Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ - ΤΟ ΤΟΥΝΕΛ

πηγή φωτογραφίας 


Επέστρεφα με τον ηλεκτρικό από το Θησείο στο σπίτι. Ήταν Παρασκευή 24 του Ιούνη, περίπου δέκα και μισή το βράδυ. Τις τελευταίες ημέρες ο υδράργυρος είχε πάρει τον ανήφορο. Λόγω της ζέστης, είχα κατέβει από νωρίς για να κάνω καμιά βόλτα στον πεζόδρομο. 
Όταν μπήκα στο τρένο και φτάσαμε στο Μοναστηράκι, άδειασαν κάποιες θέσεις. Βολεύτηκα σε μία από αυτές. Η απέναντί μου παρέμεινε άδεια. Την φαντάστηκα να κάθεται εκεί και χαμογέλασα. Κάθε φορά που τύχαινε να βρισκόμαστε απέναντι στο τρένο, συνήθιζα να καρφώνω το βλέμμα μου επάνω της. 
Μου άρεσε να της τραβώ την προσοχή και να παίζω μαζί της είτε με τα μάτια είτε με τις γκριμάτσες του προσώπου μου. Κάποιες φορές υποδυόμουν τον άγνωστο συνεπιβάτη. Τη φλέρταρα. Ανταλλάσαμε ματιές, της έκανα πονηρά νοήματα, της έδινα σε σημείωμα το τηλέφωνό μου. Διασκεδάζαμε με τις αντιδράσεις των διπλανών μας. Είχε πλάκα.
Στην Ομόνοια τα βαγόνια γέμισαν ξανά. Όσο περνούσε η ώρα και αραίωναν τα δρομολόγια, τόσο στις αποβάθρες συνωστίζονταν περισσότεροι. Ο συρμός, ξεκίνησε αμέσως και εξαφανίστηκε μέσα στο τούνελ προχωρώντας για το σταθμό «Βικτώρια».
Κάποια στιγμή, ενώ το τρένο είχε αναπτύξει όλη του την ταχύτητα, ταρακουνηθήκαμε ολόκληροι από το απότομο φρενάρισμα. Αρκετοί από τους όρθιους ταλαντεύτηκαν επικίνδυνα. Οι περισσότεροι κρατήθηκαν από τις χειρολαβές ή από το διπλανό τους για να μην χτυπήσουν. Οι σιδερένιοι τροχοί στρίγκλιζαν πάνω στις ράγες ενώ από κάπου μπροστά φάνηκε μια ξαφνική λάμψη. Μερικοί, σχολίασαν αργότερα πως ακούστηκε ταυτόχρονα κι ένας παράξενος γδούπος. 
Το τρένο ακινητοποιήθηκε. Έριξα μια ματιά γύρω μου. Ο χώρος έξω φωτιζόταν αμυδρά. Δεξιά μας, σε απόσταση αναπνοής από τα παράθυρα, ορθωνόταν η μαυρίλα του τσιμεντένιου τοίχου. Από την άλλη μεριά, ξεχώριζε μέσα στο μισοσκόταδο ο χώρος όπου περνούσαν οι διπλανές ράγες. 
Το τούνελ, έτσι όπως ήταν σταματημένος ο συρμός, έμοιαζε με μακρύ γκρίζο λαιμό που κανείς μας δεν μπορούσε να προσδιορίσει σε ποιο ακριβώς σημείο του είχαμε σκαλώσει. 
Η ζέστη, ήταν αρκετά αισθητή και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή και ανυπόφορη. Κάποια στιγμή έσβησαν για λίγο τα φώτα. Επεκράτησε μικροπανικός. Οι περισσότεροι διαμαρτύρονταν και γκρίνιαζαν με μια εμφανή ανησυχία στη φωνή τους. 
Μετά από πέντε λεπτά περίπου, έγινε η πρώτη ανακοίνωση. Ο μηχανοδηγός, μας ενημέρωσε πως το τρένο θα μείνει ακινητοποιημένο για κάποια ώρα λόγω προβλήματος. Άγνωστο πόσο. Καμιά εξήγηση για το λόγο της καθυστέρησης. 
Αυτό, αντί να καθησυχάσει τους επιβάτες, τους προκάλεσε περισσότερη ανησυχία και ανασφάλεια. Άρχισαν αμέσως τα σχόλια και οι διαμαρτυρίες.
Όσο περνούσαν τα λεπτά, η ατμόσφαιρα όλο και βάραινε. Δίπλα μου μια κοπέλα γύρω στα είκοσι πέντε μιλούσε στο τηλέφωνο με μια φίλη της. Ανάσαινε με δυσκολία. Έκανε αέρα με ένα χαρτί, της διηγιόταν το συμβάν ζητώντας της να της κρατήσει συντροφιά γιατί αισθανόταν πως θα την έπιανε κρίση πανικού. 
«Βρε παιδιά, έλεος, ανοίχτε κανένα παράθυρο», φώναζαν κάποιοι που βρίσκονταν στριμωγμένοι στη μέση, σ’ αυτούς που κάθονταν στα καθίσματα. Όμως τα παράθυρα ήταν όλα ανοιχτά. Η αλήθεια είναι πως όσο οι ανάσες μας γίνονταν γρηγορότερες είχαμε την αίσθηση πως δεν έφτανε ο αέρας.
Έξω από το τζάμι, φάνηκε η φιγούρα κάποιου να περπατά κατά μήκος των γραμμών. Πρέπει να ήταν ο μηχανοδηγός ή κάποιος βοηθός του. Κρατούσε ένα φακό, έριχνε το φως του κάτω από το τρένο και κάτι κοίταζε. Πιο πολύ επέμενε κάτω από το δικό μας το βαγόνι. 
Στη συνέχεια, πήγε μπροστά στη μηχανή και σε λίγο επέστρεψε ψάχνοντας πάλι με το φακό. «Τι γίνεται ρε φίλε, γιατί σταματήσαμε,» του φώναξε δυνατά ένας επιβάτης. «Αυτοκτονία έγινε», του απάντησε ξερά αυτός και απομακρύνθηκε. «Καλά τον άκουσα εγώ τον γδούπο,» σχολίασε κάποιος. «Και η λάμψη που φάνηκε ήταν από το βραχυκύκλωμα εξ αιτίας αυτού που έπεσε στις γραμμές», είπε ένας άλλος.
Λίγο αργότερα, έγινε η επόμενη ανακοίνωση από τα μεγάφωνα. «Προσοχή, σε λίγο θα ανοίξουν οι πόρτες και οι επιβάτες θα κατευθυνθούν με τα πόδια προς την αποβάθρα του σταθμού». 
Μόλις άνοιξαν οι πόρτες, φάνηκε πως το ύψος από το έδαφος δεν ήταν και μικρό. Ο κόσμος άρχισε όπως-όπως να πηδά κάτω. «Οι μικρότεροι να βοηθήσουν τους μεγαλύτερους», συμβούλευε ο μηχανοδηγός που περνούσε από δίπλα μας και προχωρούσε προς τα πίσω βαγόνια. 
Από παιδί μου άρεσε να βοηθώ όπου μπορούσα. Ενστικτωδώς γύρισα προς τις πόρτες. Κάποιοι ακόμα προσπαθούσαν να κατέβουν. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν και τόσο μικρότερος πια. Είδα μια γηραιά κυρία που προσπαθούσε να βρει τρόπο να κατέβει και προσέτρεξα να την κρατήσω. Μετά, τα παράτησα απογοητευμένος.
Στο τούνελ δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Μικροί, μεγάλοι, γέροντες, μικροπωλητές με τα πράγματά τους, δημιούργησαν ένα παράξενο μπουλούκι. Ο καθένας, κατά μόνας ή με την παρέα του, με τα πράγματα στο χέρι, προσπαθούσε με κόπο να προχωρήσει. Στα μισοσκότεινα και στα σκυφτά, γιατί εκτός από τις ράγες, στα τσιμέντα υπήρχαν φυτεμένα σίδερα και σκόνταφτες παντού.
«Να εδώ από κάτω είναι,» είπε κάποιος, και έδειξε κάτω από το βαγόνι που ήμασταν. «Χωρίς κεφάλι,» συμπλήρωσε. 
Άπλωσα ασυναίσθητα το χέρι μου για να πιάσω το δικό της. Ήξερα πως κάτι τέτοια, μακάβρια πράγματα, την πανικόβαλαν. Κάποιον σκούντησα δίπλα μου, και με έκοψε με την άκρη του ματιού του. Προχώρησα, χωρίς να κοιτάξω προς τα εκεί που είχαν μαζευτεί μερικοί περίεργοι. 
Αυτοί που προηγούνταν, γύριζαν προς τα πίσω και με υψωμένα τα κινητά προς το μπουλούκι των επιβατών, τραβούσαν φωτογραφίες. Τα φλας έδιναν και έπαιρναν.
Ένας νεαρός, γύρω στα τριάντα πέντε, που έσερνε με δυσκολία μια βαλίτσα με ροδάκια, ακούστηκε δίπλα μου να λέει αγανακτισμένος. «Θες να πεθάνεις, ρε κύριε, τράβα πέσε από κάπου αλλού. Από καμιά ταράτσα. Είναι ανάγκη να ταλαιπωρείς τόσους ανθρώπους;»
Όταν στο βάθος φάνηκαν τα φώτα του σταθμού, καταλάβαμε πως είχαμε εγκλωβιστεί περίπου στα ογδόντα μέτρα πριν από τις αποβάθρες. Αρκετά κοντά, σε σχέση με την αίσθηση που είχαμε στο ακινητοποιημένο τρένο. 
Ο αυτόχειρας, ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, προφανώς είχε ξεφύγει της προσοχής και χώθηκε στο τούνελ λίγο πριν έρθει το τρένο με σκοπό να το συναντήσει.
Από την άλλη μεριά της αποβάθρας είχαν φτάσει οι διασώστες, οι πυροσβέστες και αρκετοί αστυνομικοί για να απεγκλωβίσουν τον άτυχο άντρα. 
Θα ήταν γύρω στις έντεκα και τέταρτο, όταν μαζί με κάποιους άλλους φτάσαμε με τα πόδια στην Αχαρνών για να πάρουμε κάποιο από τα τελευταία λεωφορεία της γραμμής. Βρήκαμε ακόμα δυο τρεις εκεί. Όλοι την ίδια συζήτηση είχαν. Ανακουφισμένοι πια, ξανάπιαναν τις λεπτομέρειες και ο καθένας πρόσθετε τα δικά του. 
Ανάμεσά τους, δυο συνταξιούχοι, εκθείαζαν το καινούργιο πολιτιστικό κέντρο του ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος». Είχαν πάει εκείνο το απόγευμα στα εγκαίνειά του. Έλεγαν μάλιστα πως, με αυτό που συνέβηκε, τελικά τους βγήκε ξινό. Άξιζε όμως τον κόπο και συνιστούσαν στους άλλους να πάνε να το δουν μιας και ήταν ελεύθερη η είσοδος μέχρι τη Δευτέρα. 
Μια γυναίκα δίπλα του, Αλβανίδα μάλλον, γύρω στα σαράντα, κουνούσε το κεφάλι της και συμφωνούσε μαζί του για την μεγάλη ταλαιπωρία. «Έβγαλα και φωτογραφίες να τις δείξω στον άντρα μου. Να γλιτώσω την γκρίνια γιατί αποκλείεται να με πιστέψει τόσο που θα αργήσω», μας έλεγε και κοίταζε με αδημονία προς το βάθος του δρόμου περιμένοντας να δει το λεωφορείο να έρχεται.
Εγώ, ήμουν ο μόνος που έστεκε αμίλητος. Κάποια στιγμή, το χέρι μου πήγε ασυναίσθητα στο τσεπάκι του πουκαμίσου που είχα το πακέτο με τα τσιγάρα. Έβγαλα ένα και πήγα να το ανάψω. Το μετάνιωσα και κατέβασα τον αναπτήρα. Το γαμημένο, σκέφτηκα, τόσο καιρό λέω να το κόψω κι ακόμα το ίδιο βιολί βαράω. Τόσοι γιατροί μου το έχουν πει. Τζάμπα κάνεις τις εξετάσεις. Κόψε το τσιγάρο. Αυτό θα σε στείλει. 
Τη θυμήθηκα πάλι. «Να το κόψουμε μαζί», μου πρότεινε συχνά.
Τελικά, το λεωφορείο ήρθε δύο τσιγάρα αργότερα.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΣΕΠΗΣ»







1 σχόλιο: