Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ , ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ

 Η επανάσταση και ο έρωτας έχουν ίδιο δυνατό χρώμα, κόκκινο..Τάσος Λειβαδίτης

Vincent Van Gogh. Branches Of An Almond Tree In Blossom





Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ  - Το κόκκινο φεγγάρι

«Πίσω απ’ τους μουντούς μπερντέδες των δέντρων
-κάτι στο χώμα ανάμεσα στη βίαιη γονιμότητα και στο σάπιο κρέας-
κόκκινο το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος πια και μόνο.
Ο σκύλος, με το στομάχι του βαρύ απ’ όλη την τρυφερότητα
της άσπορης καρδιάς μου, αδειάζει τα σωθικά του στο μαύρο χώμα.
Το σπίτι μουγκό, φιμωμένο με γάζες-ενοχές, γάζες-μνήμες·
ξανθές γυναίκες χαμογελούν και χάνονται κάτω από πεσμένους
σοβάδες. Άντρες γυμνοί μελαγχολούν στο άδειο της νύχτας.
Όλα ανασαίνουν βαριά σαν να’ χαν καταπιεί το κώνειο
κι η παραλυσία να προχωρούσε αργά, όπως το ασημένιο φώς
στις πλάκες.
Ξαφνικά σαν μπουντρούμι φαίνεται η ζωή
κι η κάθε εποχή ν’ αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή.
Μες’ απ’ τον άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινε η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ κανείς τόση μικρή ελπίδα.
Μύρισαν δάκρυα τα χόρτα κι όπως έμπαινε μια άνοιξη
κάπου… από κάπου, το πεύκο, στο σκοτεινό του μέλλον βυθισμένο,
ελάχιστ’ από τους κίτρινους ανθούς θελγόταν.
Κάποιος άνεμος σηκώθηκε βάρβαρος
σαν βιαστικός εραστής χωρίς φαντασία
κι όλα τα ποιήματα που είχα ακούσει στη ζωή μου
ξανάρχονταν από μακριά να με κηδέψουν.
Κι ήταν σαν να ταξίδευα με τρένο,
ν’ άφηνα πίσω μου τη γη κάποιου κεφιού
και να’ μπαίνε το σώμα μου σε μελανό δρυμό.
Έφταιγε ο σκύλος που υπόφερε, έφταιγαν κι εκείνα τα ποιήματα,
πού σαν φαντάσματα τριγύριζαν στον κήπο·
αλλιώς τα ήξερα, όταν ένας άγγελος, που θα’ χει κιτρινίσει πιά,
τα σκέπαζε με δάχτυλα μακριά κι έχυνε
μια άλιωτη μυρωδιά στα πρόσκαιρα στιχάκια.
Τώρα μοιάζει με παραίσθηση πώς πράγματα αιώνια
σαν τις πέτρες, στις ρομαντικές σκηνές της ζωής μας, καταδέχτηκαν
να παίξουν ένα ρόλο. Ανάτειλε ο φόβος
μια κόκκινη σήψη. Λές : έχει προχωρήσει
κι εσύ έχεις κλείσει τα μάτια.»



Artwork by Angela Anderson

Κώστας Βάρναλης 

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».

🔆 🔆 🔆 🔆

Βάρα γερά τον νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλλα κόκκινη κρεμώ στον άγριο ἐσὲ ζουρνά σου!
Φλουρί κολλώ στὸ στήθος σου, ξυπόλυτη χορεύτρα!
στρογγυλοπαίζει σου η κοιλιά κι ο κόρφος σου πετάει
τὰ μπρούνζινα γιορτάνια σου και τα χοντροβραχιόλια.
🔆 🔆 🔆 🔆
Ένα κόκκινο σπίτι σ᾿ αυλή με πηγάδι. . .
και  μία δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλός να  γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και  γλυκό σαν το  λάδι.

Κι᾿ άμ᾿ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα  ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ανασαίνῃ βαθιά τ᾿ όλο κέδρον ἀγέρι.

Αννα Διπλαράκη - Ενωση 

ΑΡΣΙΝΟΗ ΒΗΤΑ - Kόκκινο 

Κόκκινο
όπως η σιωπή
της καρδιάς
Κόκκινο
όπως η συγκίνηση
του ηλιοβασιλέματος
Κόκκινο
όπως η πρώτη γουλιά
της μοναξιάς
Κόκκινο
όπως η συνάντηση
των ερωτευμένων
Κόκκινο
όπως η ελευθερία
των ανθρώπων
Κόκκινο
όπως η αγάπη μου
για σε
Κόκκινο
για να θυμηθώ
ποιος είμαι
Κι όταν το ξεχνώ
θύμισέ μου
Κόκκινο.
*
Art  : Jordi Diaz Alama



Νικηφόρος Βρεττάκος - Σέ ὀνειρευόμουνα ποίηση

Σέ ὀνειρευόμουνα δέντρο - ἕνα πρωί
μυριάδες ἰβίσκοι ν’ ἀνάβουνε πάνω σου.
Σέ ὀνειρευόμουνα μήτρα.
Ἀλλά νά:
μέρες παράξενες, καιροί σκοτεινοί,
σέ πάλευαν ὅλα. Κι ὅμως, ποίηση ἐσύ,
ἀμετάπειστο ρεῦμα τ’ οὐρανοῦ, ἐπιμένεις.
Ἕνα κύμα ἀπό κόκκινα παράξενα φῶτα,
ἕνα κύμα πληγές, πού ξεσπώντας φωτάει
τά χαρτιά μου τή νύχτα.


 Henri Matisse - Odalisque, Harmony in Red






Mιχάλης Γκανάς 

Τα τριαντάφυλλα και τα σπαθιά
τάχτηκαν για το κόκκινο.
Κι η μνήμη για να φιλάει τα σύνορα.


Painting by Dima Dmitriev






Νίκος Γκάτσος - Κόκκινα γαρύφαλλα

Ένα καράβι φεύγει για τα ξένα
έν’ ακρογιάλι θυμάται το νοτιά.
Χρυσό καράβι πάρε με και μένα
τώρα που πας που πας στην ξενιτιά.

Κόκκινα γαρύφαλλα
στου φεγγαριού την άκρη
κόκκινα γαρύφαλλα
στου Μάη την αμμουδιά.


Άνοιξε την πόρτα σου
στο πικρό μου δάκρυ
άνοιξε την πόρτα σου
στην πιο ζεστή καρδιά.

Κανείς δεν ξέρει ποιο ‘ν’ το ριζικό του
κανείς μες στου άλλου τ’ όνειρο δε ζει.
Έχει ο καθένας τ’ άστρο το δικό του
έχει ο καθένας τ’ άσπρο του νησί.


 Heinz Scholnhammer The Red Poppy 





Κατερία  Γώγου

-«…Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα

γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο

γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα

γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.

Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα

στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.

Οι φίλοι μου.»


Harmony in Red - La Desserte by Henri Matisse




Γιώργος Δουατζής  - Κόκκινο ποίημα

Στάζανε οι λέξεις κάτι κόκκινο
αίμα, χρώμα
κάτι κόκκινο έσταζαν οι λέξεις
και το ποίημα έδειχνε αιμόφυρτο

αλλά κι αν ήτανε κρασί
κόκκινο, κατακόκκινο
και μεθυσμένο το ποίημα
αιμόφυρτο θα έδειχνε

σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο
που σκουριασμένο στο υπόγειο
ανακαλεί μνήμες δεκαετιών
κι ακόμα κοκκινίζει τα γόνατα
με ματωμένες αταξίες

Η Ποίηση είναι, μην ανησυχείς
φεύγει μόνο με αποδόμηση κυττάρων
κι ίσως με τη σιωπή της γνώσης
κάνει τα όνειρα αληθινά
κι ας είναι αιμόφυρτα ή μεθυσμένα



"My Shiny Red Shoes" painting by  k. Madison Moore



Γιώργος Δουατζής - Τα κόκκινα παπούτσια 

Κόκκινα πόθου πάθους
Κόκκινα επιθυμίας αμαρτίας
Κόκκινα έντασης φευγιού
Κόκκινα ματωμένης αγκαλιάς
Κόκκινα
Ολέθρια κόκκινα
Παπούτσια κόκκινα
Εικόνα κόκκινη θολή του έρωτα
Παπούτσια κόκκινα
σε κίνηση
Αέρας φωτιά και θάνατος
Δεν ήξερε κανείς
πόσα αρσενικά κύτταρα
ξέμειναν στα παπούτσια της
πόσα χέρια
έβγαλαν ευλαβικά
τα κόκκινα παπούτσια
για να αποκαλυφθούν τα πόδια
που στήριζαν το φλογερό πάθος
πόσες ιδρωμένες ανάσες
νότισαν
αυτή την επιδερμίδα
την Ανδαλουσιάνικη
τσιγγάνικη
σκούρα
ολέθρια
κόκκινα ολέθρια
πόσα αναφιλητά συντρόφεψαν
το φευγιό της
στηριγμένο σε αυτά τα ίδια
κόκκινα σε κίνηση παπούτσια
των αποχωρισμών
των σταθμών
των λιμανιών
που έπαιρναν πάντα μακριά
και ποτέ δεν έφερναν
αγαπημένους
Κόκκινα παπούτσια
με ήχους εικόνες μυρωδιές
τόσο κόκκινα…
Τόπος ο χορός
Εκεί που άνοιγε δρόμο
με την φωτιά
ανάμεσα στα σκέλια της
στηριγμένη από τα μοναδικά
κόκκινα της πυρκαγιάς παπούτσια
που δεν ήξερε ποτέ κανείς…
Την οδηγούσαν ή τα οδηγούσε;
Κι έλεγες
ποιος κινάει αλήθεια πρώτος
την μοναδική τέλεση
ιερουργία
σε θεό έλληνα
του Ολύμπου
άγνωστο παθιασμένο
με ανθρώπινα ελαττώματα
ποιος κινάει αλήθεια πρώτος
την έλευση έγερση
τελετής
εξαίσιας νομαδικής αξέχαστης
η μουσική
ή
το παλλόμενο κορμί της;
Ποιος κινάει ποιος
αυτό το χορό
τον
παλιό σαν άνθρωπο
ευαίσθητο σαν αγάπη
παθιασμένο σαν έρωτα
υψωμένο σαν ιδανικό
χρήσιμο σαν αγώνα
όμορφο σαν αγαπημένη
ζεστό σαν αγκαλιά
απέραντο σαν ωκεανό
Κι όλα αυτά
με το παλλόμενο κορμί– τόξο
στηριγμένα
στα κόκκινα σαν αίμα κι αγκαλιά
στα αιωρούμενα και στέρεα
στα όμορφα και σημαδεμένα
από χιλιάδες έρωτες κι όνειρα
ονειρώξεις κι εντάσεις
κόκκινα
βαθιά κόκκινα
ολέθρια κόκκινα
παπούτσια

Τώρα που κοκκίνισε ο ορίζοντας
αυτά χορεύουν με ρυθμό
οδηγητή ψυχών και μουσικών
Οι φωνές χάνονται στην εικόνα της
τη στηριγμένη στα κόκκινα
σπάνια παπούτσια
Ο ποιητής τη συνάντησε
να ανοίγει δρόμο
με τη μοναδική φωτιά της
σε κείνο το υπόγειο της Μαδρίτης
με καπνούς κόκκινο κρασί
ήχους πρωτόγνωρους
μυρωδιές που σημαδεύουν
Δεν ξέρει κανείς που οδηγεί
με το βλέμμα στον ουρανό
τα πόδια στέρεα στη γη
και κείνα
κόκκινα αυτοδύναμα
να στηρίζουν φαντασιώσεις
ομορφιά
αλήθεια
δύναμη
έξαρση
αντάρα
πόνο
Ζωή
που παίζεται σε δυο στιγμές
καθώς τα φονικά
όταν η ιδρωμένη εκδίκηση
λάμπει στο φως του φεγγαριού
Εικόνες κόκκινες
σημαδεύουν τη μνήμη
με τραγούδια μακρινά
Ανδαλουσίας
ενός Φεντερίκο Γκαρθία
με τα περιστέρια αγκαλιά
Τότε και πάντα
η νύχτα δεν έχει τέλος
η ποίηση δεν έχει τέλος
Οι ωδές στην κόκκινη φωτιά
στα κόκκινα παπούτσια
δεν έχουν τέλος
Το τραγούδι μου μέσα στη νύχτα
όταν η πόλη κοιμάται ύπνο βαθύ
δεν έχει τέλος
Όσο υπάρχουν άνθρωποι
και κόκκινα
υπέροχα κόκκινα
ολέθρια κόκκινα παπούτσια
Ζωή
ποίηση έρωτας κι ωδές
δεν έχουν τέλος
γιατί πώς θα ξημέρωνε
χωρίς ωδές τραγούδια ποιήματα
και κόκκινα παπούτσια Παπούτσια κόκκινα 

Cy Twombly art

Οδυσσέας Ελύτης  - ΚΟΚΚΙΝΟ

Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας
Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού
Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα
Δέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γη
Χύνει μες στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα.

Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει
Το μάτι μου ανοιχτό πονάει στ’ αγκάθια
Δεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια
Όσο το βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς.

Δώστε μου την ουλή του αμάραντου τα μάγια
Της κλώστρας κοπελιάς
Το αντίο το έρχομαι το θα σου δώσω
Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην υγεία του ήλιου
Ο κόσμος θα ‘ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι

Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά.
Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας
Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς
Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου
Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.»



Painting by Vladimir Volegov



Ο. Ελύτης - ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ



Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω

ιστορημένη σε άλογο κόκκινο άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ

μέσα στον άλλο κόσμο:


-Ε που πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω

– Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που
βαφτισμένον σ’ έχω

-Έφτασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα

– Είναι ο αέρας περαστός εκεί και μένουν οι κακοί από πέρα

– Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται

– Πως μίκρυνε θα πω η αυλή και το παιδί που σ’ έκοψε κοιμάται

– Μαστόροι εσείς και παραγιοί φέρτε μου έναν κουβά με ασβέστη

– Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω Γεια κι αληθώς Ανέστη.


Grazing Horses IV Aka The Red Horses by
Franz Marc


ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ "Κόκκινο"

Μια πληγή βαθιά μέσα στο κορμί μου
αιμορραγεί
τρέχει το ποτάμι κυλάει
ξεχειλίζει η ψυχή μου.
Ένα αιμάτινο δάκρυ ξεφεύγει και λοξοδρομεί
πάνω στα μάγουλά μου κόκκινες ρίγες
σχηματίζουν ρυάκια
εκείνο το σημαδάκι που είχα από παιδί
εκείνη η καφέ ελιά
ακόμα παραμένει εκεί
στο ίδιο χρώμα
σαν ένας δαίμονας μέσα στην κόλαση.
Τα χέρια μου έχουν βαφτεί κόκκινα
σαν άγγιξαν την καρδιά μου
το κορμί μου κάνει συσπάσεις
νιώθω να δονείται από τ' αναφιλητά
η σκέψη σου ξανά κάνει περιπάτους μέσα στο μυαλό μου.
Κι εγώ προσπαθώ να ελέγξω τον πόνο
έναν πόνο που μου τρώει τα σωθικά
σαν το σαράκι στο ξύλο...
Χρώμα αποκτά η σκέψη πληγιασμένη
από την φωνή σου.
Μεγάλα κόκκινα γράμματα
τα τελευταία σου λόγια
ραγίζουν την διάφανη σαν κρύσταλλο καρδιά μου.

Memory by Rene Magritte



Κ.Π.Καβάφης - 
Έτσι πολύ ατένισα


Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα·

πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν
η ποίησίς μου .... μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα ....


Jan Groenhart Incredibly Red painting


ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΤΟΥΣΗ "Ύμνος στο κόκκινο"

Κόκκινο!
Κρυμμένο υφάδι
στης ζωής τα θέμελα.
Ποτάμι αθόρυβο στην πολυδαίδαλη
του κορμιού αρματωσιά.
Ξάφνιασμα στης ήβης την πληγή...

Κόκκινο της ζωής και του θανάτου...
Νωχελικά ξαπλώνεις στους κάμπους
της άνοιξης.
Φιλάρεσκα χαμογελάς
στης νιότης το στόμα...
Στου Μάη τα ρόδα,
κόκκινο μεθύσι γίνεσαι.
Μοσχοβολάς στου ανέμου το άγγιγμα.
Κόκκινο! Πνίγεις το βλέμμα
στης δύσης τη θάλασσα.

Κόκκινο, ρούχο γιορτινό
αιμάτινο...Κάπου βαθιά
χτυπάς τις νότες της καρδιάς
και μυστικά χορεύεις,
σαν παπαρούνα άλικη
στον πρωινό αγέρα.

Κόκκινο της ζωής...Κόκκινο του θανάτου...
Το χώμα πότισες και τους σταυρούς...
Κι ανέβηκες διαμάντι λαμπερό
σ' αγκαθερό στεφάνι...
Των άστρων βάφεις το στερνό το φως.
Κόκκινος θάνατος, κόκκινη κραυγή
που χάνεται στα άπειρα τα βάθη.

Κόκκινο! Χρώμα του έρωτα
Δόλωμα ποθητό,
για της ζωής το σκεπασμένο αγκίστρι...
Εκστατικό στροβίλισμα
σε ρόδινο χορό,
πριν να πεθάνεις και σβηστείς,
όπως το πορφυρό το φως
στης δύσης το γιορτάσι.

Κόκκινο της ζωής!
Αμπέλι ροδοσταφυλλο
Οίνος αγάπης και χαράς

Γλυκό πολύ το κόκκινο μεθύσι...

Μ. Κ.
23/5/2020

Mihai Olteanu art



Τάσος Λειβαδίτης  - Aιχμαλωσία



Παρ' όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ' έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ' ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ' ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ώς τη λαιμητόμο ή έστω ώς το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ' έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ' την πόρτα ένα τσεκούρι.

Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας.


Fabian Perez art

FEDERICO GARCÍA LORCA - ΣΚΙΑ ΑΠΟ ΣΕΝΤΕΦΙ ΚΟΚΚΙΝΟ

Λουκία Μαρτίνεθ

Σκιά από σεντέφι κόκκινο.
Σαν την εσπέρα είναι οι μηροί σου
περνούν από το φως στο σκότος.
Τα μυστικά σου τ’ αμπανόζια
σου μελανώνουν τις μανόλιες.

Μα εγώ είμαι εδώ, Λουκία Μαρτίνεθ.
Το στόμα σου ήρθα να ρουφήξω
κι απ’ τα τσουλούφια να σε σύρω
στη χαραυγή πού ’χει κοχύλια.
Και το μπορώ μα και το θέλω.
Σκιά από σεντέφι κόκκινο.
(Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)




Jack Vettriano art 



LUCIA MARTINEZ

Lucía Martínez.
Umbría de seda roja.

Tus muslos como la tarde
van de la luz a la sombra.
Los azabaches recónditos
oscurecen tus magnolias.

Aquí estoy, Lucía Martínez.
Vengo a consumir tu boca
y a arrastrarle del cabello
en madrugada de conchas.

Porque quiero, y porque puedo.
Umbría de seda roja.



Paul Klee art: Red Balloon





Βολφ Μπίρμαν - Έτσι πρέπει να γίνει

Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη
Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο

Θα φροντίσουμε εμείς γι’αυτό
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει

Στους μπουρζουάδες
Κριτική να κάνουμε
αυτό δεν φτάνει
Του γουρουνιού του αστισμού
Να κόψουμε πρέπει τα πόδια
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει

Η ελευθερία για μας
Είναι μια ωραία γυναίκα
Έχει υπογάστριο και υπεργάστριο
Δεν είναι κάνα χοντρογούρουνο αστικό
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει

Ούτε ένας χαφιές
Δουλειά να μη βρίσκει
Κι έτσι στρατιά ολάκερη
Θε νά’χουμε ανέργων
Χριστούλη μου όμορφη πού’ναι
Η προφητεία αυτή
Έτσι πρέπει να γίνει
Έτσι θα γίνει
Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ





 Osnat - red cherry tree



Τόλης Νικηφόρου - Είμαι όσα μου δόθηκαν
είμαι όσα μου δόθηκαν
μια στάλα κόκκινο στο απέραντο του μπλε
ένα ελάχιστο κομμάτι από το τίποτα
ήχους του κάποτε στον άνεμο σκορπίζω
με το δικό μου όνομα
γράφω για τον δικό σας πόνο
που ούτε δικός μου είναι ούτε δικός σας
δεν είμαι εγώ λοιπόν που σας μιλώ
γιατί εγώ είμαι όσα μου δόθηκαν
γιατί εγώ δεν ξέρω καν ποιος είμαι
τώρα απομένει να επιστρέψω
εκεί που κάποτε ξεκίνησα
να επιστρέψω εκεί που οφείλω
το εγώ που είμαι
και που ποτέ δεν γνώρισα



jackson pollock red black and silver


Τόλης Νικηφόρου - ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται


νάμασταν, λέει, τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο,
δέντρο σε καλοκαιρινό ψιλόβροχο,
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται.
ή μήπως νάμασταν εκεί ψηλά τα κεραμίδια
πλάι στην καπνοδόχο την ώρα
που όρθιος ξαποσταίνει ο πελαργός.
κι ύστερα, λέει, να φύτρωναν κόκκινα,
κατακόκκινα φτερά στους ώμους μας, στα μάτια μας

ένας κιτρινισμένος χάρτης για τον ουρανό.
να ταξιδέψουμε πέρα απ’ τον πόνο και τον θάνατο.
νάμασταν, λέει, με κόκκινα φτερά
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται.






Vincent Van Gogh-The Old Tower in the Fields-1884

Σμαρώ Νότου -ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Παγώνει και το κόκκινο της φωτιάς;
Μα αφού τα μάτια σου ακόμη πετούνε σπίθες
ακόμη η νύχτα βάφει στιγμές
ακόμη μετρώ τα λεπτά κοντά σου.

Χειμώνας πια και νυχτώνει νωρίς.
Έξω λυσσομανάει ο βοριάς στροβιλίζοντας απαισιοδοξία.
Οι ανάσες κόβονται στα δυο.
Χιονοσκέπαστα τα όνειρα βουλιάζουν
μα εσύ είσαι εδώ.
Εδώ, να ζωγραφίζεις «σ’ αγαπώ» στο νοτισμένο τζάμι
και να μου κολλάς φτερά.
Κόκκινα, κατακόκκινα φτερά στους ώμους και στα μάτια.
Με φιλάς και καίγομαι στον πυρετό σου.
Κάθε μου σκέψη γίνεται φωτιά
κάθε ενδοιασμός λιώνει
κάθε φόβος γίνεται στάχτη.

Ο έρωτας συντονισμένος στην ίδια τρεμάμενη ανάσα.
Ο χρόνος παύει.
Πυρπολημένο το είναι μου
ενώνεται μαζί σου σε μια μυστική επαφή
σ’ ένα παθιασμένο τάγκο.
Όλα κόκκινα στο μυαλό μου.

Κόκκινο ζεστό σαν αγκαλιά
ευαίσθητο σαν όνειρο
υψωμένο σαν έξαψη
φλογερό σαν ηλιοβασίλεμα
καυτό σαν αίμα.
Κόκκινο σαν φλόγα
που ολοένα και θεριεύει.
Σαν λάβα που θέλει να ξεχυθεί παντού
να πανηγυρίσει.

Δεν έχω τίποτα πια να φοβηθώ.
Έχω το κόκκινο που μου χάρισες.
Απαράλλαχτο εσύ
απαράλλαχτο εγώ.



Angela Anderson Paris Eiffel Tower with Red Trees



Τσέζαρε Παβέζε -Κόκκινη γη

Κόκκινη γη μαύρη γη,
εσύ έρχεσαι απ’ τη θάλασσα,
απ’ τη φρυγμένη βλάστηση,
όπου λέξεις αρχαίες
κι αιμάτινος μόχθος
και γεράνια στα βράχια-
δε γνωρίζεις τι φέρνεις
από θάλασσα λέξεις και μόχθο,
εσύ, πλούσια σαν μνήμη,
σαν τ’ άνυδρα χώματα,
συ σκληρή και γλυκύτατη
λέξη, αρχαία από αίμα
συσσωρευμένο στα μάτια˙
νεαρή, σαν καρπός
που εποχή είναι και μνήμη-
αναπαύεται η ανάσα σου
κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο τον ουρανό,
το βλέμμα σου ελιές
που γλυκαίνουν τη θάλασσα,
και συ ζει ξαναζείς
δίχως έκπληξη, σίγουρη
σαν τη γη σκοτεινή
σαν τη γη, πατητήρι
των ονείρων και των εποχών
που αναδύεται μες στο φεγγάρι
πανάρχαιο, όπως
τα χέρια της μάνας σου
η χύτρα της τζάκι.



Boris Kustodiev,The Bolshevik, 1920.



PIER PAOLO PASOLINI - ΣΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ 


Για όποιον γνωρίζει μόνο το χρώμα σου, Κόκκινη Σημαία,
οφείλεις να υπάρχεις στ’ αλήθεια, γιατί κι εκείνος υπάρχει.
Όποιος είταν καλυμμένος με κρούστα είναι καλυμμένος με πληγές,
ο μεροκαματιάρης χειρώνακτας γίνεται ζητιάνος,
ο ναπολιτάνος καλαβρέζος, ο καλαβρέζος αφρικάνος,
ο αναλφάβητος βόιδι ή ζαγάρι.
Όποιος γνώριζε έστω μόλις το χρώμα σου, Κόκκινη Σημαία,
δεν σε αναγνωρίζει τώρα πια, ούτε καν με τις αισθήσεις.
Εσύ που τόσες και τόσες δόξες σημάδεψες,
και της αστικής και της εργατικής τάξης,
ξανάγινες κουρέλι, και ο πιο φτωχός απ’ όλους σε ανεμίζει.»
(Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)



Angela Anderson 



Γιάννης Ρίτσος - 
Τραγούδια τ’ ουρανού και του νερού
( Απόσπασμα )

Πίσω απ’ τα χρυσά βουνά, λιοκαμένο παλικάρι
Κόκκινο σου αγόρασα πουκάμισο, κόκκινα παπούτσια στο παζάρι,
Τ’ άλογο έφυγε στη θάλασσα, ο ήλιος κόπηκε στη μέση
Τώρα τα χρυσά, τώρα τα κόκκινα, ποιος θα τα φορέσει;



 Lady in Red -Oil Painting by AstridBruning ..



Γιάννης Ρίτσος - Γυμνό Σώμα

«Είπε: ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.

Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.

Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.

Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.

Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αφτί σου.
Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;

Ηδονή-
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.

Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;

Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.

Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.

Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;

Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.

Montserrat Gudiol art 
Μίλτος Σαχτούρης  - Τα δώρα

Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα

σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής

 Olga, 1923 - Pablo Picasso


Γ.Σεφέρης



Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στο φως,

χαράζοντας τη μοίρα μας μέσα στο φως,

μέσα στο φως, με χρώματα και χειρονομίες,

ανθρώπων που αγαπήσαμε, που αγαπήσαμε.


Red Birds Let It Be Painting by Blenda Studio

Τεντ Χιουζ - Κόκκινο ήταν το χρώμα σου.…


Η βελούδινη μακριά σου φούστα, ένας αιμάτινος επίδεσμος…
Το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο…

Κι έξω απ’ το παράθυρο
παπαρούνες ντελικάτες κι εύθραυστες…
Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο…
Οτιδήποτε έβαφες, το έβαφες λευκό
κι ύστερα το ‘πνιγες στα τριαντάφυλλα…
τριαντάφυλλα που έκλαιγαν,
ακόμα περισσότερα τριαντάφυλλα
και μερικές φορές, ανάμεσά τους, ένα μικρό γαλαζοπούλι.»

*(Τεντ Χιουζ, Άγγλος ποιητής, σύζυγος της Αμερικανίδας ποιήτριας, Σύλβια Πλαθ, που την εγκατέλειψε κι αυτό ήταν η κύρια αιτία για την αυτοκτονία της. Οι παραπάνω στίχοι είναι από το βιβλίο του «Γράμματα γενεθλίων» που το ‘γραψε για την Πλαθ αρκετά χρόνια μετά την αυτοκτονία της, ίσως για να ξορκίσει τις τύψεις του)



Lady In Red  by Emerico Imre Toth

Στρατής Μυριβήλης - Το κόκκινο βιβλίο
( Απόσπασμα)

"Το λουλούδι της φωτιάς"



Όταν είναι κανένας δεκαεννιά χρονώ, τα νιάτα κυκλοφορούν μέσα στις φλέβες του, μπρούσκο κρασί. Ένα αβάσταχτο πουλάρι κλωτσάει μέσα του, δαγκάνει να σπάσει τα χαλινάρια, να χιμήξει. Για πού; Θεός το ξέρει. Φτάνει να ’ναι ψηλά τα εμπόδια, μεγάλη η Ιδέα που τα σπιρουνίζει καβάλα, κι όπου βγάλει η άκρια. Προς το θάνατο; Προς το θάνατο. Κάποιος βωμός να ’ναι, φτάνει να ’ναι ένας ψηλός βωμός. Ο μεγάλος – ο Μεγάλος – έρωτας, η Πατρίδα, η Λευτεριά, η Δικαιοσύνη, η Θρησκεία. Και τότες τα νιάτα ορμούν κατακέφαλα. 

Δεκαεννιά χρονώ ήμασταν, πρωτοετείς φοιτητές, σκλαβωμένη η πατρίδα μας, όταν τα τύμπανα βούιξαν σαν ορυμαγδός από αλλεπάλληλες βροντές που ολοένα πλησιάζουν, όταν οι σάλπιγγες σπάραξαν τον αέρα της Αττικής με χαλκένιες κραυγές και οι γαλάζιες σημαίες φούσκωναν και πλατάγιζαν, με κρόσσια που έτρεμαν στον ήλιο σαν χρυσή βροχή. Ήταν μια διέξοδο για τα νιάτα μας τούτος ο πόλεμος. Ο πρώτος μας πόλεμος. Ήρθε καταπάνω μας σαν ένας ποθητός κεραυνός. «Αστροπελέκι μου καλό, φέξε μας και πάλι!» Τόνε δεχτήκαμε με έξαλλη ευγνωμοσύνη. Τραγουδώντας και κλαίοντας ριχτήκαμε στα ρούφουλά του. 

Δεν ήτανε δυο χρόνια που είχαμε αφήσει τα θρανία στο σκλαβωμένο μας νησί, κι ακόμα μέσα στην καρδιά μας αντιλαλούσε η φωνή του δασκάλου μας του Αναγνώστου, που κλείδωνε την πόρτα της παράδοσης μην πλακώσει ξαφνικά κανένας επιθεωρητής του καταχτητή. Κλείδωνε την πόρτα κι εμείς κλείναμε τα βιβλία, ακουμπούσαμε μέσα στις παλάμες το πρόσωπο και περιμέναμε με χτυποκάρδι το άλλο μάθημα, το μόνο που μας φλόγιζε. Να μας μιλήσει για την Ελλάδα. Μέσα στο πλατύ νόημά της χωρούσαν όλα τα μεγάλα ιδανικά. Τότες ο Αναγνώστου ξεχνούσε την καθαρεύουσα και το συνταχτικό και άρχιζε να μας μιλά με τη ζεστή γλώσσα της καρδιάς. Πως είμαστε από μεγάλο Γένος, το Γένος το βασιλικό. Πως καρτερούμε τετρακόσια χρόνια τη μέρα της «Μεγάλης Ιδέας». Αυτή θα ’ταν κάτι τρομαχτικό και μεγαλόπρεπο σαν τη μέρα της Δεύτερης Παρουσίας. Θα ’δραχνε τα όπλα το Έθνος, θα τσάκιζε τον Τούρκο και θα ’μαστε πάλι, όλοι οι Έλληνες, ελεύτεροι και δοξασμένοι σαν τους προγόνους μας. Όλοι. Κείνη τη μέρα θα σήμαιναν οι καμπάνες του τραγουδιού, όλα τα σήμαντρα της Αγιά Σοφιάς, την Ανάσταση της Φυλής. Ακούγαμε τη ζεστή φωνή του να μας ξετυλίγει αυτό το θάμα, και τα λόγια του τα ρουφούσε η ψυχή μας, όπως τη δροσερή νεροποντή η διψασμένη γης. Δεν ερχότανε πια από την έδρα τούτη η φωνή. Από πολύ μακριά ερχόταν και σφίγγαμε τα χείλη να μην τρέμουν από λαχτάρα. «Ίτε, παίδες Ελλήνων!» «Την δε Πόλιν ου σοι δίδομεν!», «Πάλι με χρόνια με καιρούς…», «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή», «Χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά!» Και στο τέλος ένας σίφουνας μας περιάρπαζε, σηκωνόμασταν όρθιοι μέσα στα θρανία και τραγουδούσαμε το τραγούδι του Σολωμού με λυγμούς. 

- Σιγότερα, έλεγε ο Δάσκαλος του Γένους και κοίταζε έξω από το τζάμι. Κι εμείς πασχίζαμε να χαμηλώσουμε τις φωνές. Τραγουδούσαμε κι έτρεχαν τα μάτια μας, κι απόμακρα, από την τουρκεμένη Πόλη, ακούγαμε να ’ρχουνται οι ανατριχιαστικοί ήχοι από τις καμπάνες του τραγουδιού. Χιλιάδες καμπάνες και σήμαντρα, χιλιάδες τύμπανα που βογκούσαν και έκαναν τον αέρα ν’ αναστενάζει και να τρέμει. 
- Θα ’ρθει η μέρα της Ανάστασης, έλεγε ο Αναγνώστου και κοίταζε μακριά το Αιγαίο κατά την Ανατολή. Εμείς μπορεί να μην προφτάσουμε να ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη». Εσείς όμως θα τη ζήσετε και θα τη χαρείτε. Για σας την ετοιμάζουμε όλοι εμείς οι γέροι, ετούτα τα τετρακόσια χρόνια!
Έτσι θέριευε μέσα μας η Ιδέα της Ελλάδας και της λευτεριάς. Τώρα δεν είμαι πια είκοσι χρονώ. Ο Θεός μου ’δωσε αγόρια και κοπέλες σ’ αυτή την ηλικία. Όμως η φωνή του Αναγνώστου δεν έσβησε μέσα στο ηχείο της ψυχής μου. Ολοένα την ακούγω να ’ρχεται από τους τάφους του μικρού θαλασσινού νεκροταφείου του χωριού μας, όπου κοιμάται ο Αναγνώστου. Σιγανή, επίμονη, μεθυστική. Και μαζί της σμίγει πάντα ο απόηχος από τις καμπάνες του Γένους, πότε χαρμόσυνα, πότε παραπονετικά. Από τις χιλιάδες καμπάνες και τα σήμαντρα. Τότες μια χαρούμενη απορία γεμίζει το νου μου: Μήπως αυτό σημαίνει πως δεν πέθανε ακόμα μέσα μου κείνο το παιδί;

 Lady in red by Catrin Welz-Stein



ΜΟΥΣΙΚΗ 


Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Δίσκος: Οι Μάηδες Οι Ήλιοι Μου Έτος: 1978 Κάθε πρωί ξεκινούσαμε να πάμε στη δουλειά στο λεωφορείο γελούσαμε, είμαστε δυο παιδιά. Κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο το δειλινό. Κάποιο πρωί για τον πόλεμο κινήσαμε μαζί όλοι μαζί τραγουδούσαμε, παλεύαμε μαζί. Κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο το δειλινό. Μέσα στο Μάη σκοτώθηκες, το αίμα σου μαβί έβαψε μαύρο τον ουρανό, κόκκινο τον καιρό. Κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο το δειλινό. Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν, όνειρα, ιδανικά γίναμε όλοι φαντάσματα, ζούμε συμβατικά. Κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο το δειλινό. Τώρα οι σημαίες γενήκανε είδη εμπορικά είναι τα όνειρα αγαθά καταναλωτικά. Κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο το δειλινό.



Δημοτικό τραγούδι 

Κόκκινα χείλη φίλησα κι έβαψε το δικό μου Και το μαντίλι το 'συρα κι έβαψε το μαντίλι. Και στο ποτάμι το 'πλυνα κι έβαψε το ποτάμι. Κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου. Κατέβη ο αϊτός να πιεί νερό κι έβαψαν τα φτερά του. Κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο. Κόκκιν' αxείλι Στίχοι: Παραδοσιακό Μουσική: Νίκος Γράψας Κόκκιν' αχεί- κόκκιν' αχείλι φίλησα Κόκκιν' αχεί- κόκκιν' αχείλι φίλησα Κι έβαψε το δικό μου κόκκιν' αχείλι Κι έβαψε το δικό μου κόκκιν' αχείλι Και στο μαντή- και στο μαντήλι το 'συρα Και στο μαντή- και στο μαντήλι το 'συρα Κι έβαψε το μαντήλι κόκκιν' αχείλι Κι έβαψε το μαντήλι κόκκιν' αχείλι Και στο ποτά και στο ποτάμι το 'πλυνα Και στο ποτά και στο ποτάμι το 'πλυνα Κι έβαψαν τα νερά του κόκκιν' αχείλι Κι έβαψαν τα νερά του κόκκιν' αχείλι Κι έβαψε η ά- κι έβαψε η άκρη του γιαλού Κι έβαψε η ά- κι έβαψε η άκρη του γιαλού Κι η μέση του πελάγου κόκκιν' αχείλι Κι η μέση του πελάγου κόκκιν' αχείλι Κατέβει αϊτός κατέβει αετός να πιει νερό Κατέβει αϊτός κατέβει αετός να πιει νερό Κι έβαψαν τα φτερά του κόκκιν' αχείλι Κι έβαψαν τα φτερά του κόκκιν' αχείλι Κι έβαψε ο ή κι έβαψε ο ήλιος ο μισός Κι έβαψε ο ή κι έβαψε ο ήλιος ο μισός Και το φεγγάρι ακέριο κόκκιν' αχείλι Και το φεγγάρι ακέριο κόκκιν' αχείλι Κόκκιν' αχεί κόκκιν' αχείλι φίλησα...



Στίχοι: Χάρης Ρώμας Μουσική: Ζωή Τηγανούρια Δυο χείλη κατακόκκινα στοιχειώνουν το μυαλό μου μια κατακόκκινη βελούδινη φωτιά Να προσπεράσω θα'πρεπε αν θέλω το καλό μου μα του έρωτα καρφώθηκε γερά η σαϊτιά Διεκδικώ μονάχα ένα φιλί αφού η αγάπη μου είναι καταδικασμένη είναι τα χείλη σου μια μόνιμη απειλή Διεκδικώ μονάχα ένα φιλί είναι τα χείλη σου μια μόνιμη απειλή Διεκδικώ μονάχα ένα φιλί Πως να τολμήσω να στο πω τα χείλη σου είναι πόνος για αλλού κινήσαμε μα φτάσαμε αλλού Χωρίς εσένα μέσα μου θα είμαι πάντα μόνος μα πλάι σου θα περπατώ στο δρόμο του μυαλού Διεκδικώ μονάχα ένα φιλί......





Στίχοι - Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος Πρώτη εκτέλεση : Διονύσης Σαββόπουλος Ήλιος κόκκινος ζεστός στάθηκε στην κάμαρά μου Ξύπνησε όλη η πολιτεία κάτω απ' τα παράθυρά μου Το παιδί πάει στο σχολειό του κι ο εργάτης στην δουλειά πρωινά δυο μάτια ανοίγει όμορφη μια κοπελιά Ήλιε κόκκινε αρχηγέ δώσ' το σύνθημα εσύ κι η χαρά ν' αναστηθεί το σκοτάδι θα πεθάνει και θ' ανάψει η χαραυγή Ο εργάτης βλαστημάει και τραβάει για τον σταθμό να ο ήλιος ανεβαίνει σαν σημαία στον ουρανό μπρος στης φάμπρικας την πύλη ο εργάτης σταματά όμορφη η μέρα γνέφει κι απ' το ρούχο τον τραβά Ε ε σύντροφέ μου αχ τι κακό μέρα μ᾿ ήλιο σαν κι αυτό να την τρώει τ' αφεντικό Σήκω ήλιε πιο ψηλά να σε δούνε τα παιδιά δες χορεύει η κοπελιά με στεφάνι στα μαλλιά τα παιδιά θα μεγαλώσουν θ' αγαπούν την κοπελιά κι όλα τότε θα `ν' δικά μας ήλιος, ουρανός, χαρά Ε ε σύντροφε ήλιε σε ρωτώ το ποτήρι αν ξεχειλίσει τι θα γίνει τ' αφεντικό Ε ε μέρα μ᾿ ήλιο σαν κι αυτό αλίμονο στ' αφεντικό.





Στίχοι: Κώστας Κινδύνης Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Η νύχτα κατεβαίνει με μαύρο φερετζέ η νύχτα κατεβαίνει με μαύρο φερετζέ κι η πόλη διψασμένη για φώτα και σουξέ κι η πόλη διψασμένη για φώτα και σουξέ. Βάλε το κόκκινο φουστάνι εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις πυρκαγιά. Έλα και μη μετράς την ώρα τα νιάτα είναι δώρα που καίνε σαν φωτιά. που καίνε σαν φωτιά Τι να μάς περιμένει αύριο το πρωί τι να μάς περιμένει αύριο το πρωί ποιος έρωτας πεθαίνει και ποιος θα γεννηθεί ποιος έρωτας πεθαίνει και ποιος θα γεννηθεί. Βάλε το κόκκινο φουστάνι εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις πυρκαγιά. Έλα και μη μετράς την ώρα τα νιάτα είναι δώρα που καίνε σαν φωτιά. που καίνε σαν φωτιά




Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος Μουσική: Χρήστος Λεοντής Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να `ναι κι από αίμα. Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα, μπορεί να `ναι κι απ' το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο. Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα, είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου. Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα, και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα, για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου. Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου, γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα, το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα, όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.




Μουσική & στίχοι: Νίκος Ιγνατιάδης Για να με γνωρίσεις μες στο πλήθος φόρεσα γαρύφαλλο στο στήθος από μια γιορτή που μόλις τέλειωσε μια γιορτή που δίστασες να πας Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο πάνω στο πουκάμισο στο μέρος της καρδιάς Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο πάρ' το από το στήθος μου, ελπίδες να κρατάς Ρώτησα χαμένη μες στο πλήθος ποιος φοράει γαρύφαλλο στο στήθος κι ήρθα να το πάρω με τα χέρια μου είναι αυτά τα χέρια που αγαπάς Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο πάνω στο πουκάμισο, στο μέρος της καρδιάς Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο, πάρ' το από το στήθος μου, ελπίδες να κρατάς



Στίχοι: Γιώργος Δουρδουμπάκης Μουσική: Πέτρος Δουρδουμπάκης Τις μέρες κρύβονται οι καρδιές τις νύχτες τραγουδάνε όσα δεν μπόρεσαν να πουν σ' αυτούς που αγαπάνε. Κάνε καρδιά μου υπομονή ώσπου να 'ρθει η δύση και μες το κόκκινο κρασί η λύπη σου να σβήσει. Θέλω να αφήσω τους καημούς τους πόνους να ξεχάσω που μου σαλεύουνε το νου και την καρδιά μου σφάζουν. Κάνε καρδιά μου υπομονή ώσπου να 'ρθει η δύση και μες το κόκκινο κρασί η λύπη σου να σβήσει



And I'm alright Standing in the streetlights here Is this meant for me My time on the outside is over We don't know how you're spending All of your days Knowing that love isn't here You see the pictures But you don't know their names 'Cause love isn't here And I can't do this by myself All of these problems, they're all in your head And I can't be somebody else You took something perfect And paintedit red



They say freak, When you're singled out, The red, well it filters through. So lay down, the threat is real, When his sight goes red again. Seeing red again, Seeing red again. This change, he won't contain, Slip away, to clear your mind. When asked, who made it show, The truth, he gives in to most. So lay down, the threat is real, When his sight goes red again. So lay down, the threat is real, When his sight goes red again. So lay down, the threat is real, When his sight goes red again.


Pablo Picasso, 1905, Acrobat and Young Harlequin


πηγές

https://itzikas.wordpress.com/
http://hiropoiein.blogspot.gr/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου