Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

ΑΡΣΙΝΟΗ ΒΗΤΑ ''Συγχώρησις''


  Aσθμαίνουσα ανέβαινεν την χωμάτινην φυσικήν κλίμακα. Εις την δεξιάν χείραν εκράτει αγιοκέρι εις την ευώνυμον ένα δισάκιον έχουσα εντός του δυο κόκκινα ωά ,λαμπριάτικα κουλούρια, ένα κομμάτι άρτου δια την λιγούραν κι έναν μικρόν σουγιά. Ο μαύρος κεφαλόδεσμος άφηνεν ελευθέρους τους κατάλευκους βοστρύχους. Το πρόσωπόν της ήτο σκαμμένον από τας ρυτίδας οίτινες κατέβαιναν εις διαφόρους σχηματισμούς ως οι χαράδρες του όρους. Εις την κορυφήν ευρίσκετο μικρόν εξωκλήσιον που έφερε το όνομα του αγίου Γεωργίου. Χήρα προ πολλών ετών η Γιώργαινα είχε τάμα εις εκάστην εορτήν του αι-Γιωργιού να πηγαίνει εις τον ταπεινόν να’ί’σκον να ανάβει τας κανδήλας.
Μόνη ήτο εις την ζωήν. Ο υιός της είχεν εγκαταλείψει την πατρώαν οικίαν όταν ενυμφεύθη τη Μαργαρώ από τον έτερο μαχαλά που ήτο φημισμένη δια την καπατσοσύνη και την πονηρίαν της.Όχι ότι η Γιώργαινα ήτο καλυτέρα . Γλωσσοκοπάνα και εριστική έχουσα το δικαίωμα που έλαβε αφ΄εαυτού να κρίνει καθέναν μα ουχί την διάθεσην να κρίνεται. Η Μαργαρώ πάλι δεν εσήκωνεν μυία εις το σπαθί της. Όταν εγένετο ο γάμος κάθησε εις το σπίτι της πενθεράς της μετρώντας τας ημέρας δια να εύρει την κατάλληλην ευκαιρίαν να αποδείξει εις τον άνδρα της ότι το ''όχι όπως ήξευρες μα όπως βρήκες'' που της είπε η Γιώργαινα όταν ως νύφη δρασκέλισε τη θύρα του νέου της σπιτιού δεν θα είχε εις αυτήν καμμίαν επίδρασιν. Ο άνδρας της ήτο τόσο άβουλος κι ευκολόπιστος -άλλωστε ήταν κι ο μόνος λόγος που τον υπανδρεύθη- που σε μίαν της κίνησιν θα την ακολουθούσε εις τα πέρατα του κόσμου. Είχεν όμορφον πρόσωπο η Μαργαρώ. Αμέ την ήθελεν για γυναίκα κι ο τσαγγάρης του χωριού με τον μεγάλον μύστακα και το γεμάτο πουγκί εκ λυρών Αγγλίας. Μα ήτο εισέτι μεγαλούτσικος και χωλός. Περπατούσε με μιαν μικρήν βακτηρίαν κι εκοίταζε την Μαργαρώ ως λιμασμένος κύων. Κι η Μαργαρώ αποφάσισε να κάμνει την καρδίαν της πέτραν και να νυμφευθεί το Λιά της Γιώργαινας που ήτο πτωχός μα δουλευτής. Εκάμανε συμφωνίαν με τον Λιά να μείνουνε εις την οικίαν της Γιώργαινας έως ότου δυνηθούν να κάμουν ένα κομπόδεμα να κτίσουν εις την άκρη του μικρού κτήματος μιαν οικίαν. Μα ο κακόμοιρος Λιάς εσχεδίαζεν χωρίς τον ξενοδόχον εις την προκειμένην περίπτωσιν τη συμβία του ήτις έγνωσκε τας ιδιορρυθμίας και το ευέξαπτον και ιδιόρρυθμον του χαρακτήρα της μέλλουσας πενθεράς της και ενώ συνεκατάνευσε εις την επιθυμίαν του Λιά να μην αφήσουσι την γραίαν μητέρα του μόνη είχεν αποφασίσει την επιστροφήν της στο σπίτι της μητρός της. Αλησμόνητα θα μείνουν τα νεύματα και οι ματιές νύφης και πενθεράς κατά την ώρα του γλεντιού μετά την γαμηλίαν τελετήν. Όλον το χωρίον έγνωσκε το ποιον πενθεράς και νύφης κι εστοιχημάτιζεν τας ημέρας παραμονής των δυο γυναικών κάτω από την ιδίαν στέγην. Η αφορμή εδόθη συντόμως.

Η Γιώργαινα επαίρετο δια την ικανότητά της εις την αρτοποιίαν. Μα η δεινότης της ήτο στο άναμμα του πλινθόκτιστου φούρνου. H Μαργαρώ επέμενεν εις την ταχυτέραν εισαγωγήν των άρτων ίνα ψηθώσιν ενωρίτερον.Εδόθη ένας καυγάς ομηρικός.

Αι φωναί τους ακούστηκαν πέραν ως πέραν κι από το εγγύς καφενείον προσέδραμεν ο παπάς που απολάμβανεν τον καφέ του εκείνην την ώραν κι ο καφετζής παντοπώλης του χωρίου. Με δυσκολίαν περισσήν κατάφεραν να τις χωρίσουν. Κι έπειτα η Μαργαρώ εφόρτωσεν σε έναν ημίονον τα προικιά της κάτι σενδόνια από πυρκάλι δυο τρια υφαντά κι έναν τέτζεριν και έφυγεν από την οικίαν.

Εντός ολίγου η Γιώργαινα αφίκετο εις τον να'ί'σκον. Μεθυστικόν το άρωμα εκ των ανθών του έαρος. Ειδικώς οι μυριάδες αιμάσσοντες παπαρούνες που εστόλιζαν τον αυλόγυρον του να'ί'σκου. Η θύρα του Αγιώργη άφησε έναν οξύν τριγμόν στο άνοιγμά της. Η Γιώργαινα σταυροκοπήθηκε και ανάψε την κανδήλαν του αγίου. Τοιαύτην στιγμήν εάν τις την θωρούσε θα αποφαινόταν την απόλυτον ευσέβειάν της. Απορροφημένη καθώς ήτο δεν αντελήφθη την παρουσία κι ετέρου ανθρώπου εις τον να'ί'σκον. Εξ απήνης εθεάθη η Μαργαρώ γονυπετής έμπροσθεν του ιερού.Αναδεύθηκαν τα εσωθικά της γραίας μόλις την αντελήφθη. Η φωνή της που δεν πέρασε το κιτρινωπό έρκος των οδόντων της ακούστηκε ως συριγμός: ''Πήγαινε οπίσω μου σατανά'' και φουριόζα αναζήτησε την έξοδον. Ο αήρ όστις εκτύπησεν το πρόσωπόν της την συνέφερε. Η οργή της ωσάν να καταλάγιασε δι΄ολίγον. Σταυροκοπήθηκε και με παράξενον ορμήν δια την ηλικίαν της έδραμε εις την πλησιεστέραν πηγήν δια δροσισμόν των ερυθρών παρειών της.
Η Μαργαρώ ετελείωσεν την παράκλησίν της κι εσηκώθη. Είδε την κανδήλαν του αγίου λάμπουσαν κι αναπτερώθη το ηθικόν της. Εθεώρησεν πως η προσευχή της εισακούσθηκε. Χαρούμενη εβγήκε από τον να'ί'σκον και τότε είδεν την πενθερά της που κατήρχετο θέουσα τον λόφον. Έγινε πελιδνή εις την σκέψιν ότι η γραία έμαθεν το μυστικόν της. Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, εφυγάδευσεν όλον το ρίγος της ανησυχίας της φέρουσα ελπίδα και θάλπος. Και τότε η τάλαινα ψυχή της αναπτερώθη κι η συγχώρησις ηκούσθη σαν ένας μικρός κώδωνας να ηχεί γλυκά και ταπεινά, να διασχίζει την πυκνήν βλάστησιν και να δονεί την αύραν στέλλοντας στην δυστυχήν γραίαν το μήνυμα της.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου