Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ , ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν   ξέρουν καλά -αν ποτέ θα γυρίσουν πίσω

αγαπάω, και   θά ῾θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να   γυρίσω.
Νίκος Καββαδίας


Κωνσταντίνος Παρθένης - Το λιμάνι της Καλαμάτας


Μανόλης Αναγνωστάκης - Όταν σφυρίζουν τα πλοία…

Θυμάσαι που σου’λεγα : όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι .
Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δεν θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε .

Ενα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού
Κι’έβρεχε αλήθεια πολύ κι’ήτανε έρημοι οι δρόμοι
Με μιά λεπτήν ακαθόριση χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι’οι άνθρωποι τόσο λημονησμένοι
-Γιατί μας άφησαν όλοι ; Γιατί μας άφησαν όλοι ; Κι’έσφιγγα τα χέρια σου

Δεν είχε τίποτα τ’αλλόκοτο η κραυγή μου .

… Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες
Με μιά επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα , τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκά πανιά π’ανεμίζονται .
Ισως δε μένει τίποτ’άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε .
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο . Γιατί .
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και προσμένω απάντηση
Κανείς δεν θ’αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου .
Κι’εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται :
Μιά μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη συ και σβήνει
Κι’ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια , τα χαμένα φτερά 



Στο λιμάνι - Σταύρος Μπουράνης .



Ν. Βαλαωρίτης - Με πλοίο


Εκ πρώτης όψεως τα μακρινά θαλασσινά
ταξίδια δε μου πάνε. Κι όμως κι όμως
να που αισθάνομαι κιόλας πολύ καλύτερα
από την ώρα που βρέθηκα στη γέφυρα
του πλοίου άλλαξε ριζικά η διάθεσή μου
και τώρα έχω μεγάλη όρεξη να παίξω
ξερή με κάποιον ή με κάποιαν να μιλήσω
να τρέξω απ’ την καμπίνα στο κατάστρωμα
ή να χορέψω στο σαλόνι με γυναίκες
να κρεμαστώ σαν πίθηκος απ’ τα κατάρτια
να ξαπλώσω σε μια σεζ λογκ να βγάλω
φωτογραφίες — να κοιταχτώ στον καθρέφτη
να παρατηρήσω αν στη θάλασσα που διασχίζουμε
υπάρχουν διάσελα ή κοιλάδες φάλαινες ή δελφίνια
να εξετάσω με πόσες νόστιμες συνταξιδιώτισσες
συνυπάρχω εν πλω να πιω μπύρα κόκα-κόλα
και να φάω ένα βραστό αυγό με σαλάτα
να πιω έναν καφέ ελληνικό στο μπαρ
και μια μακαρονάδα στην τραπεζαρία
να ’χω το νου μου για καρχαρίες και σκυλόψαρα
όταν θα μπαίνουμε στα επικίνδυνα νερά
σε περιοχή με θαλασσοταραχή και ανεμοστρόβιλους
κι άλλα πολλά που πάνε με μια ανοιχτόκαρδη
διάθεση —ν’ ακούσω το τρανζιστοράκι μου
να δω κάτι στην τηλεόραση— να παραστώ
σε καμιά ταινία, αν παίζουνε, να συμμε-
τάσχω σε λοταρία ή παιχνίδι ομαδικό
να παίξω πιγκ πογκ μπιλιάρδο ή σκουός
μα πάνω απ’ όλα να κρατήσω ημερολόγιο
των μικροσυμβάντων στο ταξίδι
συναντήσεων ερωτικών και συζητήσεων
με ξένους και συμπατριώτες — ώστε
να δημοσιευτούν οι εντυπώσεις μου
σε περιοδικό ή εφημερίδα ή βιβλίο
μόλις πατήσω στην ξηρά κι έρθω
σ’ επαφή μ’ έναν εκδότη.

Ν. Βαλαωρίτης, «Με πλοίο», Το Δέντρο, τχ. 31-32
(καλοκαίρι 1987, αφιέρωμα «Γραφές της περιπλάνησης»)



Πίνακας - Χριστόφορος Μπαλαπανίδης


Ν. Βρεττάκος - Το σαλπάρισμα του καραβιού 

Βραδυάζει στ’ ουρανού τα  σύνορα.
Σε  λίγο η θάλασσα θα  χαθεί
Και γω θα  μείνω κρεμασμένος στα  βουνά που  αρχίσαν
Να  πέφτουν σκοτεινά κι’ απότομα
Στο γκρίζο φόβο του  κενού.

Λίγο πιο  πριν, μια δέσμη απ’ άγριες λάμψεις
Ψήλωνε τον ορίζοντα. Λίγο πιο πριν
Γύρω μου οι βράχοι ξαφνιστήκαν κι’ αντιφέγγισαν.

Που πας , καράβι, με τη  Μαργαρίτα;
...
Μου μένει ακόμη αυτό το πρόβλημα
Του ήλιου που  γυρίζει πάνω μου
Και δε μ’ αφήνει να  πεθάνω.
Αν με ρωτούσαν, θα λεγα. Δε θέλω.
Αν μὲ ξαναρωτούσαν θα λεγα πως δε μπορώ.
Κι’ αν με ρωτούσαν πάλι, θἄσκυβα το πρόσωπο
Καὶ θἄγραφα στην άμμο με το   δάχτυλο.

Όταν πια το  καράβι θα χει αράξει,
Σεις, πουλιά, να γυρίσετε!
Πάντα κάποιος θα βρίσκεται να σας   υποδεχτεί.
Σας γνωρίζουμε μας γνωρίζετε· είμαστε μεις και σεις .
Σκεφθείτε λίγο τούτο το μυστήριο
Της αναχώρησης και της   επιστροφής!

Γλυκειά ταραχή μετά το  σαλπάρισμα!

Γυρεύω ν’ ἀναπνεύσω τον καπνό
Δείχνοντας τ’ ανοιγμένα δάχτυλα
Που λάμπουν κι’ εξομολογιούνται:

Τίποτε! Τίποτε! Τίποτε!
...

Η μέρα ξαναδίνεται. Είναι ώρα
Να ξαναβγώ περίπατο στον ουρανό.
Που ναι η χαρά σου; κρώζουν τα κοράκια.
Είναι παράξενο πολύ που με τα  δέντρα έχω την ίδια στέγη.
Ξαναπαίρνω το δρόμο. Φεύγω φεύγω
Ανεβαίνοντας στο άπειρο· ενώ ο ήλιος,
Ανεξάντλητος κι’ ίδιος πάνω απ’ όλα,
Κοντοστέκει  ευγενικά με το  ραβδί μου
και συμβαδίζει πλάι μου



Πίνακας - Νικόλας Αντωνίου 

Ιωάννης Γρυπάρης  - Στερνό ταξίδι

Σκεβρό καράβι, πως στριγγά  τριζοβολούν οι αρμοί σου,
ώρα την ώραν οι  γοφοί θα   ξεκλειδώσουν λες,
μα συ  ταξίδια μελετάς στους δρόμους της αβύσσου,
ενώ οι παλιές το σώμα σου καταδρομούν πληγές.

Στηλά τα   μάτια στ᾿ άνοιγμα του λιμανιού η  γοργόνα
κρατά, ψυχή ακατάλυτη μες στο φθαρτό κορμί,
στα πελαγοδρομίσματα και στον   αιώνιο αγώνα
τη μαθημένη νιώθοντας να τη   φτερώνει ορμή.


Ὤ! Αλήθεια! αντί αναγέλασμα της άστεργής σου μοίρας
να ρεύεις, σκέλεθρο αχαμνό, στην άκρια ενός γιαλού,
κι αν τοῦ πέλαου να σε πιει   γραφτό ο καταποτήρας,
πάρε εν επίδρομο στερνό για  κάπου πάντ᾿ αλλού.

Πίνακας - Christian Molsted
Μάνος Ελευθερίου  -  Ένα καράβι μια φορά 

«Αυτό κι αν είν’ απ’ τ’ άγραφα, τ’ απίστευτα του κόσμου
αυτό κι αν είν’ απ’ τα τρελά που δίπλα μας περνούν.
Άραγε πράγματι έγινε ή το ‘βρα μοναχός μου
για ένα καράβι μια φορά που βγήκε στη στεριά;

Δεν ήτανε ναυάγιο να πεις, μες στο σκοτάδι,
δεν έγινε ατύχημα όπως καμιά φορά.
Απλά, κάτι απίστευτο συνέβει ένα βράδυ
κι ένα καράβι σάλταρε και βγήκε απ’ τα νερά.

Και μες στους δρόμους γλίστρησε σαν δέντρο ανθισμένο
λες κι είχε ρόδες να κυλά σε δρόμους και στενά
και, βρε παιδί μου, νόμιζες πως ήτανε πατίνι
έτσι γλυκά κι ανάλαφρα και μες στα σκοτεινά.

Ήτανε βράδυ Ανάστασης μ’ αέρα μυρωμένο
από κερί κι ανθόνερο και τ’ άνθη πασχαλιάς
και όλοι ετοιμάζονταν να δουν το Σταυρωμένο
προτού ανεβεί στους ουρανούς του κόσμου ο βασιλιάς.

«Έλα Χριστέ και Κύριε», φωνάζαν οι γερόντοι
«και τι θα δουν τα μάτια μας σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Πού ακούστηκε στα χρόνια μας μέσα στην ανθρωπότη
ο καπετάνιος στη στεριά καράβι να οδηγεί!».

«Είναι μια ανακάλυψη», φώναζαν κάποιοι άλλοι.
«Ίσως να είναι μαγικό», φώναζαν οι γριές
και το σταυρό τους κάνανε κι ένιωθαν παραζάλη
που τα κλειδιά μαγκώνανε μέσα στις κλειδαριές.

Αδειάσανε οι εκκλησιές, άδειασε κι η πλατεία
κι ο κόσμος όλος έτρεχε να δει τι είχε συμβεί,
να εξηγήσει και να βρει τη μυστική αιτία
που ένα καράβι μπόρεσε τις σκάλες ν’ ανεβεί.

Τα πάνω κάτω έφερε κι έμοιαζε σαλιγκάρι
κι έτσι το καραβάκι μας περνούσε τα στενά,
σαν κρέμα οδοντόπαστας χυνότανε με χάρη
στροφές, στροφούλες έκανε φορώντας γιορτινά.

Ώσπου, επιτέλους, άρχισαν να βγαίνουν ταξιδιώτες,
κορίτσια μέσα στ’ άσπρα τους κι αγόρια μες στα μπλε,
παλιές κυρίες με φτερά και ταπεινοί νησιώτες
που ήρθαν για την Ανάσταση και να μας δουν, καλέ!

Ήρθαν από τα πέρατα της γης-την Αυστραλία,
ήρθαν κι απ’ τον Καναδά και την Αμερική
να δουν την πρώτη αγάπη τους, την πρώτη τους φιλία
και να μετρούν τα χρόνια τους σαν αριθμητική.

Μόνο οι παπάδες μείνανε μέσα στα ιερά τους
και λέγαν τα παράλογα που είχαν ακουστά.
Μα η ώρα επλησίαζε να πουν «Χριστός Ανέστη»,
γι’ αυτό και διάβαζαν αργά, σχεδόν συλλαβιστά.

Κουνούσαν το κεφάλι τους, δεν ξέραν τι συμβαίνει,
δεν θέλαν να πιστέψουνε αυτό που είπαν δυο-τρεις,
πως το καράβι της γραμμής μες στη στεριά πηγαίνει
και μες στους δρόμους άραξε και είναι ν’ απορείς.

Λίγο πριν την Ανάσταση γέμισε η εκκλησία
κι οι πασχαλιές κι οι δάφνες της μυρίσανε διπλά,
μονάχα οι ψάλτες δάσκαλοι ξέραν τη σημασία
γιατί ο κόσμος είν’ αλλιώς κι έχει πολλά σκαλιά.

Χρυσές λαμπάδες άναψαν κι έσκασαν βαρελότα
και το καράβι άρχισε να ρίχνει κανονιές.
Κόκκινα αυγά τσουγκρίζανε κι ανάψανε τα φώτα
να φωτιστούν τα πέλαγα κι οι σκοτεινές γωνιές.

Κι ήρθε και κάποιος άγιος, των ναυτικών προστάτης,
ο Άγιος Νικόλαος, γέρος θαυματουργός,
πατώντας μες στη θάλασσα σα να ‘ταν ακροβάτης
κι άναψε τα βεγγαλικά σαν πυροτεχνουργός.
Κι ο κόσμος πάει σπίτι του κρατώντας φαναράκια
κι οι ταξιδιώτες έψαχναν να βρούνε συγγενείς
και τι χαρά που νιώθανε σ’ αυτά τα μονοπάτια,
σ’ ενός φιλιού τα κάλεσμα και μιας γνωστής φωνής.

Πέρασαν χρόνια κι έτρεξαν σαν το νερό στην βρύση
κι οι κάτοικοι σιγά-σιγά φεύγανε στη σειρά,
ώσπου εκείνο το νησί έγινε ερημονήσι,
φωλιά του αγέρα, του βοριά, σε κύματα αρμυρά.

Μήτε ένας φαροφύλακας δεν το φυλάει τα βράδια,
μόνο οι μέντες κι οι ροδιές, οι δάφνες κι οι μυρτιές
πίνουν της νύχτας τη δροσιά και τα πουλιά κοπάδια
μιλούν για κάποια Ανάσταση και τις παλιές φωτιές.

Υπάρχει βέβαια το νησί, το δείχνουνε κι οι χάρτες,
μα τα καράβια προσπερνούν σα να κοιτούν θεριά.
Τρελαίνεται η πυξίδα τους, φοβούνται οι επιβάτες,
μα οι καπετάνιοι ξέρουνε και κύμα και στεριά.

Μένει να πούμε τι έγινε κείνο το καραβάκι,
μα θα με κοροϊδέψουνε αν πω τι έχει συμβεί.
Ακούστηκε πως σήκωσε την άγκυρα λιγάκι
κι ήρθανε, λέει, άγγελοι κι η Παναγιά μαζί.

Και το ‘χουν στο λιμάνι τους έτοιμο να σαλπάρει
με ναύτες θαλασσόλυκους, παλιούς θαλασσινούς,
ν’ αρχίσει δρομολόγια και πέρα απ’ το φεγγάρι
και πέρα από τα σύννεφα και τους ωκεανούς»



Πίνακας - Γιώργος Σταθόπουλος


Οδυσσέας Ελύτης - Το τρελοβάπορο

«Βαπόρι στoλισμένo βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!»
(Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, «Το τρελοβάπορο»)



Πίνακας - Γιάννης Σταύρου


ΑΝΤΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ - Στροφές στροφάλων
Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.



Πίνακας - Γιάννης Σταύρου

Νίκος Καββαδίας - Αρμίδα

Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
- που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.


Πίνακας -  Μάρεκ Ρούζικ 

Νίκος Καββαδίας -Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου 

Στο ημερολόγιο γράψαμε: « Κυκλών και καταιγίς ».
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στην Μπατάβια.

Μα δεν λυπάμαι μια σταλιάν – Εμείς οι ναυτικοί
Έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
Αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συγχώρεσέ με ... Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρήν δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε... ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα και υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' ένα μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε... τούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
Κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δεν θα τα φορέσει...

Πίνακας -  Μάρεκ Ρούζικ 



Κ. Π. Καβάφης - Τα Πλοία


Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.

H πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ’ όχι μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.

Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.

Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν• αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να αποβιβασθή• και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.

Aλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ’ όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.

Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ’ όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν – ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν – τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ’ αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα – τις ηξεύρει πού.
(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; – 1923, Ίκαρος 1993)

Πίνακας - Νίκος Λύτρας


 Ζωή Καρέλλη - Το πλοίο 

Οι εκδοχές όλες υπάρχουν,
της φαντασίας περιοχές,
απ’ όπου περνάς,
όπου πήγες κι όπου θα πας.

Τρικυμίες πολλές, τιμωρίες,
η γαλήνη αδιάφορη, πυκνή
κι οδυνηρή κάποτε.
Κι ύστερα πάλι σαν αρχή,
ξεκίνημα πάλι, απ’ την αρχή…
Ως πότε μπορεί ν’ αρχίζει
κανείς τη ζωή του;
Καθώς ξεκινά πάντοτε, την αχάραχτη αυγή,
αφήνοντας το ξένο λιμάνι,
όπου ηδονικά, ίσως έχει ξεκουραστεί.

Αφού ακόμα και την επιστροφή
έχεις φανταστεί.
Εσένα που ξέρεις τι σε περιμένει,
τι σου απομένει να κάνεις;
Πού θα πας,
πού να βρεθείς θέλεις;
Για σένα δεν υπάρχει ούτε Ιθάκη,
δεν υπάρχει επιστροφή πραγματική
για σε που γνωρίζεις,
πως η πορεία του πλοίου υπάρχει,
μονάχα η ζωή σου για να ξοδευτεί.

Τι σου ψιθυρίζει λοιπόν
η φοβερή εκείνη φωνή,
καθώς η ψυχή σου οδηγεί
την πορεία τού πλοίου;
Τι λοιπόν σου έχει πει,
μίλησε…
Δεν σου δίδαξε ακόμα
η αποτρόπαια αυτή και θαυμάσια φωνή,
πως μονάχα η σιωπή μπορεί
να χορτάσει την αστείρευτη δίψα σου
για την ιδανική πλάνη;

Πίνακας -  Θανάσης Ζαχαρίου 



Κώστας Καρυωτάκης - Τελευταίο Ταξίδι

«Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Νάμουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.
Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύη,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζης την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω !»



Κ. Βολανάκης - Τα εγκαίνια του Ισθμού της Κορίνθου

Ουώλτ Ουίτμαν  - Άσμα Για Όλες Τις Θάλασσες Και Όλα Τα Καράβια

 
Θάναι τραχιά και σύντομα τα σημερνά τα λόγια μου,
Για τα καράβια που αρμενίζουν μέσ’ τις θάλασσες, καθένα με την ίδια του σημαία, και με το σήμα,
Για τους αγνώστους ήρωες πούναι μέσ΄ τα καράβια – για τα κύματα που απλώνονται, κι απλώνονται, πιο πέρα κι απ΄ το μάτι,
Για τη νερόσκονη που σπάει και τους αγέρηδες οπού σφουράνε και φυσάν,
Και θέλω να υψωθεί μέσ΄ απ΄ τα λόγια μου, κι ένα τραγούδι για τους ναύτες όλων των εθνών,
Απότομο ως το κύμα.
Θέλω να υμνήσω τους πρώτους καπετάνιους, τους γέρους ή τους νέους, και τους δεύτερους, κι όλους τους ατρόμητους τους ναύτες,
Τους λίγους κι εκλεχτούς, τους σιωπηλούς, που η μοίρα δεν μπορεί να τους ξαφνιάσει, μήτε και να τους σκιάξει ποτέ ο θάνατος.
Προσεχτικά από σένα, μαζωμένοι, γέρικε ωκεανέ, και διαλεγμένοι,
Από σένα, θάλασσα, που διαλές και ξεδιαλές τη ράτσα μέσ’ απ΄ τους καιρούς, κι ενώνεις όλα τα έθνη.
Θρεμένοι από τα σένα, γριά παραμάνα δύστροπη, και που να σ΄ ενσαρκώνουν,
Ατίθασοι, άγριοι, σαν και σένα.
(Πάντα να βγαίνουν ήρωες σε στεριά και θάλασσα, μονάχοι, καν δυο - δυο, –
Πάντα η γενιά τους να βαστάει, δίχως ποτέ της να σωθεί – αν κι είναι σπάνιοι, μ΄ αρκετοί, το σπέρμα να φυλάξουν).

Άπλωνε, ω θάλασσα, τις χωριστές σημαίες των εθνών!
Άπλωνε, πάντα φανερά, τα χώρια σήματά τους!
Μόν’ βάστα, σε παρακαλώ, για σένα και για του ανθρώπου την ψυχή, κάποια σημαία που νάναι παραπάνου απ΄ όλες,
Σήμα νοερό, υφασμένο για όλα τα έθνη, σήμα του ανθρώπου που αίρεται πιο πάνου κι απ΄ το θάνατο,
Μνημόσυνο όλων των γενναίων καπεταναίων, των πρώτων και των δεύτερων, και των γενναίων ναυτών,
Κι όλων όσοι έχουν χαθεί, κάνοντας το καθήκον,
Που να βαστάει τη μνήμη τους και νάχει στο ύφασμά της, άτι απ΄ τους αφόβους καπεταναίους, τους νέους και τους γέρους,
Ένα παγκόσμιο λάβαρο, που πάντα μαλακά να κυματίζει, απάνω απ΄ όλους τους αντρείους τους ναύτες,
Σ΄ όλες τις θάλασσες και σ΄ όλα τα καράβια.-
[*Ποίημα από την συλλογή «Φύλλα Χλόης»,
1855 σε μετάφραση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη]

Πίνακας - Κ. Βολανάκης

Walt Whitman - Song for all seas, all ships


To-day a rude brief recitative,
Of ships sailing the seas, each with its special flag or ship-signal,
Of unnamed heroes in the ships—of waves spreading and spreading far as the eye can reach,
Of dashing spray, and the winds piping and blowing,
And out of these a chant for the sailors of all nations,
Fitful, like a surge.
Of sea-captains young or old, and the mates, and of all intrepid sailors,
Of the few, very choice, taciturn, whom fate can never surprise nor death dismay.
Pick'd sparingly without noise by thee old ocean, chosen by thee,
Thou sea that pickest and cullest the race in time, and unitest nations,
Suckled by thee, old husky nurse, embodying thee,
Indomitable, untamed as thee.
(Ever the heroes on water or on land, by ones or twos appearing,
Ever the stock preserv'd and never lost, though rare, enough for seed preserv'd.)

Flaunt out O sea your separate flags of nations!
Flaunt out visible as ever the various ship-signals!
But do you reserve especially for yourself and for the soul of man one flag above all the rest,
A spiritual woven signal for all nations, emblem of man elate above death,
Token of all brave captains and all intrepid sailors and mates,
And all that went down doing their duty,
Reminiscent of them, twined from all intrepid captains young or old,
A pennant universal, subtly waving all time, o'er all brave sailors,
All seas, all ships.
Leaves of Grass, 1855




 Robert Salmon - Ships in harbor

Γουόλτ Γουίτμαν, “Ο καπετάνιε! Καπετάνιε μου! ” (O captain! My captain!)


Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Το φοβερό μας ταξίδι έχει τελειώσει.
Το πλοίο μας άντεξε σ’ όλες τις καταιγίδες, το έπαθλο που αναζητήσαμε εκερδίθη.
Πλησιάζουμε στο λιμάνι, ακούω τις καμπάνες, τον λαό που πανηγυρίζει.
Τα μάτια καρφωμένα στ’ ασάλευτο σκαρί, στο βλοσυρό κι ατρόμητο καράβι.
Μα, ω καρδιά! Καρδιά! Καρδιά!
Ω κόκκινες του αίματος στάλες
Εκεί στη γέφυρα όπου ο Καπετάνιος μου κείτεται
πεσμένος, παγωμένος, νεκρός.
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Σήκω και τα σήμαντρα άκου πως χτυπούν.
Σήκω- για σένα η σημαία ανεμίζει- για σένα η σάλπιγγα ηχεί.
Για σένα οι ανθοδέσμες και τα πλουμιστά στεφάνια- για σένα
το πλήθος στην ακρογιαλιά.
Εσένα ζητάει αυτή η κινούμενη μάζα που πάνω σου στρέφει τα
διψασμένα της βλέμματα.
Έλα Καπετάνιε! Πατέρα αγαπημένε!
Στο μπράτσο αυτό το κεφάλι σου γύρε!
Σαν όνειρο μου φαίνεται στη γέφυρα να κείτεσαι,
πεσμένος, παγωμένος, νεκρός.
Ο Καπετάνιος μου δεν αποκρίνεται, τα χείλη ντου είναι χλωμά κι αμίλητα,
Ο πατέρας μου το μπράτσο μου δε νιώθει, δεν έχει πια θέληση μήτε σφυγμό,
Το πλοίο αγκυροβόλησε σώο και αβλαβές το ταξίδι του έχοντας εκπληρώσει.
Από ταξίδι φοβερό της νίκης το καράβι επιστρέφει με κερδισμένο το σκοπό.
Ακρογιαλιές πανηγυρίστε! Καμπάνες ηχήστε!
Όμως εγώ πένθιμο σέρνω βήμα,
Στη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου κείτεται
πεσμένος, παγωμένος, νεκρός.
(Πρόσωπα/ιδέες- Λογοτεχνία: Γουίτμαν, εκδ. Πλέθρον)

Πίνακας - Κ. Βολανάκης



Κώστας Ουράνης - Ταξίδι στα Κύθηρα

 Τ΄ωραίο καράβι, έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ΄Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,
μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και σε λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης, – του έρωτα τη θριαμβική θεά,
Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κι η χειμωνιά μας βρήκε!…
Οι φανταχτές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ’ άνθη εμαραθήκαν
και κάτου απ τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ΄αφρισμένο

με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο.



Πίνακας - Ιωάννης Αλταμούρας



Κώστας Ουράνης  - 
Τα φορτηγά καράβια

Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι
που γέρασαν και τώρα, λαβωμένα,
χωρίς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα,
σαπίζουν στ’ ακρολίμανα δεμένα.
(Τα φορτηγά καράβια που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
απ’ του Μουρμάνσκ την παγερή τη θάλασσα
ίσαμε του Αμαζόνα τα τενάγη.)
Τους ναυτικούς, τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
με υπομονή κι αγάπη για τα εγγόνια τους
είτε γι’ αυτούς μικρά φτιάχνουν καράβια.
Και δεν μπορούν πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.
Κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.


Βολανάκης Κωνσταντίνος-Το λιμάνι του Βόλου
Κώστας Ουράνης.."Ενα καράβι φεύγει"
Ἕνα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
ἀφήνει ἀγάλια τὸ λιμάνι πρὸς τὸ βράδυ.

Ἡ νηνεμία τῶν νερῶν, καθὼς τὴ σχίζει,
μ᾿ ἀντιφεγγίσματα λευκῶν πανιῶν γεμίζει.

Εἶν᾿ ἕνα ξενικὸ καράβι, στὰ πλευρά του
μὲ κόπο συλλαβίζει ὁ κόσμος τ᾿ ὄνομά του.

Ἀπὸ ποιὰ μακρινὰ ἔχει ἔρθει μέρη
καὶ τὸ ποῦ πάει κανένας δὲν τὸ ξέρει.

Οὔτ᾿ ἕνα ἄσπρο μαντήλι δὲν τὸ χαιρετάει,
τώρα ποὺ ἀπ᾿ τ᾿ ἀκρολίμανο σιγὰ περνάει.

Μόνο οἱ γυναῖκες τὸ κοιτᾶν ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
σὰ ν᾿ ἀπολησμονήθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια.

Ὡστόσο ἀφήνοντας γιὰ πάντα τὸ λιμάνι,
ἕνα τεράστιο ψυχρὸ κενὸ ἔχει κάνει.

Καὶ τώρα ποὺ στὸ πέλαγο ἀρμενίζει
κι ὁ δειλινὸς ὁ ἥλιος τὸ φωτίζει,

-λάμπουν ἀπὸ χρυσάφι τὰ κατάρτια, 
πορφύρες κυματίζουνε στὰ ξάρτια-,

οἱ ἀνθρῶποι ποὺ κοιτᾶν στὴν παραλία
νοιώθουν πιὸ ἄδεια, πιὸ στενὴ τὴν πολιτεία

καὶ πιὸ γυμνὴ ὁ καθένας τὴ ζωή του
-σὰν κάτι νὰ τοὺς ἔφυγε μαζί του...

" Καράβι και ναύτες " Γιάννης Τσαρούχης ..


Κωστής Παλαμάς  - Πατρίδες
[Σαν των Φαιάκων το καράβι…]


Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει• και είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία,

πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγ’ η απελπισία,
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία,
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι.

Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια

Ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.
Και τι ‘μαι; Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβώλο
απάνω, που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια.



Πίνακας - Νίκος Εγγονόπουλος


Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Το ευλογημένο καράβι


«Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;
Σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι;
Άνεμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό,
πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»
 
«Για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή.
Θα φέξουνε φάροι πολλοί να περάσω.
Βοριάδες, νοτιάδες θα βρω, μα θα φτάσω
με πρίμο αγεράκι, μ’ ακέριο πανί.»
 
 «Κι οι κάβοι αν σου στήσουν τη νύχτα καρτέρι;
Απάνω σου αν πέσει το κύμα θεριό
και πάρει τους ναύτες και τον τιμονιέρη;
Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;»
 
«Ψηλά στο εκκλησάκι του βράχου, που ασπρίζει,
για μένα έχουν κάμει κρυφή λειτουργία·
ορθός ο Χριστός το τιμόνι μου αγγίζει,
στην πλώρη μου στέκει η παρθένα Μαρία.»



Πίνακας -  Μάρεκ Ρούζικ 



ARTUR RIMBAUD - ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ


Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.

Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μιά και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.

Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!

Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.

Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.

Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.

Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.

Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.

Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν…

Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,

λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,

πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,

εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;

Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!

Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.

Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!
(Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας)



Πίνακας - Γιάννης Μίχας 



Χρίστος Ρουμελιωτάκης - ΚΑΡΑΒΙΑ


«Θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φεύγουνε
με τα πανιά τους
γεμάτα γαλάζια μάτια

θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φτάνουνε
με το κατάστρωμά τους
γεμάτο τροπικό ήλιο

εγώ θα σου μιλήσω
για τα καράβια που ακινήτησε ο άνεμος
δυό μίλια έξω απ΄ το λιμάνι.»



Πίνακας - Γιάννης Μίχας

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - Με τον τρόπο του Γ.Σ.


Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι* κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης*.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»·
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν* οι βαρκαρόλες*.
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
O ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Oμονοίας»
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν' ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι* όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά·
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα»* φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ' ουρανού.

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»*
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης*
καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.

Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει.

Καλοκαίρι 1936 


*σουραύλι: φλογέρα *βασιλεμένη: περασμένη *χτίκιασαν: ταλαιπώρησαν, βασάνισαν *βαρκαρόλες: τραγούδια που συνηθίζουν οι βενετσιάνοι γονδολιέρηδες *ξέμπαρκοι: ναυτικοί που δεν έχουν μπαρκάρει, άνεργοι *σωσίτριχα: φάρμακα για την τριχόπτωση *ορώμεν...νεκροίς: βλέπουμε ν' ανθίζει νεκρούς το Αιγαίο *αργάτης: βαρούλκο που ανελκύει ή ποντίζει την άγκυρα












Impression Sunrise by Claude Monet

Γ.Σεφέρης, [Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας]
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;
Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας
τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.
Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα.
(Μυθιστόρημα, Η’, Γιώργος Σεφέρης)


Πίνακας - Justyna Kopania 








Γιάννης Σκαρίμπας - Το πλοίο

(Ο Τιτανικός)

«Εκεί, προς τις γραμμές του Νότιου απείρου
περήφανο ως λικνίζονταν το πλοίο
με δυο γλαρά φουγάρα και ονείρου
φώτα χρυσά – η Κυρία μ’ ένα βιβλίο,

στο χέρι εμελαγχόλει… Τι θεία ώρα
στο βαλς που η σάλα αντήχει κι είχεν έβγει
μισή φωτιά η σελήνη!… Και τι φιόρα
οι έξωμες μηλαΐδες και τα ζεύγη,

που ωραία στροβιλίζονταν. Η μπάντα
που ανύποπτους σε μέθη αιθέρια αιώρει!
Και η Κυρία – ωωω!… – που εκράτει πάντα
εκείνο το βιβλίο… Το βαπόρι

στο πέλαο που αγάλι έκανε κ ρ ά τ ε ι …
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία
με πάντα το βιβλίο – τώρα – ω νάτη –
κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι είν’ ωραία,

μα ωχρή… Ενώ το πλοίο πλέει (ή δεν πλέει;)
τον πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα:
«Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα…», του λέει.
– Μα, βέβαια, βυθιζόμεθα Κυρία!…»
(«Ουλαλούμ», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2010)

Πίνακας - Justyna Kopania

Γιάννης Σκαρίμπας  - Το βαπόρι


Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι’ όλα να πάης
και vάv’ πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι’ ο Μάης.

Κι’ εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι’ ο Μάης κι’ οι ανέμοι
κι’ έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ’ ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι’ εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ’ την τρικυμία τούτου κόσμου.

Πίνακας - Justyna Kopania 



Γιάννης Σκαρίμπας  - Σπασμένο καράβι


Σπασμένο καράβι να 'μαι πέρα βαθειά
έτσι να 'μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι

Να 'ν' αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω-γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω

Να 'ν' η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να 'ναι
και τα βράχια κατάπληχτα και τ' αστέρια μακριά
να κοιτάνε

Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι

Έτσι να 'μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να 'μαι
σ' αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι





Πίνακας - Δημήτρης Τηνιακός


Σωτήρης Σκίπης  - Άσπρα Καράβια



Άσπρα καράβια τα όνειρά μας
για κάποιο ρόδινο γιαλό,
άσπρα καράβια τα όνειρά μας.
Θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
μυριστικό κι ευωδιαστό,
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο.

Κι από ψηλά θα μας φωτίζει
το φεγγαράκι το χλωμό
κι από ψηλά θα μας φωτίζει.
Και θ' αρμενίζουν, ω χαρά μας,
ίσα στο ρόδινο γιαλό,
άσπρα καράβια τα όνειρά μας. 


Στίχοι: Σωτήρης Σκίπης
Μουσική: Γιάννης Σπανός



Πίνακας -  Wilk Wieslaw

Κώστας Ταχτσής - Κοιτάζοντας για τελευταία φορά


Το πλοίο μας σαλπάρισε. Σιγά σιγά
θ’ αφήσουμε τώρα και το λιμάνι. Ο ήλιος
βυθισμένος στον ορίζοντα, χρυσίζει
για στερνή φορά, ποιος ξέρει, τη γη
όπου πρωτόειδαμε το φως του. Σε λίγο
η απόσταση και το σκοτάδι ίσως για πάντα
θα τη σβήσει. Φεύγουμ’ απ’ την ανόητη
κατακραυγή του κόσμου. Σ’ αυτό τον τόπο
οι άνθρωποι δεν ξέρουν να εκτιμήσουν
τους λεπτοτάτους στίχους μας. Τους θίγουν,
ισχυρίζονται, τ’ αθώα μας καμώματα,
δεν βλέπουν, δεν το νιώθουν, πως τα καμώματα
αυτά είναι των στίχων μας η αιτία.
Μακριά από την ενοχλητική μας παρουσία
ίσως τους στίχους μας καλύτερα εκτιμήσουν
ίσως μεγάλους ποιητές μάς πούνε κιόλας.
Μα προ παντός, στα ξένα εκεί – οι ξένοι
είναι πάντοτε επιεικείς στους ξένους –
πιο λεύτεροι, πιο ξένοιαστοι
στις μυστικές συνήθειες θα δοθούμε.
Τι γρήγορα που νύχτωσε. Δεν μπορεί πια κανείς,
μ’ αυτή την ψύχρα, στο κατάστρωμα να μένει.
Γη της πατρίδας, γη αγαπημένη, καληνύχτα.

[ Από το Καφενείο το Βυζάντιο κι άλλα ποιήματα]

 A Venetian pilgrim ship in an Italian port by Abraham Storck



Κωνσταντίνος Χατζόπουλος - Τα καράβια

Και τα μάτια στο θάμπωμα ανοιχτά
και τα μάτια σα σε όραμα χαμένα,
και τα μάτια στο θάμπωμα πνιχτά
τα καράβια κοιτάζουνε μακριά,
τα καράβια σαν όραμα χαμένα.

Μιάν αυγή είχαν αφήσει τη στεριά,
τα πανιά τους σαν όραμα απλωμένα,
και μπροστά τους γελούσαν τα νερά
και τριγύρο σκιρτούσανε φτερά
στα πανιά τους στον άνεμο απλωμένα.

Και ήταν όνειρο εμπρός τους το γλαυκό
και ήταν όνειρο που έφευγαν λευκό,
τα πανιά τους σαν όραμα απλωμένα,
μα στα μάκρη τα βρήκε η καταχνιά
με απλωμένα τα βρήκε τα πανιά
και με απλωμένα απόμειναν πανιά
τα καράβια σαν όραμα χαμένα –

Χαμένα στην ξένη την αυγή,
στην ασάλευτη ολόγυρα σιγή
μα ασάλευτα απλωμένα σα νεκρά
τα πανιά τους στα ολόθαμπα νερά
τα μάτια κοιτάζουνε μακρά
τα καράβια σαν όνειρα χαμένα.



Courageous Voyage. Painted by Thomas Kinkade. 


Αργύρης Χιόνης

Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις,
πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.

Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους,
μές στή βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε
τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.

Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους,
σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ,
σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ...
Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται,
ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.

Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει."



Joseph William Mollard Turner

ΜΟΥΣΙΚΗ 


Ένα γέρικο καράβι

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος

Ένα γέρικο καράβι απ’ το κύμα κόσκινο
απ’ τ’ αμπάρι του ξεθάβει ένα συρματόσκοινο
κι αρχινάει να βαράει το θεριό τη θάλασσα
που στα μαύρα της σαγόνια τη ζωή μου χάλασα

Και τα νιούτσικα καράβια βλέπουν και δακρύζουνε
κι έχουμε γερτά τα ξάρτια όταν αρμενίζουνε
Ξέρουν θα `ρθει κι η σειρά τους στα ρηχά να ρεύουνε
να ’ χουν χάσει τα φτερά τους και να τα γυρεύουνε



Με καράβια Χιώτικα


Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης

Σου πάει το φως του φεγγαριού
τις νύχτες του καλοκαιριού
απάνω σου όταν πέφτει

Σου πάει το φως και το πρωί
σαν κάνεις πρόβες τη ζωή
σε θάλασσα καθρέφτη

Στου κορμιού σου τ' ακρογιάλια
θα με φέρουν μαϊστράλια
με καράβια χιώτικα

Και θα λάμπουνε για μένα
τα φεγγάρια τα κρυμμένα
και τ' αλλιώτικα

Το στόμα σου μοσχοβολιά
από μαστίχα και φιλιά
τα μάτια σου ταξίδια

Για της αγάπης τους τρελούς
ωραίους και αμαρτωλούς
για ναυαγούς σανίδια

Στου κορμιού σου τ' ακρογιάλια
θα με φέρουν μαϊστράλια
με καράβια χιώτικα

Και θα λάμπουνε για μένα
τα φεγγάρια τα κρυμμένα
και τ' αλλιώτικα



Καράβι καραβάκι, που πας παιδικό τραγούδι, 


ΚΑΡΑΒΑΚΙ
Νησιώτικο
Καράβι, καραβάκι,(3) πού πας γυαλό- γυαλό;
Τρα λα λα...(2)
Με τα πανιά απλωμένα,(3) με τον χρυσό σταυρό;
Τρα λα λα...(2)

Πάω να φορτώσω στάρι,(3) επάνω στη Βλαχιά. 
Τρα λα λα...(2)
Να 'ρθούν οι βλαχοπούλες,(3) με τα ξανθά μαλλιά. 
Τρα λα λα...(2)


ΚΑΡΑΒΙΑ

Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος

Καράβια πού πάτε και μένα ξεχνάτε
που μόνος πηγαίνω μικρός, μοναχός

Καράβια μαζί σας στην άσπρη ψυχή σας
θα γείρω σαν άστρο προτού να χαθώ

Καράβια θα γείρω, αστέρι να γίνω
πουλί που πετάει φωνή κι ουρανός

Δικοί σας οι δρόμοι, δικοί μου οι πόνοι
που παίρνουν οι γλάροι κι ο άσπρος γιαλός






Eλένη Βιτάλη - καράβια αραγμένα 
Στίχοι και μουσική - Βιτάλη Ελένη 
Δίσκος - Επτά... και να προσέχεις

Στίχοι 

Καράβια αραγμένα 
τα όνειρα τα περασμένα κοιτάς
χαρά μου για μένα 
ο κόσμος αρχίζει αφού μ'αγαπάς
Σου είπα τόσα λόγια, ερωτικά λόγια, παρηγοριάς,
όμως ποτέ δε μού'πες ότι μ'αγαπάς.

Τα καράβια τα δικά μου θα σ'αρέσουνε
και τα μαγικά φιλιά μου θα σε δέσουνε
Τα καράβια τα δικά μου θα σ'αρέσουνε
και τα μαγικά φιλιά μου θα σε δέσουνε

Καράβια αραγμένα 
τα όνειρα τα περασμένα κοιτάς
χαρά μου να ξέρεις 
ο κόσμος τελειώνει αν δεν αγαπάς
Σου είπα τόσα λόγια, ερωτικά λόγια, παρηγοριάς
όμως ποτέ δεν είπες ότι μ'αγαπάς.

Τα καράβια τα δικά μου θα σ'αρέσουνε
και τα μαγικά φιλιά μου θα σε δέσουνε
Τα καράβια τα δικά μου θα σ'αρέσουνε
και τα μαγικά φιλιά μου θα σε δέσουνε

Καράβια αραγμένα 
τα όνειρα τα περασμένα κοιτάς




J. W. Waterhouse, Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες.




Ένα καράβι παλιό, σαπιοκάραβο

Στίχοι: Αλέξανδρος Δήμας
Μουσική: Αλέξανδρος Δήμας

Ένα καράβι παλιό, σαπιοκάραβο
με κάτι ναύτες τρελούς πειρατές
σηκώνει άγκυρα άγριο χάραμα
υπάρχουν θέσεις, αν θέλεις, κενές

Όταν βραδιάζει, που λες, στο κατάστρωμα 
χίλια φωτάκια θ' ανάβουν μικρά
στη συντροφιά μας θα έρχεται ο άνεμος
να μας σφυρίζει τραγούδια παλιά

Άντε να λύσουμε, να ξεκινήσουμε
και τους βαρέθηκα, δεν τους μπορώ
να ξενυχτίσουμε και να μεθύσουμε
να τους ξεχάσουμε όλους εδώ

Ένα καράβι παλιό, σαπιοκάραβο
λύνει τους κάβους κι ανοίγει πανιά
αφήνει πίσω στραβά και παράλογα
σηκώνει άγκυρα για μακριά

Θα ξημερώνουμε πάνω στη θάλασσα
θα βγαίνει ο ήλιος να κάνει βουτιές
ο παπαγάλος θα λέει "τους ξεφύγαμε"
κι εμείς θα ψάχνουμε γι άλλες στεριές

Άντε να λύσουμε, να ξεκινήσουμε ...

Ένα καράβι παλιό, σαπιοκάραβο
με κάτι ναύτες τρελούς πειρατές
σηκώνει άγκυρα άγριο χάραμα
υπάρχουν θέσεις, αν θέλεις, κενές

Άντε να λύσουμε, να ξεκινήσουμε...



Γιάννης Σμοΐλλης - Ναυς των ονείρων 

Μουσική: Αντώνης Μιτζέλος
Στίχοι: Ελένη Βλαχονάτσος

Ναυς των ονείρων με πανί είναι το άσπρο σου κορμί
από τους κήπους της Εδέμ το χρώμα του το γιασεμί.
και δρυ του λιβανιού σου δίνουν μύρο αποθημιάς,
λίκνο ονείρων που με πας, ποιους παραδείσους ξεπουλάς,
τύχες κυνηγάς.

Ταξίδεψε στο σώμα μου,
το νου μου παγίδεψε,
με πρόδωσε, του ονείρου μου η ναυς.

Δέστε στην πλάτη μου φτερά,
να φύγω για το πουθενά,
έχω λυγίσει μια ζωή,
να ξορκίζω την αγάπη αυτή.

Δέστε στην πλάτη μου φτερά,
το θάνατο απ' τη χαρά
έχω αγαπήσει πιο πολύ
κι είναι αιτία ένα φιλί.

Ναυς των ονείρων το κορμί θεών κατάρα και γιατρειά,
απ' την αγάπη σου γεννιέται σα βουνό η μοναξιά.
Τη Βαβυλώνα έχεις ντυθεί αμαρτωλή και καρτεράς,
λίκνο εφιάλτη που με πας, μαύρες αφίσες κυβερνάς,
τύχες κυνηγάς.

Ταξίδεψε στο σώμα μου,
το νου μου παγίδεψε,
με πρόδωσε, του ονείρου μου η ναυς.

Δέστε στην πλάτη μου φτερά,
να φύγω για το πουθενά,
έχω λυγίσει μια ζωή,
να ξορκίζω την αγάπη αυτή.

Δέστε στην πλάτη μου φτερά,
το θάνατο απ' τη χαρά
έχω αγαπήσει πιο πολύ
κι είναι αιτία ένα φιλί.

πηγές 
https://itzikas.wordpress.com/
https://annagelopoulou.blogspot.gr/
http://ebooks.edu.gr/
 https://www.translatum.gr/                                             

΄ 

2 σχόλια: