Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΝΟΥ - Η ΛΙΤΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Αγώνας η πορεία μας, χάριν των αντιθέσεων, των προσμονών για υποταγή που έλκουν τα δύο φύλα.
Ο έρωτάς της μία εμμονή, ένα εύθραυστο αλύγιστο κλαδί, με δύο διασταυρώσεις, από τη μία περήφανο απέναντί μου να στέκει και από την άλλη αγκαθωτό που μόνιμα πληγώνει.

Αυτήν την εμμονή που έχει η κοπέλα μου αγωνίζομαι σκληρά να ερμηνεύσω. Την παθαίνουν, λένε οι σοφοί, γυναίκες, που απαιτούν αποκλειστικότητα, συνήθως χάριν του παθιασμένου θηλυκού έρωτα που καταγίνεται με την εμβάθυνση και με χειρουργική ακρίβεια και υπομονή, αλλαγή του εσώτερου κόσμου του άνδρα στοχεύουν. Λέγεται «το μαύρο κουτί των δύο» και πλήττει θολώνοντας την κρίση και στη περίπτωση που με απασχολεί πληγώνει καθημερινά την πορεία την κοινή μας.



Την πρώτη φορά, θυμάμαι, ένιωσα έκπληξη και απορία μεγάλη, όταν με ζήλο και όλη την δύναμη της μίλαγε ώρες πολλές για το μέλλον μας, τις προσδοκίες και τις αλλαγές που αναμένει με μέγιστο ενθουσιασμό και απλά συμφώνησα να προσαρμοστώ. Δύσκολο όμως να αλλάξεις οπτική χωρίς να σου πληγώσουνε τα μάτια.
Από τη μια πλευρά βέβαια, νοιώθω περήφανος για τον στοχευμένο επάνω μου έρωτά της και την αξίωση εμένα στο επίκεντρο να έχει και στα όρια της ζεστά να φυλακίσει. Από την άλλη όμως πλευρά κάθε φορά που καταγίνεται με τις πράξεις που δεν εκπλήρωσα, νομίζω ότι ως επιδέξιος δεσμοφύλακας αιώνια δίπλα μου θα στέκει.
Πάνω σε αυτό το πανύψηλο βουνό που σκαρφαλώνουμε, ψάχνω ένα ελεύθερο τοπίο, ένα ξέφωτο, χωρίς κανένα ενδοιασμό να απλωθώ επάνω του και να το αφήσω, να με ταΐσει με όλες τις έγνοιες της, να με αγαπήσει όπως αυτή οραματίζεται περισσότερο από κάθε τι άλλο, σκλάβο και ιππότη της με τους δράκους που έχει μέσα της πάντα να παλεύω.
Παράδοση περήφανη λοιπόν και μόνο αποφάσισα, τα κύματα δεν θέλουν πάλη και ως φουρτουνιασμένη θάλασσα ο έρωτας με λιτή επάρκεια ας βρέχει την φλεγόμενη πορεία μας.




«Το δύσκολο ποίημα»

-Πώς να σε κάνω ολόκληρη ένα ποίημα-


Και να πεις ότι κατάφερα ποτέ μου να σε κάνω ποίημα; Αρχίζω με μια ιδέα των ματιών σου και τότε ξεπροβάλουν τα χείλη σου κεράσια. Κι όσο για τα γλυπτά τα στήθια σου ζητούν πηλό να πλάσω με το ποίημα. Γι αυτό η διήγησή σου είναι σαν γύψος ρευστός που πάντα χύνεται σε όλα τα κενά του αδειανού χαρτιού, ένας τοκετός που ποθώ μα και με πονά. Τι είσαι στο βάθος σκέφτομαι, πώς να σε κάνω ολόκληρη ένα ποίημα όταν μια συλλογή της ομορφιάς ζει επάνω σου σαν πίνακας του Ρέμπραντ. Έτσι κάπως αρχίζει το ποίημα…ανάγλυφη, ναι, με αλλεπάλληλα πεδία, γλυπτό πάθους και τα μπράτσα σου βιολιά, κι έπειτα γίνεται άλλο πράγμα πιο μικρό μιμητικό της αντανάκλασής σου.
Από το βιβλίο:
«Αφηγήσεις πεσόντα»
Θανάσης Πάνου












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου