Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - 4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ " ΛΟΓΟΥ ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ "


i. ΑΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Έρχεται κάποτε η στιγμή,
που δεν έχουμε τίποτα να πούμε πια.
Κι είναι γιατί όλα μέσα μας γίναν σκιές.
Γιατί το παρελθόν μας παίρνει τη μορφή τη δική μας
και ψιθυρίζουν μέσα του λατρεμένες φωνές.
Σκιές αγαπημένες
βηματίζουν στην ύπαρξή μας.
Ακολουθία σιωπηλή.
Ο χρόνος μεγαλώνει.
Ο άνεμος βουίζει.
Πόσα θελήσαμε.
Πόσα ποθήσαμε.
Πόσα δε ζήσαμε.
Και γινόμαστε μια σκιά μαζί με τόσες άλλες,
μια φιγούρα που αγάπησε,
μια χούφτα δάκρυ.
Να λογαριάζουμε τη φθορά.
Να επιστρέφουμε τις μέρες μας τις δανεικές.
Να επιστρέφουμε τις μέρες μας όλες.
Κι ο χρόνος αμετάπειστος.
Το σούρουπο μια θλίψη.
Σκιές λατρεμένες των ονείρων μας,
αλύτρωτα πουλιά της ψυχής μας!

ii.ΧΡΥΣΑΕΤΟΙ


Γλυκιά αναταραχή στις φλέβες των ίσκιων,
ασημένια τάληρα στην παλάμη της μοίρας.
Αντρίκια η όψη των ανέμων,
οι καημοί τους βουητό των κυμάτων. 

Μια αγκαλιά κόκκινα στάχυα η ματιά του ήλιου,
αθώα τ’ άνθη στο φόρεμα της πασχαλιάς.
Τα περιστέρια, λίκνο της άνοιξης,
οι χρυσαετοί, δάκρυ τ’ ουρανού.

Αντρειεύονται οι κλέφτες των αστεριών,
κλέβουν τον άστατο χρόνο.
Ένα λευκό περιστέρι στις χούφτες του ωκεανού.
ησυχάζουν οι γέροντες του μεσονυκτίου.

Οι ομιλίες ταξιδιάρικα πουλιά,
αναρριχώνται στα βράχια οι δύτες κάποιου μακρινού χειμώνα.
Τραγουδούν τα παλικάρια της μελαχρινής νύχτας.
Κι η θάλασσα, αιώνια γερόντισσα των ονείρων.

iii.ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΠΕΦΤΕΙ

Ένα αστέρι πέφτει στις λίμνες των ματιών μας,
σκορπίζει τ’ ασήμια του σαν ταληράκια στο ντέφι πανηγυρτζήδων.
Η νύχτα χτενίζει τα μαλλιά της στους χειμάρρους των ποταμών,
πυγολαμπίδες φέγγουν τ’ άγρια φαράγγια.
Ένα σμήνος νυχτερίδες πετούν πάνω απ’ την Αχερουσία των ονείρων.
Ο χρυσός καβαλάρης της μνήμης κατεβαίνει τον ποταμό των αστεριών.
Αναρίθμητα ρολογάκια σταματημένα στα στήθη των αγαπημένων.
Πόσο γλυκά μάς φίλησαν όταν χωρίσαμε…
Αγριοπούλια περνούν τρελά μπρος απ’ τα μάτια μας.
Οι άνεμοι συνταξιδιώτες.
Αντηχούν τα κύμβαλα των δέντρων,
τα μαντολίνα των ρυακιών κατεβαίνουν τις πλαγιές.
Αναρίθμητα κεριά στις θάλασσες,
φέγγουν τα φαναράκια τους.
Αντιλαλούν τα ουράνια ωσαννά,
μια ταπεινή προσευχή το χαμόγελο της νύχτας.
Ξυπνούν οι αντάρτες των σπηλαίων,
καλπάζουν με τ’ άλογά τους στα πανηγύρια της νιότης.
Ανησυχούν τα χλωμά νυχτολούλουδα,
το ποδοβολητό του ανέμου ακούγεται στα κλαδιά.
Κάποιος ιππόκαμπος ξεμυτίζει από μια σχισμή των βράχων,
ξεκινά για τα μονοπάτια του ήλιου.
Ανύποπτοι χρόνοι πλαγιασμένοι στη μνήμη,
γλυκά τα μεράκια της ζωής.
Αλαλάζουν τα πλήθη για τους θριάμβους των μονομάχων τ’ ουρανού,
ιαχές αγγελικές στεφανώνουν τους πρωταίτιους της αυγής.
Ευαγγελίζονται νέες προφητείες τα εξαπτέρυγα στα καράβια του Θεού,
ο κόσμος μελένιος σαν ρόδι.
Ένα αλαβάστρινο άγαλμα κάποιου πολεμιστή στον ορίζοντα,
χαμογελούν τα μάτια του για τις νίκες των ονείρων του.

iv.ΑΙΝΙΓΜΑ

Ένα σμήνος πουλιά περνούν μπρος απ’ το παραθύρι μας,
τα χρόνια μας μετέωρα,
το αίνιγμα της ζωής μας αξεδιάλυτο.
Τα χελιδόνια δεν ξανάρχονται στην γκρεμισμένη τους φωλιά,
οι καταιγίδες των άστρων λαβώνουν τον ουρανό μας.
Και πλάθουμε με τον άνεμο τη μορφή μας
και σχηματίζουμε με τα δάκρυα τον Θεό.
Βυθισμένοι σε μια μοίρα που μας προκαλεί,
υποψιασμένοι για τον βοριά,
η όψη μας από άγρια μέντα και καιρό ενάντιο.
Τα λουλούδια μας ανθίσανε μέσα στο καταχείμωνο,
το ψωμί μας σώθηκε προτού καλά καλά ξεκινήσουμε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου