Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ - 5 Ποιήματα από την συλλογή " Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος "

Οι πίνακες είναι του Wolfgang Lettl


Στοές

Κάποτε τα μικρά, τα τόσο ασήμαντα
όπως μια τοσοδά λεπτή κλωστή μπορεί να είναι
ο μίτος που σε φέρνει στη ζωή μες απ΄την άβυσσο
βήμα το βήμα προς το φως, έξω στον κόσμο.
Μα αν σου δοθεί η χάρη ξαφνικά και τόσο ανέλπιστα
βιάση δε θέλει στη χαρά σου τη μεγάλη.
Εύκολα μπλέκει το κουβάρι με μια κίνηση
εύκολα σπάει η κλωστή και τότε μόνος
κι ανήμπορος θα τριγυρνάς δίχως ελπίδα πια
χρόνια και χρόνια στις στοές που σε γνωρίζουν.



Είπε η φωνή...

(Όνειρο με τα μάτια ολάνοιχτα)
“Ταξίδεψε ξανά στις Μέσα Κάμαρες”, μελωδούσε γλυκά
ήλιος χρυσός κρεμασμένος στα σύννεφα.
Στις κόκκινες στέγες, πουλιά πετάριζαν τα βλέφαρα
στο μισοΰπνι τους.
Ωχρή βροχή ζωγράφιζε τα πρόσωπα με χίλια
φύλλα φθινοπωρινά.

Στάλαζε γύρω μου ζεστή κι ως ξεχυνότανε
ποτάμι βουερό στη γης, πήρα και ήπια
νίφτηκα και ευθύς τα μάτια άνοιξαν να δω
για να θαυμάσω απ`την αρχή τον κόσμο
τον απέραντο.
“Γράψε ό,τι δεις-είπε η φωνή- μη λησμονήσεις
ότι παρήλθε ο καιρός της πρώτης θλίψης σου.
Νερό δεν είναι, μα το δάκρυ το βαρύτιμο
ανέγγιχτος να βγεις ξανά μπροστά στον ήλιο.
Αν η καρδιά σπλαχνίστηκε βαθιά, αν ίσως πόνεσε,
αν έχει μάθει ν`αγαπά, ας τραγουδήσει”.
Ανίδεος παντοτινά με το`να χέρι μου
χάραξα τις γραμμές τις πρώτες μου στο χώμα
πριν να μπορέσω με το στόμα
να συλλαβίσω του χρησμού τα λόγια τα ανερμήνευτα.




 Επιστροφή

Σπατάλησα το έχει μου μακριά στην ξενιτιά
είκοσι χρόνους δούλεψα σ`άλλα χωράφια.
Τα πατρικά τα πήραν αξιότεροι κι εγώ
χοίρους βοσκούσα για το ξεροκόμματο.
Ίσως γιατί το ήξερα πως στην επιστροφή,
στους πρώτους λόφους πλησιάζοντας στο σπίτι,
θα`βλεπα τη γνωστή φιγούρα του πατέρα μου
να καρτερά ακουμπώντας στο ραβδί του
να ξεφωνίζει, να χοροπηδά,
τους υπηρέτες του να κράζει να προφτάσουν
αρχοντικό να στρώσουνε το δείπνο μου
και πως μονάχος του θα έπεφτε μπροστά μου
για να μου πλύνει με τα δάκρυα τα πόδια μου
λες κι ήταν απ`τους δυο, αυτός ο φταίχτης.
Είκοσι χρόνους δούλεψα μακριά.
Τώρα το βλέπω που τα νιάτα μου σπατάλησα.
Κυλήσανε νερό στις χούφτες μου και τα`χασα
και πιο φτωχός κι απ`τους φτωχούς γυρίζω πίσω.
Αν ήμουν Οδυσσέας, θα`λεγα χαλάλι τους
είχα πολλά να δω, πολλά να μάθω
σε τόσες θάλασσες παλεύοντας με τον Θεό
με τόσα τέρατα φρικτά που με στοιχειώναν.
Όμως δεν ήμουν και το ήξερα καλά
πως στη δική μου Τροία, δίχως σκέψη,
ρίχνουνε πάντα στη φωτιά τα ξύλινα άλογα
και ασφαλείς χασκογελούν από τα τείχη.




Προφητικό

“Οδόν απωλείας πορευθήσονται οι πεπλανημένοι
ότι πολύ εμίσησαν τους κατοικούντας την γην.
Ιδού, ως λύκοι, υιοί του Κάιν εσυνάχθησαν
και λόγος αληθείας ουκ ευρέθη
επι τα στόματα αυτών εις τον αιώνα”.

Μην τις ακούς τις προφητείες τις δυσοίωνες
τα λόγια της πικρής Κασσάνδρας που επιμένει
πως θα`ρθει φτώχεια μεγαλύτερη, πως τα παιδιά
θα φύγουνε ξυπόλυτα στα ξένα,
μ`ένα σακίδιο μοναχά πάνω στους ώμους τους,
πως θα ζητούν ψωμί οι μανάδες στα σκουπίδια,
πως τα κοπάδια των φτωχών μ`άγρια κραυγή,
με μάτια κόκκινα από τα δακρυγόνα και τη θλίψη,
θα συνωστίζονται μες στις πλατείες της πρωτεύουσας
και πως θα πέφτουνε στα γόνατα όλη νύχτα,
ξεμαλλιασμένες οι γριούλες στα εικονίσματα,
μήπως και φύγει το κακό να λυτρωθούμε.
Μην τους ακούς τους ειδικούς, δεν ξέρουν τίποτα.
Γιατί χειρότερα θα`ρθουν, μήπως κι αλλάξει
η άγρια φύση μας και μάθουμε τι πάει να πει
-έστω κι αργά, μετά από δυο χιλιάδες τόσα χρόνια-
“αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν”
και πως ανάσταση δεν έχει πριν πεθάνεις...




Μες στη σιωπή

Με ψίθυρους αχνούς, στο φως στο έρεβος
αθόρυβα περπάτησα στον κόσμο
μακριά απ`τις κραυγές που με πληγώνανε
μα τώρα δες, μες στη σιωπή πόσο μερώνω
σαν παίζει μουσική γλυκιά και νιώθω έτοιμος
να βγω στα γνώριμά μου μονοπάτια
σαν το παιδί που αλητεύει και ξεχάστηκε
ολημερίς στο γέλιο, στο παιχνίδι.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου