Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

ΡΕΝΑ ΚΛΗΡΟΠΟΥΛΟΥ " ΜΕΤΑΦΟΡΑ "


Madonna with Children -- Julia Margaret Cameron
https://gr.pinterest.com/
Η γιαγιά Ειρήνη, συνήθιζε δυο βράδια της βδομάδας να μας μαζεύει, εμάς τις εγγόνες της, στο στοργικό της σπίτι . Βοηθούσε έτσι τα παιδιά της , νοιαζόταν να ξεκουράζονται και συνάμα ποθούσε να γεμίσει τ’ άδειο πατρικόσπιτο με παιδικές φωνές και κοριτσίστικα νάζια.Τετάρτης σούρουπο λοιπόν και βραδάκι του Σαββάτου σαν θεία ιεροτελεστία επαναλαμβανόταν η ζεστή φιλοξενία και το σοφό σμίξιμο δυο μακρινών γενιών που ωστόσο κατόρθωναν να επικοινωνούν παιχνιδιάρικα αλλά μεστά . Η γιαγιά Ειρήνη και οι τέσσερις εγγόνες της ……Η Κλειώ , η Νιόβη , η Αλεξάνδρα και εγώ , η μικρή Ειρήνη, που’χα και το αθάνατο όνομά της !
Η γιαγιά Ειρήνη ήταν μια θεαματική γυναίκα ! εγώ τουλάχιστον έτσι την έβλεπα με τα μάτια της αγάπης μου. Ήταν ψηλή με σώμα τροφαντό, αισθησιακό στήθος, γεμάτους γλουτούς , καλλίγραμμα χέρια και πόδια, και αλαβάστρινη επιδερμίδα, που σιγά σιγά ο χρόνος τη χάραξε με γκρίζες αυλακιές και έμοιαζε πια με παλιό ανεκτίμητο άγαλμα . Τα μάτια της ήταν ολόμαυρα , σπινθηροβόλα και εκφραστικά . Ο,τι κι αν ένοιωθε η γιαγιά Ειρήνη καθρεπτιζόταν ατόφιο , αληθινό σ’ εκείνες τις δυο ολοστρόγγυλες υγρές γυαλένιες. Τα μαλλιά της ήταν πλούσια, γκριζάρισαν πολύ αργά και τα’χε μαζεμένα όλα πίσω, αφήνοντας μονάχα κάποιες σγουρές μαύρες καπέτες να πέφτουν ανέμελα στα μηνίγγια και το μέτωπό της .Τα μακριά γουστόζικα μεσάτα φουστάνια της, κολλητά στο μπούστα και κλωσαριστά στους μηρούς της, ανάδειχναν το κορμί της και σαν άνοιγε την τεράστια αγκαλιά της χωνόμαστε και οι τέσσερις μέσα αυθόρμητα, μα και λίγο υπολογιστικά, ποιά απ’ όλες θα καταφέρει πρώτη να φωλιάσει στους μαλακούς μαστούς της .

Η γιαγιά Ειρήνη είχε από νωρίς απομείνει ολομόναχη στο πατρικό το σπίτι . Ο άντρας της έφυγε ξαφνικά από ένα αγιάτρευτο αιμάτωμα που 'ρθε κι έκατσε μέσα στο μυαλό του, τον άφησε για λίγες μέρες ένα κουφάρι ακίνητο στο κρεβάτι κι ύστερα ένα ξάστερο μακρύ απόβραδο του Δεκέμβρη έφυγε για το μακρινό του ταξίδι στον ουρανό. Η γιαγιά θόλωσε , σφάδαξε γιατί ήταν πάντα ερωτευμένη με τον σύντροφό της ,κι ας είχαν περάσει σαράντα χρόνια κοινής ζωής . Ωστόσο ατσαλώθηκε και δίχως ενοχλήσεις και εκμεταλλεύσεις στα παιδιά της, συγκέντρωσε τη λογική της πάνω στο θαύμα της ζωής και του θανάτου και συνέχισε να ζει με αναμνήσεις από κείνον, που παίρναν σάρκα και οστά απ’ τις αναθυμιάσεις του μυαλού και της ψυχής και του μοσχολίβανου στο μπρούντζινο λιβανιστήρι , που’καιγε καθημερινά μπρος στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του παππού . Ένα αχνό πέπλο νοσταλγίας και μελαγχολίας σαν αρχοντικό βέλο εποχής, σκέπαζε συχνά το πρόσωπό της ενώ τα δάκρυα κάποιες στιγμές απ’ τις γωνιές των ζωηρών ματιών της μαρτυρούσαν πίκρα και μοναξιά, πόθο συντροφιάς ίσως και πόθο ενός ζεστού φιλιού στο μάγουλό της από κείνον και την αίσθηση ενός ερωτικού γαργαλήματος απ’ τ’ αντρίκειο καλοσχηματισμένο μουστάκι του . Ωστόσο εύκολα κατόρθωνε με μαγικές συσπάσεις κι αναδέματα του προσώπου της να μπάσει το χαμόγελο μέσα στην πικραμένη της προσωπογραφία .

Μονάχη πια η γιαγιά Ειρήνη στο πατρικόσπιτο μα η ανοιχτή ψυχή και φλογερή αγάπη για όλους γέμιζαν συχνά πυκνά τα άδεια δωμάτια με φωνές και γέλια αλλά και νοερές αναμνήσεις και πεθυμιές από βιώματα που’ χαν περονιασμένες τις ζωές της οικογένειας . Οσο για μας , τις τέσσερες εγγόνες της , την Κλειώ , τη Νιόβη , την Αλεξάνδρα και την Ειρήνη , σαν τα δυο βράδια της εβδομάδας μας φιλοξενούσε, το σπίτι γινόταν απέραντο λιβάδι, σπαρμένο με παπαρούνες κατακόκκινες , σκέπη είχε τον ουρανό κι οξυγόνο την ανεμελιά , το παιχνίδι ,τη μάθηση και τη σοφία, που άρπαζαν δικαιωματικά τους θρόνους κάθε άλλων προβληματισμών και συναισθημάτων που κάποιες φορές εδραιώνονται πεισματικά στ’ ανθρώπινα κύτταρα και μαυρίζουν ζωές. 
Νάμαστε λοιπόν και οι τέσσερες τα δειλινά της Τετάρτης και του Σαββάτου μπροστά στη δίφυλλη τεράστια ξύλινη εξώπορτα της γιαγιάς καλοχτενισμένες , καλοντυμένες χαρούμενες, κρατώντας από μια τσάντα η κάθε μια με τα προσωπικά χρειαζούμενα μιας νύχτας και ενός πρωινού. Οι ηλικίες μας ήταν κοντινές κι οι καρδιές μας παρθένες ώστε ν’ αποθηκεύουν σποράκια τροφή, σαν τα μυρμήγκια για τους άγριους χειμώνες της ζήσης μας. Η γιαγιά Ειρήνη μας υποδεχόταν με λαμπερά μάτια ,με γλυκόλογα, με σεβασμό κι ειλικρίνεια για κείνη τη σοφή φιλοξενία .
Μετά από πολλά πολλά χρόνια σαν οι προβληματισμοί και τα ερωτηματικά, ο πόνος και τ’ αδιέξοδα, τα κατακάθια κι οι αλήθειες , οι αποδοχές και οι εσωτερικές επαναστάσεις, τα θέλω και τα πρέπει γίνονταν ωκεανός, που μ΄έπνιγε, τότε τα λόγια κι οι « ακαταλαβίστικες» φιλοσοφίες της γιαγιάς άλλαζαν σε σωσίβιο για τον πνιγμό μου και αλόη για την ψυχή μου .
Τότε πραγματικά ένοιωσα πως η φιλοξενία εκείνη ήταν σχολειό και πως οι σπόροι- τροφή στην παρθενιά του είναι μου , γίνονταν φυτά και λούλουδα ποτισμένα από τις δροσοσταλιές του κατάδικού μου μόχθου. Άσβεστες κείνες οι μυρωδιές της πρόωρης διδαχής που ανακατεύονταν με το άρωμα του κανελογαρύφαλλου απ’ τα καλούδια της γιαγιάς Ειρήνης , την ευωδιά του μοσχολίβανου στον αέρα του πατρικόσπιτου ή την προσωπική της ευωδιά που’ βγαινε πάντα η ίδια απ’ το λαιμό και το στήθος της. Ασβεστες τελείες σαν αποσιωπητικά όλες και διαπερνούσαν και ύγραιναν για πάντα τις αισθήσεις μου σαν το σκυλί τις μυρωδιές και με την όσφρηση του πορεύεται . Άσβεστες θα ‘μεναν και για μένα στις απολήξεις των λεπτών αγγείων κάθε αισθητηρίου οργάνου μου , θα καταγράφονταν στα κύτταρά μου για να μου θυμίζουν την τότε αθωότητα και την ομορφιά της ανεμελιάς …….. μέχρι που οι σφηκιές, να αρχίσουν να την τρυπούν χαιρέκακα να ρουφούν το νέκταρ της με κείνο το « χιτλερικό» κεντρί , ώσπου η « γκαντική» αγνότητα να αρχίσει να διαμορφώνει σταθερά την ανθρώπινη ιδανική ύπαρξή μου !! 
Η Κλειώ , η Νιόβη, η Αλεξάνδρα και η Ειρήνη στην εξώπορτα της γιαγιάς . Το σπίτι της ήταν παραδοσιακό με ογδοντάρες πέτρες χτισμένο , μπαλκόνια με καγκελένια λιοντάρια , επιβλητικούς φύλακες . Είχε τεράστια γαλλικά παραθυρόφυλλα να βρίσκουν πέρασμα η ευτυχία και οι χαρές να βγαίνουν στους αιθέρες να ευγνωμονούν . Είχε και βαριές σιδερένιες αμπάρες ν’ ασφαλίζουν τους πόνους και τους προβληματισμούς , τις σιωπές και τις μελαγχολίες της οικογένειας. Μέσα στα σωθικά του σπιτιού υπήρχε και η σκοτεινή σοφίτα , καταφύγιο ηρεμίας , κρυφό σχολειό μάθησης , σωτηρία αυτογνωσίας , φύλακας πολύτιμων κειμηλίων . Εκεί με το φως των κεριών ή τη σταθερή φλόγα της παραδοσιακής λάμπας ανακάλυπτες βιβλία σκοροφαγωμένα , στολές αυθεντικές προγόνων , χιονισμένες με τη ναφθαλίνη του χρόνου , κλασικά εικονογραφημένα , πολλές αράχνες απασχολημένες με την καλλιτεχνική ύφανσή τους , γεννησάρικα σιμαμίδια και αερικά της φαντασίας και του έμφυτου φόβου των παιδιών.Ωστόσο επιμέναμε να επισκεφτόμαστε το αρχείο του χρόνου, τη σκοτεινή σοφίτα με το καρδιοχτύπι πως το φάντασμα του σκοταδιού κάποια στιγμή θα μας καταβρόχθιζε. Ανακατεύαμε την παιδική περιέργεια , το σθένος και την ανταρτοεπανάσταση και πολεμούσαμε τον έμφυτο φόβο και το διδαγμένο « μην πας, είναι σκοτάδι».
Ω Θεέ μου!!περνώντας τα χρόνια απ’ όλα μας τα κύτταρα , πόσα πολλά αναλογιστήκαμε από κείνη τη θεοσκότεινη σοφίτα, και καταλήξαμε πως οι δράκοι ζουν και κατασπαράζουν τα παιδιά μέσα στο φως της μέρας και στη ζεστασιά του ήλιου , και πως το σκοτάδι υπάρχει για να μπορείς να κοιτάζεις γαλήνια τον ουράνιο θόλο και να θαυμάζεις την αστεροποίκιλτη απεραντοσύνη του τροφοδοτώντας την ψυχή σου !!!
Άλλο ένα κομμάτι του σπιτιού της γιαγιάς Ειρήνης που λάτρεψα ήταν το χαγιάτι , το λιόλουστο που μου χάρισε φώτιση , το φιλόξενο που μου δίδαξε αγάπη , το παλαιικό που μου’ σπειρε εμπειρίες , το μοσχοβολιστό που χόρτασε τις ανάσες μου μ’ ευωδιές , κι αλάφρωναν τις δυσοσμίες της ζήσης μου . Ναι! Το χαγιάτι της γιαγιάς Ειρήνης που’ βαλε στα χείλη μου τις λέξεις της ευγνωμοσύνης και στην καρδιά μου τους χτύπους της ευχαριστίας στο σύμπαν που για άλλη μια φορά με κατέβασε στον πλανήτη γη!
Το καθιστικό του πατρικόσπιτου ντυμένο μ’ απλά πρακτικά έπιπλα και υφαντά από τα χέρια της με πίνακες που τραγουδούσαν τον λαϊκό τον έρωτα , οδηγούσε μέσα από μια τεράστια μπαλκονόπορτα στο χαγιάτι. Μια βεράντα ήταν τελικά το χαγιάτι ντυμένη κι αυτή απλά με ξύλινες τάβλες για πάτωμα , με οροφή κεραμιδένια, γύρω γύρω χτισμένη με τούβλα σοβατισμένα αγριωπά ως τη μέση της και πάνω τζαμαρίες που ανοιγόκλειναν ανάλογα με τον καιρό.
Απ’ τον Απριλομάη ως τον Οκτώβρη, που ο καιρός ήταν καλός , ατέλειωτες ώρες περνούσαμε εκεί ……. Για μας την Κλειώ , τη Νιόβη , την Αλεξάνδρα και εμένα την Ειρήνη , ήταν παιχνιδότοπος , καθιστικό, τραπεζαρία και υπνοδωμάτιο. 
Καθώς η γιαγιά μας υποδεχόταν στην εξώπορτα για την καθιερωμένη φιλοξενία , και μας φιλούσε κι έκλεινε στοργικά τέσσερα κοριτσίστικα κεφαλάκια στον κόρφο της , ευθύς αμέσως τρέχαμε στο χαγιάτι ….στο δικό μας χαγιάτι !!!!
Οι τζαμαρίες με τα καϊτια τους ήταν ορθάνοιχτες και φρέσκος αέρας μπαινόβγαινε μαζί με τις πικάντικες ευωδιές των μυρωδικών που η γιαγιά είχε φυτεμένα σε γλάστρες . Απλώναμε τα χέρια μας και χαϊδεύαμε το βασιλικό , τη ρίγανη , το δυόσμο , το μαϊντανό,το σέλινο , τη βάγια και το δεντρολίβανο. Είχε πει η γιαγιά Ειρήνη πως σαν χαϊδεύεις και αγαπάς κάτι , εκείνο αφήνει στον αγέρα τη μυρωδιά του για να σε ευχαριστήσει , να σου ανταποδώσει την αγάπη του. Μυρωδιές αξέχαστες στα ρουθούνια μας τότε , μυρωδιές αξέχαστες στις ψυχές μας σήμερα. 
Στη μέση στο χαγιάτι η γιαγιά είχε έναν σοφρά , τέσσερα σκαμνάκια για μας και μια παλαιικά ξύλινη καρέκλα με πλέξη από ψαθί για κείνη . Απογευματάκια λοιπόν Τετάρτης και Σαββάτου , έτοιμο το καφεδάκι, αραιωμένο με μπόλικο ζεστό νερό και γάλα μέσα σε μια μπρούντζινη κανάτα , έτοιμος και ο δίσκος με τα ξεροψημένα κουλουράκια , κι εμείς οι πέντε γύρω γύρω όλοι . Μαλάκωνε η γιαγιά Ειρήνη στην άκρη το κουλούρι μέσα στον καφέ – νεροζούμι και μας τάιζε στο στόμα τη μια μετά την άλλη , με μάτια ζεστά , κινήσεις αργές κι υπομονή στα λόγια μας και τις ξεσυνέριες μας . Θεία Μετάληψη το’ ονόμασα αργότερα που’ νοιωσα για τα καλά όλο τούτο που γινόταν στο χαγιάτι. Ένας Μυστικός Δείπνος που μας δίδασκε την Ισότητα , τη Δικαιοσύνη , την Υπομονή και την Προσμονή , την Αμοιβή και τη Δικαίωση. Όλοι ίδιοι , όλοι ίσοι, όλοι δικαιούχοι , όλοι χορτασμένοι , όλοι άξιοι της όποιας Μετάληψης κι ο καθένας μια Μοναδικότητα.
« Πέστε» έλεγε η γιαγιά Ειρήνη « πως η μπρούντζινη κανάτα είναι ο πλανήτης μας , η Γη μας που έχει όλα τα αγαθά , κι εμείς εδώ γύρω πέστε πως είμαστε οι κάτοικοι της Γης ολόκληρης. Ναι λοιπόν ισότιμα μπορούμε να τα γευτούμε όλα». Κοιτούσαμε, ακούγαμε , ζουζουνίζαμε αμήχανα . Την τελευταία μπουκιά την μαλάκωνε η γιαγιά στα κατακάθια του καφέ και την έτρωγε , τελειώνοντας έτσι το Μυστικό Δείπνο. Και εγώ παρατηρούσα τα’ αναμμένο καντηλέρι στη γωνιά στο χαγιάτι που τρεμόπαιζε κι έμοιαζε η φλόγα του μια να χαίρεται και μια να δυσθυμεί. 
Σ’ αγαπώ και κει που είσαι γιαγιά Ειρήνη για κείνα που μου μήνυες και δεν καταλάβαινα τότε , μα τα σποράκια πέφτανε στο χώμα της ψυχής μου κι ήρθε καιρός που στάχυα φυτρώσανε . 
Ύστερα από την ιεροτελεστία του καφέ , ζεστές και ανανεωμένες , παίζαμε με τις χορταρένιες κούκλες που’ φτιαχναν τα χρυσά χέρια της γιαγιάς ….. θαρρώ πως αρχίζαμε να βγάζουμε το μητρικό μας φίλτρο πάνω στ’ άψυχα πλασματάκια με τα μπιρμπιλωτά φορέματα στα κορμιά τους. Η γιαγιά Ειρήνη χωνόταν στην κουζίνα για το βραδινό φαγητό μας , πάντα για κείνο που μας άρεσε πιότερο και κάπου κάπου έχωνε το κεφάλι της σιωπηλά στο χαγιάτι ν’ αφουγκραστεί τι κάνουμε , πώς μιλάμε , πώς επικοινωνούμε , αν μαλώνουμε ή αν χαιρόμαστε , αν πράγματι ρουφάμε την κάθε στιγμή της ζωής μας ανάλαφρα κι εποικοδομητικά .Το βραδινό φαγητό θύμιζε πάλι παραμύθι. Γύρω από το σοφρά εμείς και πάνω του σερβίτσια , τέσσεροι νάνοι κι η γιαγιά χιονάτη ! παιχνίδι και στοχασμός μαζί αφού η γιαγιά πριν αρχίσει το φαγητό σήκωνε το κεφάλι ψηλά κι ευχαριστούσε το σύμπαν . το σύμπαν του σήμερα , το σύμπαν του τώρα « κι έχει ο θεός για αύριο κορίτσια» έλεγε . Το σύμπαν για τη γιαγιά Ειρήνη ήταν ο ουρανός , η θάλασσα , η γη και ο αέρας που ανάμεσά τους είχαμε περάσει άλλη μια όμορφη ημέρα . 
Η κούραση μαζί με την ώρα που περνούσε , το κούρνιασμα του ήλιου και ο ερχομός του σκοταδιού βάραινε πια τα βλέφαρά μας κι η άμαξα του ύπνου μας καλούσε όλο και πιο κοντά της .
Το πατρικόσπιτο είχε πολλά υπνοδωμάτια μα η γιαγιά είχε στο νου της πάντα την ένωση , την αγάπη και τη σύνδεση. Κι έτσι μετέτρεπε το χαγιάτι σε υπνοδωμάτιο με προσκοπικές επινοήσεις , που ήταν όμως πρωτότυπες, μηνυματικές και συνδετικές για μας τις εγγόνες της . Ναι , συνέδεε τις ζωές μας , της Κλειώς , της Νιόβης , της Αλεξάνδρας και της Ειρήνης , τόσο σφιχτά σαν τους κρίκους της χοντρής αλυσίδας που σφίγγουν ο ένας μέσα στον άλλον και δεν ανοίγουν αν δεν τους παραβιάσεις . Οι σανίδες στο πάτωμα είχαν από τα χρόνια παλιώσει . Οι συστολές, οι διαστολές και το φύραμα του ξύλου που όλο μεγάλωνε άφηνε κενά μεταξύ τους . Θυμάμαι χίλιες οι γυαλένιες μας χάνονταν στις τρύπες και ξεχνιόντουσαν μέσα στις στοές των δοκαριών που κρατάγαν τις σανίδες . Η γιαγιά Ειρήνη λοιπόν είχε φτιάξει τέσσερα παχιά στρωματάκια κι ένα δικό της , τα ‘στρωνε στο πάτωμα και οι κάτοικοι στο χαγιάτι ήταν πανευτυχείς . 
Κι η γιαγιά με απαλή φωνή άρχιζε από την Κλειώ « Το στρωματάκι σου Κλειώ μου κλείνει τις χαραμάδες στο πάτωμα , το λέει και τα’ όνομά σου άλλωστε». Συνέχιζε με τη Νιόβη « Νιόβη το δικό σου θα μπει πάνω σε κείνες τις σανίδες π’ αντικαταστάθηκαν στο χρόνο και παραμένουν νιες …» Νιόβη!!!!! « Αλεξάνδρα στρώσε το δικό σου στρώμα ανάμεσα στης Νιόβης και σε κείνο που θα στρωθεί αργότερα» συνέχιζε η γιαγιά με στο αχνό σκοτάδι κάτω απ’ τη φλόγα του καντηλιού « τ΄όνομα του στρατηλάτη έχεις του Αλέξανδρου που είχε σκοπό την ένωση του κόσμου». Τέλος στρώνονταν στο πάτωμα το δικό μου το στρώμα κι ύστερα της γιαγιάς « Ειρήνη στρώσε δίπλα στην Αλεξάνδρα μας …με ειρήνη να περάσουμε τη νύχτα μας …καληνύχτα» ψιθύριζε η γιαγιά αφού πρώτα είχε ρουφήξει τα μάγουλα μας με τα χείλη της …καληνύχτα !!!!!
Όλες μαζί κι η γιαγιά Ειρήνη ανάμεσά μας , ήταν πια το «δι ευχών» της ημέρας , το αμήν του μερόνυχτου και συνόψιζε την ενότητα , την αγάπη, τη σύνδεση και τις αξίες που υπάρχουν ανάμεσα στα υλικά και στα άυλα που κατοικούν και πλανώνται παντού και καθοδηγούν τις ανθρώπινες ζωές . Το καντηλέρι στη γωνιά κάτω από το εικόνισμα της Παναγιάς μα τον χριστό ήταν το μοναδικό φως πια στο χαγιάτι και απ’ τα’ ανοιχτά τζαμόφυλλα δυο τρεις ασημένιες φεγγαραχτίδες μπαίναν στα κορμάκια μας . Ύστερα χανόμαστε μέσα στις αγκαλιές του ύπνου μ’ ένα χαμόγελο που φώτιζε τα παιδικά μας πρόσωπα κι αφηνόμαστε σε όνειρα παιδικά που’χαν πρίγκιπες και βασιλοπούλες , λιβάδια μ’ ατίθασα άλογα , ουρανούς με πεφταστέρια και σεργιάνια σε γαλάζιες θάλασσες με βάρκες λευκές που τις οδηγούσαν γλάροι με τεράστια φτερά. Κοιμόμασταν κι ονειρευόμασταν μέχρι που η πρώτη αχτίδα του ήλιου να τρυπώσει μέσα στο χαγιάτι απ’ τα συμμετρικά του τζάμια. Άλλη μια μέρα ερχόταν να φωτίσει τη μικρή μας ζωή , να τη μεγαλώσει , να την ωριμάσει , να τη σοφέψει. Κι αυτό ερχόταν λίγο λίγο κι αργά αργά μέσα από καθημερινά βιώματα , από σπόρους ζευγαρωμένους ώστε να καρποφορήσουν, από αναμνήσεις κι επεξηγήσεις που δίνεις πια ολομόναχος για όλα εκείνα που ΄ζησες μικρός , σε τρυφερές αγκαλιές και μεστωμένες ψυχές, σε λογικές αγαπησιάρικες πράξεις κι ουράνιες βλέψεις ,κείνες που ποθεί κάθε άνθρωπος ,όταν πια διακρίνει καθαρά τον προορισμό του , σαν το διαμάντι στην άμμο. 
Ο χρόνος κυλάει σαν το νερό του ρυακιού κι άλλοτε σαν τον αναστατωμένο ποταμό κι ευτυχώς! Το στάσιμο νερό βρωμάει, γεννάει βακτηρίδια , δημιουργεί μούσκλια που κλέβουν το κρυστάλλινο χρώμα του και ρουφάει άσκοπα το οξυγόνο της πλάσης . Τα χρόνια πέρασαν, περνούν και θα περνούν αιώνια. Κάθε στιγμή τους έχει ερωτήματα , γνώση, ανάλυση, απόρριψη, πόνο κι έκσταση . Τα παιδικά τα χρόνια , η ανεμελιά , η αθωότητα κι η καθοδήγηση πάνω σε παρθένες ζωές έγιναν επανάσταση μέσα μας κι έξω μας . κι ευτυχώς! Καλά είναι , να μάθεις να δουλεύεις και μόνος σου , με το μυαλό σου, το πνεύμα σου, τη διαίσθησή σου , την έμπνευσή σου χαϊδεύοντας πάντα με τα δάχτυλά σου όλες τις πτυχές της ψυχής σου . Να συγκροτήσεις το δικό σου πιστεύω, τις δικές σου αξίες , τα δικά σου ιδανικά με πείσμα και πάλη σε κάθε αντιξοότητα του γήινου χρόνου , του γήινου κατεστημένου , του γήινου πεπρωμένου. Καλά είναι, να ξεράσεις απ’ τα σωθικά σου όλα κείνα που δηλητηριάζουν το αίμα σου , ανεβάζουν τις τοξίνες σου στη γήινη ζωή σου , ν’ ανοίξεις διάβα για κείνα που διάλεξες με πάθος κι ερωτισμό , για κείνα που θα σε φτιάξουν άνθρωπο για να μπορείς ν’ ατενίζεις τον ουρανό μέσα στην αθάνατη διαχρονικότητα. Καλά είναι, να κλείνεις παλιές συντριβές του παρελθόντος. Ν’ ακούς σιωπηλές φωνές που οδηγούν σε κορυφές , να δίνεις ατέλειωτες μάχες με τον εαυτόν σου για κατακτήσεις τη δική σου ειρήνη ! 
Η Κλειώ , η Νιόβη, η Αλεξάνδρα κι η Ειρήνη , παιδιά ,στον κόρφο της γιαγιάς Ειρήνης , μ’ ακουμπισμένα τα κεφάλια κάπου εκεί αριστερά ν΄ ακούν τους χτύπους της καρδιάς της . ασφαλισμένες μέσα στην προστασία της , νοιώθοντας την ανιδιοτελή αγάπη της και ρουφώντας τα μηνύματα της ζωής σαν παραμύθι , αποκρυπτογραφήσαμε κάθε λέξη που έβγαινε απ’ τα χείλη της , δώσαμε νόημα κι αξία μεγαλώνοντας , καταγράψαμε στο Ευαγγέλιο της ζωής μας κάθε έννοια , και τώρα μεγάλες πια , έχουμε τη δύναμη ν΄ατενίζουμε το άπειρο του απείρου με δύναμη , σθένος και περηφάνια . Κάθε φορά που τα μάτια στρέφουν στο γαλάζιο θόλο βλέπουμε πάντα σκιτσαρισμένο από άυλα χέρια το πρόσωπο της γιαγιάς Ειρήνης ,με υλικά παρμένα απ΄τη φύση, όπως τα σύννεφα ,και να μένει έτσι ακίνητο στο στερέωμα , για ώρες, για μέρες , για χρόνια , ώστε να χορταίνουμε το χαμόγελό της και τη γαλήνη της ψυχής της που καθρεπτίζεται σ΄αυτό. Κάποιες φορές θαρρώ πως τα χείλη της ψελλίζουν και τα σοφά της λόγια , γαντζώνονται απ’ τις ουράνιες σκάλες , φτάσουν πάλι στη γη κι ακουμπούν το είναι μου ……. 
« Κλειώ , κλείσε τις χαραμάδες μην ξετρυπώσει το παρελθόν» « Νιόβη κοιμήσου άφοβα στο καινούργιο σανίδι» « Αλεξάνδρα μπες στη μάχη για τη σύνδεση» « Και συ Ειρήνη , άπλωσε τρυφερά τα χέρια σου και σφίξε στην αγκαλιά σου όλα τα χαγιάτια του κόσμου ……» 

Καληνύχτα!!!!!!! 
Σ’ αγαπώ γιαγιά Ειρήνη , θα ‘σαι πάντα στην αιώνια μνήμη μου 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου