Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

1η Δεκεμβρίου - Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS

Η 1η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS το 1988, με απόφαση της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και στη συνέχεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.



Το AIDS είναι μία από τις φονικότερες επιδημίες στην παγκόσμια ιστορία. Από το 1981 που παρατηρήθηκε κλινικά στις ΗΠΑ, γύρω στα 39.000.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ 78.000.000 είναι φορείς του ιού HIV. Η σεξουαλική επαφή αποτελεί τον κύριο τρόπο μετάδοσης του HIV.

Αισιόδοξα μηνύματα για την τιθάσευση του ιού εκπέμπει η UNAIDS, η υπηρεσία του ΟΗΕ για την καταπολέμηση του AIDS, που τονίζει ότι «το τέλος της επιδημίας του AIDS δεν είναι πλέον απλώς ένα όραμα, μπορεί να γίνει πραγματικότητα έως το 2030». Το σημαντικό είναι ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στα αντιρετροϊκά φάρμακα που αποτρέπουν την εκδήλωση της ασθένειας, επισημαίνει η υπηρεσία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNAIDS, 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν από AIDS το 2013, αριθμός που παρουσιάζει μικρή πτώση για όγδοη συνεχόμενη χρονιά. Τα νέα κρούσματα, επίσης, παρουσιάζουν μείωση για μία ακόμη χρονιά (2,1 εκατομμύρια το 2013), όπως και στα παιδιά (240.000 το 2013).

Τα ελληνικά στατιστικά

Στην Ελλάδα, μετά τη μεγάλη επιδημία στους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών (ΧΕΝ) την περίοδο 2011-2013, παρατηρείται μείωση των περιστατικών HIV λοίμωξης το πρώτο δεκάμηνο του 2014, τόσο συνολικά, όσο και ειδικά στην ομάδα των XEN. Οι περισσότερες μεταδόσεις του ιού αποδίδονται και πάλι στη σεξουαλική επαφή, κυρίως σε αυτή μεταξύ ανδρών, αναφέρει το iefimerida.

Τα περιστατικά HIV λοίμωξης, που έχουν δηλωθεί στο Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), παρουσιάζουν πτωτική τάση το πρώτο δεκάμηνο του 2014, συγκριτικά με τις αντίστοιχες περιόδους την τριετία 2011-2013. Πιο συγκεκριμένα, τους πρώτους 10 μήνες του 2013 είχαν καταγραφεί 7,2 περιστατικά HIV λοίμωξης ανά 100.000 πληθυσμού, ενώ την αντίστοιχη περίοδο του 2014 ο ρυθμός δήλωσης έχει πέσει στο 5,9. Σε απόλυτους αριθμούς, μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου του 2014, δηλώθηκαν στο ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ. 654 HIV λοιμώξεις, εκ των οποίων οι 563 (86,1%) αφορούσαν σε άνδρες και οι 91 (13,9%) σε γυναίκες.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ, μέχρι και την 31η Οκτωβρίου 2014 είχαν καταγραφεί 14.288 περιστατικά HIV λοίμωξης (82,3% άνδρες). Από το σύνολο των ατόμων αυτών, 3.638 εμφάνισαν AIDS και περίπου 6.850 βρίσκονται υπό αντιρετροϊκή θεραπεία. Ο συνολικός αριθμός των θανάτων ανέρχεται στους 2.471.


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ AIDS 


ΠΟΙΗΣΗ 

Paolo Ruffilli, Ιταλία (γεννήθηκε στο Ριέτι το 1949 και ζει στο Τρεβίζο απ’ το 1972). Απ’ τη Συλλογή «Η χαρά και το πένθος. Πόνος και Θάνατος για το Aids» (απόσπασμα)

Στην κόρη μου και σε όλα τα παιδιά του κόσμου

«Η αλήθεια είναι ότι
γέννηση ή θάνατος
δεν υπάρχει, κατά βάθος»,
μου είπε η κόρη μου
κλαίγοντας
«κανένας σεβασμός
για την αξία της ζωής
στον κόσμο»
Εάν γιατρευτώ / και περπατήσω ξανά ,/ εάν σταθώ όρθιος / εάν μπορέσω να βγω έξω / μόνος μου / και να πάω πάλι / όπου μ’ αρέσει / και όπου θέλω ,/ θα μου αρκούσε / μια μικρή βόλτα / μέχρι το περίπτερο / ακόμη και με το χιόνι / και με κίνδυνο να πέσω / και μια ωραία ιδέα / θα ήταν η περιπέτεια / ενός γεμάτου ταξιδιού / πολύ μακριά ,/ η Οδύσσεια μιας ημέρας / στο κυνήγι των απρόβλεπτων στάσεων / και συναντήσεων ,/ ανακαλύψεων και λοξοδρομήσεων. / Θα ήθελα να σταματήσω να πιω / μονάχα για την ευχαρίστηση / και για τη μυρωδιά / ένα φλυτζάνι καφέ και / να μείνω μέσα / μονάχα για να μυρίσω / τον καπνό των τσιγάρων. / Να μπω να μιλήσω / με τον μανάβη, / κοιτώντας το χρώμα / μέσα στα καφάσια τους / από κάθε φρούτο και λαχανικό / γεμίζοντας τα χέρια μου / με αυτά τα υπέροχα σχήματα. / Θα χάσω χρόνο / στον δρόμο / στα ίχνη του γάτου μου / ρουφώντας τον ψυχρό και καθαρό αέρα / και πίνοντας γουλιά γουλιά / για πολύ ακόμα / τη γεύση της ομίχλης. / Εάν γίνω καλά… / Θα ξαναπεράσω μέσα από το ήδη γινωμένο / και το ήδη ιδωμένο / το άπειρο / που γνώρισα.

Όμως τώρα όλα / έχουν χαθεί, έχουν τελειώσει / και γλιστρήσει πάνω στην κατηφόρα / του ξοδεμένου χρόνου / που χάθηκε και σκορπίστηκε / μέσα στη ρωγμή / χωρίς επιστροφή / μετά το αντίο…

μετάφραση, Γιάννης Παππάς    Από http://idrymapoiisis.blogspot.gr/



ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 

 MΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ - ΓΕΥΣΗ ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟΥ

Η Φαίδρα κι ο Οδυσσέας είναι δυο νέοι στα δεκαοχτώ τους χρόνια. Εκείνη σπουδάζει θεατρολόγος, αυτός μαθηματικά και μουσική. Η Φαίδρα κι ο Οδυσσέας θα ερωτευτούν ο ένας τον άλλον. Ο έρωτάς τους όμως δε θα είναι μια ανέφελη περίοδος της ζωής τους, αλλά η τραγική στιγμή δύο νέων ανθρώπων που βρίσκονται αντιμέτωποι με την αδυσώπητη παρουσία του AIDS.
Η Φαίδρα και ο Οδυσσέας είναι δύο νέοι - κι οι δυο εκεί κάπου στα δεκαοχτώ τους χρόνια. Φοιτητές. Εκείνη σπουδάζει θεατρολόγος, αυτός μαθηματικά και μουσική. Η Φαίδρα είναι ένας τύπος μοναχικός. Έχει όνειρα που συχνά αναρωτιέται αν θα μπορέσει να τα πραγματοποιήσει. Ο Οδυσσέας είναι περισσότερο δυναμικός. Αλλά ένας ερωτικός δεσμός που τον τραυμάτισε, τον κάνει να είναι κάπως δισταχτικός στις σχέσεις του με τους άλλους. Η Φαίδρα κι ο Οδυσσέας θα γνωριστούνε, καθώς κι οι δύο αποφασίζουν να μάθουν τουμπερλέκι. Θα ερωτευτεί ο ένας τον άλλο. Μια νέα σελίδα, λένε, πως ανοίγεται στη ζωή τους. Όμως δεν ξέρουν, δεν μπορεί να ξέρουν ότι αυτή η νέα σελίδα είναι προορισμένη να μην περιγράψει τον ανέφελο έρωτα δυο νέων ανθρώπων, αλλά την τραγική ιστορία δυο θυμάτων του έιτζ. Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, που καταγράφει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις δυο νέων και των δικών τους, καθώς αντιμετωπίζουν τη φοβερή ασθένεια του τέλους ενός αιώνα. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)http://www.politeianet.gr/

Αποσπάσματα 

❤ Όμως άλλο να γνωρίζεις την αρρώστια από έρευνες και άρθρα εφημερίδων, άλλο ακόμα κι αν τη συναντάς στα σπίτια των γειτόνων σου κι άλλο – ναι, πρέπει να το παραδεχτώ πως άλλο είναι όταν ο κίνδυνος μπαίνει μέσα στο δικό σου σπιτικό.
Σελίδα 13

❤ Η τύχη βοηθά τους τολμηρούς. Αυτό καλά θα κάνεις να μην το ξεχνάς. Κι ακόμα βοηθά τους αισιόδοξους, αυτούς που βλέπουν με κέφι τη ζωή, με οράματα.
Σελίδα 28

❤ Θα έχουμε να της δώσουμε μια συμβουλή. Κάτι περισσότερο: θα την κρατήσουμε στην αγκαλιά μας και θα το νιώσει πως δεν είναι μόνη, πως, ό,τι κι αν πρέπει να γίνει, θα γίνει κάτω από τη δικιά μας σκέπη και φροντίδα.
Σελίδα 73

❤ Σημασία έχει αν αυτό που θες το πιστεύεις κιόλας.
Σελίδα 81

❤ Η Φαίδρα βηματίζει μέσα στην κάμαρά της. Θέλει να κλάψει, μα δεν κλαίει. Θέλει να φωνάξει, μα δε φωνάζει. Θέλει να βρίσει, μα δε βρίζει. Θέλει να κουρνιάσει μέσα στη ζεστασιά του κρεβατιού της, αλλά περιφέρεται μέσα στο σκοτάδι του δωματίου της.
Κατάλαβε! Πονά! Τον μισεί. Τον αγαπά. Θύμωσε.
Φοβάται.
Δεν καταλαβαίνει.
Γιατί;
Σελίδα 188

❤ Πόσο μακρινό παρελθόν μπορεί ξαφνικά να γίνουν δυο μήνες! Πόσο; Μα τόσο όσο πολύ διαρκούνε!
Σελίδα 226

❤ Η αίσθηση του χρόνου μικραίνει όταν σκέφτεσαι πωε όλα από μέλλον γίνονται, κάποια στιγμή, παρελθόν.
Σελίδα 255

❤ Έτσι είναι η ζωή. Τη λένε σκληρή. Ίσως να ‘ ναι. Αλλά από φύση της να πηγαίνει συνέχεια μπροστά.
«Καληνύχτα αγάπη μου» - αλλά δε γίνεται να μη στείλω την ίδια αυτή ευχή και κάπου αλλού.
Όνειρα γλυκά, παιδιά όλου του κόσμου! Αχ, οι μανούλες σας…
Σελίδα 259 Από http://kyklaminovounou8.blogspot.gr/





ΔΙΗΓΗΜΑ 

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΦΥΡΙΔΗΣ - ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

  Τι να τον ήθελε ο διευθυντής του κέντρου αιμοδοσίας; Πριν δυο μέρες είχε δώσει αίμα για το συνάδελφο που έπεσε μέσα στο δικαστήριο κάτωχρος. Είχε λιποθυμήσει καθώς μιλούσε, υπεράσπιζε τον πελάτη του. Η γαστρορραγία ήταν οξεία, αν και ο Μάριος θυμόταν πάντα το συνάδελφο να καταπίνει χάπια για το στομάχι. Τρέξανε αρκετοί δικηγόροι, φίλοι οι περισσότεροι, να δώσουν αίμα, αλλά μόνο τον Μάριο ζήτησε ο γιατρός, ο διευθυντής του κέντρου αιμοδοσίας, να δει προσωπικά το συντομότερο. Και θα πήγαινε αμέσως μόλις του τηλεφώνησε η προϊσταμένη στο γραφείο του με κείνη τη γεμάτη ευγένεια φωνή της, την παγερή όμως εκείνη ευγένεια που προαναγγέλλει κάτι σαν συμφορά. Σίγουρα θα πήγαινε αμέσως, αν τη μέρα εκείνη, το πρωί, δεν είχε μια σοβαρή υπόθεση που εκδικαζόταν. «Δεν πειράζει, πάω αύριο», σκέφτηκε, αλλά δεν μπόρεσε ν’ απαλλαγεί από την έγνοια, ούτε ακόμα και την ώρα που αγόρευε στο δικαστήριο. Έτσι, την επομένη έφτασε στο νοσοκομείο με κάποια ανησυχία και κάπως νωρίς, αφού ο διευθυντής ήταν ακόμη απασχολημένος με τις τρέχουσες υποθέσεις της αιμοδοσίας, έβαζε υπογραφές σε έγγραφα και έδινε εντολές σε υφισταμένους. Σαν χτύπησε την πόρτα κι είπε τ’ όνομά του, ο γιατρός βιάστηκε να τους διώξει όλους κι αφού έμειναν μόνοι στο γραφείο,
- Καθίστε, του είπε.
Κάθισε ο Μάριος, βουβός, σαν να μην ήθελε να ρωτήσει ποιος ήταν ο λόγος που τον φώναξε. Ο διευθυντής φαινόταν κι αυτός σε αμηχανία, έψαξε για κάτι χαρτιά στο συρτάρι του, ύστερα όμως, σαν να το πήρε απόφαση,
- Ξέρετε, άρχισε, το αίμα σας παρουσίασε κάποια ανωμαλία.
- Τι ανωμαλία; ψέλλισε ο Μάριος κι ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν, καθώς το πρώτο που σκέφτηκε ήταν μία λευχαιμία.
- Βρήκαμε κάτι ύποπτα αντισώματα.
- Τι αντισώματα;
Ο γιατρός προσπάθησε να τον καθησυχάσει, δεν ήταν τίποτα το σίγουρο ακόμα —αυτό το τόνιζε συνέχεια— χρειαζόταν να ξαναεξετάσουν το αίμα του, γι’ αυτό ζήτησε να τον δει προσωπικά, κι ύστερα, αν και εφόσον επιβεβαιωνόταν η πρώτη εξέταση...
- Απαιτώ να μάθω τι είδους αντισώματα, κύριε διευθυντά, τον έκοψε ο Μάριος.
Αντί γι’ απάντηση, ο γιατρός έβγαλε απ’ το συρτάρι του την εξέταση του αίματος και του την έδωσε. Ένα χαρτάκι ήταν, που έγραφε: «Θετικό για AIDS».

Η αναιμική ελπίδα πως κάποιο λάθος μπορούσε να είχε γίνει, να είχαν μπερδευτεί τα αίματα —τόσα συμβαίνουν— εξανεμίστηκε την άλλη μέρα.
- Να επισκεφτείτε κάποιον ειδικό, του συνέστησε ο διευθυντής.
- Δηλαδή, έχω τη νόσο; τραύλισε ο Μάριος.
- Όχι, είστε όμως φορέας.
- Και τι μου συνιστάτε;
- Μα σας είπα, υπάρχουν και ανάλογα κέντρα, να σας γράψω τη διεύθυνση.
Ευγενικά τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα και βιάστηκε να την κλείσει. Ο Μάριος, ολομόναχος στο γεμάτο κόσμο διάδρομο του νοσοκομείου, ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Αυτός, ο θαρραλέος, θρασύς όταν χρειαζόταν, κυρίαρχος των δικαστηρίων, φαινόταν κουρέλι. Για πρώτη φορά κατάλαβε την απόγνωση του κατηγορούμενου που του απαγγέλθηκε ποινή θανάτου.

Κλείστηκε στο γραφείο του κι άναβε το ένα τσιγάρο με τη γόπα του προηγούμενου. Συρμός οι σκέψεις, τα ερωτήματα. Από πού κόλλησε; Πότε; Από τη γυναίκα του; Αποκλειόταν. Δεν είχε καμιά υποψία. Βέβαια, όταν πριν από δέκα χρόνια ανακάλυψε το δεσμό του με τη Μαρία, την ασκούμενη που είχε προσλάβει στο γραφείο, τον εγκατέλειψε. Τότε κάτι καλοθελητές τού ψιθύρισαν για έναν κρεμανταλά μπασκετμπολίστα, έναν σιχαμένο, που τη διπλάρωσε. Ύστερα όμως, όταν μετά από νηφάλια σκέψη, όπως συμφώνησαν, γύρισε στο σπίτι, μιας κι ήταν τα παιδιά στη μέση, τότε μικρά ακόμα, η κόρη κι ο γιος τους στο Δημοτικό, από τότε ήταν σίγουρος, δεν του είχε δώσει αφορμή. Αλλά κι ο ίδιος, μήπως τάχα είχε διακόψει με τη Μαρία; Έφυγε, βέβαια, εκείνη απ’ το γραφείο — «να τη διώξεις», ήταν μέσα στη συμφωνία της οικογενειακής επανασύνδεσης— κι άνοιξε δικό της. Ήταν ελεύθερη κοπέλα, δεν την ενδιέφεραν παντρειές και τέτοια, αφοσιώθηκε στην επιστήμη, τη δουλειά της και σε κείνον. Βλέπονταν σχεδόν καθημερινά στα δικαστήρια, πολλές φορές ήταν αντίδικοι, μια κρυφή συνενοχή έλαμπε στα μάτια τους, από αυτή την περίεργη αγάπη, το χρόνια βόλεμα. Όποτε ο Μάριος μπορούσε, πήγαινε κρυφά στο διαμέρισμά της, πάντοτε ευκαιριακά, γιατί δεν ήθελαν προγράμματα και δεσμεύσεις. Πάντως ήταν σίγουρος πως υπήρξε ο μοναδικός άντρας στη ζωή της, ποτέ δεν άκουσε, δεν του είπε για άλλο δεσμό, τη γέμιζε, έλεγε, ο δικός τους. Το πάθος της ήταν τα ταξίδια, πήγαινε εκδρομές προγραμματισμένες, είχε γυρίσει σχεδόν τον κόσμο όλο, κι όλο του έλεγε: «Αν κάποτε τ’ αποφασίσεις, έλα μια φορά μαζί μου, σου κάνω όλα τα έξοδα, εγώ δεν έχω παιδιά κι υποχρεώσεις». Άλλες σχέσεις δεν είχε, δεν ήταν αυτός περιθωριακός, άτομο της ομάδας «υψηλού κινδύνου», εκτός από μια περιπέτεια πριν από ένα, ενάμιση χρόνο, ούτε που θυμόταν. Μια παλιά του φίλη, ερωμένη της εφηβικής του ηλικίας, παντρεμένη και με παιδιά τώρα, του ανέθεσε μια υπόθεση με κληρονομικά. Σαν κέρδισε τη δίκη, ήρθε εκείνη στο γραφείο του να τον πληρώσει κι ο Μάριος φέρθηκε ευγενικά, δε δέχτηκε τα χρήματα. Θυμήθηκαν τα παλιά πίνοντας ουίσκι κι ούτε που το κατάλαβε πώς βρέθηκε να κάνει έρωτα μαζί της, εκεί στο ντιβάνι του γραφείου του, για πρώτη και τελευταία φορά. Θα έλεγε, λοιπόν, πως ήταν ο τύπος του νορμάλ ανθρώπου, του μάλλον συγκρατημένου, που είχε όμως πέσει στην περίπτωση.
- Και τώρα τι κάνουμε; μουρμούρισε, αλλά το μυαλό του είχε φρακάρει.
Γύρισε αργά το βράδυ σπίτι του, ένα φάντασμα. Η γυναίκα του τον είδε και τρόμαξε:
- Τι έχεις;
Προφασίστηκε πως τον εξόντωσε μια δύσκολη υπόθεση, μια δίκη πολύωρη που την είχε κιόλας χάσει. Δε θέλησε να φάει, κάποιο σάντουιτς είπε πως τσίμπησε στο δικαστήριο. Πήγε στο μπάνιο να πλύνει τα δόντια του, γιατί το στόμα του βρωμούσε τσιγαρίλες. Είδε τις οδοντόβουρτσες μαζεμένες σ’ ένα ποτήρι του νερού κι ανατρίχιασε Ξεχώρισε τη δική του, «από αύριο», σκέφτηκε, «θα πλένω τα δόντια μου πάντα στο γραφείο». Ύστερα πήρε δυο χάπια ολόκληρα, υπνωτικά, να πέσει σε λήθαργο, να κοιμηθεί προτού βρικολακιάσει. 

Το πρωί είχε μια δίκη, αλλά ούτε σκέψη πως θα μπορούσε να σταθεί στο ακροατήριο. Τηλεφώνησε στη Μαρία:
- Ανάλαβε, σε παρακαλώ, την υπόθεση, δεν είναι τίποτα το σπουδαίο, ο βοηθός μου θα σου φέρει το φάκελο.
Εκείνη δε γνώρισε τη φωνή του· τόσο υπόκωφη ήταν.
- Τι σου συμβαίνει;
- Τι να μου συμβεί; Από χτες ένα κόψιμο με διέλυσε.
- Καλά, αν είναι αυτό. Ανησύχησα.
Ο Μάριος κατέβασε το ακουστικό, δεν είχε διάθεση για συζήτηση —τι να πει;— μόνο πήγε ξανά στο γραφείο του, είπε στο βοηθό να δώσει το φάκελο στη Μαρία κι όταν εκείνος έκλεισε πίσω του την πόρτα, έβγαλε από την τσέπη του τρία πακέτα τσιγάρα κι άρχισε πάλι να καπνίζει.
Προσπαθούσε να βρει μια άκρη, από κάπου να πιαστεί. Σε ποιον θα μπορούσε να εκμυστηρευτεί τη συμφορά; Στη γυναίκα του; Καλύτερα να ’ριχνε χειροβομβίδα στο σπίτι. Η επικοινωνία μαζί της περιοριζόταν στη διεκπεραίωση των οικογενειακών τους υποχρεώσεων, στα παιδιά. Καμιά ιδιαίτερη ψυχική επαφή, ακόμα και στα γούστα διέφεραν. Κι ήταν ο γάμος τους καταναγκασμός συμβίωσης δύο τελείως διαφορετικών ανθρώπων, που με τον καιρό συνήθισαν, όχι μόνο την κατάσταση αλλά και την παρουσία ο ένας του άλλου, σαν κάτι χρόνιες αναπηρίες που θεωρούνται φυσιολογικές. Και τώρα που το σκεφτόταν, εκείνος είχε φαγωθεί να παντρευτούν, κι ας μην είχαν τα μέσα τότε, ασκούμενος αυτός κι η προίκα της μια βαλίτσα με τα ρούχα της όλη κι όλη. Αλλά τότε, στο ερωτικό ζενίθ που ακροβατούσε, τη φανταζόταν τέλεια και παντοτινή του ευτυχία και φοβόταν μην τη χάσει. Κι όταν η ρουτίνα ροκάνισε και τα τελευταία ερωτικά κατάλοιπα, ανακάλυψε ότι οι διαφορετικοί τους χαρακτήρες δεν επέτρεπαν ούτε το στήσιμο ενός έστω μικρού θερμοκήπιου αγάπης. Τι κι αν σποραδικά —από αρσενική ανάγκη αυτός, από συζυγική υποχρέωση εκείνη—έκαναν έρωτα, συνήθως μετά από αρκετά ποτήρια κρασί που είχαν κατεβάσει σε κάποια από τις βραδινές εξόδους τους με γνωστούς ή πελάτες; Με τον καιρό είχαν πάψει ακόμα και να φιλιούνται στο κρεβάτι, απογυμνώνοντας την πράξη από κάθε συναισθηματική φόρτιση.
- Άντε τώρα να συζητήσεις για ζωή και θάνατο μαζί της! μουρμούρισε.
Μα μήπως και με τη Μαρία τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα; Ποια θα ήταν η αντίδραση της μόλις το μάθαινε; Θα πήγαινε ασφαλώς να εξετάσει το αίμα της. Αν ήταν καθαρή, αυτό δε θα σήμαινε οπωσδήποτε και το τέλος του δεσμού τους; Αν πάλι είχε μολυνθεί, τι εξηγήσεις θα έπρεπε να της δώσει; Κι ύστερα, τι έπρεπε να γίνει και για κείνη την πρώτη και τελευταία φορά που πλάγιασε με την παλιά του φίλη, που ξεφύτρωσε απρόσμενη από τις αναμνήσεις των φοιτητικών του χρόνων; Δε γνώριζε ούτε τον άντρα ούτε και τα παιδιά της. Η ευκολία όμως με την οποία του είχε δοθεί δε φανέρωνε μήπως και τον ελεύθερο τρόπο ζωής που ακολουθούσε; Τότε όμως ούτε που σκέφτηκε τον κίνδυνο, γιατί ήταν ακριβώς η οικογενειακή της κατάσταση που του έδινε σιγουριά. Και ίσως την πάτησε. Μα το ίδιο δεν ίσχυε και για εκείνη; Δεν πήγε με κανέναν τυχάρπαστο αλλά με τον παλιό εραστή της, τον τωρινό σοβαρό οικογενειάρχη, τον καταξιωμένο δικηγόρο. Όχι, δεν έπρεπε να βγάζει αυθαίρετα συμπεράσματα, αλλά κι ούτε μπορούσε να βρει μια άκρη, να βάλει κάποια τάξη στο μυαλό του που κόντευε να σαλτάρει.
- Στον Πέτρο μόνο μπορώ ν’ αποτανθώ, αποφάσισε.

Ο Πέτρος μόλις που αναγνώρισε τον Μάριο, τόσο γερασμένος του φάνηκε. Βέβαια είχε να τον δει κάτι μήνες, γιατί το γιατρό και το δικηγόρο μόνο στην ανάγκη τον σκέφτεται κανείς. Όμως ο Πέτρος δεν ήταν μόνο ο οικογενειακός γιατρός του Μάριου αλλά ο παλιός συμφοιτητής του, ο φίλος σ’ εκείνη τη χαλεπή περίοδο των σπουδών και των στερήσεων, τότε που κι οι δυο αγωνίζονταν να πάρουν από ένα πτυχίο —ένα χρυσό βραχιόλι στο χέρι, που έλεγαν και οι γονείς τους— για να καβατζάρουν τη φτώχεια των πατεράδων τους.
- Ρε, πώς έγινες έτσι;
Ο Μάριος έσκυψε το κεφάλι, ένιωθε περίεργα ένοχος.
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο, άναψαν τσιγάρο, η ώρα ήταν περασμένη, αργά το βράδυ ήταν για να υπάρχει άνεση χρόνου, αφού η ζωή με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις τούς έκλεβε όλες σχεδόν τις μέρες.
- Λέγε, ρε, τι συμβαίνει; ρώτησε ο Πέτρος, αλλά ο Μάριος είχε βουβαθεί, βούρκωσε, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
- Ω, γαμώ το, πες μου επιτέλους, τι σ’ έπιασε!
Κι άρχισε ο Μάριος, σιγά σιγά, ανάμεσα σ’ αναφιλητά, να του εξιστορεί τα καθέκαστα.
- Μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον — αέρα, ψέλλισε σαν επωδό.
Ο Πέτρος σοβάρεψε, συννέφιασαν τα μάτια του, προσπάθησε όμως να δείξει ότι δεν είχε θορυβηθεί, πως δεν ήταν δα κι απελπιστική η κατάσταση του φίλου του.
- Άσ’ τις μαλακίες κι ας τα βάλουμε κάτω να βρούμε τη λύση.
- Υπάρχει;
- Γιατί, νομίζεις πως είσαι η μοναδική περίπτωση; Λέγε μου τώρα με ποιες έχεις πάει τελευταία.
Ο Μάριος χαμογέλασε· ένα χαμόγελο φαρμάκι.

- Με τρεις: τη γυναίκα μου, τη Μαρία που ξέρεις και με μια παλιά μου φιλενάδα —τη θυμάσαι;— απ’ το Πανεπιστήμιο, για μία και μοναδική φορά, πριν από έναν περίπου χρόνο.
- Μόνο;
- Μόνο.
Ο Πέτρος άναψε ξανά τσιγάρο, ο Μάριος δεν έλεγε να βγάλει από το στόμα το δικό του.
- Καμιά επέμβαση έκανες;
- Τι επέμβαση;
- Ξέρω εγώ, μια εξαγωγή δοντιού, το πιο κοινό.
- Τώρα φτιάχνω τα δόντια μου.
- Δηλαδή;
- Περνάω γέφυρα.
- Από πότε;
- Δεν πέρασε μήνας.
- Τότε αποκλείεται αυτή η περίπτωση, είπε ο γιατρός. Μένουν, επομένως, οι γυναίκες. Λοιπόν, Μάριε, πρέπει να εξεταστούν και οι τρεις για αντισώματα.
-Τι;
- Αυτό που άκουσες.
- Και πώς θα γίνει αυτό;
- Θα τις ενημερώσεις μία μία και τις τρεις — και να ζητήσεις μάλιστα και εξηγήσεις. Στο κάτω κάτω της γραφής, αν είναι έτσι όπως τα λες, εσύ είσαι το θύμα. 
Ο Μάριος κοκκίνισε ελαφρά. Τι τάχα να υπονοούσε ο φίλος του με κείνο το «αν είναι έτσι όπως τα λες»; Του ζήτησε λίγο κονιάκ, κάτι σαν κόμπος είχε σταθεί από ώρα στο λαιμό του. Πρόσεξε ότι ο Πέτρος του το σέρβιρε σε πλαστικό ποτηράκι της μιας χρήσης, κάτι που τον έκανε να παγώσει.
- Στη φυλακή, ξέρεις, το ποτό επιβάλλεται στους μελλοθάνατους, προσπάθησε να αυτοσαρκάσει κατεβάζοντας μια γερή γουλιά.
- Δεν είναι ώρα για μπλακ χιούμορ, είπε ο γιατρός.
- Μα μου λες τώρα να βάλω από μια βόμβα σε δυο σπίτια κι ένα δεσμό. Σοβαρολογείς;
- Πρώτα πρέπει να βρούμε πόσες βόμβες υπάρχουν, Μάριε, κι ύστερα θα σκεφτούμε για τα θύματα. Και κάτι ακόμα· επιβάλλεται να ενημερώσεις και τον οδοντογιατρό που σου φτιάχνει τα δόντια. Συνεννοηθήκαμε;

Όχι, δεν είχαν καθόλου συνεννοηθεί. Ο γιατρός είχε επιτελέσει βέβαια το καθήκον του, του είχε πει τι έπρεπε να κάνει, το σωστό. Σάμπως το ίδιο δε συμβούλευε κι αυτός; «Να ομολογήσεις την ενοχή σου, θα φας μόνο δέκα χρόνια», είχε πιέσει έναν πελάτη του να δεχτεί, προχτές κιόλας. Γιατί δεν ήταν αυτός που θα καθόταν στη στενή δέκα ολόκληρα χρόνια και γνώριζε την αμφίρροπη έκβαση της υπόθεσης, που, αν δεν την κέρδιζε —κι ήταν από τις περιπτώσεις που σπάνια κερδίζονται— θα μπορούσε να καταλήξει και σε ισόβια. Είχε συμβουλέψει, λοιπόν, το σωστό και ενώ ο πελάτης του —ένας καταχραστής— κλεινόταν πάλι στη φυλακή αλλόφρονας από απόγνωση, εκείνος ούτε που τον θυμόταν πια, καθώς το ίδιο βράδυ έτρωγε ψάρια σε ταβέρνα της Αρετσούς με τα λεφτά της παχυλής αμοιβής του.
Και να τώρα που βρέθηκε ξαφνικά στην κατάσταση του έγκλειστου. Κι όπως ο φυλακισμένος προσπαθεί να προσαρμοστεί στην καινούρια κατάσταση, να βρει δρόμους να επιβιώσει —αν επιβιώσει— έτσι κι ο Μάριος σκεφτόταν τρόπους να συνεχίσει τη ζωή του — αν το κατόρθωνε. Πρώτα: τι έπρεπε να γίνει με το σπίτι του; Κόλλησε τη γυναίκα του ή μπας κι είχε αρπάξει τον ιό από εκείνη; Πως θα το διαπίστωνε; Χρόνια στα δικαστήρια, το μυαλό του είχε συνηθίσει σε παρελκυστικές μανούβρες. Επιστράτευσε, λοιπόν, όλες τις δυνάμεις του, εκείνη την προσποιητή άνεση που χρησιμοποιούσε στο ακροατήριο, και το ίδιο βράδυ, την ώρα που η σύζυγος τού έστρωνε τραπέζι —τι να φάει;— της πέταξε τάχα αδιάφορα:
- Ξέρεις, εκείνος ο συνάδελφος με τη γαστρορραγία χρειάζεται κι άλλο αίμα. Τι θα έλεγες να του έδινες κι εσύ μια φιάλη;
Η σύζυγος δέχτηκε αμέσως — πού να πάει το μυαλό της. Πήγε μόνη της την επομένη στο κέντρο αιμοδοσίας, εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά. Ο Μάριος παρακολουθούσε τις αντιδράσεις της. Την πρώτη μέρα ήταν ευδιάθετη, του μίλησε για την ακαταστασία στο νοσοκομείο, το πόσο αδέξια ήταν η νοσοκόμα που της πήρε το αίμα:
- Κοίταξε, μου μελάνιασε τον αγκώνα.
Την άλλη μέρα φαινόταν κάπως ανήσυχη. «Θα της τηλεφώνησε ο διευθυντής», σκέφτηκε ο Μάριος και περίμενε να του το πει. Αλλά εκείνη τσιμουδιά. Την τρίτη μέρα άργησε να επιστρέψει στο σπίτι, είχε κι αυτή το στομάχι της, έκανε εμετό σε μια φίλη που πήγε για καφέ, του είπε, διπλώθηκε στα δυο. Κλείστηκε αμέσως στο δωμάτιό της, κι όταν την άκουσε να κλειδώνει, ο Μάριος πήρε το μήνυμα. Όχι μόνο ήταν φορέας, αλλά είχε και κείνη την κρυφή αμαρτία της, γιατί αλλιώς, το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει ήταν να του ζητήσει αμέσως ευθύνες. Ένιωσε περίεργα με τον εαυτό του. Δεν είχε θυμώσει, δεν μπορούσε να θυμώσει με την αποκάλυψη της συζυγικής απιστίας. Αν ήταν αλλιώς, θα την ξέσκιζε, θα ήθελε να πάρει εκδίκηση για τα όσα του είχε κάνει —τι εκβιασμούς!— πριν δέκα χρόνια για τη Μαρία. Τώρα αδιαφορούσε, σαν να είχε ξαφνικά αντιληφθεί τη ματαιότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Και το μόνο που αισθάνθηκε ήταν μια μικρή —ποταπή;— ικανοποίηση, καθώς αναλογιζόταν το μέγεθος της απόγνωσής της.
- Τώρα βράζουμε στο ίδιο καζάνι, μουρμούρισε.

Η Μαρία έκοβε βόλτες πάνω κάτω στο σαλόνι του διαμερίσματός της μ’ ένα καμπάρι στο χέρι, πικρό σαν φάρμακο. Ο Μάριος χωμένος στον καναπέ, που χρόνια φιλοξενούσε τις μυστικές τους συνευρέσεις, είχε κέρινο χρώμα σαν του πεθαμένου.
- Πρέπει να σου εξομολογηθώ, άρχισε κάποτε η Μαρία, πως ίσως ναι είμαι κι εγώ η αιτία...
Κι αμέσως ο Μάριος ανακάθισε, δεν το περίμενε κάτι τέτοιο, πήρε χρώμα, κοκκίνισε ολόκληρος, η ζωή έστω και σαν οργή ή κατάπληξη εμφανίστηκε ξανά στο πρόσωπό του.
- Μα τι λες τώρα;
- Αυτά που ακούς!
Δεν τον είχε πειράξει η απιστία της γυναίκας του, αλλά της Μαρίας του φαινόταν τερατώδης.
- Όπως σου έλεγα, συνέχισε εκείνη, στη Θεσσαλονίκη, θέλεις το επάγγελμα, οι δουλειές, θέλεις η παρουσία σου, που γνώριζα πάντα πόσο διαθέσιμος είσαι, μου γέμιζαν τη ζωή. Εξάλλου έτρεχα, τρέχαμε πάντα πίσω από το χρόνο, κι ο ρυθμός αυτός δεν αφήνει περιθώρια για μοναξιά. Τα καλοκαίρια όμως, Μάριε, τότε που τα δικαστήρια κλείνουν κι εσύ έφευγες για παραθέριση, «με τα παιδιά», έλεγες πάντα, αποφεύγοντας από λεπτότητα ν’ αναφέρεις τη σύζυγο, αναρωτήθηκες έστω και για μια φορά πως ένιωθα εγώ;
- Μα πήγαινες ταξίδια.
Σωστά. Τις πρώτες φορές πήγα από αντίδραση, από ανάγκη να ’χω κι εγώ να σου δείξω φωτογραφίες από μέρη μακρινά, όταν εσύ πάντα, με την αφέλεια που χαρακτηρίζει τους άντρες, μου έδειχνες τις δικές σας, κι ήμουν υποχρεωμένη να λέω «τι όμορφη η κόρη σου, πόσο μεγάλωσε ο γιος σου!». Αλήθεια, δε νομίζω να φαντάστηκες ποτέ πόσο με πλήγωνε η πατρική σου έπαρση.
- Δεν τα είχαμε συζητήσει αυτά τα πράγματα;
- Στις συζητήσεις μας, Μάριε, αυτό που επικρατούσε δεν ήταν η ειλικρίνεια αλλά η συγκατάβαση. Κοροϊδεύαμε ο ένας τον άλλο, τους ίδιους τους εαυτούς μας, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να βρίσκουμε κάποια ισορροπία. Με τον καιρό, αν θέλεις, προσπαθούσαμε να μην αμφισβητούμε καν όσα, με τόσο αφοπλιστική αφέλεια, σέρβιρε ο ένας στον άλλο. Κατάντησε εσωτερική μας ανάγκη να δεχόμαστε το ψέμα σαν αλήθεια. Παίρναμε ό,τι μπορούσε ο άλλος να δώσει γιατί αυτό μας βόλευε, έτσι δεν είναι;
Ο Μάριος δεν απάντησε, το χρώμα του όμως άρχισε πάλι να ξεθωριάζει.
- Εσύ, εξακολούθησε η Μαρία κάνοντας πάλι κύκλους στο δωμάτιο, ισορροπούσες ανάμεσα στη γυναίκα σου, σε μένα και σ’ ό,τι σου ’πεφτε τυχαία βολικό. Εγώ την έβρισκα με κάτι εφήμερες περιπέτειες στα ταξίδια, δεν έχει σημασία με ποιους και γιατί. Τώρα όμως που ήρθε η στιγμή της αλήθειας, νομίζεις ότι υπάρχει νόημα να συνεχίσουμε την κωμωδία;
- Τραγωδία θέλεις να πεις.
- Το ίδιο είναι, οι δυο όψεις αυτού που συνηθίσαμε να λέμε ζωή.
Η Μαρία ξαναγέμισε το ποτήρι της, ήταν η τρίτη ή τέταρτη φορά, φαινόταν ζαλισμένη.
- Δεν πίνεις; τον ρώτησε.
- Πού βρίσκεις τη διάθεση; απάντησε ο Μάριος, αλλά εκείνη του είχε ήδη γεμίσει ένα ποτήρι ουίσκι.
- Έλα, του το πρόσφερε, πιες το, θα διευκολύνει την εξέλιξη.
- Ποια εξέλιξη;
- Αυτήν που πονηρά συνέλαβε το μυαλό μου.
Κάθισε δίπλα του κι άρχισε να του ξεκουμπώνει το παντελόνι.
- Σταμάτα, Μαρία!
- Μη φοβάσαι, εμείς δεν κινδυνεύουμε μεταξύ μας κι εξάλλου είμαι περίεργη να δω, ύστερα απ’ όλα αυτά, το πόσο μπορείς να αντισταθείς όταν θα σ’ έχω ήδη ερεθίσει. 
- Είσαι μεθυσμένη.
- Τι θα κέρδιζα αν παρέμενα νηφάλια; Ποιο το όφελος; Ή μήπως θα προτιμούσες ν’ άρχιζα τις τσιρίδες;
Ο Μάριος τα είχε εντελώς χαμένα. Αυτή η περίεργη αντίδραση της Μαρίας του προκαλούσε ένα διαφορετικό είδος αναστάτωσης.
- Μα εδώ συζητούμε για θάνατο, κατόρθωσε μόνο να ψελλίσει.
- Ακριβώς, απάντησε η Μαρία. Ο έρωτάς μας υπήρξε πάντα ένας μικρός θάνατος. Τώρα τον προβιβάσαμε.
Μισόγυμνη στριμώχτηκε δίπλα του κι άρχισε του βγάζει το πουκάμισο.

Εκείνο το βράδυ ο Μάριος κοιμήθηκε για πρώτη φορά στο σπίτι της Μαρίας. Τηλεφώνησε μόνο στη γυναίκα του, «μη με περιμένεις απόψε, κάτι μου έτυχε», κι ύστερα από συνήθεια, «θα μελετήσω μέχρι αργά μια δικογραφία». Εκείνη ούτε ρώτησε πού και γιατί, μόνο «καλά» του είπε, «καλά που τηλεφώνησες να μην ανησυχώ».
Τη βρήκε να κάθεται στην τηλεόραση, σαν να μισοκοιμόταν, γιατί πετάχτηκε καθώς άκουσε το κλειδί στην πόρτα.
- Ήρθες; τον ρώτησε κι ο Μάριος έγνεψε ναι με το κεφάλι.
- Πώς είσαι; ξαναρώτησε η γυναίκα του.
- Καλά, απάντησε εκείνος, όπως πάντα.
- Να σου βάλω να φας;
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο, ανόρεχτα τσιμπούσαν κάτι χωρίς να μιλούν.
- Τι γίνεται ο φίλος σου ο δικηγόρος; έσπασε κάποτε τη σιωπή η σύζυγος.
- Τη γλίτωσε χάρη στους συναδέλφους και σε σένα που δώσατε αίμα, της απάντησε ο Μάριος αόριστα.
- Γιατί, εσύ δεν έδωσες; σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε στο πρόσωπο.
- Όχι, δε σ’ το είπα; Μου βρήκαν λίγη πίεση και δε μου πήραν.

Δε σκέφτηκε την απάντηση, καμιά προμελετημένη σκοπιμότητα, αυθόρμητα είπε το ψέμα, που τώρα όμως δημιουργούσε κατάσταση, αφού το μυστικό γινόταν πια δική της ευθύνη. Κι αν του έλεγε τώρα την αλήθεια, τι έπρεπε να κάνει; Κι αν πάλι του την έκρυβε, αυτό δεν ήταν από μέρους της ανήθικο; Θύμωσε με τον εαυτό του, με τις σκέψεις του. Σάμπως το δικό του ψέμα ήταν τίμιο; Θυμήθηκε τα λόγια της Μαρίας: «Τώρα όμως που ήρθε η στιγμή της αλήθειας...» Πραγματικά, τι νόημα είχε να βασίζεται η κοινή συμβίωση, η ζωή τους, πάνω στο ψέμα; Μα μήπως αυτό δε γινόταν τόσα χρόνια; Πνιγόταν να ξεσκεπάσει την απάτη, να ξαλαφρώσει, κι όμως δεν ένιωθε έτοιμος να εξομολογηθεί κι ούτε ν’ ακούσει. Και τότε αναρωτήθηκε ξανά τι να έφταιγε, τι έφταιξε τόσα χρόνια και δεν πλησίασαν, δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο και συνέχιζαν μια διπλή ζωή, αυτός με τη Μαρία κι εκείνη ποιος ξέρει με ποιον ή με ποιους, δεν είχε νόημα πια να το μάθει, δεν τον ενδιέφερε, το διαπίστωσε πάλι, κι ούτε υπήρχαν και τα ανάλογα περιθώρια. Πώς μπόρεσαν κι έμειναν δεμένοι τόσα χρόνια, φυλακισμένοι θα έλεγες μέσα στην οικογένεια, τα παιδιά. Τώρα όμως, ξανασκέφτηκε, που πλησίαζε στο τέλος κι έπρεπε σαν πληγωμένος ταύρος ν’ αντικρίσει το θάνατο, χρειαζόταν έναν άνθρωπο δικό του να στηριχτεί, να τον στηρίξει. Το ίδιο ίσως να ένιωθε κι εκείνη, μόνο που μεταξύ τους τόσα χρόνια, αντί να ρίξουν μια γέφυρα στο χάσμα που τους χώριζε, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να μεγαλώνουν τον Καιάδα. Θυμήθηκε πάλι τη Μαρία, που μεθυσμένη σχεδόν του ξεκούμπωσε το παντελόνι. Τέτοια αντίδραση από μέρους της ούτε που την περίμενε, κι όμως τώρα ανακάλυπτε το κρυφό νόημα, τη σημασία της. Τι κι αν κι εκείνη είχε τις εφήμερες αμαρτίες της, που ποτέ ίσως να μη μάθαινε; Κουβάρι οι σκέψεις του τον οδηγούσαν στη διαπίστωση πως είναι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, η δική του, της Μαρίας, της γυναίκας του. Πόσο νόημα έβρισκε τώρα σ’ αυτή την κοινοτοπία, κι όλα αυτά γιατί κάποιο λάθος είχε γίνει, μια απερισκεψία, που διαπράχτηκε από κάποιον ή κάποια στην αλυσίδα των κρυφών προσωπικών τους σχέσεων, κι ήταν τώρα έτοιμη να τιναχτεί, τιναζόταν ήδη, η ζωή τους στον αέρα.
- Όλα θα μπορούσε να τα είχε προλάβει ένα λαστιχάκι, μουρμούρισε.
- Τι είπες; τον ρώτησε η γυναίκα του.
- Τίποτα, μόνο που σκεφτόμουνα ότι κάποτε θα πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά.
- Για ποιο πράγμα; ξαναρώτησε κι έτρεμε ολόκληρη.
Για τη ζωή μας γενικά — κι ήρθε η ώρα να σου πω, από καιρό ήθελα να σου εξομολογηθώ ότι δεν έπαψα να βλέπω τη Μαρία. Και τώρα που τα παιδιά μεγάλωσαν... 
Την είδε που κατέβασε το πρόσωπο, δεν αντέδρασε, ούτε καν θύμωσε, μόνο ψιθύρισε:
Κάνε όπως νομίζεις, δε θα σου γίνω εγώ εμπόδιο.
Κι ήταν η πρώτη φορά που ο Μάριος διαπίστωνε το πόσο καλή θα μπορούσε να είναι η γυναίκα του, αν και όπου εκείνη ήθελε. Κι ήταν κρίμα, ένιωθε μια απέραντη θλίψη, που χρειάστηκε η μεγάλη συμφορά για να του δείξει επιτέλους κατανόηση.

- Δε γίνεται, του το ξέκοψε η Μαρία και γέμισε τα ποτήρια τους με ρετσίνα.
Ο Μάριος τα έχασε, μετέωρο το χέρι του κρατούσε το ποτήρι, πώς να τσουγκρίσει το δικό της, τι να ευχηθεί; «Στην υγειά μας», του φαινόταν κοροϊδία, «Στην καινούρια ζωή μας κι όσο πάει», αυτό είχε στο νου του, αλλά η Μαρία ανέτρεπε τα πάνω κάτω, όλα τα σχέδια που είχε στο μυαλό, παλιές επιθυμίες που τώρα νόμισε ότι μπορούν, μπορούσε να πραγματοποιήσει.
- Δέκα χρόνια πριν αν μου έκανες την πρόταση, συνέχισε η Μαρία, θα δεχόμουν σαν τρελή. Τώρα πρέπει να είμαι, αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς, πάρ’ το όπως θέλεις, έχω πλήρη πνευματική διαύγεια. Τσίμπα όμως και κανένα καλαμαράκι, δεν είχα πρόθεση να σου κόψω την όρεξη.
Το ραντεβού ήταν σε παραλιακή ταβέρνα στο Αγγελοχώρι, στο γνώριμο απόμακρο μέρος των ερωτικών τους συναντήσεων.
- Γιατί όχι τώρα; προσπάθησε ο Μάριος να την πείσει.
- Διότι συνήθισα έναν τρόπο ζωής και δεν είμαι διατεθειμένη να τον αλλάξω με σένα.
- Με μένα;
- Με σένα σαν σύζυγο εννοώ, όχι εραστή.
- Σοβαρολογείς;
- Απόλυτα. Ο γάμος δε φθείρει μόνο τον έρωτα αλλά και τα αισθήματα. Έχω προσωπική πείρα.
- Εσύ; Αφού δεν παντρεύτηκες ποτέ.
- Σωστά, αλλά δε χρειάζεται να γίνεις ζαχαροπλάστης για να καταλάβεις ότι μια πάστα είναι χαλασμένη. Λοιπόν, εκτός από σένα, οι περισσότεροι συνοδοί μου στα ταξίδια… 
- Οι εραστές σου θέλεις να πεις.
- Ναι, οι καλοκαιρινοί εραστές μου ήταν παντρεμένοι. Πες μου τώρα, τι τους έκανε ν’ αναζητούν τη συντροφιά μου;
- Μα δεν είσαι ωραία γυναίκα; Δεν έχεις προσωπικότητα;
- Κάτι που στερούνται όλες οι σύζυγοι.
- Πού το πας;
- Άκουσε, ό,τι προσόντα κι αν έχει μια σύζυγος, με τον καιρό καταντάει βαρετή. Το ίδιο ασφαλώς συμβαίνει και με τους συζύγους. Πάρε για παράδειγμα εμάς. Σου αρέσω γιατί με βλέπεις λίγο και είμαι πάντα βαμμένη και περιποιημένη. Συζητούμε περί ανέμων και υδάτων, διασκεδάζουμε με τα κουτσομπολιά που μεταφέρει ο ένας στον άλλο, ακκιζόμαστε με έναν αμοιβαίο αυτοθαυμασμό που έχουμε επινοήσει. Και γιατί όχι; Η ελευθερία που συμφωνήσαμε να έχει ο δεσμός μας υπήρξε «αμοιβαίον όφελος», όπως λέμε στα νομικά. Δε μ’ έφαγες ποτέ στη μάπα το πρωί με πρησμένα μάτια ή το βράδυ με τις κρέμες μου. Δεν έγινα συνεταίρος στο πορτοφόλι σου κι ούτε σ’ εκβίασα ποτέ με παιδιά κι υποχρεώσεις. Μ’ άλλα λόγια, σου ήμουν ευχάριστη κι όχι βάρος. Το ίδιο ακριβώς, γι’ ανάλογους λόγους, κι εσύ. Και μου προτείνεις τώρα ν’ απαρνηθούμε όλα αυτά για να έχω την ευχαρίστηση ν’ ακούω το καζανάκι που θα τραβάς και να τρέχω από τα δικαστήρια για να σου μαγειρέψω γεμιστά, αυτά που είναι η σπεσιαλιτέ της γυναίκας σου, όπως κατ’ επανάληψη μου έχεις καυχηθεί; Όχι, Μάριε, να μου λείπει το βύσσινο!
- Μα έχουν αλλάξει τώρα οι συνθήκες.
- Εννοείς το ότι, θεωρητικά, είμαστε μελλοθάνατοι και χρειαζόμαστε, θα χρειαστούμε τη βοήθεια ο ένας του άλλου;
- Ακριβώς.
- Το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα σου, αλλά δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Πιστεύω πως σαν εραστές θα έχουμε, πρέπει να έχουμε, περισσότερα ψυχικά αποθέματα για συμπαράσταση παρά σαν σύζυγοι, μ’ όλους τους μπελάδες που θα έχουν εν τω μεταξύ προκύψει από την έκδοση του διαζυγίου. Εξάλλου ο ιός που κουβαλούμε προσδίδει στο δεσμό μας μια αναγκαστική μονιμότητα, γιατί, όπως καταλαβαίνεις, τέρμα πια οι εφήμερες ταξιδιωτικές ιστορίες.
- Και μ’ όλους αυτούς τι θα κάνεις;
- Δηλαδή;
- Θέλω να πω, ποιους θα ειδοποιήσεις να εξεταστούν και να προφυλαχτούν ή να προφυλάξουν;
Η Μαρία έμεινε για λίγο σκεφτική.
- Νομίζεις ότι δε μ’ απασχολεί το θέμα; Δε βρίσκω όμως λύση. Έτσι, λέω να μην κάνω τίποτα. Η φωτιά που άναψε προχωράει, προχώρησε ήδη γρήγορα σε πολλά μέτωπα και με πολλά μποφόρ. Τι μπορώ να πετύχω εγώ, καμένη κι η ίδια, μ’ ένα ποτιστηράκι στο χέρι; Μόνο μια μικρή λουρίδα πυρασφάλειας πρέπει να δημιουργήσω γύρω μου, αφού τώρα ξέρω κι έχω συνείδηση. Διαφωνείς;
Όχι, δε διαφωνούσε και το είχε κι ο ίδιος αποφασίσει να μην πάρει στο τηλέφωνο εκείνη την παλιά του φίλη, που για μια και μοναδική φορά τού είχε δοθεί με τόση ευκολία.
- Ο καθένας με την τύχη του, μουρμούρισε.
- Με την ατυχία σωστότερα, συμπλήρωσε η Μαρία και κατέβασε όλη τη ρετσίνα που είχε το ποτήρι. της.

Αργά Το βράδυ βρήκε τη γυναίκα του να σιδερώνει πουκάμισα.
- Ν’ αλλάξεις, του είπε, τρεις μέρες φοράς το ίδιο, κιτρίνισε.
- Δίκιο έχεις, απάντησε, με τις σκοτούρες μου στο δικαστήριο ξεχνιέμαι καμιά φορά.
Η γυναίκα του έσκυψε πάλι στο σίδερο, εκείνος ένιωθε άβολα, αμήχανα στο ίδιο του το σπίτι.
- Θ’ ανοίξετε πάλι γραφείο μαζί; τον ρώτησε ξεψυχισμένη κι έμοιαζε ερείπιο.
- Με ποια;
- Με τη Μαρία, αφού τώρα πια...
Ο Μάριος επιστράτευσε ξανά όλη την επαγγελματική του μαεστρία να παρουσιάσει πάλι την αλήθεια σαν ψέμα.
- Ένα αστείο σού πέταξα κι εσύ το έχαψες;
Η γυναίκα του παράτησε το σίδερο και τον κοίταξε στα μάτια. Κατάλαβε πως ήρθε η σειρά της να δείξει το πόσο ευκολόπιστη είχε γίνει.
- Δηλαδή;
- Άκουσε, με τη Μαρία είμαστε απλώς φίλοι, δύο καλοί συνάδελφοι. Το γυαλί όμως που ράγισε δεν ξανακολλάει.
- Καλά που δεν είπα τίποτα στα παιδιά, τραύλισε εκείνη.
- Αυτό έλειπε, την έκοψε ο Μάριος, να δημιουργούσαμε θέμα από το τίποτα.
Η γυναίκα του κατέβασε πάλι το κεφάλι της και συνέχισε να σιδερώνει. Ο Μάριος παρατήρησε ότι ξεχώριζε ιδιαίτερα τα ρούχα των παιδιών τους.
- Τι μαγείρεψες σήμερα; τη ρώτησε από συνήθεια.
- Γεμιστά που σ’ αρέσουν, απάντησε εκείνη.
Του τηλεφώνησε ο οδοντογιατρός του.
- Μια βδομάδα εξαφανιστήκατε, του είπε, σας συμβαίνει τίποτα;
- Δίκιο έχετε και σας ζητώ συγγνώμη, απάντησε ο Μάριος, αλλά μια δύσκολη υπόθεση στο δικαστήριο μ’ απορρόφησε. Μπορώ να ’ρθω σήμερα;
- Στις έξι είναι καλά;
Κάθισε στην πολυθρόνα και παρακολουθούσε το γιατρό που έπλενε τα χέρια του.
- Αλήθεια, ήθελα να σας ρωτήσω, τον σταμάτησε, γιατί δε φοράτε γάντια;
- Με δυσκολεύουν κάπως στους χειρισμούς, απάντησε εκείνος αδιάφορα.
- Ναι, αλλά τόσα μπορεί να συμβούν σήμερα. Δε διαβάζετε, δεν είδατε στην τηλεόραση τις συστάσεις που κάνουν για το AIDS οι ειδικοί;
Ο οδοντογιατρός σταμάτησε το πλύσιμο των χεριών του και τον κοίταξε περίεργα, αλλά ο Μάριος συνέχισε ψύχραιμα:
- Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, να είναι σίγουρος, ότι δεν κινδυνεύει. Κι είμαι οικογενειάρχης, πατέρας δυο παιδιών και —γιατί να σας το κρύψω;— φοβάμαι. Γι’ αυτό παρακαλώ να φοράτε πάντα γάντια σε μένα και τα εργαλεία σας να είναι καλά αποστειρωμένα, πειράζει; 










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου