εγώ, απαρατήρητος,
μάδησα ένα φτερό του Αγγέλου
και σας γράφω χαρούμενος τη λύπη μου.



 Ilya Repin -  Portrait of Leo Tolstoy as a Ploughman on a Field

Μίλτος Σαχτούρης  - Αλογα περήφανα επιθυμίες  

Άλογα περήφανα
οι επιθυμίες μου
γονάτισαν κάθισαν χάμω
η πόλη όλη βάφτηκε στο σκοτάδι
μόνο τρεις άνθρωποι περπάτησαν
ο ένας πήγε να βρει το Θεό
ο άλλος πήγε να βρει το Διάβολο
κι ο τρίτος πήγε να βρει το Κενό.




Camil Ressu - La arat

Γιώργος Σεφέρης  - Το άλογο της Μολδοβλαχίας


(Σχεδίασμα του Μαθιού Πασκάλη)

Ένα λοφίο μια λόγχη ένα δέντρο·
στην άλλην όχθη το άλογο.
Ανάμεσα κυλάνε σάρκες και αρώματα γυναικών
άντρες μαζί με τις σάρκες, μήτε πρόσχαροι μήτε κατηφείς
αποφασισμένοι
όχι αποφασιστικοί,
αποφασισμένοι από τους άλλους
από τους δυο βασιλιάδες ίσως —
τον έναν που κατοικεί το μπρούντζινο αποτύπωμά του
τον άλλον που κατοικεί το σάρκινο αποτύπωμά του —
από τους δυο βασιλιάδες ίσως
ή το άλογο
με το βάραθρο της κοιλιάς τόσο ανάλαφρα υψωμένο
πάνω στα τέσσερα πόδια
που μας εξαπατούν νυχοπατώντας.

Το φοβερό δε φαίνεται ποτέ·
δε φαίνεται το μέγα αγκίστρι που ψαρεύει από το κοκκινωπό βάθρο·
όταν προσέξεις αντικρίζεις το χαμό·
το γαντζουρωτό σπέρμα
που τινάζεται από τα φριχτά αχαμνά του
βαριά σαν αδιάφορο κανόνι σ’ αρχοντικό της Ύδρας,
σπόρο θανάτου
που καρφώνει αλάθευτα τον όποιον σημαδέψει
και τον σέρνει καθώς ο Αχιλλέας τον Έκτορα
ανάσκελα μέσα στη σκόνη
χλωμό γυμνό ντροπιασμένον
μέσα στις κεντητές ρεκλάμες που ανάβουν και σβήνουν
μέσα στους κουρασμένους μηρούς των γυναικών
αυλάκια του έρωτα τελματωμένα·
μέσα στα πυρωμένα λάστιχα και τους αχνούς των αυτοκινήτων
καθώς βαραίνει η ζέστη κι οι στολές παρουσιάζουν όπλα
κι οι μικρές μπρούντζινες σάλπιγγες μείναν ανάερες—
τον φέρνει σίγουρα στην κοιλιά του αλόγου
με την τερατώδη απόφυση του νεκρού βασιλιά στη ράχη
και τα ρουθούνια του που ανοιγοκλούν ανασαίνοντας αηδία.

Τελετή αθόρυβη ανάκουστη
προσφορά στον άνθρωπο που κρατούσε τη σφαίρα και το σκήπτρο
προσφορά στ’ άλογο μέσα στον άνθρωπο που χλιμιντρά και ματώνει τα νύχια
και δε χορταίνει μήτε τώρα που ο αναβάτης μετάλλαξε τον ύπνο
τελετή χωρίς ιερατικό βάδισμα μήτε δαυλούς μήτε ιερουργίες
αλλά με τα καθημερινά φερσίματα, τα μικροσκοπικά παθήματα
και τις απρόσωπες χαρές μας,
με τη συνηθισμένη ρυτίδα στο μέτωπο καθώς σηκώνεις το τηλέφωνο που σημαίνει
με το κουρασμένο μάτι και την ξεβιδωμένη χειραψία όταν συναπαντήσεις κάποιον
άρρωστη πομπή με την τάξη του πρόσκαιρα σκηνοθετημένου κόσμου.
Βουκουρέστι, 19. 5. 1939




Gauguin - Femmes et cheval blanc

Άγγελος Σικελιανός - Τ’ άλογα του Αχιλλέα

Ω ασφοδελώνα· δίπλα σου
δυο εχλιμιντρίσαν άλογα
και διάβηκαν τρεχάτα…
Σαν κύμα έλαμπ’ η ράχη τους·
από το πέλαο βήκανε,
τον έρμο άμμο εσκίσανε,
με ορτούς λαιμούς, τετράψηλα,
με άσπρους αφρούς, βαρβάτα…
Στα μάτια τους κουφόκαιγε
μιαν αστραψιά· και βύθισαν
πάλι στο κύμα, κύματα,
αφρός στου πέλαου τον αφρό,
και χάθηκαν. Και γνώρισα
τ’ άτια, που το ’να ανθρώπινη
φωνήν επήρε μάντισσα.
Τα ηνία εκράτει ο ήρωας·
χτύπησε, ετράβηξε μπροστά
τα θεοτικά του νιάτα…

Άτια ιερά, ακατάλυτα
σας κράτησεν η μοίρα,
στα μέτωπα τα ολόμαυρα
δένοντας, για τα βέβηλα
τα μάτια, μιαν ολόλευκη
μεγάλη αβασκαντήρα!


Automedon With The Horses Of Achilles Painting by Henri Regnault


Ηλίας Σιμόπουλος - Μισό άλογο 


Μισό άλογο μισό θεός
το σύννεφο
διασχίζει τον καταγάλανο
ουρανό.

Ρόδινο φως λεηλατεί
την έρημο της μνήμης

Τα δέντρα του χαμογελούν

Σιγαλή υπόκωφη μουσική
ρυθμίζει την πτώση των φύλλων

Το φθινόπωρο
πλημμύρισε την καρδιά του
με μια θνήσκουσα ηδονή.
Πεντέλη 3.10.00 



Αλογα Πριν Απο Την Εναρξη, Εντγκάρ Ντεγκά

Mιχάλης Στασινόπουλος - Τ' άλογο του σκακιού 

Προσεκτικό κι ασάλευτο, βουβό κι αφαιρεμένο,
στο μαύρο ή τ‘ άσπρο, υπάκουο, πηδάει και περιμένει.
Στο μαύρο ή τ‘ άσπρο, ασάλευτο, βαθειά συλλογισμένο,
το σκυθρωπό κι αμίλητο παιχνίδι λογαριάζει.

Μια κίνηση, άλλη κίνηση, μια σκέψη, κι άλλη σκέψη.
Τριγύρω οι ξύλινοι του εχθροί κι οι επίβουλοι σκοποί τους.
Τι να σκεφτεί, να σοφιστεί και τι να λογαριάσει;
Μες τα στενά τετράγωνα εσώθηκεν η σκέψη
κι έγινε πια μονότονη και γνώριμη η ζωή του.

Μια κίνηση, άλλη κίνηση, μια σκέψη, η ίδια σκέψη!
Το σιωπηλό παιχνίδι του μετρά και λογαριάζει,
μα όμως το ξέρει πως γραφτό σ‘ όλη είναι τη ζωή του,
να ορμά μέσα στους ξύλινους εχθρούς του και να   πέφτει,
στο μαύρο ή στ‘ άσπρο, ηρωικά, κοντά στο βασιλιά του.



 Carlos Orduña Barrera

ΛΟΥΑΝ ΤΖΟΥΛΙΣ - ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ

Πάντα θα τρέχουν ασυγκράτητα
στης Ιστορίας τις λεωφόρους
της Τροίας τα άλογα.

Κούρσα παντοτινή και δίχως τέλος
ντυμένα ξύλο και χρυσό
με πόδια κόκκινα από το αίμα
και ουρά συρμάτινη στο χρώμα της σκουριάς.

Με φορεσιά υποκρισίας
της Τροίας τα άλογα
τρέχουν ολοχρονίς
χωρίς να νοιάζονται για εποχές
για καλοκαίρια και για θρήνους.

Τεντώστε τ’ αυτιά σας να τ’ ακούσετε
τα βράδια να περνούν
σέρνοντας με σχοινιά το σώμα του Έκτορα
και το παλτό της Ανδρομάχης.

Κι εμείς ξοπίσω απόμακροι
με της Κασσάνδρας τη σπασμένη χτένα
στην τσέπη…
 «ΜΥΡΙΖΩ ΜΗΛΟ»




27 Le cheval blanc - Paul Gauguin

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Ιστορία με άλογο


Κάποιες φορές με βλέπουνε καβάλα στ’ άλογό μου
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας.
τρέξε να δεις, μου λέγουνε. Κι εγώ δε βλέπω.

Όμως μια μέρα αν κι αυτή / παράξενο! – είδα
τούτο που λέγανε. Και μη νομίσεις
πως σου μιλώ για πήγασους και τα τοιαύτα.
΄Αλογο ήτανε γερό και στιβαρό
χωρίς φτερά και μ’ ένα χαλινάρι
χοντρό σαν το χαλάζι – εγώ π’ ουδέποτε
σ’ άλογο ανέβηκα, και να καλπάζω.

Κάνω να χαιρετήσω από τη γή μου
τον ουρανόσταλτο εαυτό μου – τέτοιος βλάκας
στην οικουμένη άλλος δε γεννήθηκε.
Γιατί ο που μ’ άλογο περήφανο άγρευε
το χώρο πάνωθέ μου, αγριοπέταλη έριχνε
ματιά και χαλασμένη. συντρομάχτηκα.

Όσο τα πάνω μου να πάρω, ν’ ασηκώσω
λίγο την όψη μου και την ψυχή μου
ξανακυκλώνει με κι μ’ αγγελόσκιαζε
σειώντας σακί σαν κνούτο
που ’χε φεγγάρι μέσα του ή φουσκωμένον ήλιο.

Αλλά κι εγώ τους άλλους παραβλέποντας
που τον επευφημούσαν με μαντίλια
κι αρνιά παχυμερά και κροταλήματα
παίρνω απ’ του βάλτου ένα καλάμι και κάνω
σάμπως σε γιόστρα – φοβερό κοντάρι –
κι όπως με πλεύριζε τρυπώ τα’ ασκί
γκρεμίζω τα’ άλογό του.
Αν ήσουν μάνα κι έβλεπες θα σπαρταρούσες
και τον παλικαρά σου που χωρίς
κείνο τα’ άλογο του το ’βαζε στα πόδια.

Όμως τον πρόλαβα μπροστά στο βασιλιά
και μια και δυό τον ξετελειώνω – να μη λένε
ότι με βλέπουνε καβάλα στ’ άλογό μου
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας.




 A White Horse ca 1634-35 Diego Velazquez

Αργύρης Χιόνης 

Καβάλα σε ένα κουνιστό αλογάκι
με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί
πήρα και εγώ μέρος στη μάχη
στο αίμα, στη φωτιά στην αρπαγή.

Καβάλα σε ένα κουνιστό αλογάκι
μπρος πίσω πίσω μπρός
γύρισα ολόκληρο το κόσμο
των ίσκιων στρατηλάτης και αρχηγός
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο
και έφτασα τώρα εδώ
στη κουνιστή μου πολυθρόνα
μπρος πίσω πίσω μπρός

τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο
και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί ,
η μάχη η φωτιά το αίμα η φωτιά και η αρπαγή
θαμπές εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη.
Καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει
ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή




Retrato ecuestre de Isabel de Borbón, by Diego Velázquez

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ - Το βάφτισμα
( Aπόσπασμα ) 

Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι του πουλάρι. ‘Ολο το καλοκαίρι έτσι πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδίσηκωνόταν από το χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το 'βγαζε έξω. Το ‘παιρνε και το τραβούσε για το λιβάδι, για το βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Κάθε τόσο σταματούσε, κοίταζε γύρω, πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια, του 'κοβε ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το 'δινε στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε το χλωρό καρπό και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δε μπορούσε να μην τουκλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα το 'παιρνε πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει:
- Να το καβαλήσω, πατέρα;
- ‘Οχι, ακόμα είναι μικρό...
- Αυτό, πατέρα;
- Σε σκότωσα.
Δεν το καβαλίκευε εκεί. Το πότιζε στο ρέμα, ύστερα ξαπλωνόταν ανάσκελα. Το πουλάρι δίπλα του σκάλιζε με το μπροστινό του ποδάρι τις πέτρες· γιατί να στέκονται εκεί; Τότε το καβαλούσε, χωρίς καπίστρι, χωρίς τίποτα καιτραβούσε πέρα, πίσω απ’ το βουναλάκι να μην τους ιδούνε. Κάποτε αργούσαν, χανόντανε μαζί· βράδιαζε και δεν είχαν γυρίσει. Η μάνα έβγαινε τότες στην πόρτα, κοίταζε γύρω· πού χαθήκανε πάλι;
- Στέργιο, φώναζε. Γύριζε το παιδί το κεφάλι, στύλωνε και το πουλάρι τ’ αυτιά του. Τ’ ακούγανε τ’ όνομα και τα δύο.
‘Οταν θερίζανε το χωράφι, το παιδί τους έφερνε το ψωμί, τους κουβαλούσε νερό, βοηθούσε τη μάνα του στο δεμάτιασμα. Και το πουλάρι από πίσω. Σα σταματούσανε καμιά φορά τη δουλειά, πηδούσε ξαφνικά, τ’ άρπαζε τολαιμό, κρεμόταν στο στήθος του και το 'σφιγγε, το 'σφιγγε όσο που ν’ αρχίσει κι αυτό να τινάζεται και να σηκώνεται ολόρθο στα πισινά του ποδάρια. Τότε χαιρότανε.
- Κοίτα πατέρα...
- Κοίτα τώρα στ’ αλώνι, μην το παιδέψεις πολύ, είπε ο πατέρας.
- Εγώ πατέρα;
- Σιγά να το πας … Είναι αμάθετο ακόμα …
Ο πατέρας τράβηξε τον καρόδρομο ανάμεσα στα χωράφια, το παιδί πήρε τον ανήφορο για τ' αλώνι. Το πουλάρι γύρισε, κοίταξε μια φορά τη φοράδα κι ύστερα έτρεξε πίσω του και στάθηκε δίπλα στ' αλώνι. Το παιδί το χάιδεψεστο λαιμό. Του πέρασε το καπίστρι. Αυτό τέντωσε τα ρουθούνια, τινάχτηκε λίγο, το δέχτηκε. Το 'δεσε στο στειλιάρι τ' αλωνιού και χάρηκε που μήτε εκεί δεν στενοχωρήθηκε πολύ. Μπήκε μπροστά του, χωρίς να πάρει την τριχιάαπ' το καπίστρι.
- Άιντε, Στέργιο …
Άρχισε να τρέχει γύρω τ' αλώνι, όλο κοιτάζοντας πίσω του. Το πουλάρι κίνησε, έτρεξε και κείνο πίσω του, μια φορά, δυο φορές, ύστερα στάθηκε· δεν τ' άρεσε το παιχνίδι. Σταμάτησε και το παιδί. Πήγε κοντά του, τουχάιδεψε το λαιμό και ξαναξεκίνησε κοιτάζοντας πάντοτε πίσω του. Το πουλάρι δε σάλεψε, πολεμούσε να δαγκώσει το καπίστρι. Το παιδί γέλασε, πήγε πάλι κοντά του.
- Κοίτα, Στέργιο … Πόσα δεμάτια … Και ποιος θ' αλωνίσει;
Πήρε την τριχιά στα χέρια του και ξαναξεκίνησε. Ξεκίνησε πίσω και το πουλάρι. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα, άναψε ολόγυρα η πέτρα, έκαιγε ο τόπος. Παιδί και πουλάρι μουσκευτήκανε στον ιδρώτα. Κάθε φορά που τοπουλάρι σταματούσε, ζοριζόταν και τσίναγε με τα λουριά και τα σκοινιά τ' ασυνήθιστα, το παιδί τραβούσε δυνατότερα την τριχιά. Ερχόταν τότες και κείνο. Η δουλειά πήγαινε σιγά. Οι ώρες περνούσαν και ούτε τα πρώτα δεμάτιαδεν είχαν τελειώσει.
Το παιδί σταμάτησε, σταμάτησε και το πουλάρι και παιδευότανε πάλι να λευτερώσει το κεφάλι του. Το παιδί σκούπισε τον ιδρώτα απ' τα μάτια του, σκούπισε και το πουλάρι με τα μπράτσα του. Έκατσε λίγο στην άκρη απ' τ' αλώνι. Δυο μέρες με την φοράδα δεν το 'χε νιώσει καθόλου πως δούλευε. Τρεις ώρες μονάχα και το κορμί του σουβλιζότανε τώρα, η πλάτη του πονούσε απ' το τράβηγμα, το δεξί του χέρι ξεράθηκε …
Σηκώθηκε, μάζεψε τον καρπό, έριξε καινούργια δεμάτια, πήρε την τριχιά και μπήκε πάλι μπροστά.
- Έλα Στέργιο μου … έλα.
Το πουλάρι πήγε και κείνο γοργά. Ένα αγεράκι φύσηξε απ' το βουνό, δρόσισε λίγο, το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του. Το παιδί ένιωσε την πλάτη του ν' αλαφρώνει. Τ' άφησε να τρέχει και στάθηκε δίπλα.
- Άιντε, Στέργιο … Στέργιο μου …
Το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του, το παιδί έτρεχε δίπλα του.
- Στέργιο … Στέργιο … Κοίτα, πατέρα.
Και πήγαινε και το πουλάρι γοργά και χαιρότανε, όλο χαιρότανε πλιότερο το παιδί. Ύστερα πήγε από πίσω, όπως πήγαινε δυο μέρες με τη φοράδα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα, από χαρά κι από περηφάνια. Η δουλειά πήγαινε γοργά, σε λίγο θα χρειαζόνταν καινούργια δεμάτια. Και ξαφνικά το πουλάρι σταμάτησε.
- Άιντε, Στέργιο …
Τίποτα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε ψηλά μ' όλη τη δύναμή του και το κατέβασε στ' αναμμένα καπούλια. Μια φορά, δυο φορές. Το πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο, έκανε μιά να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε - σκοινιά, λουριά το πνίξαν - απόμεινε στο ζυγό κι έτρεμε ολόβολο. Το παιδί είδε το γυαλιστερό του τρίχωμα ν' αυλακώνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί - δυο βαθιές χαρακίλες - κι απόμεινε με το χέρι υψωμένο. Πέταξε το καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ' αγκάλιασε το στήθος. Το πουλάρι χαμήλωσε το κεφάλι του και το 'τριψε πάνω στο δικό του. Και τότε το παιδί δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Το 'σφιγγε, σφιγγότανε πάνω στο στήθος του κι έκλαιγε με λυγμούς.
Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το κάμα δυνάμωνε. Το παιδί ξαναπήρε το καμουτσίκι στα χέρια και μπήκε πάλι από πίσω. Δεν έκλαιγε πια.
- Άιντε Στέργιο .
Τ' άλογο έσκυψε μια φορά τ' ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχυα.
- Έι-χω, φώναξε το παιδί κι η φωνή του ήταν χαρούμενη κι άγρια.
Είχανε βαφτιστεί και τα δυο. 

Sir Alfred J Munnings - Farm Boy Riding A Horse


Το να κατακτήσεις τον κόσμο καβάλα στ’ άλογο είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να ξεπεζέψεις και να κυβερνήσεις.

Τζένγκις Χαν



Frank F. English - Harvesting Hay

Όταν ο κόσμος ζει σύμφωνα με τους ηθικούς νόμους και το Θεό, τα άλογα οργώνουν τα χωράφια. Όταν ξεφεύγει, το ιππικό παρατάσσεται στις πεδιάδες.

Λάο Τσε 

 Sergey Vinogradov -  A boy on horseback, 1928








ΔΗΜΟΤΙΚΑ 



Στην ελληνική λαϊκή συνείδηση το άλογο συνδέεται με ιδιαίτερα χαρίσματα και πλήθος από δοξασίες. Όπως για παράδειγμα αν χλιμιντρίζει στον ύπνο του το άλογο θα πεθάνει τ΄αφεντικό του, ή ανάλογα με το χλιμίντρισμα προαναγγέλει και τη μεταβολή του καιρού. Οι Έλληνες ονομάζουν τα άλογά τους "Ντορή", "Ψαρρή", "Καρά", "Ρούσο" ανάλογα με το χρώμα του τριχώματός τους. Στα μεσαιωνικά, ακριτικά ποιήματα κυριαρχούν τα ονόματα "Γρίβας", "Μαύρος" και "Πέπανος".
Ιδιαίτερη αγάπη έχει ακόμη ο λαός μας, στον Άγιο Γεώργιο και στον Άγιο Δημήτριο, οι οποίοι απεικονίζονται αγιογραφικά ,ο μεν πρώτος να σκοτώνει ένα δράκο, ο δε δεύτερος να σκοτώνει έναν ειδωλολάτρη, το Λυαίο.

 Πολλά είναι και τα κλέφτικα τραγούδια που κάνουν αναφορά σε άλογα με την έννοια του πιστότερου συντρόφου του πολεμιστή που δεν τον εγκαταλείπει ακόμα και τραυματισμένο προτρέποντάς τον μάλιστα να καβαλικέψει και πάλι για να συνεχίσουν. Χαρακτηριστικό είναι το λυρικό δημοτικό τραγούδι του λαβωμένου ήρωα προς το αγαπημένο του άλογο:

Δεν μπορώ, καημένε γρίβα
γιατί μ' έχουν λαβωμένο
στην καρδιά πετυχημένο.
Σύρε σκάψε με τα νύχια,
με τ' αργυροπέταλά σου,
τράβηξέ με με τα δόντια,
ρίξε με μέσα στο χώμα.
Έπαρε και τ' άρματά μου,
δώσε τα στα γονικά μου.
Έπαρε και το μαντήλι,
το χρυσό μου δαχτυλίδι,
να το δώσεις της καλής μου,
να με κλαίει, όταν τα βλέπει.

Karaiskakis - by Margaritis.


Ακριτικό - Του μικρού Βλαχόπουλου

Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο ανδρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο αντάμα τρων και πίνουν,
έχουνε και τους μαύρους τους σ' έναν ταβλάν δεμένους·
του Κώστα τρώγει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δένδρα ξεριζώνει.
Εκείνοι τρων και πίνουνε, κι αντάμα ξεφαντώνουν,
κι ένα πουλάκι έκατσε στης τράπεζας τ΄αχείλι.
Δεν κιλαδούσε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
μόν' κιλαδούσε κι έσερνεν αθρώπινην λαλίτσα·
«Εσείς τρώτε και πίνετε, κι οι κλέφτες σάς πατήσαν·
πήραν του Κώστα τα παιδιά, τ΄Αλέξη τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου, πήραν την αδελφήν του».
Ο Κώστας το καλίγωνε, κι Αλέξης το σελώνει,
και το μικρό Βλαχόπουλο στον μαύρο καβαλάρης.
«Σύρε Βλαχάκι μ', σύρ' εσύ, και χιλιομέτρησέ τους,
κι αν είναι χίλιοι, έμβα τους, κι αν είναι δυο χιλιάδες,
κι αν είναι τρεις και τέσσαρες, απολογιά μάς στέλνεις».
Δίνει βιτσιάν του μαύρου του, στον κάμπον κατεβαίνει·
βλέπει τ΄ασκέρι κι είν' πολύ, και μετρημόν δεν έχει.
Στέκεται, διαλογίζεται, κι ατός του το θαυμάζει·
πίσω να πάγει ντρέπεται, μπροστά να πά' φοβάται.
Στέκεται, διαλογίζεται, το μαύρο του ρωτάει·
«Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι, να μπούμε και να βγούμε;»
Ο μαύρος πιλογήθηκε, με πόθον τόνε λέγει·
«Δύναμ' αφέντη, δύνομαι, να μπούμε και να βγούμε».
Δεν είναι χίλιοι να τους μπω, δεν είναι δυο χιλιάδες,
δεν είναι τρεις και τέσσερις, μόν' είν' οκτώ χιλιάδες
Δύναμ' αφέντη, δύνομαι, να μπούμε και να βγούμε».
«Βάστα, βρε μαύρε μου, καλά, σπαθί μου δαμασκένιο!»

Στο έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες,
και στο καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει.
Ψιλήν φωνίτσαν έσυρε, όσο κι αν ημπορούσε·
«Πού είσ' Αλέξη μ' αδελφέ, Κώστα μ' ανδρειωμένε·
αν είστ' ομπρός μου φύγετε, στα δάση να κρυφθείτε,
κι ο μαύρος μου εμούστωσε πηδώντας τα κεφάλια».
Κι εκείνοι τον εζούλεψαν, ρίχνουν και τον βαρούνε.
Πήρ' ο Κώστας το μαύρο του, κι Αλέξης το σπαθί του.
Κι ο άγγελος κατέβηκε και πήρε την ψυχή του.

[πηγή: Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τόμ. Β΄ Ανέκδοτα κείμενα, εκδ. επιμ. Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 188-189]

Ακρίτας. Πίνακας του Δ. Σκουρτέλη

Ευγενία Φακίνου -Αστραδενή

Δύο πράγματα θα θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή από το μεγάλο Μουσείο της Αθήνας. Το παιδί πάνω στο άλογο και τον Αριστόδικο

Το παιδί πάνω στ' άλογο νόμιζες ότι θα έδινε μια στ' άλογό του κι αυτό θα σαλτάριζε μακριά απ' τα κάγκελα και τα μουσεία. Κι ότι ελεύθερο θα έτρεχε σ' όλη την Ελλάδα. Θα ανέβαινε βουνά, θα κατέβαινε πεδιάδες, θα πήδαγε ποταμάκια κι όλο θα έτρεχε χωρίς να σταματήσει ποτέ.

Νομίζω ότι το παιδί και το άλογο είναι οι πιο φυλακισμένοι άνθρωποι που έχω δει στη ζωή μου...

Από το βιβλίο του ΟΕΔΒ "Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ για την Ε΄ δημοτικού", πρώτο μέρος, σελ. 78 - 80, έκδοση ΙΗ' - 2001 (συντόμευση του αρχικού κειμένου της Φακίνου) πηγή 




ΚΕΛΗΣ ΙΠΠΟΣ ΜΕ NEAΡΟ ΑΝΑΒΑΤΗ



Το εξαιρετικό αυτό γλυπτό, το οποίο αποτελεί πρότυπο έργο, βρέθηκε το 1928 στον βυθό του ακρωτηρίου Αρτεμίσιο της βόρειας Εύβοιας. Ανασύρθηκε σε πολλά κομμάτια, τα οποία προέρχονται από ναυάγιο του 140 π.Χ. περίπου, σύμφωνα με τη χρονολόγηση των αγγείων, των κεραμικών και άλλων αντικειμένων που βρέθηκαν μαζί με τα χάλκινα κομμάτια του γλυπτού. Οι έρευνες της ενάλιας αρχαιολογίας* για την ανεύρεση και ανάσυρση του γλυπτού έφεραν στο φως αρχικά το μπροστινό τμήμα του αλόγου και τον νεαρό αναβάτη και έως το 1937 τα υπόλοιπα μέρη του έργου.
Όταν τα κομμάτια του γλυπτού ανασύρθηκαν από τον βυθό, είχαν υποστεί φθορές από ιζήματα, κελύφη, όστρακα και επικαθίσεις. Ο χαλκός είχε γίνει λεπτός και εύθραυστος. Τα κομμάτια καθαρίστηκαν, συντηρήθηκαν και συγκολλήθηκαν με μεγάλη προσοχή. Στο εσωτερικό του γλυπτού υπάρχει ένας σκελετός-αρματούρα, που στηρίζει τα κομμάτια που το απαρτίζουν.
Το σύμπλεγμα του νεαρού αναβάτη (γνωστού και ως «Jockey του Αρτεμισίου») και του αλόγου απέκτησε τη σημερινή μορφή του το 1972.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με την πορεία του πλοίου που ναυάγησε στο Αρτεμίσιο και την πηγή προέλευσης των ευρημάτων ή τον προορισμό τους. Πιθανόν να πρόκειται για λάφυρα ή για μεταφορά έργων τέχνης. Η διάσωση των χάλκινων έργων της αρχαιότητας οφείλεται στο γεγονός ότι βρέθηκαν σε πλοία που ναυάγησαν, διότι σε μεταγενέστερες εποχές έλιωναν συνήθως τα χάλκινα έργα για άλλη χρήση, οπότε σήμερα αυτά σπανίζουν, σε αντίθεση με τα μαρμάρινα αντίγραφά τους.
Παρουσίαση του έργου:
Ο «Jockey του Αρτεμισίου» αποτελεί χαρακτηριστικό έργο της ελληνιστικής τέχνης και μία από τις λίγες αναπαραστάσεις ελληνικών ιπποδρομιών. Θεωρείται ένα από τα θαυμαστά γλυπτά για τον δυναμισμό και την ευαισθησία του. Πρόκειται για ανάθημα* νίκης σε παιδικούς αγώνες ή σε ιπποδρομίες.
Το άλογο, όπως καταλαβαίνουμε από την κίνηση και το δυνατό, λεπτό και στιλπνό σώμα του, είναι ένας κέλης* για αγώνες. Η στάση του, τη στιγμή που το απαθανάτισε ο γλύπτης, είναι ορμητική. Μας παρουσιάζεται όταν ξεκινά τον καλπασμό του στους αγώνες, με όλες του τις δυνάμεις σε μεγάλη ένταση. Τα μπροστινά του πόδια υψώνονται στον αέρα. Οι δυνατοί και γεμάτοι ενέργεια μύες του διαγράφονται έντονα στο κεφάλι και στον λαιμό. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα, τα ρουθούνια του φαίνεται να εισπνέουν με δύναμη τον αέρα, τα αυτιά του είναι γερμένα προς τα πίσω και το στόμα του είναι ανοιχτό από το τράβηγμα του χαλιναριού, με αποτέλεσμα να βλέπουμε τα δόντια και τη γλώσσα του. Η χαίτη του είναι κοντοκουρεμένη και το δέρμα του μοιάζει ιδρωμένο. Αξιοθαύμαστη είναι η καμπύλη που διαγράφεται στο επάνω μέρος του σώματος του ζώου, από τα ρουθούνια έως την ουρά. Στον αριστερό μηρό του αλόγου υπάρχει χαραγμένο ένα περίγραμμα της Νίκης, η οποία υψώνει στα χέρια της στεφάνι. Οι ιδανικές αναλογίες του αλόγου πιστοποιούν τις γνώσεις αυτού που το φιλοτέχνησε σχετικά με την ανατομία του ζώου. Ο καλλιτέχνης κατάφερε να αποδώσει με λεπτό και ταυτόχρονα δυνατό τρόπο την έντονη προσπάθεια που κατέβαλε το ζώο εκείνη τη στιγμή.
Ο μικρόσωμος, γεμάτος ένταση αναβάτης, γέρνει προς τον λαιμό του αλόγου. Στην έκφραση του προσώπου του είναι αποτυπωμένα η αγωνία και το πάθος. Τα χαρακτηριστικά του είναι άγρια και πιθανολογείται πως πρόκειται για νεαρό δούλο, πιθανώς μαύρο.
Ο αναβάτης πρέπει να κρατούσε στο αριστερό του χέρι τα ηνία (τα οποία δεν έχουν βρεθεί), ενώ στο δεξί χέρι κρατούσε ραβδί ή μαστίγιο με το οποίο χτυπούσε το άλογο, για να τρέξει γρηγορότερα. Το ένδυμά του είναι ένας απλός, λιτός, κοντός χιτώνας, που σφίγγει με λεπτή ζώνη στη μέση, ο οποίος καλύπτει τον αριστερό, αλλά αφήνει ακάλυπτο τον δεξιό ώμο.
Με εξαιρετικό τρόπο έχουν αποδοθεί οι πτυχώσεις και η κίνηση του ρούχου. Λόγω της ορμής του αλόγου και της ταχύτητας που αυτό έχει αναπτύξει, ο χιτώνας του αναβάτη μοιάζει να κινείται προς την κατεύθυνση του ανέμου που φυσά από μπροστά.
Τα πόδια του αναβάτη είναι δυνατά και μυώδη και στα άκρα τους είναι δεμένα σφικτά με κορδόνια τα σπιρούνια, για να κεντρίζει ο ιππέας το άλογο.
Η κίνηση του αριστερού χεριού του, καθώς και η κλίση και η κίνηση του σώματός του ακολουθούν με εξαιρετικό τρόπο την καμπύλη του λαιμού του αλόγου. Η κίνηση των δύο σωμάτων (αναβάτη και αλόγου) δημιουργούν μια άρρηκτα δεμένη σύνθεση. Τα πόδια του αναβάτη σχηματίζουν έναν κάθετο άξονα με την κοιλιά του ζώου, προσδίδοντας ένταση στη μέση της σύνθεσης. Το δεξί χέρι που ραβδίζει επιτείνει την ένταση αυτή.
Πρόκειται για ένα περίοπτο γλυπτό, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.




 Horse statues on St Mark's Basilica, Venice.


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ


Στίχοι: Διονύσης Τσακνής
Μουσική: Διονύσης Τσακνής

Είμ' επισκέπτης σ' έναν κόσμο απροσκάλεστος 
άπληστος, περίεργος κι αόρατος συνάμα 
Μια περιουσία από όνειρα, μια άβυσσος, παλιά ιστορία 
Ήρθα με τα δώρα μου αντάμα.

Σ' ένα λιβάδι άσπρα άλογα τη χαίτη τους τινάζουν
Κοίτα και πες μου αν έχεις δει ποτέ σου κάτι
ομορφότερο απ' αυτό
Σ' ένα ρεφρέν των τραγουδιών μου θα τα κλείσω
κι ας καλπάζουν πριν κάποιοι τα προλάβουνε
γιατί σκοτώνουν τ' άλογα, μωρό μου, όταν γεράσουν.

Μήπως θυμάσαι πότε σε πρωτοσυνάντησα 
πρώτη ματιά, πρώτο φιλί και πρώτο χάδι 
Να μάθεις ήθελες για μένα, δεν απάντησα 
μα βρήκες ο,τι είχα κρύψει στα σκοτάδι.

Δε με πειράζει αν δε με κάλεσαν στο πάρτι τους 
δεν ήρθα εδώ νια να χαλάσω τη γιορτή τους 
θα χαραμίσω δυο ζεϊμπέκικο για πάρτη τους 
κι ώρα καλή τους.

Γι' αυτό σου λέω να θυμάσαι τα παιχνίδια σου 
τα παιδικά τραγούδια, τις εικόνες, το άρωμα τους 
το άσπρο φόρεμα που κέντησε η μάνα σου 
και τα χεράκια σου στα χέρια του μπαμπά σου.

ΚΟΙΤΑ
Σ' ένα λιβάδι άσπρα άλογα τη χαίτη τους τινάζουν
Κοίτα και πες μου αν έχεις δει ποτέ σου κάτι
ομορφότερο απ' αυτό
Σ' ένα ρεφρέν των τραγουδιών μου θα τα κλείσω
κι ας καλπάζουν πριν κάποιοι τα προλάβουνε
γιατί σκοτώνουν τ' άλογα, μωρό μου, όταν γεράσουν.



A Successful Harvest by Heywood Hardy


Μουσική: Κώστας Χατζής
Στίχοι: Τάσος Ζερβός

Κοιμάται τ΄άλογό μου, κάτω απ΄το φεγγάρι
τι κρίμα παλικάρι, δεν βρήκες το νερό.
Κοιμάται τ΄άλογό μου και μ΄έχει αφήσει μόνο,
καταμεσής στο δρόμο και μπρός στο δειλινό,
τι κρίμα παλικάρι, δεν βρήκες το νερό

Είμ΄ έρημος μονάχα, μπρός απο τ΄όνειρό μας
κι ήτανε πια δικό μας , τ΄ αθάνατο νερό.
Κοιμάται τ΄ άλογό μου, κάτω απ΄ το χορτάρι
πριν νάρθει άλλο φεγγάρι θα κοιμηθώ κι εγώ
και θάναι πια δικό μου , τ΄αθάνατο νερό.....

 Sir Anthony Van Dyck - A Grey Horse



Στίχοι: Στάθης Δρογώσης
Μουσική: Στάθης Δρογώσης

Πρώτη εκτέλεση: Στάθης Δρογώσης

Λες πως είναι τα όνειρά σου
άλογα άγρια που σε παίρνουν
σου υπόσχονται τον κόσμο
μα στο τέλος σε πικραίνουν

Μα τ'άλογα γκρεμίζονται περήφανα στη γη
οι άνθρωποι τσακίζονται
έτσι είναι από του χρόνου την αρχή
μα αν πέσεις θα μαι εγώ για σένα εκεί

Λες πως τα άγρια άλογά σου
ίσως να με αφήσουν πίσω
μα στην έρημο τα ίχνη τους
βαθιά θα ακολουθήσω

Κι αν τα άλογα γκρεμίζονται περήφανα στη γη
σαν άνθρωποι τσακίζονται
έτσι είναι από του χρόνου την αρχή
μα αν πέσεις θα μαι εγώ για σένα εκεί

A Meeting At The Three Pigeons Painting by Heywood Hardy




Childhood living is easy to do
The things you wanted I bought them for you
Graceless lady you know who I am
You know I can't let you slide through my hands

Wild horses couldn't drag me away
Wild, wild horses, couldn't drag me away

I watched you suffer a dull aching pain
Now you decided to show me the same
No sweeping exits or offstage lines
Could make me feel bitter or treat you unkind

Wild horses couldn't drag me away
Wild, wild horses, couldn't drag me away

I know I dreamed you a sin and a lie
I have my freedom but I don't have much time
Faith has been broken, tears must be cried
Let's do some living after we die

Wild horses couldn't drag me away
Wild, wild horses, we'll ride them some day

Wild horses couldn't drag me away
Wild, wild horses, we'll ride them some day

Songwriters: KEITH RICHARDS, MICK JAGGER

George Stubbs - A lion attacking a horse 






You thought that you knew where I was and when
But it looks like they've been foolin' you again,
You thought that you'd got me all steaked out
But baby looks like I've been breaking out

I'm a dark horse
Running on a dark race course
I'm a blue moon
Since I stepped from out of the womb
I've been a cool jerk
Looking for the source
I'm a dark horse.

You thought you had got me in your grip
Baby looks like you was not so smart
And I became too slippery for you
But let me say that was nothing new.

I'm a dark horse
Running on a dark race course
I'm a blue moon
Since I picked up my first spoon
I've been a cool jerk
Looking for the source
I'm a dark horse

I thought that you knew it all along
Until you started getting me not right
Seems as if you heard a little late
But I warned you when
We both were at the starting gate

I'm a dark horse
Running on a dark race course
I'm a blue moon
Since I stepped from out of the womb
I've been a cool jerk
Cooking at the source
I'm a dark horse. 

Songwriters: GEORGE HARRISON
 


Horse  by Fernando Botero


ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ




Σκοτώνουν τ' άλογα όταν γεράσουν

Η ταινία Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν (πρωτότυπος τίτλος They Shoot Horses, Don't They?) είναι δράμα παραγωγής 1969 σε σκηνοθεσία Σίντνεϊ Πόλακ. Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χόρας ΜακΚόι, την οποία διασκεύασαν για τη μεγάλη οθόνη οι Τζέιμς Πόου και Ρόμπερτ Ε. Τόμπσον. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Τζέιν Φόντα, Μάικλ Σαραζίν, Γκιγκ Γιανγκ, Σουζάνα Γιορκ, Ρεντ Μπάτονς, Μπρους Ντερν και Μπόνι Μπεντέλια.
Η ταινία προτάθηκε για 9 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και χάρισε στον Γκιγκ Γιανγκ το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου.

Υπόθεση

Ο Ρόμπερτ Σάιβερτον (Μάικλ Σαραζίν), που κάποτε ονειρευόταν να γίνει μεγάλος σκηνοθέτης διηγείται στην αστυνομία τα περιστατικά που προηγήθηκαν της σύλληψής του. Όταν ήταν μικρός είχε δει ένα άλογο να σπάει το πόδι του κι έπειτα να το πυροβολούν για να το βγάλουν από το μαρτύριό του. Σε μια παρόμοια κατάσταση βρέθηκε και ο Ρόμπερτ όταν αποφάσισε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, να συμμετάσχει σε έναν μαραθώνιο χορού. Ο Ρόμπερτ βρέθηκε εκεί χωρίς παρτενέρ και ο Ρόκι (Γκιγκ Γιανγκ), ο παρουσιαστής του γεγονότος του πρότεινε να συνοδεύσει στο χορό την Γκλόρια (Τζέιν Φόντα), μιαν αποτυχημένη και κυνική ηθοποιό της οποίας ο σύντροφος θεωρήθηκε ακατάλληλος για να συμμετάσχει στον μαραθώνιο. Το βραβείο του νικητή του μαραθωνίου ανέρχεται στα 1.500 δολάρια και μερικοί από τους αντιπάλους του ζευγαριού είναι ο Χάρι Κλάιν (Ρεντ Μπάτονς), μεσήλικας ναύτης, η Άλις (Σουζάνα Γιορκ), μια ηθοποιός που φιλοδοξεί να γίνει η νέα Τζιν Χάρλοου και ο συνοδός της Τζόελ (Ρόμπερτ Φιλντς), καθώς και το ζεύγος των φτωχών αγροτών του Τζέιμς και της εγκύου Ρούμπι (Μπόνι Μπεντέλια). Τις πρώτες ώρες τα πιο αδύναμα ζευγάρια είτε αποχωρούν είτε απορρίπτονται. Οι ώρες και οι μέρες περνούν και διαγωνιζόμενοι βιώνουν όλο και περισσότερο αντίξοες συνθήκες, καθώς το παιχνίδι γίνεται όλο και σκληρότερο, ενώ εκείνοι είναι υποχρεωμένοι να χορεύουν ασταμάτητα φτάνοντας ως και το θάνατο.

 Bathing of a Red Horse Petrov-Vodkin





Όλα τα όμορφα άλογα(All the Pretty Horses) 2000

Υπόθεση



Τέξας, τέλη της δεκαετίας του 40. Όταν η μητέρα του Τζον Γκρέιντι Κόουλ (Ματ Ντέιμον) πουλά το ράντσο όπου μεγάλωσε, εκείνος εγκαταλείπει τον τόπο του σε αναζήτηση της μεγάλης περιπέτειας, παρέα με τον φίλο του, Λέισι Ρόουλινς. Ταξιδεύοντας προς το Νότο και φλερτάροντας με την ιδέα της ζωής ενός καουμπόι, συναντούν στο δρόμο τους έναν ζωηρό έφηβο, τον Μπλέβινς, ο οποίος θα τους φέρει μόνο μπελάδες. Ο Τζον και ο Λέισι καταλήγουν σε μια μεξικανική hacienda, όπου δαμάζουν άγρια άλογα. Ο Τζον ερωτεύεται την Αλεχάντρα, την όμορφη κόρη του πλούσιου ιδιοκτήτη του ράντσου, παρά τις οικογενειακές απαγορεύσεις. Ο Τζον θα ακολουθήσει το άγριο μονοπάτι της καρδιάς και του πάθους του και θα βρεθεί στη φυλακή, κατηγορούμενος για φόνο, εξαιτίας του επικίνδυνου αυτού ρομάντζου.


Martin Sexton - An Early Harvest




ΧΙΝΤΑΛΓΚΟ, ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
HIDALGO


Αμερικανική ταινία, σκηνοθεσία Τζο Τζονστον με τους: Βίγκο Μόρτενσεν, Ομάρ Σαρίφ, Ζουλέικα Ρόμπινσον

Το 1890, ο Φρανκ Χόπκινς, Αμερικανός καουμπόϊ, προσκαλείται από έναν σεΐχη για να λάβει μέρος σ' ένα φημισμένο έφιππο αγώνα αντοχής στην αραβική έρημο. Οι Βεδουίνοι, όμως, νιώθουν προσβλητική την παρουσία ενός "άπιστου" στον αγώνα και ο Φρανκ πρέπει να παλέψει όχι μόνο για τη νίκη, αλλά και για την προσωπική του επιβίωση.


George Stubbs - art




ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ



Παραγωγή: Νέα Ζηλανδία Σκηνοθεσία: Τζέιμς Νάπιερ Ρόμπερτσον
Πρωταγωνιστούν: Κλιφ Κέρτις, Τζέιμς Ρόλεστον, Μιριάμα ΜακΝτόγουελ

περίληψη

Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, το «Μαύρο Αλογο» είναι μία ταινία για τη συντριβή και το μεγαλείο του ανθρώπου που αγωνίζεται να νικήσει τη μοίρα του. Η ταινία έχει ήδη τιμηθεί με 22 βραβεία σε διεθνή Φεστιβάλ και 36 υποψηφιότητες, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι παίρνει σχεδόν σε όλα τα Φεστιβάλ που προβάλλεται το Βραβείο του κοινού.

υπόθεση

Ο Genesis πάσχει από διπολική διαταραχή σύμφωνα με την «ιατρική» διάγνωση. Είναι όμως και ιδιοφυϊα στο σκάκι, όσο και χαρισματικός δάσκαλος. Η συναισθηματική του νοημοσύνη είναι η πιο ευγενής και η πιο απόλυτη μορφή γενναιότητας και γενναιοδωρίας. Με την καθοδήγησή και την εποπτεία του, τα παρατημένα από την κοινωνία παιδιά, της απόκληρης κοινότητάς του θα δώσουν τη μάχη να ανατρέψουν τα δεδομένα που τα έχουν καταδικάσει να βρίσκονται στο περιθώριο. Τίποτα όμως δεν είναι τόσο απλό ή τόσο σύνθετο.

Francis Grant  - Queen Victoria on horseback 


ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ 

Αλί απ' τον Αλή που 'χασε τ' άλογο του και πιλαλεί.
Άλογο μη διαλέγεις την άνοιξη και γυναίκα την Κυριακή.
Άμα σκοντάψει τ’ άλογο, όλοι τύφλα του λένε.
Απ’ τ’ άλογο στο γομάρι.
Από τ’ αυτί δεν κουτσαίνει τ’ άλογο.
Γέρικο άλογο, καινούργια περπατησιά δε μαθαίνει.
Για τ’ άλογο που τρέχει, περιττά είν’ τα σπιρούνια.
Για το καρφί χάνεται το πέταλο, για το πέταλο το άλογο.
Δάνειζε τ’ άλογό σου και θα σου φέρουν το πετσί του.
Δε σου τρέχει, καβαλάρη, τι σκοτώνεις τ’ άλογό σου;
Δεν πουλιέται τ’ άλογο μ’ ένα σκόνταμμα μονάχα.
Μπουμπούνισε στο Ζάλογγο, βάλε μέσα τ’ άλογο.
Να μην παίρνεις Βλάγκο άλογο, ρούσα γυναίκα, μπάλιο γουρούνι, Αλωνιστιώτη φίλο, Ζυγοβιστινό νουνό και Μιλιανίσιο κρασί.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βoυνά λεβέντες.
Όποιος καβαλικεύει ξένο άλογο, μεσοστρατίς ξεπεζεύει.
Όταν σε γκρεμίσει τ’ άλογο, κατέβα τράβα το καπίστρι.
Όταν σκοντάφτει τ’ άλογο, όλοι του λένε τύφλα.
Όταν τελειώσει τ’ άχυρο στο στάβλο, τ’ άλογα μαλώνουν.
Όταν τρέχει τ’ άλογο, η ουρά δεν φαίνεται.
Σ’ άλογο ξένο αν ανεβείς, μεσοστρατίς πεζεύεις.
Σα μανίσει ο γάιδαρος, αμπροστερεύει το άλογο.
Σαν πεθάνει τ’ άλογό μου, ας μη φυτρώσει χορτάρι.
Σαν ψοφήσει τ’ άλογό μου, ας μη βγει χλωρό χορτάρι.
Στ’ άλογό σου, καβαλάρη, βάλε αχούρι και κριθάρι, να μη βάλεις συ σαμάρι.
Σφίγγει η μύγα το γαϊδούρι και διαβαίνει τ’ άλογο.
Τ’ άλογο από κάτω απ’ τ’ αγώι ψοφάει.
Τ’ άλογο δεν πουλιέται μ’ ένα σκόνταμμα μονάχα.
Το άλογο από το αυτί δεν κουτσαίνει.
Το άλογο μονάχο του αυξαίνει την ταγή του.
Το μάτι του αφέντη θρέφει τ’ άλογο.
Το πληγιασμένο τ’ άλογο τρέμει όταν δει τη σέλα.

 giorgio de chirico runaway horse with stableboy and pavilion 



πηγές

http://www.clickatlife.gr/
http://hiropoiito.blogspot.gr




Peter Paul Rubens Philip II









2 σχόλια: