Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΓΟ



























" Όπως και να έχει, το ποίημα είναι μια στιγμή δωρεάς, μια στιγμή χάριτος· είναι τρόπον τινά η προσευχή του ποιητή μπροστά στο μυστήριο του κόσμου, με την ομορφιά και την ασχήμια του, το μεγαλείο και τη μικρότητά του. Κάθε προσευχή είναι ενέργεια και η πλάση χρειάζεται τις προσευχές όλων μας – ποιητών και μη.

Ακολουθώ τις νύχτες το φεγγάρι
τις σκιές
παίρνω από πίσω τη σκιά μου.
Γιατί, τι είναι ο ποιητής; 
Ένα υπάκουο σκυλί που ιχνεύει τη σκιά του
ψάχνει τα θηράματα που χτύπησε ο Θεός 
να του τα πάει." 


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 

Η Γιώτα Αργυροπούλου γεννήθηκε στους Κωνσταντίνους Μεσσηνίας. Σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Ζει στην Καλαμάτα.

Έχει εκδώσει τις συλλογές ποιημάτων:
Τοιχογραφία της άνοιξης, Καστανιώτης 1998,1999,
Τοιχογραφία της άνοιξης(συμπληρωμένη έκδοση) Μεταίχμιο 2006, 2010,
Νερά απαρηγόρητα, Πλανόδιον 2004,2009,
Διηγήματα, Μεταίχμιο 2010,
Ποιητών και Αγίων Πάντων, Μεταίχμιο 2013.
Ανέκδοτα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά έντυπα και ηλεκτρονικά.
To 2010 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την ποιητική συλλογή Διηγήματα με το βραβείο Γ. Αθάνας, ενώ η συλλογή Ποιητών και Αγίων Πάντων ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης .
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Ισπανικά, τα Γερμανικά και τα Ουγγρικά .

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2014) Τα ποιήματα του 2013, Κοινωνία των (δε)κάτων
(2013) 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών, Κύκλος Ποιητών
(2011) Τα ποιήματα του 2010, Κοινωνία των (δε)κάτων
(2009) Τα ποιήματα του 2008, Κοινωνία των (δε)κάτων
(2007) Τα ποιήματα του 2006, Κοινωνία των (δε)κάτων

ΒΙΒΛΙΑ

Τοιχογραφία της άνοιξης , Καστανιώτης 1998,1999


Αισθήματα και εικόνες από την συνάντηση με το μαγικό γεγονός της ζωής συμπυκνωμένα σε μικρά άτιτλα ποιήματα, επιγραμματικού χαρακτήρα. Τοποθετήθηκαν με τρόπο ώστε να απαρτίζουν ένα ενιαίο ποίημα, μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος γύρω από την ομορφιά και το ανέφικτο του έρωτα .

Ποιήματα 

Ορκίστηκες να μ’ αγαπάς
σε μια σκηνή στην έρημο
σ’ ένα παγόσπιτο στη χιονισμένη Αλάσκα.

Δεν πήγαμε τόσο μακριά.

=======

Νεκρή γραμμή.
Το καλοκαίρι τέλειωσε,
έφυγες σ’ άλλη γλώσσα.

Έπρεπε τώρα πια εγώ 
να τοποθετηθώ παράλληλα
σαν αναγνώστης ξένου βίου.

=======

Δυo έλκηθρα πήραν τα πράγματά σου
κι έφεραν στην κάμαρη σιωπή.
Τόση σιωπή στο δέρμα

που, μόλις έπεσε λίγη άμμος 
από ένα ξεχασμένο ρούχο σου
στο πάτωμα,
ήχησαν στο δωμάτιο πλήκτρα καλοκαιριού.

Σαν κλέφτης ονειρεύτηκα.

=======

Έρχεσαι με μάτια κάρβουνο
με χέρια Βεδουίνου
και μ’ ακουμπάς σιγά
στην άμμο.
Με παίρνεις πάλι στη φυλή σου 

Εσύ
που θες να σε ξεχάσω

πρωταθλητή της εξαφάνισης.
Φεύγεις με τρένα
με αεροπλάνα.
Βγαίνεις και ξεκουράζεσαι στον ύπνο μου.

Οι μόνες σου εμφανίσεις.

=======

Τώρα ξυπνώ κι έχω τη στάχτη σου
απλωμένη στην καρδιά μου.

Τοιχογραφία της άνοιξης , Μεταίχμιο 2006 ,2010 
συμπληρωμένη έκδοση. 




Η συλλογή περιλαμβάνει το σώμα της συλλογής που προηγήθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη ,και συμπληρώνεται με δεκαοχτώ νέα ερωτικά ποιήματα.

Ποιήματα
     Μελτέμι

Μετά από χρόνια αν ξαναπάς
στην Αμοργό,
θα είσαι πάλι δεκαεννιά.
Στη χώρα οι δρόμοι δε θα σ’ έχουν λησμονήσει.
Εδώ,
στον άνεμο που σφύριζε θαυμαστικά,
ένα φουστάνι σου που φόραγες
λευκό
είχες χαρίσει .

     Τα τζην και τα μακώ

Καμμιά φορά γυρίζεις και θυμάσαι
όχι φορέματα που ντύθηκες
και καθρεφτίστηκες φιλάρεσκα
μες των αντρών τα μάτια,
μα κάτι ρούχα ταπεινά,
πού΄ χες μ΄ αυτά τα χρόνια σου τα δεκαεννέα ντύσει
και πέσαν από πάνω σου αργά.
Η κοριτσίστικη ντροπή σου τα κρατούσε
και σώμα με σώμα δύσκολα
ο έρωτας νικούσε στο τρυφερό το πάλεμα.
Σώμα με σώμα
αίμα με αίμα
μέθαγε στα χέρια του το ξαφνιασμένο δέρμα
πήγαινε από πάνω σου να πέσει
και αυτό.
Τα τζην και τα μακώ
τα ταπεινά τα ρούχα γυρίζεις και θυμάσαι
το ρίγος του κορμιού
των δεκαεννιά χρονών.


     Στην Πάτμο – κοιτάζοντας τη Χώρα

Στην Πάτμο 
κάτω απ΄ το μεγάλο αρμυρίκι 
στην άσπρη παραλία 
να μη χορταίνεις να κοιτάς 
βασίλισσα τη Χώρα.

Ολημερίς κάτω απ΄ τον ίσκιο 
τρεις τέσσερις ομήλικοι θαμώνες.
Χαρτιά ρακέτες, άλλος βιβλία, μια κιθάρα.
Εκεί ένα μελαχρινό παιδί απ΄ τη Λαμία ένας Γιάννης
–διάβαζε Τα άνθη του κακού και τον Λωτρεαμόν –
ήθελε να σωθεί από μια Μαρία.

Γύρνα και κοίτα του είπα αντί για μένα 
βασίλισσα τη Χώρα 
στεφανωμένη απ΄ τα κλαδιά 
που μας κρατούν σκιά.

Κανένας δεν με παρακάλεσε ως τότε μη φύγω από το σπίτι, 
μη φύγω από την πόλη,
μη φύγω από κοντά του. 
Κι αυτός με επιμονή που με ακολούθησε χαράματα ως το πλοίο
μου ζήτησε με πάθος να μη φύγω. 
Μη φύγω από πού- απ΄ τη σκιά...

Κι ούτε ποτέ κανείς 
με παρακάλεσε μετά.

ΝEΡΑ ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΑ, Πλανόδιον 2004, 2009 




Μια νοσταλγική περιδιάβαση στον χαμένο παράδεισο των παιδικών χρόνων, ένα ελεγείο της χειροποίητης ζωής των περασμένων χρόνων στην ελληνική ύπαιθρο. Με την ομορφιά και τη γοητεία των παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών μεταφέρονται στην τέχνη της ποίησης μικρά και μεγάλα στιγμιότυπα της ζωής, ο τόπος, οι ασχολίες, οι άνθρωποι. Tα νερά, που για την ποιήτρια κυλούν απαρηγόρητα στο ασφοδελό χωριό της, γίνονται νερά παρηγορητικά, αφού ρέοντας από το συλλογικό παρελθόν μας σώζουν από τη λήθη εικόνες ομορφιάς, αλήθειας, ιθαγένειας.


Ποιήματα 
     Στο Δημοτικό

Τα μήλα ήταν μέλι.
Ο Μίμης και η Άννα αδέρφια αγαπημένα.
Δεν κάπνιζε το τζάκι τους,
δε μάλωναν,
δεν τα ΄παιρνε ο πατέρας στο χωράφι.
Όλα κυλούσαν ήρεμα στο αναγνωστικό.
Άστραφτε νιάτα κι ομορφιά η βασίλισσα στο κάδρο
και το πουλί περιπλεγμένο μες στις δάφνες.

Σε φέτες απορίας γευόμουνα τον κόσμο.
Δεν άλλαξε η γεύση του,
συνήθισα μονάχα.

     Συννεφιασμένη Κυριακή

Ξεχασμένα τζουκ μποξ σ΄ αδειανά καφενεία
και η παλιά πελατεία
φωτογραφία στον τοίχο.
Ξεχασμένα τζουκ μποξ 
χωρίς ήχο.

Θυσίαζα σε σας το χαρτζιλίκι μου .
Και τι δε θα θυσίαζα και τώρα
που έμεινε η Κυριακή
σαν καλαμιά
στον κάμπο.

     Μάνα

Ι
Μαύρο πηγάδι
άσπρος γιαλός
και το θολό ποτάμι.

Μάζευες άσωτα νερά
μ’ έσωζες στην ποδιά σου.

ΙΙ
Ακόμα έχει ανάμεσα στα φρύδια της
την έγνοια μου.

Ακόμα
το πιο κακό μου όνειρο
είναι ότι τη χάνω. 
ΙΙΙ
Θα' ρθει χειμώνας 
χωρίς ρόδια και σύκα ξερά, χωρίς κυδώνια 
κρεμαστά στο μπαλκόνι.

Χωρίς τα παραμύθια σου
που έλιωναν το χιόνι.

Διηγήματα,Μεταίχμιο 2010 
( Βραβείο Γ. Αθάνας της Ακαδημίας Αθηνών)



Τα Διηγήματα, μικρά αλλά και εκτενέστερα ποιήματα αφηγηματικού χαρακτήρα, μεταφέρουν στην ποίηση ερωτήματα της ύπαρξης γύρω από τα μικρά και τα αιώνια, τα καθημερινά και τα αρχέτυπα, γύρω από το χρόνο και το θάνατο, μα και την αφθαρσία της ποίησης και του μέλους. Oπως φαίνεται στο πρώτο ποίημα της συλλογής που δίνει και τον παράδοξο –προκειμένου για ποίηση- τίτλο, η ποιήτρια υπερασπίζεται την τέχνη της και δέχεται να παίξει το παιχνίδι μιας εκδοτικής συναλλαγής που εκδίδει πεζά, νουβέλες, διηγήματα, μυθιστορήματα αλλά όχι …ποιήματα.

Ποιήματα
     Η μετακόμιση

Ι
Χθες μετακόμισα δυο δρόμους παραπέρα.
Αέρισα καλά το ξένο σπίτι 
αλλά μυρίζει ακόμα φαγητά
τσιγάρα
αναπνοές.

Χθες μετακόμισα
μια μοναξιά
πιο πέρα.

ΙΙ
Σ΄ αυτό το σπίτι θα ’ρθουν
λιγότεροι συγγενείς 
θα ρθουν λιγότεροι φίλοι.
Δε θα το μάθουν καν πως μετακόμισα 
δε θα χτυπήσουν το κουδούνι.

Τακτοποιώ τα πράγματα . Άλλο ένα άδειο σπίτι.
Βιβλία, δίσκοι- άχρηστοι πλέον,
μικροπράγματα,
από μετακόμιση σε μετακόμιση
έφτασαν σώα ως εδώ.
Από σπίτι σε σπίτι αναλογίζομαι, μετρώ, 
έχασα ανεπαίσθητα 
ανθρώπους που αγαπούσα 
στη ζωή μου. 

ΙΙΙ


Η ανάμνηση από τη μυρωδιά τους ,
η κουβέντα τους, έφτασε αλώβητη ως εδώ.
Λίγες φωτογραφίες
ανάμεσά τους ξετυλίγουν τη ζωή μου.
Και ας μη μάθουν καν πως μετακόμισα.
Κι ας μη χτυπήσουν το κουδούνι.
Πρώτη μου μέρα στο καινούργιο σπίτι
το κατέκλυσαν
άνθρωποι που αγάπησα,
που έχασα,
και έφτασα ανεπαίσθητα
μια μοναξιά πιο πέρα.

ΙV 
                  Στον Τάσο Πορφύρη

Άλλαξα σπίτια, πόλεις.
Δώδεκα χρόνων αφήσαμε το σπίτι μας 
το πέτρινο, το δίπατο,
που τ΄ αγκωνάρια του έχτισαν Λαγκαδιανοί μαστόροι.
Στης σάλας τον παλίμψηστο σοβά –ασβέστης στο λουλάκι-
χάραζα της παιδικής μου μοναξιάς ταξίδια.
Απ΄ το μπαλκόνι αγνάντευα συμμορίες παιδιών
νυφιάτικες πομπές 
κι ολοφυρμούς, 
σκηνές ζωής ολάκερης
κι απαρασάλευτης ενόμιζα 
σαν τον Ταΰγετο αντίκρυ μου και το Τετράζι.

Αφήσαμε τον αργαλειό και τον κομό,
τη λάμπα, το λεβέτι μας, το σίδερο. 
Κλειδώσαμε με το βαρύ κλειδί 
το κρύψαμε στη θέση του
σα να ΄ταν να γυρίσουμε το βράδυ.

Μπροστά η μάννα κι ο πατέρας μου
το φορτωμένο γαϊδουράκι 
πίσω εγώ με τον παππούλη μου, 
ραγδαίο πρωτοβρόχι. 
Μία ομπρέλα αντρική μου είχαν δώσει να βαστώ
και ο αέρας μου την έπαιρνε. 
Από το άλλο χέρι κρατούσα τον παππούλη μου
που κάθε τόσο πισωγύριζε 
έλα παππούλη φτάνουμε και τον τραβούσα από το χέρι 
και έτρεχαν τα μάτια μου 
για τον παππού που πισωγύριζε
για τη ζωή που αφήναμε με κείνα πίσω τα πράγματα
που ξαφνικά τα ΄παν παλιά.

Πηγαίναμε στα μωσαϊκά, στα χωλ, 
στα κουτουρού πηγαίναμε 
μ΄ έναν παλιό παππούλη.
Ώ εκείνη η μετακόμιση 
με τη βροχή ,το πισωγύρισμα 
με το χωριό μου που ξεμάκραινε
βρέξει δε βρέξει πια σε κάθε μετακόμιση
το ίδιο εκείνο σπίτι αφήνω.

V
Τελευταία άρχισα να πετάω πράγματα
ρούχα έπιπλα βιβλία.
Παίρνω μαζί λιγότερα 
παίρνω όλο και πιο λίγα- 
ώ να χωρούσαν πάλι κάποτε 
σε ένα γαϊδουράκι
ώσπου να φύγω πούπουλο
στην τελευταία μετακόμιση 
με μόνο το καλό μου το φουστάνι. 


Ποιητών και Αγίων Πάντων, Μεταίχμιο 2013 


Με τα ποιήματα της συλλογής η Γιώτα Αργυροπούλου αποτίει φόρο τιμής στην ποιητική οικογένεια· Από την άλλη μας ξεναγεί στην τοπιογραφία των νεανικών της χρόνων κατά τα οποία συντελέστηκε η μύησή της στην ποίηση. Μας βάζει στο ποιητικό εργαστήρι να παρακολουθήσουμε από κοντά το θαύμα της γέννησης του ποιήματος και καταθέτει προβληματισμούς γύρω από το τι είναι ο ποιητής, πώς γεννιέται το ποίημα, και «τι εννοεί εδώ ο ποιητής» – ποια είναι δηλαδή η πρόσληψη της ποίησης στις μέρες μας. Ποιήματα με βιωματικό χαρακτήρα αλλά και στοχαστική διάθεση –κομψά σατιρική κάποτε– μας αποσπούν από τα καθημερινά και μας μεταφέρουν στα σεπτά δώματα της ποίησης

Ποιήματα 
     Ποιητών και αγίων πάντων

Μας δίναν εικονίτσες 
που παρίσταναν αγίους και του Χριστού τα θαύματα.
Μάζευα προσεχτικά τις χάρτινες εικόνες
και τις βαστούσα στην παλάμη μου.
Παρηγορούσα κάθε πίκρα.

Αργότερα στη νιότη μου, όταν γύριζα βράδυ 
στο άδειο μου δωμάτιο με παγωμένη την καρδιά,
ως χαλεπόν η νεότης,
άνοιγα για συντροφιά εγκόλπια με ποιήματα.
Τί ζεστασιά.Τί βάλσαμο μου τόνωνε τα σπλάχνα.

Τώρα έχω παρέα στο κονάκι μου όλους μαζί
τους παρηγορητές και τους προστάτες.
Προσεύχομαι στη χάρη τους και λέω
ευλογημένο το όνομά τους.
Καμμιά φορά συγχέω τα ονόματα, βλάσφημο δεν είναι
αφού ο ίδιος ο Θεός, Ποιητής εκλήθη.
Ο Κώστας Καρυωτάκης, μυροβλήτης. 
Νικόλαος Εγγονόπουλος, τροπαιοφόρος
Κωνσταντίνος Καβάφης, ομολογητής.
Η Σαπφώ, γλυκοφιλούσα,γοργοεπήκοος.
Των δημοτικών μας τραγουδιών οι ανώνυμοι
άγιοι πάντες.

Αθλοφόροι, ιαματικοί και ελεήμονες, 
τόσοι ακόμα ποιητές να με παρηγορούν 
τόσοι ακόμα ποιητές να με συντρέχουν

      Κ. Π. Καβάφης

I

Είναι υψηλή της ποιήσεως η σκάλα
έγραψε αυτός που επρόκειτο να γίνει
ποιητής
των ποιητών

και να σταθεί στην κορυφή
μονάχος.

Είναι υψηλή της ποιήσεως η σκάλα.
Στο ασανσέρ μεγάλο στριμωξίδι.

VII

Στην προκυμαία συναντάω που και που τον σωσία του Καβάφη.
Με τα χρόνια έμαθα πως είναι σοβατζής, ψευτοδουλεύει ακόμα.
Δεν είναι μόνο η φυσιογνωμία και το δέμας του
που μοιάζουν απαράλλαχτα στις λιγοστές φωτογραφίες του ποιητή
και στου Κεφαλληνού το σχέδιο.
Κάτι στοχαστικό στην όψη του
και μια μελαγχολία αδιόρατη
στον ποιητή προσιδιάζουν.
Όποτε συναπαντώ τον μοναχικό ετούτο άνθρωπο να περπατά
να κάθεται σε κάποιο καφενείο
με κατακλύζει η συμπάθεια, σχεδόν ευγνωμοσύνη.
Χωρίς να το γνωρίζει
είναι το καλό μου το στοιχειό σε αυτήν την πόλη
ο ταπεινός
με αποσπά από τις έγνοιες μου
τη σκέψη μου
στην ποίηση την φέρνει.



Η Γιώτα Αργυροπούλου με τους ποιητές  Τάσο Πορφύρη, Τάσο Γαλάτη, Λουκά Κούσουλα, Γιάννη Κουβαρά. 


ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

      i) Στο κατάστρωμα

Δεν είναι πια 23-24 χρονώ
– η ηλικία αντιστραμμένη.
Περασμένα 32, 42 μπορεί.
Η νεότητα κάποτε επιμένει

και αγαπά να στέκεται σε μέλη
μέτωπα, χείλη και μαλλιά 
που έχτισε ο έρωτας με γεροσύνη 
και ομορφιά

κι αποχωρεί σιγά σιγά χωρίς βιασύνη
- όχι από ελεημοσύνη,
μα κάτι πίσω ακόμα την κρατά 
στα ιδεώδη μέλη, μέτωπα, χείλη και μαλλιά. 

Τον ποιητή που έστησε κούρους αρχαϊκούς 
στην ποίηση, ο Καρίμ δεν ξέρει.
Βρέθηκε πάνω στο πλοίο της γραμμής 
στην ξενιτιά του να τον φέρει

κι αναπολεί μονάχος στο κατάστρωμα 
την πόλη του Αλεξάνδρεια, έρωτες, γειτονιά ,
και τη δικιά του θάλασσα 
καράβια στο λιμάνι φορτηγά. 

Την αθανασία μέσα από την ποίηση δεν κέρδισε
ο Καρίμ αντίκρυ μου - πέρασε τα τριάντα.
Αναζητά τον επιούσιο όπου γης
και θα αγνοεί για πάντα

τον ποιητή που σμίλεψε αγάλματα 
στης Ποίησης την Τέχνη.
Κι αν συναντούσε τον Καρίμ

ποιος ξέρει, θα τον έστεφε 
με αμάραντο στεφάνι
πλάι στον Ρέμωνα, 
τον Ιασή, τον Λάνη. 


       ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ , τεύχος 73-74


     ii) Καρυάτιδες

Απ΄ το Θησείο κοιτάζω την Ακρόπολη.
Το Ερέχθειο. Ο Παρθενώνας.
Τα μάρμαρα συντάχτηκαν στο προαιώνιο κάλλος
και ώ μεσημβρία Αττικής 

έξι κορίτσια σκίρτησαν και βγήκαν στο μπαλκόνι.


Εδώ σ΄ αυτό το ξάγναντο στην πλήθουσα Αδριανού
άνθρωποι καθημερινοί περνοδιαβαίνουν.
Χαζεύουν το Σίσυφο Σαμψών
με μία πέτρα μόνιμα στο ματωμένο του κεφάλι 
κοιτάζουν την Ακρόπολη, 
το μάταιο που κουβαλούν στους ώμους τους το βάρος
αποθέτουν.

Ανάμεσά τους γυναίκες καθημερινές 
μονάχη καθεμιά του οίκου της Καρυάτιδα 
σκίρτησε Κυριακή πρωί και βγήκε 
εδώ καταντικρύ στα μάρμαρα 
στο προαιώνιο κάλλος . 


Κι όπως για λίγο καθεμιά 
το μάταιο που κουβαλά στους ώμους της 
το βάρος αποθέτει, 
θαρρώ πως είναι εκείνη 
η μία 
η Καρυάτιδα που λείπει.

       Eντευκτήριο τ. 82


     iii) Η βαρύτητα

Τί αδιανόητο!
H γη είναι στρογγυλή,
στο σύμπαν περιστρέφεται 
και βλέπουμε ανατολές, 
δειλινά και φεγγαροχυσίες.
Πώς δεν γινόμαστε πεφτάστερα και μείς, 
μετεωρίτες 
η άσπρη η φοράδα, το πουλάρι της, 
πώς δεν αδειάζει να χυθεί απ΄το πηγάδι μας 
νερό ούτε μια στάλα;

Με τα πολλά πειθάρχησα
το νόμο της βαρύτητας να μάθω, 
μα κατά βάθος το φαινόμενο δεν το χωρούσε ο νους μου.

Κι ακόμη να συμβιβαστώ 
με της βαρύτητας το θρίαμβο 
το μονότονο, 
η γη βαθιά στο χώμα της 
δικούς μου 
να τραβάει. 

      Nέο Επίπεδο, τ.3

     iv) Στη Μεσσηνία του ΄60

                               Στην Μαρία Καρδαρά 



Δεν ήταν παραμύθια για παιδιά 
ν΄ ακούν καθώς λαγοκοιμόντουσαν τα βράδια 
για διψασμένους, νηστικούς στο Μπεζεστένι
αλαλιασμένους μες στον ήλιo
αλυσωμένους
ν΄ ακούν πώς τους πηγαίναν λίγους λίγους προς Νιoχώρι
να ρίξουν τα κουφάρια τους στην άπατη Πηγάδα.

Δεν ήταν ιστορίες για παιδιά
ν’ ακούν το άλλο βράδυ για τους χίτες
ονόματα, ηλικίες και συγγένειες 
φονικά αρμαδιαστά, αμαρτίες.

Δεν ήταν παραμύθια για παιδιά 
ποιος ο καλός, ποιός ο κακός 
στο τέλος ποιός θριαμβεύει
ήταν η ιστορία του τόπου τους 
στη Μεσσηνία του ΄60. 
Θολή και μπερδεμένη, 
έτσι την αποστήθισαν οι αυτόπτες 
άνθρωποι αγράμματοι - κούτσουρα, λέει, απελέκητα. 
Με δυο ξερές κουβέντες την ιστορία μνημόνευαν 
αποβραδίς που σμίγανε κι από τα δυο μου σόγια· 
τον Θουκυδίδη δεν τον ήξεραν 
με χίλια ζόρια τα κατάφεραν 
μείναν αχρείοι κατ’ αυτόν, ουδέτεροι 
οι συγγενείς μου αμέτοχοι 
στάσεως γενομένης.

Κι από κοντά τους έμαθα και ΄γω την ιστορία
αμέτοχη, δειλή να την κοιτάω.

        Σίσσυφος, τ. 6



ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η φωνή της Αργυροπούλου είναι λυρική , ελεγειακή μάλλον , ειλικρινής και αυθεντική, υγρή σε καιρούς ξηρασίας και μοντερνιστικής έξαρσης. Αξιοποιεί σωστά την ποιητική κληρονομιά και συνεχίζει από το δικό της κλαδί το τραγούδι της αρχαίας αηδόνας. Ανθούλα Δανιήλ , εφημερίδα Η Καθημερινή ,29-09-2009


Λέω πως ανεβαίνει μέσα από τη λαλιά της Αργυροπούλου ένας κόσμος αρχέγονος που την περιέχει αλλά και την ξεπερνάει ως υπαρξιακό βίωμα. Γι' αυτό και η ανάκληση του παρελθόντος που γίνεται σε αρκετά της ποιήματα, ιδίως στα Νερά απαρηγόρητα που τα θεωρώ, ως σύνολο, μεγαλύτερης ψυχικής έντασης και πυκνότητας, ουσιαστικά δεν είναι παρελθόν, αλλά ένας καθρέφτης του παρόντος που εντούτοις είναι βυθισμένος στο σώμα της, ως άλλος εαυτός, και καθρεφτίζει δέντρα και πουλιά χωρίς να χρειάζεται πάντοτε να υπάρχουν δέντρα και πουλιά κοντά της. 


«Διά βίου» μαθήτρια στα μονοπάτια της ποίησης και των δασκάλων της ποιητών, η Αργυροπούλου προκαλεί συγκίνηση με τους στίχους της. Γράφει ποίηση απλή που την καταλαβαίνουν όλοι, κάποιοι περισσότερο. Εξάλλου, όπως μας λέει η ίδια: «Δεν θέλω να καταλαβαίνουν την ποίηση/ μόνο οι ειδικοί./ Δεν πιστεύουν στο Θεό/ μονάχα οι θεολόγοι». Ποίηση χειροποίητη, που φθέγγεται απλά, αναβιώνει μνήμες, ξαναζωντανεύει στιγμές και συνδιαλέγεται με το χειροπιαστό και με το βιωμένο. «Σαν τις μανιάτικες ελιές/ θέλω να μοιάζουν τα ποιήματα/ με τα κλαδιά κοντά και κλαδεμένα» 



Γενικά θεωρώ ότι το κατόρθωμα εξαιρετικά δυσεύρετο στις μέρες μας της Αργυροπούλου είναι ότι, ενώ οι στίχοι της είναι φορτισμένοι με υποβλητική μαγεία , ο αναγνώστης δεν χάνει και την έλλογη επαφή μαζί της. 

          Μ.Γ.Μερακλής, Ιndex, τ. 28, Καλοκαίρι 2009


Η Γιώτα Αργυροπούλου γνωρίζει πώς να τοποθετεί τα θέματα και τους προβληματισμούς της μέσα στη φύση και εκεί, με τη βοήθεια των αυθεντικών εικόνων που ξεδιπλώνονται στον ανοιχτό ορίζοντα, να αναπτύσσει τις θεματικές της και να προτείνει λύσεις με συμβολισμούς και πρωτότυπα εκφραστικά σχήματα.

Η ποίηση της Γιώτας Αργυροπούλου, ένα δώρο πολύτιμο για την πεφορτισμένη ψυχή μας, μια παρηγορία και μια δύναμη για τις παντοειδείς αδυναμίες μας.


      Ηλίας Κεφάλας, ΦΡΕΑΡ, τ.4, Νοε-Δεκ 2013



Τα ποιήματα της Γιώτας Αργυροπούλου απεχθάνονται το επιβλητικό , εκδιώκουν το πομπώδες , αποστασιοποιούνται θεματικά και υφολογικά από κάθε είδους εκζήτηση. Χαμηλόφωνα και υποβλητικά αρτιώνουν τη νεωτερική τους ταυτότητα , αξιοποιώντας τη λεκτική λιτότητα , την αντλημένη από το φορτισμένο βίωμα δραματικότητα και τον τόνο της φυσικής ανθρώπινης επικοινωνίας . 

   Δημήτρης Κόκορης , Κριτικό και ποιητικό σήμα δεκατριών δημιουργών , Εμβόλιμον , τ. 69-70, φθινόπωρο 2013- χειμώνας 2014


Από τα ως τώρα βιβλία της διαπιστώνω πως είναι ποιήτρια του ανοιχτού χώρου, αλλά και του ανοιχτού και απροσποίητου λόγου, καθώς το βάθος και o ρυθμός της λαλιάς της πολλές φορές μου δημιουργούν τη ακουστική βεβαιότητα ενός αντίλαλου που κατευθύνεται και επιστρέφει ως νόστος  από αυτό τον ανοιχτό χώρο, τη φύση, το χώμα, τον γενέθλιο τόπο. Το λέω αυτό όχι για το εμφανώς βιωματικό των ποιημάτων της, το ότι δηλ. σχηματίζονται σαν εικόνες καμωμένες από τη σχέση αφής που η ποιήτρια έχει αναπτύξει με το φυσικό περιβάλλον και τα στοιχεία του, οργανικά κι ανόργανα, όσο για την κίνηση και τον ρυθμό αλλά ενίοτε τη μουσικότητα που παροχετεύονται αδιάκοπα προς τη γλώσσα της
  Αλέξης Ζήρας, Nέα Εστία, τ.1864, Δεκ 14





Εκτενές αφιέρωμα στην ποιήτρια Γιώτα Αργυροπούλου στο περιοδικό 
" Ο ΣΙΣΥΦΟΣ " τεύχος 6, ( ΙΟΥΛΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013 )


Περισσότερες  Κριτικές - Παρουσιάσεις

*Γιώτα Αργυροπούλου, Ποιητών και αγίων πάντων, diastixo.gr, 30.9.2014

*Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Ποιητών και αγίων πάντων, www.oanagnostis.gr, 13.2.2014

*Ανθούλα Δανιήλ, Ποιητών και αγίων πάντων, diastixo.gr, 28.10.2013

*Μαρία Στασινοπούλου, Γλώσσα απλή, γεμάτη χυμούς, "Εφημερίδα των Συντακτών", 7.9.2013

*Αρχοντούλα Διαβάτη, Ποιητών και αγίων πάντων, www.bookpress.gr, 4.7.2013

*Πόλυ Χατζημανωλάκη, Η ανθρώπινη ομιλία της ποιήτριας Γιώτας Αργυροπούλου: μιλώντας τη γλώσσα που μιλούσαν τα πουλιά στο "Τραγούδι του νεκρού αδερφού", Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013 

* Κώστας Παπαγεωργίου - Γιώτα Αργυροπούλου (Ποιητών και Αγίων Πάντων, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2013) - https://tapoiitika.wordpress.com/

*Πατήρ Παναγιώτης Καποδίστριας , Σκόρπιες σκέψεις για την απαρηγόρητη ποίηση της Γιώτας Αργυροπούλου , http://www.iskiosiskiou.com/

*Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιώτα Αργυροπούλου: επί συνόλου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013
*Τάσος Πορφύρης, Η ποιήτρια Γιώτα Αργυροπούλου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013
*Βαλεντίνη Καμπατζά, "Λειτουργία των γλωσσικών συμβόλων και των λαϊκών παραδόσεων στην ποίηση της Γιώτας Αργυροπούλου", Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013
*Χρυσούλα Σπυρέλη, Μια βραδιά ποίησης με τη Γιώτα Αργυροπούλου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013
*Γιώργος Θεοχάρης, Γιώτα Αργυροπούλου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013
*Γεώργιος Σπανός, Ποιητών και αγίων πάντων, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013
*Βασίλης Καραγιάννης, Η ημιτελής διήγηση για τη Γιώτα Αργυροπούλου και περί των "Ποιητών και αγίων πάντων" της, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013
*Αγάθη Γεωργιάδου, Σε αναζήτηση ποιητικής αυτογνωσίας, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013
*Βάσω Οικονομοπούλου, Έμπνευση και δημιουργία στην ποιητική συλλογή "Ποιητών και αγίων πάντων" της Γιώτας Αργυροπούλου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013

* Δ.Ι. Καρανδρέας, Φιλολογική τ.. 68
*Δημήτρης Μίγγας, Εντευκτήριο τ. 46
*Κώστας Μελτέμης, εφ. Ελευθερία Καλαμάτας 6/12/1998
*Μαρία Τσαγκαράκη, Φιλολογική  τ. 78
*Πάνος Παναγιωτούνης , Φιλολογικά Μετέωρα,11/3/2000
*Σωκράτης Σκαρτσής, Πρακτικά 23ου Συμποσίου Ποίησης Πάτρας 2003
*Μαρία Τσαγκαράκη, Φιλόλογος,τ.101
*Γιολάντα Πέγκλη, Πάροδος ,τ.9
*Χρυσή Καρπαθιωτάκη, Πάροδος ,τ. 14
*Μ.Μερακλής Ιndex,τ.28
*Χρίστος Παπαγεωργίου, Ιndex,τ.41
*Ελένη Παιδούση, Εντευκτήριο τ.70
*Γ. Σπανός , Πόρφυρας τ.132
*Γ.Βέης, Κριτική τ. 6
*Στέλιος Μαφρέδας Πάροδος, τ. 17
*Τάσος Πορφύρης, Πάροδος, τ. 17
*Περικλής Τσελίκης ,Πάροδος, τ. 39-40
*Βασίλης Λαλιώτης , Οροπέδιο,τ.3
*Γρηγόρης Τεχλεμετζής, Σίσυφος,τ.1
*Ανθούλα Δανιήλ, Εντευκτήριο τ. 93
*Χλόη Κουτσουμπέλη, Ένεκεν, τ. 19
*Ελένη Χωρεάνθη,Παρέμβαση,τ.156
*Κ.Μπαλάσκας, Η λογοτεχνική  Νέα Παιδεία ,τ. 134


































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου