Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Santina Konstantinidou " Απουσία " - Διήγημα







Το σπίτι μια παλιά μονοκατοικία στην Καστέλλα στον Πειραιά είχε αυλή με μαύρο άσπρο πλακάκι και γλάστρες με διάφορα λουλούδια , μπιγκόνιες , βασιλικούς , τριανταφυλλιές , γεράνια 
και ένα γιασεμί που σκαρφάλωνε στον ασβεστωμένο τοίχο της αυλής .
Τα δωμάτια του σπιτιού ήταν χτισμένα περιμετρικά στην αυλή , υπήρχε επίσης μια σιδερένια σκάλα που ανέβαινε στην ταράτσα . 
Σ ‘ αυτό το σπίτι ζούσε η οικογένεια , οι γονείς με τα τέσσερα παιδιά τους .
Ο πατέρας της οικογένειας δούλευε σκληρά , πάνω από  δέκα -δώδεκα ώρες την μέρα .
Μια Κυριακή η μαμά μαζί με τα δυο μεγαλύτερα παιδιά ξεκίνησαν για να πάνε επίσκεψη σε μια φίλη της μαμάς, τα δυο μικρότερα κοριτσάκια την Ανθούλα και την Ερατώ δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους και έτσι έμειναν στο σπίτι , από εκείνη τη στιγμή και μετά οι μικρές ήταν όλο γκρίνια και νεύρα .
Ο μπαμπάς γύρισε γύρο στις τέσσερεις το απόγευμα στο σπίτι , οι μικρές παίζανε στην ταράτσα .
Επειδή δεν έτρωγαν φρούτα , προσπάθησε να τους ανοίξει την όρεξη με πολύ φαντασία , αγάπη και μεράκι . 
Έδεσε ένα σχοινάκι από τη μια άκρη στην άλλη άκρη της αυλής και ένα ακόμα χιαστί και κρέμασε έντεχνα σταφύλια και κεράσια πάνω στο σχοινί , έβαλε και μια πιατέλα με μεγάλες φέτες δροσερό καρπούζι στο τραπεζάκι και τις φώναξε να φάνε φρούτα παρέα .
Οι μικρές τσαντίστηκαν δε θέλανε με τίποτα να κατέβουν , κρεμάστηκαν στο κάγκελο της ταράτσας τον κοιτούσαν και του λέγαν όχι δεν ερχόμαστε . 
Ελάτε κοριτσάκια μου , κοιτάξτε εδώ πόσο όμορφα είναι ! 
εδώ είναι ο παράδεισος !
Οι μικρές θυμωμένες και με τσιριχτές φωνές άρχισαν να χτυπάνε νευρικά παλαμάκια με τα χέρια τους να τον κοροϊδεύουν και να τραγουδούν δυνατά μια βλακεία που είχαν ακούσει στη γειτονιά από δυο άλλες πιτσιρίκες που έμεναν στο διπλανό σπίτι .
Άρχισαν λοιπόν να του τραγουδούν παράφωνα και πολύ δυνατά 
‘’ σκατά να φας σκατά να πιεις σκατά να μαγειρέψεις , από τα σκατά να σηκωθείς και στα σκατά να πέσεις ‘’ το είπανε μια , δυο τρεις απανωτές φορές με θυμό και χτυπώντας τα χέρια τους ρυθμικά , ξανά και ξανά αυτός από κάτω δεν αντέδρασε καθόλου , ούτε μίλησε , τις κοίταγε έκπληκτος , οι μικρές είχαν αλαλιάσει , συνέχιζαν να τσιρίζουν , σκατά να φας σκατά να πιεις κ.λ.π. 
ο μπαμπάς τους εξαφανίστηκε μπήκε μέσα σε ένα δωμάτιο , οι μικρές κοίταγαν από πάνω με απορία , απόλυτη σιωπή ! τίποτα , οπότε για να του τραβήξουν την προσοχή άρχισαν να πετάνε από την ταράτσα κάτι παλιά πλακάκια που σκάγανε με κρότο στην αυλή και να του λένε που είσαι ? 
έλα να φας σκατά ! καμία απάντηση . 
Ξαφνικά βλέπουν ένα τεράστιο φαρδύ μπατζάκι και την άκρη μιας μαύρης ομπρέλας να ξεπροβάλει από το κουζινάκι και σιγά – σιγά βγαίνει ο μπαμπάς ! ντυμένος Σαρλώ ! φορούσε μαύρο φαρδύ παντελόνι , χάρτινο αυτοσχέδιο καπελάκι , μουστάκι και ύφος ίδιο με του Σαρλώ ! 
Άρχισε να περπατάει στην αυλή κρατώντας τη μαύρη ομπρέλα και να μιμείται τον Σαρλώ ! 
ήταν πολύ αστείος , οι μικρές ξεχάσανε το θυμό τους 
και άρχισαν να γελάνε ! μπαμπάκο - μπαμπάκο φώναζαν , κατέβηκαν τρέχοντας τις σκάλες και έπεσαν στην αγκαλιά του ! 
Εκείνος τις αγκάλιασε με απέραντη τρυφερότητα ! γελάγανε ! φάγανε κεράσια ! τα ομορφότερα , τα πιο γλυκά κεράσια
της ζωής τους !
Εκείνο το απόγευμα το σπίτι της Καστέλας , 
ντύθηκε καλοκαίρι ! 
η γειτονιά βυθισμένη στη θερινή ραστώνη , 
η αυλή με το μαύρο άσπρο πλακάκι ! 
τα πολύχρωμα λουλούδια , 
η σιδερένια σκάλα που ανέβαινε στην ταράτσα , 
ίσως να έφτανε και μέχρι τον ουρανό ! 
και ένας μικρός παράδεισος από φρούτα , 
κρεμασμένος στο σχοινάκι της αυλής !
Η πατρική αγάπη , η παιδική αθωότητα και η ξενοιασιά 
ήταν εκεί , το γιασεμί λυγερό , λευκό και μυρωδάτο , 
τα γεράνια ,οι μπιγκόνιες , οι τριανταφυλλιές ! ήταν εκεί , 
τα δωμάτια περιμετρικά χτισμένα ήταν εκεί , 
όλα ήταν εκεί .

Ο Σαρλώ μόνο απουσίαζε ...

Santina Konstantinidou









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου