Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΚΑΡΗ " Ξέρεις τι είν΄ αυθεντικό; "




Ξέρεις τι είν΄ αυθεντικό;

Αυτό που δε λερώνεται, είναι σα σφαίρα γυάλινη…
καθάρια διαυγής;
Όσο κι αν το λαχταράς, όσο κι αν το μιμείσαι,
αν δεν τολμάς να γυμνωθείς, σεβάσου το… και φύγε!
Ξέρει να υπερασπίζεται, τ’ αληθινά κι ατόφια
και στάση έχει στη ζωή, την καθαρή ματιά.
Κι αν το θωρείς προβλέψιμο και θες να τ’ αποκτήσεις
σκέψου και ζύγιασε καλά… τις αντοχές που έχεις.
Θα σε στραγγίσει για να δεις… το βάθος της ψυχής σου!
Θα σε φιλτράρει για να βρεις… αλήθειες σκουριασμένες.
Και σαν αντέξεις στο λευκό… αντέξεις και το φως του,
τότε να ξέρεις μάτια μου, πως θ’ απαιτεί… το «όλον»!
Καθώς, δε συμβιβάζεται… στο «λίγο» και στο «ίσως»,
αλλά μονάχα… στο «πολύ», στο «πάντα» και «μαζί»!

Στέλλα Πετκάρη


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ - ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ....


'' Παράξενη θεότητα, σαν τις νύχτες σκοτεινή, με άρωμα από καπνό Αβάνας και μόσχο, έργο ενός Όμπι Φάουστ της σαβάνας, σαγηνεύτρια εβένινη, θυγατέρα των μαύρων μεσονυχτίων, προτιμότερο από σπάνια κρασιά και από όπιο, του στόματος σου ελιξίριο, όπου καμαρωτός στέκει ο έρως''

Σαρλ Πιέρ Μπωντλαίρ
Υπάρχει μια έκρηξη, που συγκλονίζει και πραγματοποιείται στο σώμα, στο νου και στην καρδιά, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από τον παθιασμένο έρωτα. Ποιο άραγε είναι το φιτίλι που πυροδοτεί την έκρηξη αυτή; 

Φτερουγίσματα στη καρδιά, έντονα καρδιοχτύπια, αισθήσεις σε πλήρη διέγερση, απογείωση και πολλά άλλα παρόμοια περιγράφουν το ερωτικό πάθος, όταν η παρουσία ενός άλλου ανθρώπου προκαλεί απέραντη ενεργητικότητα και ευδιαθεσία, ενώ η απουσία του καταγράφεται ως στέρηση βασανιστική. Πολλοί άνθρωποι σε κάποια στιγμή της ζωής τους έχουν βρεθεί-βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση. Τι είναι όμως αυτό που τους κάνει να νιώθουν έτσι και τι είναι αυτό που πυροδοτεί τα εκρηκτικά αυτά συναισθήματα; Μα ο Έρωτας! Ναι αυτός ο έρωτας αυτός, ο οποίος καμαρωτός καμαρωτός ήρθε και στάθηκε μπροστά τους.
Αναμφίβολα οι ποιητές είναι αυτοί που έχουν την ικανότητα να περιγράψουν το ερωτικό πάθος γιατί είναι οι πιο κατάλληλοι από τους γιατρούς και τους ψυχολόγους. Είναι οι ποιητές οι οποίοι έχουν καταφέρει να μας κάνουν να νιώσουμε τι σημαίνει ερωτικό πάθος και αυτό γιατί; Γιατί έχουν τις κατάλληλες λέξεις να το πουν χωρίς να επιχειρούν να το εξηγήσουν. Με την εξήγηση ασχολείται η επιστήμη και αυτός είναι ο λόγος που δεν έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει την ουσία του ερωτικού πάθους. Πέτυχε όμως το εξής: Να εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στο σώμα, τη χημεία, τις διαδικασίες που ενεργοποιούνται μέσα στον εγκέφαλο αλλά και μέρος των συναισθημάτων ακόμα.
Ένα όμως μέρος του ερωτικού πάθους δεν έχει καταστεί δυνατό να περιγραφεί και να εξηγηθεί με ακριβή τρόπο. Είναι το φαντασιακό, το φαντασιακό του καθενός και της καθεμιάς, με τις εικόνες και τους πόθους που έρχονται στο νου και την ψυχή του κάθε ερωτευμένου και ερωτευμένης τη στιγμή που ζει το ερωτικό του-της πάθος. 
Στον έρωτα πρέπον είναι να συνδυάζεται η επιθυμία με τη λογική, όπου οι δύο σύντροφοι, γνωρίζοντας το πως, ελεύθεροι ζουν μαζί και αγαπιούνται χωρίς ο ένας να είναι κτήμα του άλλου. Οι φαντασιώσεις που ξυπνούν από τον έρωτα αυτού του τύπου δεν αποτελούν εμπόδιο να βλέπουμε καθαρά τον άλλον και το τέλειο του συντρόφου αντί να μας κάνει να χάνουμε τον εαυτό μας, μας κάνει να τον αγαπάμε περισσότερο μέσα από την αγάπη που απλόχερα μας δίνει. Η αγάπη στη σχέση αυτή έχει βάθος και είναι δυνατή, χωράνε δε και η αρμονία και οι συγκρούσεις και η χαρά και η λύπη. Χαρακτηριστικό δε του Έρωτα - Αγάπη - Πάθος είναι ότι οι δύο σύντροφοι διατηρούν μεν την αυτονομία τους ως ανθρώπινα όντα αλλά η ένωση όμως επέρχεται μέσα στη σχέση τους, την οποία τρέφουν με τα σχέδια τους, με τις επιθυμίες τους, τις εμπειρίες τους που μπορεί να είναι κοινές αλλά και προσωπικές ακόμα του καθενός, τις οποίες όμως μοιράζονται οι σύντροφοι.
Η επιθυμία για σεξ διαφέρει από το ερωτικό πάθος, καθ'ότι στο ερωτικό πάθος το ενδιαφέρον και η προσοχή του ατόμου εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Η ποιότητα ντοπαμίνης που παράγεται στους ερωτευμένους είναι κατά πολύ ισχυρότερη από αυτήν της χρήσης κοκαϊνης. Όταν δε ερωτευτούμε, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να προκαλέσει την ίδια ευχαρίστηση και τη διέγερση των εγκεφαλικών κυττάρων.
Υπάρχει δυσκολία για κάποιο άτομο που αγαπάει πολύ να διακρίνει αν νιώθει πάθος ή βαθιά αγάπη. Έντονα συναισθήματα και τα δύο χωρίς καμιά αμφιβολία, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η δυνατή επιθυμία για τον άλλον. Στη βαθιά αγάπη ο σεβασμός είναι αυτός που επικρατεί, αρχικά προς τον ίδιο μας τον εαυτό, την αυτοτέλεια και τις επιθυμίες του και φυσικά προς τον άλλον. Όταν δε είμαστε πολύ ερωτευμένοι, μπορεί να κρίνουμε πως ο σεβασμός δεν χωράει ή ότι είναι περιττός στον έρωτα που βιώνουμε, όμως δεν παύει να είναι αυτός που από ένα σημείο και μετά προασπίζει την αγάπη και τη σχέση και δίνει διάρκεια στον έρωτα-αγάπη-πάθος.
Το ερωτικό όμως πάθος υπάρχει περίπτωση να μας οδηγήσει ή στην απόλυτη καταστροφή ή στην απόλυτη ευτυχία. Αυτό δε εξαρτάται από τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι χειριζόμαστε τη κατάσταση. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως μια σχέση μπορεί ή πρέπει να στηρίζεται μόνο στο πάθος, καθ΄ότι κάποια στιγμή αυτό τελειώνει. ΄Οταν δε τελειώσει, θα πρέπει να μετατραπεί σε αγάπη, στοργή, τρυφερότητα, σεβασμό. Τα στοιχεία αυτά είναι που διατηρούν την ερωτική σχέση δυνατή και ζωντανή και την οδηγούν σε άλλη πίστα και πάλι, σε αυτήν του πάθους. Κύκλος δηλαδή. Κάποιοι έχουν την ικανότητα να το ελέγχουν, ενώ κάποιοι άλλοι αφήνονται να καθοδηγούνται από αυτό.
Η απουσία του άλλου υπάρχει πιθανότητα να είναι βασανιστική και να οδηγεί σε στεναχώρια και θλίψη, ενώ η παρουσία του παρέχει χαρά και ευεξία. Αναμφίβολα το πάθος και ο έρωτας μπορεί να είναι το κέντρο του κόσμου μας. Και τα δύο μαζί μας δίνουν την αίσθηση ότι είμαστε πανίσχυροι και ικανοί για τα πάντα. Ο έρωτας και το πάθος είναι χημεία και παράλληλα ταύτιση ψυχολογίας. Αν διαπιστώσουμε ότι ταιριάζουμε πολύ με έναν άνθρωπο, συνήθης επιδίωξή μας είναι να είμαστε μαζί του όσο το δυνατόν περισσότερο. Με τον τρόπο αυτό πλην του ότι είμαστε σωματικά και ψυχικά μαζί του, δενόμαστε επί πλέον και σε επίπεδο καθημερινής τριβής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μας φαίνονται όλα βαριά και δυσβάσταχτα όταν δεν είμαστε μαζί του. Ακόμα και τα πιο ασήμαντα και μικρά πράγματα έχουν άλλο νόημα όταν τα κάνουμε με το πρόσωπο που αγαπάμε. 
Ακόμα και ο πιο χαλαρός άνθρωπος μπορεί να χάσει τον έλεγχό του και να γίνει σκλάβος στο άγγιγμα, τη μυρωδιά και το φιλί του ερωτικού του συντρόφου.
Όπως θέλουμε επομένως το ονομάζουμε, το ουσιώδες είναι να το ζήσουμε!!






ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΕΙΝΑ " Ανθρώπινο ποτάμι "

Φωτογραφία: Γιάννης Μπεχράκης


Ανθρώπινο ποτάμι
τη μαύρη άσφαλτο πλημμυρίζει.
Αναδύεται μεσ'από βράχους απόγνωσης
ξεφεύγοντας το βέβαιο θάνατο.
Δίνες νερού τα κεφάλια των παιδιών
ζηλεύουν τα άλλα, εκείνα της όχθης,
να παίζουν στην ασφάλεια της αυλής τους.
Αφρισμένα τα μάτια των μεγάλων
ψάχνουν σε μακρινό ορίζοντα
ένα σπίτι, που όλο πλησιάζει
κι όλο απομακρύνεται.
Φουσκώνει απελπισμένο
το ποτάμι, φουσκώνει
και τη μαύρη άσφαλτο πλημμυρίζει.
Ε εσείς που δε βρέχετε τα χέρια!
να τα φοβόσαστε τ'ανθρώπινα ποτάμια.






ΧΑΤΖΗΘΩΜΑ ΖΩΗ " Αν σας ενοχλούμε, να φύγετε! "


Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έχω τη συνήθεια να παρατηρώ βλέμματα και να αφουγκράζομαι ανάσες γύρω μου. Μου έμεινε κουσούρι από τις πολλές φορές που κρυβόμουν πίσω από την πόρτα της κουζίνας και κατασκόπευα τους γονείς μου, όταν αυτοί νομίζοντας ότι εγώ και ο αδελφός μου έχουμε κοιμηθεί έκαναν λογαριασμούς: ήταν πάντα ανάσες στον ίδιο τόνο και βαριές, τα έξοδα για το σπίτι, τα φροντιστήριά μας και τα ψιλά που πάλευαν να καλύψουν τα πολλά και ο λογαριασμός πάντα έβγαινε λειψός με τις γροθιές και τα χείλη να σφίγγουν. 

Τα χρόνια περνούσαν και μεγαλώναμε, όπως και τα έξοδά μας για τις σπουδές. Ο δικός μου πατέρας πορευόταν με το σταυρό στο χέρι και την έγνοια να είμαστε τίμιοι και εργατικοί, φιλήσυχος, αθόρυβος, πολιτικά κάπου στο κέντρο και κάπου στα αριστερά, με το ρομαντισμό του αφελή πως ο κόσμος θα αλλάξει και θα γίνει καλύτερος...Κέντρο απόκεντρο δηλαδή και μη χειρότερα! Ο συνάδελφός του πάλι στο ίδιο γραφείο και με τον ίδιο μισθό είχε γίνει πλούσιος με βίλες, κόκκινο γυαλιστερό αυτοκίνητο, με ταξίδια στο εξωτερικό, απαραίτητη γραβατούλα και κασμιρένιο παλτό από μεγάλα πολυκαταστήματα της πρωτεύουσας που επισκεπτόταν οικογενειακώς τα Χριστούγεννα. Ήταν συνδικαλιστής γνωστός και κομματικό στέλεχος, θρασύς κενολόγος και απατεωνίσκος που είχε αναγάγει σε επιστήμη την κλεψιά. Η μάνα μου έβλεπε τη γυναίκα του συναδέλφου πάντα στην τρίχα και να πηγαίνει στο γυμναστήριο, για να διώξει τα παχάκια, ενώ αυτή τη μόνο γυμναστική που ήξερε ήταν να κάνει μπράτσα από το σιδέρωμα και το πλύσιμο!

Ο μάγκας αυτός ήταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, με θαλπωρή την κομματική στέγη και την πεποίθηση ότι ποτέ κανείς δε θα τον πειράξει οτιδήποτε και αν κάνει. Α, δεν είχαμε παράπονο όμως: τα πανάκριβα κρασιά του τα έπινε στην υγειά μας, στη υγεία όλων των κορόιδων. Και το εξοργιστικό είναι πως κανείς ποτέ δε βρέθηκε, κανένας δικαστής και καμία κυβέρνηση να του πει: ''Ώπα, ρε φίλε, παρ'το αλλιώς γιατί θα βρεις και θα βρεις άσχημα!''. 
Τώρα όμως ήρθανε ''χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι'' και ξαφνικά βρέθηκαν κάποιοι απίθανοι τύποι χωρίς γραβάτα και ενοχλούν. Γιατί ελέγχουν, ψάχνουν, θυμίζουν, ξεσκεπάζουν και φέρνουν στο φως σκελετούς κρυμμένους στις ντουλάπες τους. Στην ιδέα, λοιπόν, της δικαιοσύνης, τουλάχιστον στο πρόσωπο του δικού μου πατέρα άρχισε να αχνοφαίνεται ένα χαμόγελο και εμένα μου αρκεί. Είναι η αρχή, είναι κάτι έστω μέσα στο χάος.
Ο κόσμος ασφαλώς είναι πονεμένος, ταλαιπωρημένος και οργισμένος: στη στάση το πρωί για το αστικό, έξω από τράπεζες και σχολεία, φωνάζει για τον ΕΝΦΙΑ, για τη σύνταξη και την ανεργία. Όμως δεν ξεχνά ποιος τον φτωχοποίησε και ποιος τον έβαλε στα μνημόνια, τη στιγμή που δεν είχε ακούσει ποτέ του τον όρο ''μνημόνιο''. Ενώ τα μόνα υποβρύχια που γνώριζε ήταν αυτά στο καφενείο του χωριού τα καλοκαίρια. Και οι μόνες λίστες αυτές για ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Κανείς μας δεν έχει ξεχάσει το ατελείωτο φαγοπότι των τελευταίων σαράντα χρόνων και κανείς δε δίνει συγχωροχάρτι στις κλεψιές, στα σκάνδαλα, ούτε όμως τρομοκρατείται πλέον από απειλές για απολύσεις και γενικότερη υποβάθμιση της ζωής μας. 
Μπορεί να τα χάσαμε όλα, ευτυχώς η λογική μας δεν έχει καταλυθεί, παρά το δηλητήριο της προπαγάνδας, της λάσπης και της μηδενιστικής πολιτικής που αντιτείνεται. Ο κόσμος διψά για δικαιοσύνη και θέλει τη ζωή του πίσω, τα χαμένα του χρόνια πίσω, τα χαμόγελα των παιδιών του πίσω. Στη σκέψη και μόνο όσων αγαπημένων έφυγαν για πάντα από την κρίση δε θα χαρίσει και δε θα χαριστεί πλέον σε κανέναν, κάθε πράξη ελέγχεται και περνά από την κονίστρα της συνείδησης και της μνήμης. Και στην τελική φωνάζει με θυμό: Αν σας ενοχλούμε, να φύγετε! 
Αγωνιστικούς χαιρετισμούς σε κείνους που έληξε άδοξα η ερωτική τους σχέση με την κουτάλα. Κάποτε και οι μεγάλοι έρωτες τελειώνουν, έτσι είναι η ζωή. Και η ζωή δεν είναι κινηματογράφος, μην παραμυθιάζεστε, κυρίως όμως δεν μπορείτε να παραμυθιάσετε κανέναν από μας. Χαιρετίσματα και σε σένα, πατέρα, και στις αξίες μας και στην υπεραξία που μας έμαθες: να είμαστε Άνθρωποι και κοντά στον άνθρωπο που μας έχει ανάγκη! Ε, όλο και κάτι έμεινε μέσα μας από αυτά που μας έλεγες...Το παιχνίδι ακόμη παίζεται. Η ζωή μας άλλαξε, καιρός να αλλάξουμε και τη χώρα!





ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ - ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Ω , μέσα στη σιωπή η καρδιά του ποταμού πήρε μορφή ιερής κίνησης . Ο χρόνος ξαναγύρισε στην παιδική ηλικία στολισμένος με κίτρινες μαργαρίτες . Κι εμείς ευλογημένοι εραστές στο φως του φθινοπώρου προχωρούμε . Στα μάτια μας σκαλώνει η χαρά και τα χνάρια μας στη βροχή βαφτίζουμε . Η αγάπη μας ν’ αγιάσει ως το τέλος …
Χριστόφορος Τριάντης






Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

ΠΑΡΑΘΥΡΑΣ ΗΛΙΑΣ " ΑΜΑΛΙΑ "


Δεν αγαπώ το σώμα σου πιότερο απ' την ψυχή σου. Δεν σε σκέφτομαι γυμνή παρά στοχαστική να μου μιλάς . Πόσο με θέλγει ο μεστός σου λόγος. Τα χείλη σου κόκκινα και σαρκώδη δεν τα αναζητώ όσο το βλέμμα σου. Αυτό ποθώ να πέσει πάνω μου κι αυτό να με φιλήσει. Σκέφτομαι πως τέτοια διάθεση δεν μου 'βγαλε ποτέ άλλη γυναίκα. Ουσία να ζητώ και όχι τσόφλι. Άγγιγμα και όχι χάδι. Καρδιά ψυχή σε θρόνο. Όχι της σάρκας ξέσπασμα στου κρεβατιού το στρώμα. Μία ηδονή που χάνεται και άχαρα ξεθυμαίνει σαν θα τελειώσουν οι γρήγορες ανάσες και οι συσπάσεις των μυών. Έρωτας είναι τέλος να μην υπάρχει. Χαρά είναι η διαρκής ανακάλυψη του απέναντι θεού. Αυτό είναι που αισθάνομαι για εσένα. Αυτό πρώτη φορά που νιώθω.





Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΕΙΡΗΝΗ ΛΙΒΑΝΟΥ " Παιδικό τραγουδάκι "


--------
τιπ ταπ τιπ ταπ
Πόσο μ'αρέσει η βροχή! 
Σήμερα ψιχαλιζει .
Τιπ ταπ τιπ ταπ
Ακούω τον ήχο της τον μαγικό. 
Σαν να μου ψιθυρίζει .
Βρεχω για σένα! χαμογελώ.
τιπ ταπ τιπ ταπ
σηκώνομαι και πάω στην πόρτα 
Πόσο μ' αρέσουν της βροχής τα φώτα !!!
τιπ ταπ τιπ ταπ 
Γιατι δεν έρχεσαι βρέχω για σένα !
πάρε ανάσα κι' έλα σε μένα
Τιπ ταπ τιπ ταπ
μμμμμμμ μυρίζω τη μυρωδιά της 
Παίρνω την ομπρέλα μου και πάω κοντά της. 
τιπ ταπ τιπ ταπ τιπ ταπ τιπ ταπ
ειρηνη.






ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ( 30 Οκτωβρίου 1896 - 21 Ιουλίου 1928 )



Ο Κώστας Καρυωτάκης (Τρίπολη  30 Οκτωβρίου – Πρέβεζα 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Η ποίησή του διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού.Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δε δεκάδες ειδικά συνέδρια.
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη, γιος του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη και της Αικατερίνης το γένος Σκάγιαννη. Είχε μια αδερφή και έναν αδερφό. Παρακολούθησε εγκλύκλια μαθήματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Το 1913 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στα Χανιά, όπου συνδέθηκε συναισθηματικά με την Άννα Σκορδούλη (δεσμός που κράτησε ως το 1922). Το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε το 1917. Το 1918 επισκέφτηκε την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και συνελήφθη  ως ανυπότακτος. Αναγκάστηκε να καταταγεί, λίγο αργότερα όμως γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και πήρε αναστολή στράτευσης. Στις αρχές του 1919 προσπάθησε να λειτουργήσει προσωπικό δικηγορικό γραφείο χωρίς επιτυχία. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε ξανά και τον Οκτώβριο διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε ως τον Φλεβάρη του 1920. Τον ίδιο χρόνο απαλλάχτηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα ως ανίκανος και μετατέθηκε στην Άρτα. Ακολούθησαν μεταθέσεις στις νομαρχίες Κυκλάδων και Αττικοβοιωτίας, όπου το 1922 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, επίσης νομαρχιακή υπάλληλο την εποχή εκείνη.
 Κ. Καρυωτάκης -
 Αυτοπροσωπογραφία
Η Πολυδούρη ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη με πάθος και η σύντομη σχέση τους την οδήγησε στην απελπισία. Το φθινόπωρο του 1923 ο Καρυωτάκης παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε στην κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Πρόνοιας στην Αθήνα. Το 1924 ταξίδεψε στη Γερμανία και την Ιταλία. Δυο χρόνια αργότερα ταξίδεψε με αναρρωτική άδεια στη Ρουμανία μαζί με το συνθέτη ξάδερφό του Θ.Δ. Καρυωτάκη και στο τέλος του χρόνου μετατέθηκε στο τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων. Είχαν τότε ξεκινήσει οι μεθοδεύσεις των ανωτέρων του εναντίον του λόγω της έντονης συνδικαλιστικής του δράσης. Το 1927 μετατέθηκε στο τμήμα Λοιμωδών Νόσων και το 1928 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και συμμετείχε στην Οικονομική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων, ενώ αποσπάστηκε για πέντε μήνες στην Πάτρα. Στη θέση του στην Αθήνα επέστρεψε το Μάη του ίδιου χρόνου και αμέσως μετά από ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι μετατέθηκε στην Πρέβεζα, όπου τον Ιούλιο αυτοπυροβολήθηκε , στην παραλιακή τοποθεσία Άγιος Σπυρίδων, σε ηλικία τριάντα τριών ετών. Η ενασχόληση του Καρυωτάκη με τη λογοτεχνία ξεκίνησε σε ερασιτεχνικό επίπεδο γύρω στο 1912 όταν άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε λαϊκές εφημερίδες και περιοδικά (Παρνασσός, Ελλάς), ενώ σ’ όλη του τη ζωή ασχολήθηκε παράλληλα με τη σκιτσογραφία. Συνέχισε να δημοσιεύει στίχους και στα φοιτητικά του χρόνια, και το 1916 πραγματοποίησε μια διάλεξη στην αίθουσα εμποροϋπαλλήλων για τον ποιητή Ζοζέ Μαρία ντε Ερεντιά. Στις αρχές του 1919 ξεκίνησε τη συνεργασία του με το Νουμά και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων και το σατιρικό περιοδικό Γάμπα (μαζί με το φίλο του Άγη Λεβέντη), που γνώρισε επιτυχία, απαγορεύτηκε όμως μετά το έκτο τεύχος από τη λογοκρισία.

Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Μούσα, Λόγος (Κων/πολης), Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), Έσπερος (Σύρου), Νέα Τέχνη, Νέα Εστία, Εμείς (όπου το 1924 δημοσίευσε το ποίημα Ένα σπιτάκι, που συμπεριέλαβε στις Ελεγείες και Σάτιρες και αφιέρωσε στην Πολυδούρη) κ.α. Το 1920 πήρε το β’ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό για την ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Τραγούδια της πατρίδας. Το βραβείο παρέλαβε ο φίλος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, καθώς ο Καρυωτάκης νοσηλευόταν τότε στο Στ΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Το 1921 δημοσίευσε τα Νηπενθή, τη δεύτερη ποιητική συλλογή του και έγραψε τη θεατρική επιθεώρηση Πελ - Μελ μαζί με το Σακελλαριάδη (ενώ σημειώνεται επίσης το χαμένο μονόπρακτο θεατρικό έργο του Ο Άρρωστος, γραμμένο το 1920). Τελευτάια ποιητική συλλογή του είναι η Ελεγεία και Σάτιρες, που τυπώθηκε το 1927. Έγραψε επίσης πεζογραφήματα και μεταφράσεις και το 1928 δημοσίευσε το άρθρο Ανάγκη Χρηστότητος: Το Δημοσιοϋπαλληλικόν Ζήτημα. Ο Καρυωτάκης θεωρείται ως ο σημαντικότερος εκφραστής του λεγόμενου νεορομαντικού πνεύματος στην αθηναϊκή ποίηση του Μεσοπολέμου (στον ίδιο χώρο τοποθετούνται ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Τέλος Άγρας, ο Κλέων Παράσχος, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Κώστας Ουράνης και άλλοι). Ξεκινώντας από το χώρο του συμβολισμού με επιρροές από τους Μαλακάση, Βάρναλη αλλά και Heine και Laforgue οδηγήθηκε σταδιακά από τη ρομαντική αναζήτηση μιας βιώσιμης ζωής και την ονειροπόληση στη σάτιρα και το σαρκασμό, με προσανατολισμό τόσο την προσωπική ζωή όσο και τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Η ιδιαίτερη σχέση της ζωής του Καρυωτάκη με την εξέλιξη της ποίησής του και ο πρόωρος δραματικός θάνατός του, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της αντιμετώπισης του έργου του από τους μεταγενέστερους ποιητές, τη λογοτεχνική κριτική και το αναγνωστικό κοινό.



Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων. Αθήνα, 1919.
• Νηπενθή· Ποιήματα βραβευμένα στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό. Αθήνα, 1921.
• Ελεγεία και Σάτιρες. Αθήνα, Αθηνά, χ.χ.
ΙΙ.Πεζά
• Δεσποινίς Bovary. Αθήνα, Κέδρος, 1994.
ΙΙΙ.Δοκίμια
• Ανάγκη χρηστότητος· Ένα λανθάνον κείμενο κοινωνικής πολιτικής· Επιμέλεια – Σημειώσεις – Σχόλια Γιάννης Παπακώστας. Αθηνά, Φιλιππότης, 1986.
ΙV. Μετάφραση
• Ποιητικές μεταφράσεις· Δίγλωσση έκδοση. Αθήνα, Γραφή, 1980.
V.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Άπαντα έμμετρα και πεζά. Αθήνα,1938. 
• Άπαντα τα ευρισκόμενα · Τόμος πρώτος· Επιμέλεια Γ.Π.Σαβίδη. Αθήνα, 1965. 
• Άπαντα τα ευρισκόμενα · Τόμος δεύτερος· Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη. Αθήνα, 1966. 
• Ποιήματα και πεζά· Επιμέλεια Γιώργος Σαββίδης. Αθήνα, Ερμής, 1972. 
• Ποιητικές μεταφράσεις · Δίγλωσση έκδοση. Αθήνα, Γραφή , 1980.
• Οι μεταφράσεις του Κ.Γ. Καρυωτάκη. Αθήνα, Το Ροδακιό, 1994.
http://www.ekebi.gr/


Η τελευταία του επιστολή 

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928).

Η τελευταία επιστολή
Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης).
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία αυτής της επιστολής. https://el.wikipedia.org/

Το περιοδικό Η Γάμπα 



O Κώστας Καρυωτάκης δεν ήταν απλά ένας "καταραμένος ποιητής". Πολύ πριν το διορισμό του στο δημόσιο και την επαφή του μ' έναν περιβάλλον εργασίας κι έναν τρόπο ζωής που δεν ανταποκρινόταν στα προσωπικά του ιδανικά (και αποτέλεσε τη θρυαλλίδα του τέλους του), ο Καρυωτάκης είχε κάνει μια απόπειρα σατιρικής σταδιοδρομίας εκδίδοντας το εβδομαδιαίο, σατιρικό περιοδικό "Η Γάμπα" από κοινού με τον φίλο του Άγη Λεβέντη το Σεπτέμβριο του 1919. 
Το περιοδικό είχε προκαλέσει αίσθηση, αλλά κυκλοφόρησαν μόνο έξι τεύχη. Τα περισσότερα ποιηματάκια που δημοσιεύονταν είχαν τολμηρούς, ερωτικούς στίχους, το περιεχόμενο των οποίων θεωρούνταν αρκετά "προκλητικό" για τα υπερβολικά σεμνά ήθη της εποχής.http://www.gampa.gr/





ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

[Eίμαστε κάτι...]
Eίμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Eίμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Eίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972


Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά 'ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Aμάλθειο κέρας.

(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.

Oι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι. 
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω. 
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972


Αισιοδοξία
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Aς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.

Aς υποθέσουμε πως είμαστε εκειπέρα,
σε χώρες άγνωστες της Δύσης, του Bορρά·
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Aς υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν
τα παντελόνια μας, και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -σημαίες στον άνεμο χτυπούν-
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής-
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972


 «Αισιοδοξία», χειρόγραφο του Κώστα Καρυωτάκη

Kυριακή

O ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει
σήμερα που 'ναι Kυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.

Tα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.

Tώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο Θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.

Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972


Mικρή Aσυμφωνία εις A μείζον

A! κύριε, κύριε Mαλακάση,
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Tους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
A! κύριε, κύριε Mαλακάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972



Μυγδαλιά

Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.

Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει


Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...





Θάλασσα

Ομως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο
θανάσιμο πάθος δεν θα γαληνέψουν

Τα σύννεφα γιγάντικα φαντάζουν κι ασημένια
στο μολυβένιον ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως· σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.

Κι είναι θεριό η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της -- μπλαβό εκεί μακριά,
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο --
κάποια παράξενη θωριά.



 Με τη Μαρία Πολυδούρη

Αγαπημένη


Ι
Βρεθήκαμε μονάχοι στο μπαλκόνι∙
μας έσπρωξε κει πάνου αυτή η φροντίδα
που τα πουλιά στα δέντρα ζευγαρώνει.
Ολόφωτη στα σκοτεινά την είδα.
Η νύχτα με τη νύχτα των ματιών της
παράβγαινε —μα, μάταια— στη μαυρίλα∙
κάθε άστρο μπρος στ΄ αστέρια των ματιών της
τρεμόσβηνε σαν άλαδη καντήλα.
Τα μάτια της τα μάργαρα… Η ματιά της
εβύθιζε, πλατιά και γοργοφτέρα,
στα τρίπαχα σκοτάδια τη φωτιά της
κι επέταγε όλο πέρα κι όλο πέρα,
Σε κόσμους ονειρόβγαλτους, σε μάκρη
ανείδωτα. Στο δροσομάγουλό της
εκύλησε διαμάντινο ένα δάκρυ
και πρόδωσε το μαύρο στοχασμό της.
Εδάκρυσα. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε δειλή, κομματιασμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, πάψε πια, μην κλαις, αγαπημένη».
ΙΙ
Σε πέπλο συνεφένιο τυλιγμένο
εφάνηκε —κι ακλούθησε με χάρη
το δρόμο του τον ωριοχαραγμένο
μ’ αστέρια κι απ’ αστέρια —το φεγγάρι.
Οι αχτίδες του που παίζουν στο σκοτάδι
σιμά της σαν περνούνε, απαλαφήνουν
στη σάρκα της ζεστό ένα φωτοχάδι
και στα μαλλιά χρυσόσκονη της χύνουν.
Τα σκότια πια βαριά δεν την τυλίγουν
και κρούσταλο το δάκρυ της δε βρέχει
το μάγουλο∙ οι ματιές μας γλυκοσμίγουν
κι η σκέψη μας μακριά τώρα δεν τρέχει.
Μια δύναμη γιγάντινη τραβάει
και φέρνει το ένα στ’ άλλο τα κορμιά μας,
τα χείλια μας μια δύναμη κολλάει,
μια δύναμη πληθαίνει τα φιλιά μας.
Ξημέρωνε. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε μες στα φιλιά πνιγμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;)
«Ω, φίλα, φίλα, φίλα, αγαπημένη».

Ελεγεία και Σάτιρες, 1927




Τι να σου πω, φθινόπωρο

Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ' ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.

Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με τιο πρόσωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,

είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά...

Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.




Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.

Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιον ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.



Ο ποιητής στη Συκιά Κορινθίας με μέλη της οικογένειάς του 


Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.




[Ω Βενετία]

Ω Βενετία, πόλις από χρυσάφι κι από σμάλτο,
κορόνα στη λαμπρότητα της Αδριατικής,
Μέγα Κανάλι, Γέφυρα των Στεναγμών, Ριάλτο,
ω θύμηση ανεξάλειπτη μιας εκθαμβωτικής

νύχτας, που επερπάτησα στη μυθική πλατεία
του Αγίου Μάρκου, μπρος στο παλάτι των Δουκών,
ακούοντας να σφυρηλατούν τις ώρες μία μία
τα χάλκινα ομοιώματα των δύο στρατιωτών --

πόσο πλάγι σου φαίνονται μικρά και χωρίς βάθος
τα αισθήματα που μας κρατούν ακόμη εδώ στη γη,
εφήμερος η λύπη μας, αταίριαστο το πάθος,
ω αιώνια παράδοση του κάλλους και πηγή!




Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.



 Η οικογένεια Καρυωτάκη


ΠΕΖΑ 

Ο Κήπος της Αχαριστίας

Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία. Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος. Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα. Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια. Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών. Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες. Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις. Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία.

Όταν έρθει η τελευταία άνοιξις, ο κήπος μου θα 'ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους. Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια. Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς των στημόνες και θ' αναπνέω το άρωμά τους.

Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ' άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περσότερο, θα θυμάμαι.

Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία.

θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο. Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνησις, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα. Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη.

Κάτου από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα.

Και ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αλεξανδρινή Τέχνη", Γ' , 8-9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1929. Το χειρόγραφο σώζεται σήμερα στο αρχείο του Γ.Θ. Καρυωτάκη. Είναι καθαρογραμμένο με μελάνι από τη μια όψη ενός φύλλου 31Χ21 εκ

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας. Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα...  πηγή φωτογραφίας

Κάθαρσις

Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ενα και, χαίδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ - παφ, παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να είπω «κύριε Aλφα».

Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα 'χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Ωχ, αυτός ο Αλφα, κύριε Βήτα...»

Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλωσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν' αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».

Αλλα πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...»

Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.

Κανάγιες!

Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.

Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρια πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ' ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα.

Δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα.

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι...
πηγή φωτογραφίας 

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ 





ΠΗΓΕΣ 
http://www.snhell.gr/
http://karyotakis.awardspace.com/