Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ( 23 Νοεμβρίου 1913 - 30 Αυγούστου 2015 )

Ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος γεννήθηκε στις 23 Νοέμβρη του 1913 στον Κραμποβό (σήμερα Καστανοχώρι) Αρκαδίας, από γονείς αγρότες. Εκεί φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια στο «Ελληνικό Σχολείο» στο Ίσαρι. Το 1925 πήγε στην Αθήνα όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, τη, Nομική σχολή, και το Γαλλικό Iνστιτούτο. Μιλάει Γαλλικά, Αγγλικά και Ρώσικα.

Σαν φοιτητής πήρε ενεργό μέρος στο φοιτητικό κίνημα της εποχής και ήταν υπεύθυνος στη «Φοιτητική Φωνή», όργανο της αριστερής φοιτητικής παράταξης. Παράλληλα δούλεψε σε πολλές εφημερίδες. Από μαθητής στο γυμνάσιο είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύονταν στη «Διάπλαση των Παίδων», την «Παιδική Χαρά» και άλλα έντυπα. Αργότερα με το ψευδώνυμο Παύλος Ροδής δημοσίευσε ποιήματα, μελέτες και άλλα λογοτεχνικά κείμενα σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Στο διάστημα 1934 - 1936 ήταν Γραμματέας της Καλλιτεχνικής Επιτροπής στην «Ενωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας» (με μέλη τους: Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσο, Μενέλαο Λουντέμη, Γιώργη Ζάρκο, Τίμο Βιτσώρη, και Πέτρο Στυλίτη) και σκηνοθέτες στο Εργατικό Θέατρο. 

Το καλοκαίρι του 1936 με την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά η λογοκρισία σταμάτησε την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τίτλο «Εναγώνια» που βρισκόταν στο τυπογραφείο. Αργότερα για την όλη δραστηριότητά του συνελήφθη από την ειδική ασφάλεια, βασανίστηκε και μετατάχθηκε από τη σχολή εφέδρων αξιωματικών στο 11ο σύνταγμα πεζικού σαν απλός στρατιώτης. Πιο μπροστά μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές στο σπίτι του κατασχέθηκαν όλα του τα χειρόγραφα και καταστράφηκε όλο του το αρχείο. Πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας και στην Εθνική Αντίσταση.

Το 1946 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή. Όμως με τον εμφύλιο πόλεμο και τα γεγονότα που ακολούθησαν, διώχθηκαν όλα τα μέλη της οικογένειας του και για λόγους επιβίωσης υποχρεώθηκε, όχι μόνο να αναστείλει κάθε δραστηριότητα, αλλά να σταματήσει και κάθε δημοσίευση. Έτσι, μόλις το 1958 κυκλοφόρησε η «Αρκαδική Ραψωδία» που, μαζί με πολλά έργα του, ήταν έτοιμη από το 1919.

Με την έκδοση του τρίτου βιβλίου του, έγινε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών στις 2.6.1959 και παράλληλα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών στις 20.3.1960. Επειδή όμως η εκλογή του στο Σύνδεσμο προηγήθηκε, για λόγους ευαισθησίας παρέμεινε σ' αυτόν. Στις εκλογές Δ.Σ. που έγιναν το Μάρτη του 1961 προτάθηκε υποψήφιος και μετά την εκλογή του τιμήθηκε με τη θέση του αντιπροέδρου μέχρι τις 22.3.1967, οπότε έγινε Γενικός Γραμματέας για δύο διετίες και από 3.3.1971 ομόφωνα Πρόεδρος μέχρι τη Συγχώνευση του Συνδέσμου με την Εταιρεία στις 5 Δεκέμβρη 1982. Στις νέες αρχαιρεσίες που ακολούθησαν μετά τη συγχώνευση ήρθε πρώτος επιτυχών και διετέλεσε αντιπρόεδρος από 22.5.83 και συνέχεια πρόεδρος από 18.10.84 για δύο διετίες μέχρι τις 18 Μαρτίου 1989, οπότε αποσύρθηκε, για να επιμεληθεί το έργο του.
Πηγή φωτογραφίας 


Το έργο του
Ποίηση - Βιβλία

1) Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο, 1946. 2) Αρκαδική Ραψωδία, 1958. 3) Έκτη Εντολή, 1959. 4) Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές, 1961. 5) Το μεγάλο ποτάμι, 1964. 6) Τεκμήρια, 1968. 7) Τα ρόδα της Ιεριχώς, 1970. 8) Το τετράδιο της γης, 1971. 9) Μικρές Μαρτυρίες, 1972. 10) Εναγώνια, 1974. 11) Προσπελάσεις, 1976. 12) Σημαφόροι, 1980. 13) Εσπερινός Απόλογος, 1983. 14) Οι πληγές και τα παράθυρα, 1986. 15) Μακρινό ταξίδι, 1990. 16) Πέτρες, 1992. 17) Κέρματα, 1995. 18) Σε αναδρομική έκδοση: Ποίηση, τόμος Α΄ 1989 και Ποίηση τόμος Β΄ 1990. 19) Θροΐσματα ανέμων, 1996.

Μελέτες

Επαφές και προσεγγίσεις, 1981. Επίσης πολλές μελέτες που κυκλοφορούν σε ανάτυπα.

Ανθολογίες.

Αιγαιοπελαγίτικη Ποιητική ανθολογία, 1974
.
Μεταφρασμένα

Α) Στη Γαλλία κυκλοφόρησαν: α) «Έκτη Εντολή», 1961. β) Τα «Εναγώνια», 1975 και «Οι πληγές και τα παράθυρα» 1978, σε μετάφραση Gaston - Henry Ayfrée
Β) Στην Ιταλία, «Τα ρόδα της Ιεριχώς», 1970, σε μετάφραση Michele Innelli.
Γ) Στη Βουλγαρία, μια επιλογή 74 ποιημάτων με τίτλο «Το όραμα της Ιθάκης», 1989, σε μετάφραση Κιρίλ και Λιούμπεν Τοπάλοφ.
Δ) Στην Τσεχοσλοβακία μία επιλογή ποιημάτων, 1992, σε μετάφραση Ruzena Dostalova και Vaclan Danek.
Ε) Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε ξένα περιοδικά: Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ρώσικα, Ισπανικά, Βουλγάρικα, Τσέχικα, Σλοβάκικα, Πολωνικά, Αλβανικά, Τούρκικα, Σουηδικά, Αραβικά, Σλοβένικα, Ινδικά, Πορτογαλικά κ.ά.

Είναι μέλος

1. Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. 2. International writers and Artists Association. 3. Cruasada mundial a amistad. 4. Cento cultura, literario e artistico. 5. Société des poétes et des ecrivains regionalistes. 6 Connaissance Hellenique ( Association culturelle). 7. Ligue Franco - Hellenique. 8. Accadémia intenazionale di «PONZEN» 9. Εταιρία Εικαστικών Τεχνών «Α.Τάσσος». 10. Εταιρία «Οι φίλοι του Θεάτρου». 11. Ελληνοκουβανικός Σύνδεσμος Φιλίας. 12. Ελληνική Επιτροπή για την Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». 13. Ελληνική Επιτροπή Διεθνούς Δημοκρατικής Αλληλεγγύης.

Διακρίσεις

1. Χρυσό μετάλλιο της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων.2. Διεθνές ποιητικό μετάλλιο «Βαπτσάροφ».3. Α΄ Βραβείο «Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών».4. Μετάλλιο «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης».5. Who's who in the world (Η.Π.Α. Έκδοση 10η 1990)6. Βιογραφικό λεξικό Προσωπικοτήτων (Who's who 1979)7. Λεξικό Ελλήνων Συγγραφέων, Πράγα. 1975 (Slovnik Spisovatelu, Αρχαίων - Βυζαντινών - σύγχρονων εκδ. «Odeon»)
Μελοποιήσεις έργων του:

Η «Αρκαδική Ραψωδία» μελοποιήθηκε από το μουσικοσυνθέτη Ιωσήφ Μπενάκη και πρωτοπαρουσιάστηκε στην Τρίπολη (Κινηματογράφο Αρκαδία) στις 29.12.1980 με μεγάλη χορωδία και με τους πρωταγωνιστές της Λυρικής σκηνής Αντρέα Κουλουμπή και Μυρτώ Δουλή. Επαναλήφθηκε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά 3.2.81 στις εκδηλώσεις «Έκφραση» του Υπουργείου Πολιτισμού και στην τηλεόραση 2 στις 28 Οκτωβρίου 1987.Επίσης πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από διαφόρους συνθέτες, όπως «Ο Φονιάς» από τον Ιωσήφ Μπενάκη, «Ο Θρήνος της Μάνας» από τον Γιάννη Σπανό, επίσης το ίδιο ποίημα μελοποιήθηκε από τον Ιωσήφ Μπενάκη καθώς και «Ο ύμνος της ειρήνης». Ακόμα το ποίημα «Ναυάγιο» μελοποιήθηκε από τον συνθέτη Teo el Greco στη Νέα Υόρκη, και ο «Ύμνος στα Λύκαια» από τον Ηλία Στασινό. Επίσης το ποίημα «Ο Φονιάς» μελοποιήθηκε και από τον Φαίδωνα Πρίφτη και κυκλοφόρησε σε δίσκο.

Υποψήφιος για Nobel Λογοτεχνίας 2011

Ασκώντας το προνόμιο που διαθέτει από πολλές δεκαετίες, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, να υποβάλλει υποψηφιότητες Ελλήνων για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, για φέτος υποβάλλει δύο υποψηφιότητες από την Ελλάδα, η μια εκ των οποίων είναι αυτή του Αρκάδα ποιητή Ηλία Σιμόπουλου, από τον Κραμποβό, σημερινό Καστανοχώρι, Μεγαλοπόλεως. Ο άλλος προτεινόμενος υποψήφιος είναι ο Ακαδημαϊκός, συγγραφέας και ποιητής Ιάκωβος Καμπανέλλης.
Κάθε Αρκάς και ειδικότερα κάθε Μεγαλοπολίτης θα πρέπει να αισθάνεται υπερήφανος για την υψίστη αυτή τιμή που γίνεται στον Ηλία Σιμόπουλο, που με συνέπεια και σεμνότητα υπηρετεί τα ελληνικά γράμματα για περισσότερο από μισό αιώνα.http://www.inarcadia.gr/

πηγή φωτογραφίας 


Ο Θρήνος της Μάνας («Αρκαδική Ραψωδία»)

Όλη τη μέρα που 'λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.

Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου 'φευγε η λαλιά μου.

Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.

Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα - τι θάμα!- 
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.

Μεγάλωσες. Δε μ' άκουγες. Έφευγες όλη μέρα. 
Κι όταν τα βράδια μου 'λεγες «Η Λευτεριά μητέρα 
Θα ρθεί» μ' άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα. 

Μ' αν μου 'φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το 'ξερα πως θα γύριζες κ' ήταν γλυκός ο πόνος.

Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι 'ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν' ανέβω.

Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ' εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν' όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;

Μελοποιημένο ποίημα του Ηλία Σιμόπουλου, από τον Γιάννη Σπανό. (cd Γιάννης Σπανός - ανθολογία Γ'). Ερμηνεία: Αρλέτα



Ιερή Μνήμη («Τεκμήρια»)

Πατέρα μου αγρότη
πως τα ήξερες όλα.
Ν' ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γηνα μιλάς
με τ' αρνιά με τα δέντρα
ν' ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.

Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου 
Δε θ' άλλαζα εγώ
με τα' αλέτρι την πέννα.

Μ' απ' τους δυό μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ 'σουν! 


Ο Δρόμος («Τεκμήρια») 

Πόσες χαμένες μάχες
πόσες νίκες πικρές
πόσα ποτάμια αίματα
χρειάστηκαν
ν' ανοίξει ο δρόμος.

Μη σκαλίζεις τους τάφους.

Κάποτε
οι πόνοι θα σωπάσουν.

Τι θα φυτέψεις
Τι θ' αφήσεις
να σκέφτεσαι μόνο.

Είναι τόσο σύντομη
η διαδρομή.

Συνομιλία («Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο») 

Και ξανανθίσαν τα κλαδιά και φύγαν οι χειμώνες
και γιόμισε μ' ανθούς η γη και γιούλια κι ανεμώνες
και πλημμυρίσανε χαρές κι είναι ηδονές γεμάτα
τα γέρα τα καλότυχα και τα' ανθισμένα νιάτα.

Μα είναι κάποιοι κι όλο αυτούς στοχάζομαι 'γω μόνο,
που ακόμα δέρνει η χειμωνιά κι ακόμα ζουν στον πόνο. 
Κι όλο τους σκέφτομαι: άραγε της άνοιξης η ευωδιά 
θα πάει ν' αγγίξει κάποτε και η δικιά τους καρδιά.



Το Δέντρο («Η Έκτη Εντολή»)

Ο άνθρωπος, αγάπη μου 
Την ίδια ώρα 
γίνεται ποιητής ή δολοφόνος 
Ένας άγγελος τον παραστέκει 
Ένας δαίμονας του Χαμογελά.

Σκυμμένος στις εξισώσεις του 
Με πολλούς αγνώστους 
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιρισίμα 
Εξακοντίζει τους Σπούτνικ στους αιθέρες.

Ο άνθρωπος, αγάπη μου 
Μπορεί μονάχος του 
Να γίνεται φως ή νύχτα 
Να σκοτώνεται σ' όλους τους πολέμους 
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη 
Και να λυντσάρει το μικρό νέγρο 
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος 
την ομορφιά μιάς άσπρης.

Ο άνθρωπος, αγάπη μου 
Την ίδια ώρα 
Σηκώνει από τα Τάρταρα 
Τους ίσκιους του τρόμου 
Να φράξει το δρόμο μας 
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής 
Να μας χαρίσει το μέλλον 
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου 
και λες στους επισκέπτες 
-«Περάστε!».

Ο άνθρωπος, αγάπη μου 
Ποτίζει μέρα νύχτα 
Με το αίμα του και με τα δάκρυά του 
Το δέντρο της ζωής 
Που μεγαλώνει αφάνταστα 
Για να μας δώσει κάποτε 
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.


Η Ανατολή («Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές»)

Όθε κοιτάξω αρίφνητοι σταυροί
πάνου από ανθρώπους κι όνειρα 
Αχ, κ' έχω ένα βουνό καημό 
που δε μπορώ να πάρω ανάσα. 

Έλα μωρέ τρελοβοριά με τη μεγάλη σκούπα σου 
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα 
που μας σκεπάζουνε τον ήλιο 
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα που μας βαραίνουν Σα μολύβι. 

Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά 
-Λευτέρωσε το δρόμο της 
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά 
-Πως μπαίνει στην καρδιά μας το τραγούδι της. 
Σιγά αδερφέ 
Δε λέγεται με λόγια αλλά με δάκρυα 
Σιγά αδερφέ 
Δε λέγεται με δάκρυα αλλά με τόλμη 

Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά! 
Παραπονιάρη βιολιτζή Δε θέλω μοιρολόγια. 
Ταίριαξε τα τραγούδια σου στο βήμα το δικό της.
Το δρόμο μας τον βρήκαμε: 
Είναι η Ανατολή.

Το μεγάλο ποτάμι

Γυρεύοντας τον έρωτα, γυρεύοντας
την άνοιξη, γυρεύοντας τη γεύση
του ψωμιού, γυρεύοντας την ειρήνη
γυρεύοντας τα χείλη που πλέκουνε τραγούδια
γυρεύοντας την τέλεια μορφή, γυρεύοντας
τον άρτιο λόγο που θα ζωντανέψει τη μορφή
γυρεύοντας, γυρεύοντας, όλο γυρεύοντας
σπαταλήσαμε τη χρυσή νιότη που έδενε
τη ζωή με τ' όνειρο
Κι οδεύοντας
μέσα στη νύχτα φτάσαμε
στα σύνορα της νύχτας. Κι αρμενίζοντας
σ' ατελείωτους πόντους φτάσαμε
τα σύνορα του θανάτου. Και τώρα
έρμαια της ανάμνησης
τινάζουμε τα ντροπιασμένα μας φτερά
και ζητάμε βοήθεια. Κοιτάζουμε
το σύνορο που δεν περάσαμε
και ζητάμε βοήθεια. Απλώνουμε
τα χέρια στους φονιάδες μας
και ζητάμε βοήθεια. Η φωνή μας
χάνεται. Κανένα αφτί δε βρίσκεται
να την περιμαζέψει.
Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην πλώρη. Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην κουπαστή. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγον ύπνο:
Έλα ύπνε και πάρε μας. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο κουράγιο:
Βόηθα Χριστέ που γνώρισες
τον πλέριο πόνο. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο έλεος:
Δώσε μας Μοίρα το μαγικό κλειδί
ν' ανοίξουμε τα παράθυρα του στοχασμού
ν' ανοίξουμε τις πόρτες της καρδιάς μας
να ξεχυθεί πολύτιμος ο θησαυρός
της πικρής πείρας μαύρες κουκίδες
στη λευκότητα του χαρτιού
έτσι που να γνωρίσουν οι απόγονοι
την αγωνία τούτης της ώρας
που αθροίζοντας πόνο στον πόνο
μαρτύριο στο μαρτύριο
σπαραγμό στο σπαραγμό
κυοφορεί τον αόρατο κόσμο
του εικοστού πρώτου αιώνα.

 Το μεγάλο ποίημα


Ένα ποτάμι αιμάτινο
Κυλάει πάνου στ' αχνάρια μας
Πίσω απ' της άνοιξης την έπαρση
Παραμονεύει η νύχτα.

Εδώ σε τούτ' την έρημο
Που ζώνουν μόνο οι άνεμοι
Η μαύρη νύχτα και η σιωπή
Τη μοίρα μας θα πούμε.

Τα δάχτυλά μας αγρυπνούν
Απάνου στη σκανδάλη.
Μ' αυτά τα δάχτυλα θα γράψουμε
Το πιο μεγάλο ποίημα.

Αλήθεια πόσο ειν' όμορφο
Να ζεις και να ελπίζεις
Τα δακρυσμένα μάτια μας
Είναι γιομάτα θρίαμβο.

Έλα ρίξε δυο ριπές
Σημάδεψε ίσια στην καρδιά μας
Με τα μυδράλια των στίχων σου
Αδελφέ ποιητή.

Σ' αυτό το χώμα που πατάς
Τόσοι νεκροί μας ξαγρυπνούν
Ν' ακούσουν το τραγούδι σου.
Το μέλλον μας ανήκει.

Μοσκοβολάει τριαντάφυλλο η ζωή
Ο ήλιος είναι μέσα μας.

Άνοιξε το καλύβι μου
Και πάρε όλο το βιός μου
Άνοιξε και το στήθος μου
Και πάρε την καρδιά μου.

Σαράντα χρόνια ακούραστη
Χτυπάει για σένα μόνο.


Η Πληγωμένη Γη

Εμείς 
Εχτίσαμε όλα τα σπίτια 
του κόσμου. Όμως 
δεν έχουμε σπίτι.Εμείς 
Εσπείραμε όλα τα χωράφια 
της γης. Όμως 
δεν έχουμε ψωμίΕμείς 
Εσκοτωθήκαμε σε όλους τους πολέμους 
Όμως δεν έχουμε πατρίδα
Που πάμε
Η πληγωμένη γη στενάζει 
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματαΑλλά εμείς είμαστε η γη 
από τότε που υπάρχουμε
Εμείς 
τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας 
ο ένας του αλλουνούΣκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα 
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια.


Το μέγα μήνυμα

Γνωρίζω τα ματωμένα σου βήματα
στον απάτητο δρόμο.
Ξέρω τις αγρύπνιες σου στις αξημέρωτες νύχτες
της ανέλπιδης αναμονής.
Θυμάμαι
την ομορφιά σου, που δεν τη λέκιασε δάκρυ
τη μορφή σου
γιομάτη θυσία, εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια.
Και σ’ έχω πάντα μέσα μου
και σ’ αναπνέω.
Την ιστορία σου
την πήραν οι άνθρωποι, τα πουλιά και οι άνεμοι,
την έκαναν τραγούδι
και την τραγουδούν
όλα τα στόματα.
Την ιστορία σου
την πήρε η φήμη στ’ άσπρα της φτερά
και την ακούμπησε πα στο κατώφλι της αιωνιότητας.
Εσύ ποτέ δε θα πεθάνεις.
Τον τόπο που σε γέννησε τον λεν
Ε λ λ ά δ α.







Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

ΕΙΡΗΝΗ ΛΙΒΑΝΟΥ " Έρωτας στο fb. "


Φλερτ, πολλά φλερτ στο fb αλλά το βρίσκω σπάνιο να φτάσεις κανείς τόσο μακριά που να ερωτευθεί κάποιον. Και όμως! στην κολλητή μου τη Φλέρυ συνέβη.
Στην αρχή ο ‘’όμορφος’’ της μιλούσε ανοιχτά κανονικότατα στη σελίδα της.
«Είσαι όμορφη» και τέτοια. 
«Είχε όμως ο ατιμούλης ( κατά την έκφραση της κολλητής μου) έναν τρόπο να της τα λέει, που δεν την άφησε αδιάφορη. 
Πίναμε καφέ στη βεράντα μου και η Φλέρυ με ανοικτό το λάπτοπ, σε υπερδιέγερση μου μιλούσε για την ερωτική της ιστορία με τον ‘’όμορφο ‘’ του fb, δείχνοντας μου συγχρόνως τις φωτό του, που μου κίνησαν το ενδιαφέρον .
Όμορφος ο τύπος! Γύρω στα σαράντα τον κάναμε με τη Φλέρυ. Συνομήλικοι στο περίπου.
Η ιστορία τους προχώρησε τόσο που δεν γινόταν πια να συνεχιστεί ανοιχτά, και το inbox Πήρε φωτιά!
«Τι φοράς τώρα?» η πρώτη ερώτηση του ‘’όμορφου’’.
«Ένα μπλουζάκι κίτρινο» του απάντησε η Φλέρυ
«Έχει κουμπάκια?» ξαναρώτησε ο ‘’όμορφος’’ 
«Έχει κάτι πέρλες αντί για κουμπάκια» του απάντησε η Φλέρυ αφελώς. Δεν είχε καταλάβει ακόμη που το πήγαινε ο ‘’όμορφος.’’
«Ξεκούμπωσε τα» ήρθε και η καυτή διαταγή και επιτέλους η Φλέρυ ξύπνησε. 
Της άρεσε η συνέχεια! Ο ‘’όμορφος’’ ήξερε καλά το παιχνίδι και πολύ γρήγορα έβαλε και τη Φλέρυ σ’ αυτό
Πίνοντας τον καφέ μας στη βεράντα, η Φλέρυ, μου ξεδίπλωσε ένα σωρό λεπτομέρειες ξαναμμένη, και μ’ έκαναν ν’ ανατριχιάσω κι’ εγώ.
Αυτό συνεχίστηκε περίπου ένα μήνα, και ίσως συνεχιζόταν ακόμη αν δεν συνέβαινε το πιο απρόσμενο που θα μπορούσε να φανταστεί. 
Μια Δευτέρα που γύριζε από το ιδιωτικό σχολείο που δούλευε, (δασκάλα της τρίτης δημοτικού ήταν,) πρόσεξε ένα μαύρο άουντι που είχε κολλήσει στο πεζοδρόμιο δίπλα της ακολουθώντας το βήμα της σιγά –σιγά.
Η Φλέρυ γύρισε το κεφάλι της με περιέργεια, και…….. τον είδε. Ήταν ο ‘ομορφος’’
Νομίζοντας πως την γνώρισε, του χαμογέλασε και πήγε κοντά του.
Ακούμπησε τον αγκώνα της στο ανοικτό παράθυρο, και του είπε:
«Τι γίνεται όμορφε?»
«Πόσο πάει?» την ρώτησε αυτός φανερό πως δεν την είχε γνωρίσει, και την άφησε ξερή.
Η Φλέρυ τον κοίταξε για λίγο ενώ σκεφτόταν εκνευρισμένη:
Γαμώτο! Αυτό το κουμπάκι φταίει που ξεκουμπώθηκε πάλι και άφηνε να φαίνεται ελεύθερο το πλούσιο στήθος της, κι’ αυτός την πέρασε για…… που@@@α.
Η περιέργεια της για τον ‘’όμορφο’’ και λίγο η ντροπή, δεν την άφησαν να φανερωθεί. Άσε που είχε αρχίσει να της αρέσει και το παιχνίδι.
Πόσο να πηγαίνει άραγε? Αναρωτήθηκε. 
«Τι θα γίνει τώρα θα το σκεφτείς? Τη ρώτησε αυτός βάζοντας το δάχτυλό του ανάμεσα στα δύο στήθη της.
Τον ήξερε! Και της άρεσε αυτός ο τύπος! Δεν τραβήχτηκε. Άλλωστε όταν βρίσκονταν στο impox, αυτό της έλεγε ότι κάνει, πρώτο- πρώτο!! 
Θα του έλεγε στο δρόμο και ποια ήταν, και πως δεν ήταν αυτή η δουλειά της. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν το ‘’πόσο πάει’’ 
Αν του πω πενήντα θα είναι καλά? Ας του το πω και βλέπουμε.
«Πενήντα» του είπε χαριτωμένα. Άλλωστε πάντα χαριτωμένα μιλούσε η Φλέρυ. 
«Για πόσο?» Τη ρώτησε αυτός.
Η Φλέρυ δεν κατάλαβε τι την ρωτούσε. 
«Μισή ώρα είναι καλά?» Την ξαναρώτησε.
«Καλά είναι» είπε η Φλέρυ ανακουφισμένη που της έλυσε μόνος του το πρόβλημα.
«Εντάξει μπες μέσα»
Η Φλέρυ έκανε τον κύκλο του αυτοκινήτου και μπήκε .
Στο δρόμο της είπε πως θα την πάει αυτός σε ένα ξενοδοχείο που γνώριζε. 
«έχεις πρόβλημα μ’ αυτό? Αν θέλεις στο δικό σου………»
«Όχι δεν έχω. Πάμε σ’ αυτό που θέλεις εσύ». Του απάντησε κρυφογελώντας από μέσα της . Εκείνη το πολύ- πολύ να τον πήγαινε σε καμιά παιδική χαρά για πλάκα. 
«Πως σε λένε» τη ρώτησε κοιτώντας το δρόμο.
«Κική εσένα»?
« Νίκο» Στο fb το όνομά του ήταν Γιώργος.
Η ειλικρίνεια μας βαράει κόκκινο! Σκέφτηκε η Φλέρυ. 
«Πάμε πρώτα για ένα ντουσάκι» του είπε η Φλέρυ όταν μπήκαν στο ξενοδοχείο κι’ αυτός την κοίταξε παραξενεμένος. Ήταν ένα απ’ τα παιχνίδια του inbox αυτό με το ντουσάκι.
Μετά από το ‘’ντουσάκι’’ πήγανε στο κρεβάτι.
Η μισή ώρα έγιναν τέσσερις ώρες έτσι που ο ένας έπεσε να φάει τον άλλον.
Στα μεσοδιαστήματα της είπε ότι είναι παντρεμένος με μια παιδίατρο, και ότι αυτός ήταν μουσικός. 
«Και δεν πάει καλά ο γάμος σου?» γιατί βρίσκεσαι τώρα εδώ μαζί μου»?
« Καλός είναι ο γάμος μου αλλά σε είδα εκεί που περνούσες, και είπα να αλλάξω λίγο παραστάσεις»?
Την πιάσανε τα γέλια. Άκου να αλλάξει παραστάσεις;?
Τέσσερις ώρες και δεν βαρεθήκανε να κάνουν έρωτα και να μιλάνε σαν φίλοι. Μέχρι και ανέκδοτα είπανε. Όμως αυτό που ήθελε να του αποκαλύψει η Φλέρυ δεν το έκανε. Μετά από τόσες ώρες που τον κορόιδευε, σκέφτηκε ότι μπορεί και να θύμωνε. Θα έβρισκε έναν άλλον τρόπο να του το πει.
Ο ‘’Νίκος’’ έβγαλε το πορτοφόλι του πέταξε επάνω στο κρεβάτι μερικά πενηντάρικα, και ξαναμπήκε στο μπάνιο να τακτοποιηθεί.
Η Φλέρυ τύλιξε γρήγορα τα πενηντάρικα σε ένα χαρτάκι που κάτι είχε γράψει από πριν, έβαλε το πακετάκι στην τσέπη του, και έφυγε πρώτη, κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα πίσω της
« Τι του έγραψες?» Την ρώτησα όταν σταμάτησε να μιλάει.
«Του έγραψα πως είμαι η Φλέρυ από το fb, και πως θέλω αν ξανασυναντυθούμε στο δρομάκι, να μη μου αρχίσει τις χειραψίες τώρα που έμαθε ότι είμαι δασκάλα. Θέλω να ξανακουμπήσω στο παράθυρο του αυτοκινήτου σου, κι εσύ να με ρωτήσεις ‘’πόσο πάει’’
Η Φλέρυ έκλεισε το λάπτοπ έβαλε επάνω τα χέρια της, και κοίταξε πέρα στη θάλασσα χωρίς να μιλάει πια.
«Φιλενάδα νομίζω πως τον ερωτεύτηκες αυτόν» της είπα στενοχωρημένη.
Η Φλέρυ δε μου απάντησε αμέσως. 
«Το ξέρω» είπε στο τέλος συνεχίζοντας να κοιτάει τη θάλασσα μελαγχολικά.

ΤΕΛΟΣ






ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ - Μετάφραση του τραγουδιού - " mrs robbinson -Κυρία Ρόμπινσον" του Paul Simon




Και να’ σαι, Κυρία Ρόμπινσον
Ο Ιησούς σ’ αγαπάει περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι
Ο θεός να σ’ έχει καλά κυρία Ρόμπινσον
Στον παράδεισο υπάρχει χώρος γι’ αυτούς που προσεύχονται.

Θα θέλαμε να μάθουμε λίγα πράγματα για σένα για τους φακέλους μας
Θα θέλαμε να σου μάθουμε να βοηθάς τον εαυτό σου
Κοίταξε γύρω σου, όλα όσα βλέπεις είναι ματιές συμπάθειας
Περπάτησε γύρω ώσπου να αισθανθείς σαν το σπίτι σου.

Και να’ σαι, Κυρία Ρόμπινσον
Ο Ιησούς σ’ αγαπάει περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι
Ο θεός να σ’ έχει καλά κυρία Ρόμπινσον
Στον παράδεισο υπάρχει χώρος γι’ αυτούς που προσεύχονται.

Κρύψε το σ’ ένα μέρος μυστικό στο οποίο κανείς δε πλησιάζει
Βάλτο στο ντουλάπι μαζί με τα κεκάκια σου
Είναι ένα μικρό μυστικό, είναι υπόθεση των Ρόμπινσονς
Μα πάνω απ’ όλα, πρέπει να το κρύψεις απ’ τα παιδιά

Coo coo ca-choo, Κυρία Ρόμπινσον
Ο Ιησούς σ’ αγαπάει περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι
Ο θεός να σ’ έχει καλά κυρία Ρόμπινσον
Στον παράδεισο υπάρχει χώρος γι’ αυτούς που προσεύχονται.

Κάθεσαι στον καναπέ ένα κυριακάτικο απόγευμα
Θα πας στην δημόσια συζήτηση των υποψηφίων
Γελάς μ’ αυτό, ουρλιάζεις μ’ αυτό
Όταν θα πρέπει να επιλέξεις
Με όποιον τρόπο κι αν το κοιτάξεις θα χάσεις.

Που χάθηκες, Τζόε ΝτιΜάτζιο;
Ένα ολόκληρο έθνος έχει στρέψει τα μάτια του σε σένα
Τι είναι αυτό που είπες , κυρία Ρόμπινσον
Ο «Τζόλτιν Τζο» έφυγε και χάθηκε.
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος γεννήθηκε το 1989 στο Καρπενήσι. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία και την κριτική λογοτεχνίας.









ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΛΙΛΗ " Ατιτλο "

Alphonse Mucha. Reverie.





Ό,τι σπουδαίο και μεγάλο
ήθελα να σου εκφράσω
απλώνοντας τα χέρια
να φτάσουν ως εκεί
που ο χρόνος πολλαπλάσιος
μας κρατά μακριά,
δεν το λέω.
όχι από φόβο, ούτε ντροπή.
Μα θα το κάνω κύμα
που βρίσκει απολιθώματα
τις έννοιες που σ'αγάπησαν
και σ'έκαναν δικό τους
Και θε να 'ρθω στον ύπνο σου
σα σιγανός παφλασμός
το βράχο της καρδιάς σου
ίσα να τον αγγίξω...





ΣΕΛΑΝΑ ΓΡΑΙΚΑ " Λόγια αυτού που ήθελε "




Άκουσα πως αγάπησε τις λέξεις. 

Έγκλημα να μιλά για την ταβέρνα 
μέσα σε σαλόνια απαυτών.

Λογοτεχνών ντε!

Είναι που θέλησε μικρός 
να ταξιδέψει 
στην ράχη της γυναίκας.

Ένοχος; Ποιος θα το πει; 
Ποιος θα κατηγορήσει;

Κι εγώ αγάπησα τα ταιριάσματα 
στ' άσπρο το χαρτί 
μα, κατέληξα να του σερβίρω 
κοκκινέλι.

Α! όχι- όχι αυτόν. Ήταν, λένε, Ποιητής.



Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ http://www.houseofwine.gr/







ΓΚΟΥΜΑ ΜΑΡΙΑ "Κόρες της ανάγκης" *

Giovanni Antonio Bazzi. The three Fates




Γίνε η Κλωθώ
Πλέξε 
στις μέρες μου με νήμα μεταξένιο
την αγάπη σου φωτοστέφανο να φορέσω
στις νύχτες μου με νήμα φεγγαρίσιο
την ψυχή σου ψυχή μου να ντυθώ

Γίνε η Λάχεσις
Χάρισέ
στα μάτια μου το γαλάζιο σου 
στα χείλη μου τις ανάσες σου
στα στήθη μου τους αναστεναγμούς σου
στην ήβη μου τους πόθους σου

Αν δεν αντέχεις...
Γίνε η Άτροπος...
Μύρωσε το θάνατό 
γιασεμί να φυτρώσει
στο ρόγχο της αγάπης

Μαρία Γκούμα

*Στον Πλάτωνα στο έργο του Πολιτεία οι μοίρες λέγονται και κόρες της ανάγκης







ΑΡΣΙΝΟΗ ΒΗΤΑ " Ένα διαφορετικό καλοκαίρι ..."

 Edward Hopper - Summertime 

Αυτό το καλοκαίρι το διαφορετικό μας καλοκαίρι.Μας παραξένεψε,μας θύμωσε,μας έκανε να νοσταλγήσουμε αλλοτινά καλοκαίρια τότε που οι ορίζοντές τους γέμιζαν την καρδιά με ξεγνοιασιά.Μια αδιόρατη μελαγχολία, μια ορατή στενοχώρια, κι η απελπισία να σιμώνει.Κανένα σχέδιο για διακοπές ,τα χέρια αποθαρρυμένα και μετέωρα για κάθε διαφυγή από τη ζωή της καθημερινότητας.Ένα καλοκαίρι που φαινόταν να χαλιέται δικαιολογημένα αδικαιολόγητα μες στην απροθυμία μας να το συναντήσουμε.

Όμως ένας περίπατος στην Ακρόπολη με φεγγαράδα;Όταν οι ασημένιες αχτίδες φωτίζουν τις μετόπες των ναών και οι θεοί χαμογελούν με γλυκύτητα και περιμένουν σαν από μηχανής να διώξουν κάθε ανθρώπινο πάθος κάθε τι που βαραίνει την καρδιά.Κι η Αθήνα σαν καράβι να αρμενίζει στο πέλαγος της τρικυμισμένης πάντως αξιοθαύμαστης ιστορίας της.
Κι εκείνη η βόλτα στη θάλασσα; Πριν την ανατολή, όταν το κύμα ψιθυρίζει φιλιά στην ακρογιαλιά, όταν απλώνεται μια μαγική σιωπή μπροστά στο θαύμα της νέας μέρας.Κι η πρώτη βουτιά στη θάλασσα ακολουθώντας το χρυσό μονοπάτι που χαράζει ο ήλιος .Να γεμίζει με θετική ενέργεια κάθε κομμάτι του κορμιού και του μυαλού ,κάθε κύτταρό μας.Να νιώθουμε σαν το μονάκριβο παιδί στην αγκαλιά της μάνας του που είναι ολοδική του δεν τη μοιράζεται με κανέναν. Ενώ τ'αγουροξυπνημένα γλαράκια να πετούν πανωθέ μας κάνοντας κύκλους στον καταγάλανο ουρανό.
Και το βράδυ; Στην αμμουδιά γύρω από μια φωτιά , με την παρέα που προτιμάμε και κιθαρίτσα και τραγούδια παλιά των φοιτητικών χρόνων και φιλιά και αγκαλιές και γέλια.Oι πλειάδες να παρασύρουν στο χορό τις εποχές μας και τα πεφταστέρια κρυφογελώντας να κάνουν νεύμα στις ανεκπλήρωτες ευχές μας.Και πόσο ωραία μοσχομυρίζουν τα κρινάκια της άμμου με την αέναη προσπάθεια για επιβίωση ,για ζωή.Οι ρίζες τους βαθιές ρουφούν το λιγοστό νερό ,ζουν και χαρίζουν γενναιόδωρα την ομορφιά και το άρωμά τους.
Διαφορετικό τούτο το καλοκαίρι αλλά ήταν το καλοκαίρι μας .Οι στιγμές του- κοχύλια στο κρυστάλλινο κουτί της καρδιάς μας .Ανεπανάληπτο δώρο .Mας άγγιξε μας έδωσε ένα φιλί και...Πέταξε κι αυτό όπως όλα τα καλοκαίρια μας .Τα καλοκαίρια μας που πετούν...και οι χειμώνες μας που περπατούν...









Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΝΤΙΝΑ " ΔΕΝ ΖΗΤΩ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ "




Το γιατί των χαμένων απαντησεων το χειμωνα θα εχει ξεχαστει. Τα γράμματα της εξουσιας θα καθονται σε παγωμενους πυργους. Με ένα τέτοιο τρόπο θα κλεισουμε τις κουβεντες. Θα προλαβω να αρθρωσω πριν κρυσταλλώσουν λέξεις δε θέλω να ερωτευτώ. Δεν θελω τιποτα με χρωματα εποχων. Και πως να καταλαβεις που επιμενεις το καλοκαιρι κανει ζεστη και το Χειμωνα κρυο. Δε θυμαμαι που αφησα τον ερωτα μου σε χρονο ,τοπο ΄η πρόσωπο. Στον παροντα χρονο αφου επιμενεις ακολουθω το δρομο που οδηγουν σε κοφτερα μαχαιρια. Καθε βραδυ βηματιζω προς τις μαχαιριες με την ελπιδα πως θα με ακολουθησεις μα εκεινες ανοιγουν βαθια ρηγματα. Τα γυαλικα επεσαν απο την ορμη και εγιναν θρυψαλα. Πανω τους προσεξα κυτταρα και αιμα που σαν διαθεση ειχαν να ουρλιαξουν. Ο αγγελος που φύλαγα απο μικρη μου τσαλακωσε τα φτερα τουτη ηταν η φευγαλεα αισθηση μου μα ομως οχι με ακολουθησε οταν με εδιωξαν απο το παραδεισο. Η κοινη μοιρα μα που να καταλαβεις μου λες απλα ευθραυστα και βαφεις να μη καλοφαινεται η ζημια και περιμενεις ωσπου να εισχωρησει η μπογια στα πονεμενα σημεια. Δε θελω τιποτα να σε ρωτησω ξερω απο πριν τις απαντησεις σου. Ειναι η ελευθερια ετουτη και μη ρωτας το πως. Θα καταλαβεις.






ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ " Τυχερές μέρες "


Σ΄ ένιωσα με τη διαίσθηση
των χρωμάτων της θλίψης
στον καμβά της εικόνας σου.

Σου μίλησα για θαμμένες εποχές ,
για την ομορφιά σου ,
για τον φόβο
μη σε προσπεράσει η ζωή
στην απομόνωση του χρόνου .
Έσπειρα μπλε ανεμολούλουδα
στις χειμωνιάτικες άνοιξες
και κόκκινες ροδιές
να σου θυμίζουν
πως ερωτεύονται οι τυχερές μέρες .
" Λόγια δραπέτες "
Κώστας Βασιλάκος / Άνεμος Εκδοτική










ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ ΠΟΠΗ " ΘΗΡΑ ."


Ξέρω πως είσαι εκεί.
Ξέρω πως η ψυχή σου
Αλυχτά σα πεινασμένο σκυλί.
Η μυρουδιά μου σε καλεί.
Δε μπορείς ν’ αντισταθείς.
Στη σάρκα μου τα δόντια σου
Ποθείς να μπήξεις.
Να με ματώσεις
Και από το αίμα μου να ξανανιώσεις.
Χρώμα φωτιάς στο σώμα σου ν’ απλώσεις.
Να λυτρωθείς,
Να με λυτρώσεις.

Θέλεις να ορμίσεις ,να με φτάσεις.
Μα ο φόβος της παγάνας
Τα πόδια σου παγώνει.
Μακριά μου σε κρατά.

Αψήφησε τον μια φορά.
Και αν σε πληγώσουν
Τα κοφτερά καρφιά του έρωτα
Τον πόνο μέσα από τη γλύκα σα γευτείς,
Πλήρης θα νιώσεις και ευτυχής.

Το άστρο της αυγής σαν ξεπροβάλει
Αλώβητο θα σε βρει
Στη λεία σου σιμά,
Νικητή και αναπαυμένο.

Γεμάτο με τις γεύσεις της ζωής
Και της ελπίδας,
Κόρης του πόθου γυμνής,
Αφροκυμάτιστης, ηδονικής
Χορό ν’ απολαμβάνεις










ΘΕΟΦΑΝΙΔΟΥ ΑΡΓΥΡΩ "ΑΝΑΣΕΣ ΘΥΜΑΡΙΩΝ "

Η φωτογραφία είναι από το βίντεο που ακολουθεί .

Απόψε...
θα κλείσω τα βλέφαρα και θα σε ζωγραφίσω ,αγαπημένε
ανάμεσα σ' ελαιώνες κι αμμουδιές αφρισμένες...
Να, σκύψε. Στις δυο μου χούφτες σου'φερα νερό...
νερό και φως γλαυκό, απ'το φεγγάρι του κήπου.
Έκοψα εν' άστρο...
Θα το κρεμάσω πάνω απ'το τραπέζι σου
να σου φωτίζει να διαβάζεις την κάρδια μου.
Σσσ... Μη μιλάς... μονάχα άκου...
Είναι οι ηδονικοί ψίθυροι της καλοκαιρινής γης...
Οι ερωτευμένοι γρύλοι,
η ανάσα των θυμαριών και των άγριων ρόδων.
Είναι τα όνειρά μου, που δρέπουν τα γκρίζα σου άνθη...
Σώπα... Στο ξέφωτο του ρόδινου δαφνώνα,
άρπαξαν οι νεράιδες την σελήνη...
κόβουν κομμάτια να δειπνήσουν.
Πως να την κλέψω να στη φέρω, αγαπημένε;
Μην κοιμάσαι! Άπλωσε τα μπράτσα σου,
να τα γεμίσω ουρανό,
με όνειρα, με παραμύθια... και με λιβάδια μυστικά.
Απ'τ'ασπρισμένα εξωκκλήσια γαλανών νησιών
φέρνει ο αέρας τις δεήσεις κοριτσιών ερωτευμένων,
παραδομένων στην προσμονή μακρινών καραβιών.
Να,η λεπίδα του πανιού...
στα γαλανά, στ' άσπρα μαλλιά του Ποσειδώνα αρμενίζει...
Άκου το φλάουτο του άνεμου...
πως σεργιανάει στους πευκώνες!
Ένα μικρό κοτσύφι παραληρεί,
αφημένο στης έναστρης νύχτας τα στήθια...
Κλείσε τα βλέφαρα...Πέρα μακριά
πίσω απ'τα θαμπά βουνά, ξυπνάει ο ήλιος...
Έξω απ'το παράθυρο μας, δυο σπουργίτια,
περιμένουν της δικής μας αγάπης τα ψίχουλα.
Φοβάμαι, αγαπημένε.
Μ'ενα πινέλο φως ,έφτιαξα την αγάπη μας απέραντη
σαν ουρανό, σαν ωκεανό, σαν όνειρο.
Άφησα έξω από τη θύρα της
απορημένα μάτια των παιδιών,
τους βρεγμένους δρόμους της πολιτείας,
τις φοβερές βουλήσεις των θεών.
Κουράστηκες;
Φτάνουμε αγαπημένε...
Στην άκρη του δρόμου,
είναι το λιβάδι με τους ασφόδελους
Οι εγγονές της Κίρκης, ντυμένες αρχαίο φως,
κρατούν τις οπώρες της λήθης...
Δεν πεινώ. Μα πρέπει, μου'παν, να δειπνήσω, αγαπημένε...
Στ' αχλύ φως της επόμενης μέρας
δεν θα γνωρίζω, είπαν, να εξηγήσω
πως βρέθηκαν τα γκρίζα άνθη στο μαξιλάρι μου...
Ξύπνησα.. .Κι είσαι ακόμα εδώ...
να κοιμάσαι....έτσι γερμένος τρυφερά, χαμογελάς...
στης δικής μου καρδιάς τα σκεπάσματα...
Δεν ξεχνιέται η αγάπη, ακριβέ μου...


ΒΙΝΤΕΟ: Κυριακη Π - ΑΝΑΣΕΣ ΘΥΜΑΡΙΩΝ












Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ " ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ!!! ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΟΥ..."

Γ. ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ‘’ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΑ’’
Τη βραδιά αυτή, ακολούθησαν κι άλλες με μοναδικό σινιάλο το τραγούδι που κάθε βράδυ ένας Έλληνας τραγουδιστής, έλεγε στο γειτονικό μας κλαμπ, στην Κύπρο.


‘’Μη μου κρατάς κλειστή την πόρτα

Βρέχει ο Θεός και θα βραχώ’’

Μόλις λοιπόν άκουγα το ρεφραίν αυτό, έτρεχα στο θείο μας λημέρι να τη συναντήσω, όπως εκείνη τη νύχτα, που όμοια της δεν θα ήθελα να ξαναζήσω.

Ήταν μία τα μεσάνυχτα κι εγώ κρυμμένος στις φυλλωσιές του κήπου της στο πίσω μέρος της έπαυλης, να προσδοκώ την άφιξή της.
Κάποια στιγμή την είδα στην τζαμαρία της κουζίνας, να μου κάνει νόημα να φύγω. Καμώθηκα ότι δεν κατάλαβα και άρχισα να μπουσουλώ ως τη σκαλίτσα της υπηρεσίας και μ΄ένα σάλτο, μπήκα μέσα.

-Φύγε, φύγε, Άγγελε, μου ψιθύρισε ενοχικά, αυτός δεν κοιμήθηκε ακόμα.
Της έκλεισα το στόμα κι αφουγκράστηκα. Τα ουρλιαχτά των ενοχών μου άκουγα μονάχα.
Το ανθρώπινο σώμα όμως, με τις επιτακτικές ανάγκες της ψυχής, στραγγάλισαν με μιας τις ενοχές μου.

Ελεύθερο πουλί ο έρωτας και πώς να τον μαντρώσεις!
Την άρπαξα στην αγκαλιά μου και την ξάπλωσα πάνω στην μοκέτα. 

Στης ζήσης την ουσία, μίζερες σκέψεις δεν χωρούν!

Γονάτισα μπροστά της. Το Διονυσιακό γιορτάσι φλόγιζε τώρα με ηδονικούς ψαλμούς τη σάρκα, όταν…..
Όταν ακούσαμε πίσω μας βήματα του άντρα της, που όλο και πλησίαζαν.
Με μια ενστικτώδικη ορμή την κάλυψα ολόκληρη με το κορμί μου, σαν τον ξεβρασμένο ναυαγό από μεγάλη τρικυμία.
Αυτήν τη γυναίκα που εγώ την είχα οδηγήσει σε τούτο τον κλεψίγαμο έρωτα, έπρεπε με κάθε τρόπο να τη σώσω.
Να τη σώσω! Πώς; Μ΄αυτήν την ημίγυμνη ''μοιχεία'' που εγκυμονούσε διασυρμό;

Μαστιγώνομαι από ντροπή.
Θέλω να κλάψω, να κλάψω σαν άντρας που δεν έκλαψε ποτές του.
Οι πατημασιές του όλο και δυνάμωναν τώρα, μαχαιρώνοντας και την τελευταία ελπίδα σωτηρίας.

Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά, για να μη δω την ψυχή μου ανυπεράσπιστη να αναδύεται, στων ματωμένων Αγγέλων τη μανία.
-Αν δεν πεθάνω απόψε, ποτέ δεν θα φοβηθώ το θάνατο ξανά, συλλογίστηκα με ό,σο λογισμό μπορεί να διαθέτει την ύστατη στιγμή ένας μελλοθάνατος.

Θα πρέπει να μείναμε κει, ίσαμε μισό αιώνα, κουλουριασμένοι σε στάση σιαμαίων εμβρύων, προσμένοντας την καταδίκη της διχοτόμησής μας, που αργούσε όμως να φανεί.

Κάποια στιγμή, πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Να ανοίξω τα μάτια μου και ν΄ αντικρύσω κατάματα το δήμιό μας.

Να τολμήσω θέλω.
Να εξαγνιστώ στην τιμωρία της ταπείνωσης.
Να παραδοθώ γυμνός και ντροπιασμένος.
Αιμορραγώ από ντροπή ως το μεδούλι της ασυδοσίας μου. Κόλαση.

Ανοίγω τα μάτια. Νεκρικό σκοτάδι μέσα.
Ήμαρτον Θεέ μου! Και ο διακόπτης που άκουσα, πού είχε ανάψει; Ανασηκώθηκα. Ένα φως αντιφέγγιζε στο μπάνιο και κείνος βρισκόταν μέσα.
Το ζορισμένο ένστικτο, με ώθησε αστραπιαία να σηκώσω το χέρι μου και να στομώσω τα χείλια της Χριστίνας που έβγαζαν επιθανάτιους ρόγχους, ενώ με το άλλο την ακινητοποιούσα. Και ο παραμικρός θόρυβος θα τον οδηγούσε στην επ΄αυτοφώρω σύλληψή μας.
Κόλαση. ‘’Μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβεις’’
Άλλος μισός αιώνας αυτοκαταδίκης, ως τη στιγμή που τα βήματά του άρχισαν να απομακρύνονται από τον Ιερό τόπο του Εγκλήματος!
Η τιμωρία, είχε δώσει για άλλη μια φορά συγχωροχάρτι στη ζωή μου, που είχε μισέψει πριν καλά, καλά, τη ζήσω!

Εκείνη τη νύχτα, είπα στη Χριστίνα...
Κάποια μέρα που θα΄ναι κοντινή, θα νιώσεις, τι σημαίνει να ανεβαίνεις τα σκαλιά της εκκλησίας, μ΄αυτόν που αγαπάς!! 

Με μιας, άνθισαν οι ουρανοί !!!
Κι εκείνη, μοσχοβόλησε!!!


ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ








ΚΑΠΙΡΗ ΒΟΥΛΑ " Ε Ρ Ω Τ Α "


Charles Meynier.-  Erato  Muse of Lyric Poetry (1800), 
Το χάδι σου άγγιγμα ψυχής,
μέλι στα χείλη το φιλί σου στάζει.
Καρποί μυσταγωγίας είναι ιεροί,
γλυκόπιοτοι οι αμβρόσιοι χυμοί.
Η κοινωνία των αισθήσεων σου γλύκα,
γη παραδείσου των εκρήξεων το κύμα.
Του πάθους γιοί οι στεναγμοί ανθίζουν,
σε μίσχους πόθου τ' άνθη κοκκινίζουν.
Λάμψη καυτή η αύρα φτάνει στ' άστρα,
χαράζει τ' όνομα σου εκεί και σβήνει........ Ε Ρ Ω Τ Α!!!!

~ ~ V.K ~ ~
Voula Kapiri 19/8/2015










Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ (1826 - 28 Αυγούστου 1911)


Ο Γεράσιμος Μαρκοράς, γιος του κερκυραίου δικαστικού και λόγιου Γεωργίου Μαρκορά και της Μαρίνας το γένος Βλασσοπούλου, γεννήθηκε στην Κεφαλονιά. Φοίτησε στο Κερκυραϊκό Γυμνάσιο με διευθυντές τον Οριόλη και τον Κάλβο και σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία και κατά την περίοδο 1849-1851 μαζί με τον αδελφό του Σπύρο στην Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με το πνεύμα των έργων του Δάντη, του Αριόστο και άλλων. Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του Στυλιανού τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κέρκυρα το 1852 και να πάρει το πτυχίο του της Νομικής από την Ιόνιο Ακαδημία. Τον ίδιο χρόνο έγινε βοηθός του Σολωμού, του οποίου υπήρξε μαθητής, αποφάσισε να ασχοληθεί με την ποίηση και μπήκε στον Κύκλο του, όπου γνωρίστηκε επίσης με τον Γεώργιο Καλοσγούρο και τον Ιάκωβο Πολυλά. Το 1853 ετοίμασε τις πρώτες μεταφράσεις του σε έργα των Σίλλερ και Ομήρου και το 1857 έγραψε το ποίημα Το πρώτο Ψυχοσάββατο με αφορμή το θάνατο του Σολωμού, ενώ ήταν βοηθός του Πολυλά στην έκδοση των Ευρισκομένων. Το 1854 παντρεύτηκε την κόρη του γερουσιαστή κόμη Αντώνιου Δούσμανη Αικατερίνη, η οποία πέθανε πρόωρα (1870) και ο Μαρκοράς πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με τη συντροφιά της αδελφής του. Αγωνίστηκε για την ΄Ενωση της Επτανήσου και δημοσίευσε ανώνυμα τις πολιτικές σάτιρες Ο Λέλεκας και ο Σπαρτσίνης (1863) και Απλή και καθαρεύουσα (1872) σε φυλλάδια (1863) και το ποίημα Τα κάστρα μας στην εφημερίδα του Πολυλά Αναγέννησις. Στο χώρο της εκπαιδευτικής αναγέννησης στα Επτάνησα σημαντική ήταν η προσφορά του στην Κερκυραϊκή Σχολή. Το 1875 δημοσίευσε το ποίημα Ο όρκος, εμπνευσμένο από το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και απέκτησε φήμη και την προσοχή των αθηναϊκών ποιητικών κύκλων (του Παλαμά και άλλων). Το 1866 ταξίδεψε στην Αθήνα, όπου γνώρισε θερμή υποδοχή από τη Β΄ Αθηναϊκή Σχολή. Το 1890 εξέδωσε μετά από έντονη προτροπή του Θεόδωρου Βελλιανίτη τη συλλογή Ποιητικά έργα, με την οποία έγινε γνωστός στην Αθήνα. Το 1892 πέθανε ο αδερφός του Σπύρος. Μεσολάβησε δεύτερο ταξίδι του στην Ιταλία και το 1896 επισκέφτηκε την Αθήνα, γεγονός που προκάλεσε νέες συζητήσεις για την ποίησή του στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1899 κυκλοφόρησε στην Αθήνα η δεύτερη συγκεντρωτική ποιητική έκδοσή του με τίτλο Μικρά ταξίδια. Συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε ημερολόγια και περιοδικά ως το θάνατό του στην Κέρκυρα. Ο Γεράσιμος Μαρκοράς τοποθετείται στη λογοτεχνική παράδοση της Επτανησιακής Σχολής και κατέχει τον τίτλο του τελευταίου εκπροσώπου της. Λίγους μήνες πριν το θάνατό του παρασημοφορήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία.http://www.ekebi.gr/






ΕΡΓΑ 

Μητρικὴ ἀγάπη

Μικρὸ παιδάκι, πὤμεινε δίχως ψωμὶ ὅλη μέρα,
γιατ' εἶχε σκύλλα μητρυιὰ καὶ ἀπάνθρωπο πατέρα,
ἐπῆε, καθὼς ἐνύχτωσε, στὴν ἄκρη νὰ μουλώσῃ,
ὅπου μία ψάθα καταγῆς τοὖχαν οἱ ἀνίλεοι στρώσῃ.
Τὸ μαῦρο! - ἀνίσως ἔπαιζε, κ' ἐπήδαε κ' ἐτραγούδα,
ἂν ἐκυνήγουνε μακρυὰ φευγάτη πεταλοῦδα,
ἢ, στὸ κηπάρι βλέποντας ἕνα μικρό του φίλο,
γι' αὐτὸν ὡρμοῦσε ὁλόχαρο νὰ φτάκῃ σῦκο ἢ μῆλο -
ἔδινε πάντα του ἀρκετὴ στοὺς ἄνομους αἰτία
νὰ τὸ σταυρόνουν ἄσπλαχνα μὲ τέτοια τιμωρία.
Μὴν ὅμως τότες ἔλαχε βαρύτερα νὰ σφάλῃ;
Ὀμπρὸς στὴν ἄγρια μητρυιά, ποῦ τὄχε ἀδικοβάλῃ,
σὰν ἀπὸ κλάψαις ἔχυσε τοῦ κάκου ἕνα ποτάμι,
μεγάλον ὅρκο τὸ φτωχὸ γυρεύοντας νὰ κάμῃ,
πρὶν ἄλλη οὐράνια Δύναμη στὸ νοῦ του ἡ μνήμη στείλῃ,
- μὰ τὴν ψυχὴ τῆς μάννας μου! - τοῦ ἐβγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη.
Μέτρα δὲν ἔλαβε γι' αὐτὸ τῆς γυναικὸς ἡ λύσσα·
μηδὲ τὸ χιόνι πὤπεφτε, μηδ' ὁ βοριᾶς ποῦ ἐφύσα
τὴν ἐκατάφεραν ἀργὰ νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνη
γιὰ τ' ἀγγελοῦδι, πὤτρεμε δίχως θροφὴ καὶ κλίνη.
Ἔτρεμε ναί· τὰ γόνατα στὸ στῆθος ἐβαστοῦσε
ἀγκαλιασμένα δυνατά, καὶ ἀπόκρυφα βογγοῦσε·
μὸν οἱ πνιμένοι στεναγμοί, πρὶν αὖρα ἐκεῖ ξυπνήσουν,
τοῦ τάφου ἐπῆαν τῆς μάννας του τὰ μάρμαρα νὰ σχίσουν.
Μὲ γληγοράδα στοχασμοῦ πετιέται ὁλόρθη, βγαίνει
καὶ τρέχει στὸ παιδάκι της ἡ ἀχνὴ σαβανωμένη·
στὴ γῆ κοντά του ρίχνεται, μὲ πόθο τ' ἀγκαλιάζει,
τοῦ δίνει ἀμέτρητα φιλιά, κ' ἐκεῖνο δὲν τρομάζει,
τί, μόλις γιὰ προσκέφαλο παρόμοιο στῆθος ἔχει,
γλυκὰ γλυκὰ σταὶς φλέβαις του τὸ αἷμα ξανατρέχει·
δὲν ἦταν θαῦμα· τῆς μητρὸς κ' ἡ πεθαμένη ἀγκάλη
γιὰ τέκνου ἀγάπη δύνεται πύρα ζωῆς νὰ βγάλῃ.
Σὰν εἶχε ἡ δύστυχη νεκρὴ μὲ χάϊδια ξεθυμάνῃ
τὴν πρώτη χρεία τοῦ πόθου της, τ' ὡραῖο παιδάκι πιάνει
καὶ τὸ πλαγιάζει στὸ μικρὸ τοῦ κλιναριοῦ του στρῶμα,
ποῦ ἀπὸ τὴν ἅγια της εὐχὴ μοσχοβολοῦσε ἀκόμα.

Τὴν εἶδαν οἱ θεόργιστοι σὰν ἐκεῖ μέσα ἐχύθη,
καί, δίχως ναὔρουνε λαλιά, δίχως πνοὴ στὰ στήθη,
ἕνας τὸν ἄλλο ἐρώτουνε μὲ ξαφνισμένο μάτι
ἂν ἦταν ἴσκιος, ἢ τρελλὴ τῆς φαντασίας ἀπάτη,
μὸν ἀπὸ χρῶμα, πὤδειχνε τρομάρα πλέον μεγάλη,
ἐβάφη ξάφνου ἡ μία θωριὰ ξανοίγοντας τὴν ἄλλη.
Κἀνένα δὲν τοὺς ξέφυγε κἀνένα κίνημά της·
ἐκεῖθε ποὖχε στηλωθῇ σὰν ἄγγελος προστάτης,
τὴν εἶδαν ὁλογλήγορα τὸ πόδι νὰ κινήσῃ
γιὰ τὸ τραπέζι τ' ἄφθονο, ποὖχαν σκιασμένοι αφήσῃ.
Μ' ἄσπρο τὴν εἴδανε ψωμί, μὲ διαλεχτὸ προσφάϊ,
στὸ πεινασμένο ἀγῶρι της κοντὰ νὰ ξαναπάῃ.
Μόλις τὸ χόρτασε, καὶ αὐτὸ γυρμένο ἀγάλι 'γάλι
στὸ κρεββατάκι ἀκούμπησε τὸ ἀγγελικὸ κεφάλι,
μὲ λόγια γλυκομίλητα, μὲ οὐράνια καλοσύνη,
χαϊδεύοντάς το, νὰ τοῦ πῇ τὴν ἄκουσαν εκεῖνοι:

Μὴ φοβηθῇς, καμάρι μου, μὴ φοβηθῇς, κοιμήσου!
Ἂν ὅλη νύχτα, ὡς ἤθελα, δὲ θὰ σταθῶ μαζί σου,
ἐδῶ, τριγύρω μένοντας, μ' ἀγάπη σὲ κυτάζουν
παιδάκια, ποῦ στὸ πρόσωπο καὶ στὴν ψυχὴ σοῦ μοιάζουν
ὡραῖα παιδάκια μὲ φτερά, ποῦ πὤφεραν θλιμμένα
ὅσα γιὰ φόβο μέσα σου βαστοῦσες πλακωμένα.
Ἄχ! σὰ στὸν Ἅδη ἀγροίκησα ποῦ ἀφίνουν τοῦτ' οἱ δύο
τὸ πεινασμένο σῶμα σου νὰ τρέμῃ ἀπὸ τὸ κρύο,
ἐβγῆκα τρέμοντας κ' ἐγώ, τί τότες ἐκεῖ κάτου
διπλὸς μοῦ ἐφάνη τρίδιπλος ὁ πάγος τοῦ θανάτου.
Ἐσύ, ἀκριβό μου, νὰ πεινᾷς! Τόσο ἐποθοῦσα τόσο
βοήθεια δίχως ἄργητα σὲ τέτοια χρεία νὰ δώσω,
ποῦ ἐπάντεχα πῶς ἄλλαξε κάθε της νόμο ἡ φύση,
καὶ πῶς ἐδῶ στὸν κόρφο μου τὸ γάλα εἶχε γυρίσῃ.

Ὤ συφορὰ στοὺς ἄδικους, ποῦ μ' ἕνα ἢ μ' ἄλλο κρῖμα
τὸν ἅγιον ὕπνο τοῦ νεκροῦ ταράζουν καὶ στὸ μνῆμα!
Γι' αὐτοὺς ποῦ σὲ παιδεύουνε κ' ἐξύπνησαν ἐμένα
δεήσου, τέκνο μου ἀκριβό, δεήσου στὴν Παρθένα·
ἴσως κινήματα καλὰ τὰ σπλάχνα τους γνωρίσουν
κ' ἐκεῖ ποῦ ἡ τύχη μ' ἔρριξε ν' ἀναπαυτῶ μ' ἀφήσουν.

Πρέπει νὰ φύγω. Ἀπὸ μακρυὰ τῆς χαραυγῆς τ' ἀέρι
μοῦ φέρνει οὐράνια προσταγὴ νὰ πάω στ' ἀνήλια μέρη.
Σ' ἀφίνω γειά, παιδάκι μου, σ' ἀφίνω γειά, ψυχή μου!
Κλεῖσ' τὰ ματάκια σου γλυκὰ καὶ δίχως φόβο κοίμου!
Ἂν ἐγὼ πάω στὴ μαύρη γῆ, σὲ τριγυρνοῦν οἱ ἀγγέλοι,
ζάχαρη νἆναι ὁ ὕπνος σου, καὶ τ' ὄνειρό σου μέλι.

Ἡ αὐγὴ προβαίνει, δείχνοντας ἕνα ροδάτο χρῶμα,
σὰν τ' ἀγωριοῦ τὰ μάγουλα, καὶ σὰν τ' ὡραῖο του στόμα.
Λὲς ὅτι χαίρεται καὶ αὐτὴ ποῦ πᾶνε ἀνταμωμένοι
στὴν ἐκκλησία τ' ἁγιόπαιδο κ' οἱ δύο μετανοιωμένοι.
Ἔχει ἀπὸ τότες τὸ μικρὸ καὶ μάννα καὶ πατέρα.
Συζοῦν κ' οἱ τρεῖς χαρούμενοι στὴν εὐτυχιὰ ὅλη μέρα,
καὶ κάθε νύχτα τοῦ Θεοῦ, ποῦ ἀτάραχη διαβαίνει,
στὴν κλίνη αὐτοὶ ἀναπαύονται, στὸ μνῆμα ἡ πεθαμένη.

Ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία
Ἀπὸ τ' Ἄργος ξεκινάει,
πρὶν ἡ αὐγὴ τ' ἀστέρια σβύσῃ,
κόσμος ἄπειρος, ποῦ πάει
στὸ Ναὸ νὰ προσκυνήσῃ.
Μύρια ζῶα ποδοβολοῦνε·
τρέχουν ἅμαξαις πολλαίς,
καὶ τὴν Ἥρα ὑμνολογοῦνε
ἀναρίθμηταις φωναίς.

Οὔτε γέρος, ποῦ στὴν κλίνη
ἔχει μήναις παραδείρῃ,
οὔτε ἀνήλικος ἀφίνει
τῆς Θεᾶς τὸ πανηγύρι.
Πῶς ἀκόμα ἐκεῖθε λείπει;
Στοῦ σπιτιοῦ της τὴν αὐλὴ
ἡ τρισέβαστη Κυδίππη
τί ζητάει; τί καρτερεῖ;

Εἶχε σύναυγα προστάξῃ,
πρὶν κἀνεὶς τὸ δρόμο πάρῃ,
νὰ τῆς φέρουν γιὰ τ' ἁμάξι
ἕνα κάτασπρο ζευγάρι·
ἀλλ' οἱ ταῦροι θὰ βοσκοῦσαν
σὲ λιβάδια μακρυνά,
καὶ θλιμμένη τὴ θωροῦσαν
δύο φιλόστοργα παιδιά.

Δὲν ἐστάθηκαν πολληώρα
σὲ μιὰν ἄνεργη ἀπορία·
νά! - τ' ἁμάξι ἀπὸ τὴ χωρά
βγαίνει, χύνεται μὲ βία·
δίχως πούπετα νὰ μείνῃ,
μὲ ἀκατάπαυτην ὁρμή,
δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφίνει,
καὶ περνάει σὰν ἀστραπή.

Ἀγκαλὰ καὶ τόσοι κρότοι
γύρω ἠχοῦνε σταὶς πεδιάδαις,
τ' ἀκοῦν πὤρχεται κ' οἱ πρῶτοι
κ' οἱ στερνοὶ προσκυνητάδες·
σταματοῦν· τὸ βλέμμα φέρνουν
ὅθε πρέπει νὰ φανῇ·
νάτο! - οἱ νέοι τ' ἁμάξι σέρνουν,
κ' εἶναι ἡ μάννα τους ἐκεῖ.

Ζήτω ἀμέτρητα βοΐζουν,
ἑνωμένα στὸν ἀέρα
μὲ φωναίς, ποῦ μακαρίζουν
τὴν καλότυχη μητέρα·
καί, ὡς περνοῦν τὰ παλληκάρια,
στὰ ἱδρωμένα τους μαλλιὰ
πέφτουν πράσινα κλωνάρια
ἀπὸ δάφνη καὶ μυρτιά.

Μὲς τὴ μέση ἀπὸ τὸ πλῆθος
ἡ Κυδίππη κατεβαίνει,
μὲ τὸν Ὄλυμπο στὸ στῆθος,
μὲ τη ὄψη δακρυσμένη·
δὲν ἀργεῖ· στὸ μέρος πάει
ποῦ λατρεύεται ἡ Θεά·
λίγα λούλουδα σκορπάει
καὶ προσεύχεται θερμά:

Μὴν ἰδῇς καθόλου ἐκεῖνο
ποῦ τολμάω νὰ δώσω τώρα·
ὅσα κλάϊματα ἐγὼ χύνω
δέξου, ἀντὶς ἀπ' ἄλλα δῶρα·
σ' ἐξορκίζω! κάμε, ὦ Θεία,
στὰ παιδιά μου νὰ δοθῇ
ἡ καλήτερη εὐτυχία
ὁποῦ βρίσκεται στὴ γῆ. -

Πῶς δεότουνε! μὲ πόση
τῆς ψυχῆς οὐράνια πύρα
καὶ τὰ μάτια εἶχε σηκώσῃ
καὶ τὸ νοῦ κατὰ τὴν Ἥρα.
Ἔκαμ' ἔπειτα νὰ φύγῃ,
καί, γυρνῶντας ταπεινά,
τὰ δύο τέκνα της ξανοίγει
χάμου ἀκίνητα – νεκρά!

Τὰ κάστρα μας


Τὶ σεισμὸς βροντοδέρνει καὶ τ’ ἂστρα;
Τὶ φωτιὰ μαύρου κόσμου εἶν’ ἐκείνη
Ποῦ ξερνοῦν τὰ θεόρατα κάστρα,
Μὲ καπνούς, μὲ λιθάρια πολλά;
Μοιάζει, ναί, τῆς φωτιᾶς ὁποῦ χύνει
Τοῦ Ἐγκελάδου τὸ πύρινο στόμα,
Σὰν ὁ ἀντάρτης ταράζεται ἀκόμα,
Μὲς τὴν Αἲτνη θαμμένος βαθυά.

Τάχα οἱ Τούρκοι πετοῦν στὸν ἀέρα,
Μὲ τυφλή, μὲ παράκαιρη βία,
ὃσα τείχη ἀποφράξαν μία μέρα
τὴ μεγάλη ἐχθρική τους ὁρμή;
Ὂχι, κόσμε! ἡ φιλόνομη Ἀγγλία
Τέτοια δόξα τοῦ Τούρκου φθονάει·
Ξαρματόνει, ἐρημάζει, χαλάει,
Πρὶν ἀφήσῃ τὴ μαύρη μας γῆ.

Μὲ χαρά, ποῦ τὴ θλίψη πλακόνει,
Ὡς ἀκούει τ’ ἀστροπέλεκα ἐκεῖνα,
Στοῦ νησιοῦ τ’ ἀκρογιάλια σιμόνει,
Καὶ τηράζει, τηράζει ὁ λαός.
Ἡ χαρά του εἶν’ ἀδύνατη ἀχτῖνα
Τῆς χαρᾶς ὁποῦ Πλάστης γροικοῦσε,
Ὃταν γύρω τὸ χάος ἐθωροῦσε,
Κ’ αἰσθανότουν πῶς θἂβγῃ τὸ φῶς.

Ναί· στὰ κάστρα, ποῦ δείχνουνε τώρα
Τῆς φθορᾶς, τοῦ πολέμου τὰ χνάρια,
Θὲ νὰ ἰδῆς, ὦ πολύπαθη χώρα,
Δοξασμένο σημάδι ἐθνικό.
Τότ’ ἐκεῖνα τὰ μαῦρα λιθάρια,
Νέα τριγύρου σκορπῶντας μαγεία,
Θὰ φανοῦν ἡ καϊμένη θυσία
Στὸν ὡραῖο τῆς Πατρίδας βωμό.

Ἦρθε ἡ μέρα! ‘Σ ἐμᾶς δὲ χωράει
Μέρα τέτοια θεόργιστο μῖσος·
Τ’ οὐρανοῦ μας τὸ χρῶμα γελάει·
Ὂλη ἀνθίζει καὶ χαίρεται ἡ γῆ.
Σῦρτε, ὦ ξένοι· φευγᾶτε, καὶ ἀνίσως
Ἀπὸ τοῦτα τὰ ἐλεύθερα μέρη
Τ’ ἀγεράκι ἓναν ἦχο σᾶς φέρῃ,
Δὲ θἆναι κατάρας βοή.

Σᾶς θωρᾶμε – στὴν ἒρημην ἂκρη,
Ὃθε πέρα μαυρίζουν οἱ λίθοι,
Μία ματιά, θολωμένη ἀπὸ δάκρυ,
Νὰ μὴ ρίξῃ δὲ λείπει κἀνείς·
Πόσο ἂ! πόσο τὰ ἐλεύθερα στήθη
Σᾶς πλακόνει ἡ παράνομη πράξη.
Ποῦ οἱ Μεγάλοι σᾶς ἒχουν προστάξῃ
Κ’ ἐνεργῆστε, κακότυχοι, ἐσεῖς!

Ὢ! τοῦ κάκου ἡ καρδιά σας φωνάζει,
Καὶ σὰν ξένο ἒργο τέτοιο μισάει·
Τῆς πατρίδας ἡ φήμη ταράζει
Κάθε πνεῦμα μὲ ζάλη σφοδρή.
Τ’ ὂνομά της γραμμένο θωράει
Μὲς τὸ βράχο ποῦ ἐδῶθε μαυρίζει,
Καὶ καθένας γι’ αὐτήνε δακρύζει,
Ὃσο πλεόν ἡ καρδιά του εἶν’ ἁγνή.

Ἂλλους χρόνους, θερμότερη λύπη
Ἀπ’ αὐτἢ ποῦ τὰ σπλάχνα σας καίει,
Μὲ ὠργισμένο, συχνὀ καρδιοχτύπι,
Μία μεγάλη αἰσθανότουν ψυχή.
Τὴν ὀργὴ καὶ τὴ λύπη της λέει
Θεῖο τραγοῦδι, ποῦ φέρνει τρομάρα,
Τὶ βροντάει τσ’ Ἀθηνᾶς ἡ κατάρα
Στὴ γενναία τοῦ Προφήτη φωνή.

Ἂν ἠμπόρειε καὶ αὐτὸς νὰ γνωρίσῃ
Τῆς Ἀγγλίας τὸ τουρκόφιλο κρῖμα,
Ἢθε ξάφνου τὸ λάκκο του ἀφήσῃ,
Σὰ βαθυὰ νὰ τὸν πλάκονε ἡ γῆ·
Καῖ, ποθῶντας τὸ πρῶτο του μνῆμα,
Ὃταν ἲσκιο δὲ ρίχνουν οἱ λόγγοι,
Θὰ κινοῦσε στ΄ ἀνδρεῖο Μεσολόγγι
Ν’ ἀναπάψῃ τὴ θεία κεφαλή.

Ὦ Νεκρὲ δοξασμένε, κἀμπόσο
Μεῖνε ἀκόμα στὸ μνῆμα ποῦ σ’ ἒχει!
Τὴν Ἑλλάδα, ποῦ ἀγάπησες τόσο,
Μ’ ἂλλη τύχη μία μέρα θὰ ίδῇς.
Ὁ Καιρός, ποῦ γιὰ σένα δὲν τρέχει,
Χτίζει ἐδῶ, παρακάτου συντρίβει·
Θεμελιόνει τὸ μαύρο καλύβι,
Τὸ παλάτι σκορπάει καταγῆς.

Ἡ τέσσεραις ὥραις τοῦ χρόνου

Η ΑΝΟΙΞΗ
Ποιὰ εἶμαι 'γὼ δὲν ἔχω χρεία
νὰ σᾶς πῶ, καλαὶς Κυράδες·
μὲ τὴ μόνη μου εὐωδία
φανερόνομαι ἀρκετά.

Ναί· τὴν Ἄνοιξη, ποῦ τώρα
φεύγει ράχαις καὶ πεδιάδαις,
ὁλοστόλιστη, ἀνθοφόρα
ξαναβλέπεται ὀμπροστά.

Μὴ θαυμάσετε· εἶναι χρόνοι
ποῦ, ἂν θερμαὶς ἀκούω ταὶς αὔραις,
τὴ φωλιά μου, ὡς χελιδόνι,
τρέχω εὐθὺς νὰ στήσω ἐδῶ.

Μέρα νύχτα φυλαμένα
ἀπὸ πάγους, ἀπὸ λάβραις,
ρόδα νέα, χαριτωμένα
ἐδῶ μέσα κουναρῶ.

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Πῶς τολμᾷς καὶ τέτοια μέρα
ξάφνου σὺ πετιέσαι ὀμπρός μου;
Εἰς τὴ γῆ καὶ στὸν αἰθέρα
βασιλεύω τώρα ἐγώ.

Εμαι, ναί, τὸ Καλοκαῖρι
ὁποῦ, στόλισμα τοῦ κόσμου,
μ' ἕνα βλέμμα ὅλα τὰ μέρη
ἀπὸ λάμψη πλημμυρῶ.

Ἐδῶ ἀκοίμηταις ἀχτίναις
βρίσκω ἀλήθεια, καὶ θωράω
ποῦ φωτίζονται μ' ἐκεῖναις
ἀθῷα πνεύματα πολλά.

Ἀλλ', ἀφοῦ κ' ἐγὼ τὸ μαῦρο
κρύο σκοτάδι πολεμάω,
πλέον φιλόξενη ποῦ θαὔρω
ἀπὸ τέτοια κατοικιά;

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Τόπο! - τόπο! Μ' ἄλλα δῶρα
τὸ Φθινόπωρο προβαίνει.
Ρῖχτε σεῖς τὰ φύλλα τώρα,
καθὼς πάντα στοὺς ἀγρούς.

Γιὰ τιμή μου σᾶς προστάζω
τέτοιο σκόρπισμα νὰ γένῃ,
τί ἐγὼ τ' ἄνθια σας ἀλλάζω
εἰς ὁλόχρυσους καρπούς.

Ἐδῶ μέσα τόσους εἶδα
νὰ ξανθίσουνε μὲ χάρη,
ποῦ γοργά, σὰ μίαν ἀχτίδα,
πρώιμα χύθηκα κ' ἐγώ.

Μήτε ἀλλοῦ θὲ νὰ περάσω,
ἂν σὲ κάθε ὡραι βλαστάρι
δὲ γλυκάνω, δὲν ὡρμάσω
τὸν ἀτίμητο καρπό.

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Μήν, ἀδέλφια, φοβηθῆτε,
ἂν στ' ὡραῖο σας περιβόλι
τὸ χειμῶνα τώρα ἰδῆτε
μὲ ὁλοφάνερη μορφή.

Ἐδῶ ἐρχόμουν κάθε τόσο,
μέρα ἐργάσιμη καὶ σχόλη,
στ' ἄνθια, βρέχοντας, νὰ δώσω
μόσχους, χρώματα, ζωή.

Μὲ χαρούμενα σημεῖα,
σεῖς γονέοι, δικοὶ καὶ ξένοι,
νὰ μοῦ δείξετε εἶναι χρεία
τὴν εὐγνωμονη καρδιά.

Μὴ σᾶς μάργωσαν τὰ χέρια
γιατὶ ὁ πάγος μὲ λευκαίνει;
Ἂμ χτυπῆστε τα καὶ πλέρια,
νὰ σᾶς γένουνε φωτιά.

Νανούρισμα


Νάνι νάνι τὸ παιδί,
ποῦ στὸν ὕπνο του θὰ ἰδῇ
ὅσα ἡ τύχη θὰ τοῦ δώσῃ
σᾶ μία μέρα μεγαλώσῃ.

Νά! μὲ μάτια σφαλιστά,
βλέπει ξάστερα ὀμπροστά,
ἀπὸ μία κορφὴ καὶ κάτου
ὅλο κτήματα δικά του.

Χύνοντ’ ὅπου κατοικεῖ
τὰ φλωριὰ μὲ τὸ σακκί,
καὶ στὸ νοῦ του μ’ εὐκολία
χύνετ’ ἄπειρη σοφία.

Τὰ γλυκόφωνα πουλιὰ
τοῦ ζηλεύουν τὴ λαλιά·
ὅπου πάῃ, ‘ς ἀγώρια χίλια
ὀ χορός του φέρνει ζήλεια.

Πόσο εἶν’ ἄξιος κυνηγός!
Δὲν τοῦ φεύγει ἕνας λαγός,
οὔτε νέα θὰ τοῦ ξεφύγῃ
ἀπὸ ἀλλιότικο κυνῆγι.

Πάει στρατιώτης, καὶ φωτιὰ
βγάνει κάθε του ματιά·
γι’ αὐτὸ οἱ νέοι φωνάζουν ὅλοι:
Τώρα ἐπήραμε τὴν Πόλη!

Μὲ τετράποδο πουλί,
σὰν ἅϊ Γιώργης πιλαλεῖ,
καὶ τρελλαίνει, ὅθε περάσῃ,
κάθε ἀνύπαντρο κοράσι.

Λάμπουν χίλια φωτερὰ
στοῦ χρυσοῦ μου τὴ χαρά,
ποῦ θὰ πάῃ σὲ γάμου στρῶμα
μὲ μία πλούσια κληρονόμα.

Νάνι νάνι τὸ παιδί,
ποῦ στὸν ὕπνο του θὰ ίδῇ
ὅσα ἡ τύχη θᾶ τοῦ δώσῃ,
σὰ μία μέρα μεγαλώσῃ.

Δὲ νυστάζει τὸ μωρό·
τ΄ ἀχειλάκι του θωρῶ,
ποῦ βυζαίνει καὶ γελάει,
σὰ τριαντάφυλλο του Μάη.

Φαίνεταί μου πῶς θὰ πῇ:
Τ’ εἶν’ τὸ βιὸ κ’ ἡ προκοπή;
Δὲν ἀξίζουν, μ’ ὅλα τ’ ἄλλα,
σὰν τῆς μάννας μου τὸ γάλα.

Σεμνότη

Μὴ μοῦ πῇς, δὲ σὲ ρωτάω,
πῶς καὶ πόσο μ' ἀγαπᾷς·
φτάνει ἐγὼ νὰ σὲ κυτάω,
φτάνει ἐσὺ νὰ μὲ κυτᾷς.

Γιατί, φῶς μου, ἑνῷ γυρεύω
τέτοια χάρη μοναχά,
τὰ δύο μάτια ποῦ λατρεύω
γέρνεις πάντα χαμηλά;

Τὶ μ' ἀρέσεις! Πρὶν τὰ χείλη
μεταβιᾶς ν' ἀνοίξω ἐγώ,
ροδοστόλιστον Ἀπρίλη
εἰς τὴν ὄψη σου θωρῶ.

Σὲ θωράω σεμνὴν ἀκόμα,
σὰν τὴν ὥρα ποὖχα ἰδῇ
στοῦ προσώπου σου τὸ χρῶμα
τῆς ἀγάπης τὴν αὐγή.

Οἱ δύο πόθοι

Λένε ὅτι τ' ἄστρα, ποῦ ψηλὰ φεγγοβολῶντας πλένε,
δὲν εἶναι αὐτόφωτα κορμιά·
πῶς ἔχουν κάμπους καὶ βουνά,
πὤχουν ἀνθρώπους λένε.

Μ' ἀρέσει, κόρη μου, ποῦ σὺ μὲ ἀγάπη τὰ κυτάζεις,
δίχως, ἂν ἦναι ἀληθινοί
σὲ αὐτὰ ποῦ γράφουν οἱ σοφοί,
καθόλου νὰ ξετάζῃς.

Ἤθελα – μοὖπες μία βραδειά – νἆμαι κ' ἐγὼ μ' ἐκεῖνα,
καὶ νὰ σοῦ ρίχνω ἀπὸ ψηλὰ
στὸ μέτωπο καὶ στὰ μαλλιὰ
κάθε ἀργυρή μου ἀχτῖνα.

Τῆς γῆς ἀστέρι μοναχό, μὴ φύγῃς ἀπ' ὀμπρός μου!
Ἄφησε κάλλιο νὰ γενῶ
μέρος ἀχώριστο κ' ἐγὼ
τοῦ ὡραίου μικροῦ σου κόσμου.

Δέηση

Ὅσαις φοραίς, ἀγάπη μου,
στὴν ἐκκλησιὰ σὲ σμίγω,
τὸ στόμα δὲν ἀνοίγω
μία προσευχὴ νὰ πῶ.

Ἐσὲ τηράω κ' αἰσθάνομαι,
ἐνῷ κοντά σου μένω,
τὸ πνεῦμα μου κλεισμένο
σὲ κύκλο μαγικό.

Θαρρῶντας πῶς ἁμάρτησα,
τὸ μέρος ποὖσαι ἀφίνω·
φτερὰ στὸ νοῦ μου δίνω,
καὶ φεύγω ἀπὸ τὴ γῆ.

Μὲ φλογισμένη δέηση
στὸν οὐρανὸ προστρέχω,
καὶ πλέον σιμά μου σ' ἔχω,
ὅσο ἀνεβαίνω ἐκεῖ.

Φωτογραφία
Ὄχι· ἀνθρώπινο κοντύλι
δὲ σὲ ἱστόρησε, Θεά!
Πνέουν, ταράζονται τὰ χείλη,
κυματίζουν τὰ μαλλιά.

Λέει καθένας ὁποῦ βλέπει
τέτοιο πλάσμα τοῦ φωτός:
γιὰ ζωγράφος δὲν τῆς πρέπει
παρ' ὁ Ἥλιος μοναχός.

Τὸν ἐμάγεψες, καὶ τόση
φλόγα αἰσθάνθη ἐρωτική,
ὁποῦ ἐδῶ νὰ σὲ τυπώσῃ
μία δὲν ἔκαμε στιγμή.

Τὰ ματάκια σου, Θεά μου,
σὰν τὸν ἥλιο θαυμαστά!
Ὅμοια εἰκόνα στὴν καρδιά μου
ξάφνου ἐχάραξαν καὶ αὐτά.

Ἕνας ἥρωας


Στρῶστε κλίνη ἀπὸ ροδόφυλλα,
λίγη ἀνάπαψη νὰ πάρῃ
τὸ λαμπρὸ τοῦ τόπου καύχημα,
τ' ἀφροδίσιο παλληκάρι.
Νίκαις ἄλλοι ἂς ὀνειρεύωνται
εἰς τὰ θεῖα τῆς Κρήτης ὄρη·
τοῦτος νίκησε μία κόρη!

Μοναχή, τοῦ κόσμου ἀμάθητη,
δὲν ἐξάνοιξε τὰ βρόχια,
ποὖχε στήσῃ τ' ἀρχοντόπουλο
στὴν ὀρφάνεια καὶ στὴ φτώχεια.
Τώρα κλαίει· τὸ νοῦ της ἔχασε·
καί, στὰ ὀνείρατα ποῦ κάνει,
βλέπει πάντα ἕνα στεφάνι.

Τί πειράζει! Ἂς χύνουν δάκρυα
τὰ θλιμμένα της ἀστέρια,
ὅσα χύνει αὐτὸς ἀνθόνερα
στὸ κεφάλι καὶ στὰ χέρια.
Ταὶς γλυκάδαις δὲν ἐχάρηκε
τῶν ἀγγέλων ἐδῶ κάτου
στὴν τρισεύγενη ἀγκαλιά του;

Τὴν ἀθώα, τὴν πρώτη ἀγάπη της
δὲν ἐπλέρωσαν ἀκόμα
τὰ φιλιά, ποῦ καταδέχτηκε
νὰ τῆς δώσῃ τέτοιο στόμα;
Ἕνα ρόδο ποῦ πρωτάνοιξε
ὅλους εὔκολα μεθάει
μὲ τὸ μόσχο ποῦ σκορπάει.

Τέτοια ὀσμὴ σὲ λίγο παίρνοντας,
μὲ βουΐσματα περίσσια
θὰ χυθοῦν γοργὰ τριγύρω της
τὰ χρυσόφτερα μελίσσια.
Ἡ τρελλή! γιατὶ νὰ θλίβεται
καὶ τ' ἀδύναμα νὰ θέλη,
ὅταν ἔχῃ τόσο μέλι;

Κάλλιο, ναί, νὰ πέφτῃ γλήγορα
ἀπὸ μία στὴν ἄλλη ἀγάπη·
νὰ φιλῇ, καὶ νἆναι ἀδιάφορη
γιὰ τὸν ἄσπρο ἢ τὸν Ἀράπη·
τί νὰ μείνῃ ἀπαρηγόρητη
ἂν ἀκόμη ἀκολουθήσῃ,
μὰ τὸ ναί, ποῦ δὲ θὰ ζήσῃ.

Ἄχ ἐπῆε! - Τί τέλος ἔκαμε
ἂν ὁ ἄρχοντας τὸ μάθῃ,
ποιός τὸ ξέρει στὴ συνείδηση
μὴν ἀκούσῃ κἄποιο ἀγκάθι!
Μὴ στὸ νοῦ του ξαναζήσουνε,
φανερὰ σὰν τὴν ἀλήθεια,
τῆς γιαγιᾶς τὰ παραμύθια!

Τὸ προβλέπω· θὰ τοῦ φαίνεται
πῶς ἀργὰ τὴ νύχτα ἐκείνη
ξάφνου ὁλόρθη ἀνασηκόνεται
ἀπ' τὴν κρύα στερνή της κλίνη·
πῶς ἀγνάντια στὸ κρεββάτι του
στηθοδέρνεται καὶ κλαίει,
καὶ κατόπι αὐτὰ τοῦ λέει:

Ἄχ! γιατὶ κλεισμένη μ' ἄφηκες
ὁλομόναχη ἐκεῖ κάτου;
Τὴν ἐρμιὰ τοῦ τάφου σκιάζομαι
καὶ τὴν ἄγρια σκοτεινιά του.
Γιὰ νὰ λείψῃ ἀπὸ τὰ στήθη μου
τὸ ξεπάγιασμα τοῦ τρόμου,
θέλω νἆσαι στὸ πλευρό μου.

Μὴ μὲ σπρώχνῃς! Εἶναι ἀδύνατο
ναὔρω ἀνάπαψη στὸ χῶμα,
ποῦ μὲ διώχνει, γιατὶ μ' ἔλυωσες,
πρὶν αὐτὸ μὲ λάβῃ ἀκόμα.
Δὲν ἀκοῦς; - βογγάει, ταράζεται,
καὶ τὰ νέα, γερά σου μέλη
γιὰ θροφή του τώρα θέλει.

Πᾶμε, φῶς μου! Ἀλλοῦ τὰ μάτια σου
μὴ γυρίζῃς τρομασμένα.
Πᾶμε! πᾶμε! - δὲν ὡρκίστηκες
νἆσαι ἀχώριστα μ' ἐμένα;
Θὲ νὰ ἰδῇς ὁποῦ ἀξημέρωτη,
μὲς τὴν ἄσαρκη ἀγκαλιά μου,
εἶν' ἡ ὡραία νυχτιὰ τοῦ γάμου!

Δὲ βαρυέσαι! Ἂν ὅμοια ὀνείρατα
νὰ ἰδῇς κἄποτε σοῦ λάχῃ,
πὲς γελῶντας: ἐγεννήθηκαν
ἀπὸ ἀκάθαρτο στομάχι. -
Πῶς ἀλλιῶς θὲ νὰ σοῦ φαίνεται
φοβερό, μεγάλο θῦμα
μία φτωχὴ ποὖναι στὸ μνῆμα.

Βγαίνει ἀλήθεια; Εὐθὺς οἱ δοῦλοι σου
ἂς μὲ κράξουνε καὶ ζόρκοι,
γιὰ νὰ διώκω αὐτὸ τὸ φάντασμα
μὲ τῆς Μούσας μου τὸ ξόρκι.
Θὲ ν' ἀκούσῃς, ἀρχοντόπουλο,
τί τραγούδια θὰ σοῦ ψάλῃ
στὸ χρυσόξανθο κεφάλι!

Τώρα ἐδῶ, ποῦ στρώνει ὁλόχαρη
ἀπὸ ρόδα ἕνα κλινάρι,
ἔλα πάρε λίγη ἀνάπαψη,
ἀφροδίσιο παλληκάρι!
Τούρκους ἄλλοι ἂς ξολοθρεύουνε
εἰς τὰ θεῖα τῆς Κρήτης ὄρη,
σύ! - θανάτωσες μία κόρη.


Μελαχρινούλα

Εἶναι ὡραῖο τὸ πρόσωπό σου,
ἀγκαλὰ μελαχρινό,
μήτε χάνει, βεβαιώσου,
ἕνα θέλγητρο γι' αὐτό.

Εἶσαι κρίνος, ἀλλ' ἡ φύση,
πλάθοντάς σε, ὦ λυγερή,
τὴν ἀσπράδα σὤχει κλείσει
μὲς τὴν ὄμορφη ψυχή.


Στὴν κα Παλαμᾶ
Στίχοι γιὰ λεύκωμα

Ρωτούσα ἐγώ: μὲ τὴ λαμπρή του ἀχτίδα
πόθε τ' ὡραῖο στὸν Παλαμᾶ πηγάζει;
Ἀλλ' ἐρώτηση τέτοια, εὐθὺς ποῦ σ' εἶδα,
ἔπαψε πλέον τὸ στόμα μου νὰ βγάζῃ.


Ἡ ἀρραβωνιασμένη

Χίλιαις φωναὶς ὁλόχαραις
τ' ἀέρι πλημμυρίζουν:
- Γυρίζουνε! γυρίζουν
τὰ μαῦρα μας παιδιά. -

Στὸ βροντερὸ ἀναγάλλιασμα
γιὰ λίγο ἂς γένῃ σχόλη.
Μήπως γυρίσαν ὅλοι
σὲ ἀγάπης ἀγκαλιά;

Ἰδέστε μία ποῦ κάθεται
μόνη, χλωμὴ στὴ θύρα!
Ἔμεινε ἡ μαύρη χήρα,
προτοῦ στεφανωθῇ.

Τ' ἀγώρι, ποῦ, μισεύοντας,
τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα,
γιὰ νύφη στὸν ἀγῶνα
πῆρε τὴ μαύρη γῆ.

Ἄν βόλι τῆς τὸ θέρισε
ἢ Τούρκου γιαταγάνι
δὲν ἐρωτάει· τῆς φτάνει
πῶς ἔπεσε νεκρό.

Μὴν ὀμπροστά της κάνετε
τόσης χαρᾶς ἀντάρα...
Θανάσιμη λαχτάρα
στὴν ὄψη της θωρῶ.

Τί τρέχει; Ἐκεῖ ποῦ δείλιαζε,
σέρνει φωνὴ μεγάλη,
καὶ πέφτει στὴν ἀγκάλη
τοῦ ὡραίου παλληκαριοῦ.

Λόγια τῆς φήμης ψεύτικα
τῆς εἶχε ὁ κόσμος φέρει.
Πίνουν ζωῆς ἀέρι
τὰ στήθια τ' ἀκριβοῦ.

Ὀμπρός τὸν ἔχει. Ἐξέχασε
τὴ μακρυνή της λάβρα,
καὶ ξάλλαξε τὰ μαῦρα
μὲ χρώματ' ἀνοιχτά.

Μιανῆς, ὁποῦ στὸν πόλεμο
εἶχε δύο τέκνα χάσει,
ἐπῆρε τὸ κοράσι
τὴν ἔρμη φορεσιά.

Ἐδῶ ἀπὸ τότε ἀκούονται
τραγούδια νύχτα μέρα,
καὶ λίγο ἐκεῖθε πέρα
τῆς ἀκληριᾶς καϋμοί.

Ἀθλία τοῦ κόσμου ἀντίθεση!
Πάντα ἡ χαραὶς κ' οἱ πόνοι
ἀχώριστοι γειτόνοι
θὰ μείνουνε στὴ γῆ.

Φρονιμάδα

- Στὴ λάσπη κυλισμένη
βογγομαχᾷ ἡ πατρίδα
καὶ λίγοι φαντασμένοι,
ποῦ στὸν ἀέρα ζοῦν,
γιὰ δόξαις καὶ γιὰ ἐλπίδα
τολμᾶνε καὶ μιλοῦν;

Σπάστε τους, ναί, μὲ ξύλα
καὶ πέτραις τὰ κεφάλια!
Τὰ φλογερά τους φύλλα,
οἱ στίχοι, τὰ πεζὰ
μᾶς φέραν τόσα χάλια
καὶ τέτοια συφορά.

Χτυπᾶτε τους! ὁ τόπος
ψωμὶ ζητάει καὶ ἀλήθεια.
Ἂς πέσῃ ὁ δημοκόπος,
ὁ ἀγύρτης, ὁ τρελλός,
ποῦ πλάθει παραμύθια,
καὶ στ' ἄλλα μένει ἀργός. -

Φοβούμενος μὴ λάχῃ
κ' ἐμέ, σὲ τόση ἀντράλα,
κἀμμία ξυλιὰ στὴ ράχη,
ἐφώναξα: Παιδιά,
τὰ δίκια σας μεγάλα,
μεγάλα, φοβερά!

Τὰ φύλλα, τὰ βιβλία
σωριάστε σταὶς Ἀθήναις,
καί, μ' ἄκρα ὁμογνωμία
σταὶς ἐπαρχίαις, παντοῦ,
ἂς γένουν λαμπατίναις,
σὰ νἄταν τ' Ἅϊ-Γιαννιοῦ.

Ἀλλὰ σὲ κάθε τσέπη,
πρὶν ἔργο τέτοιο γένῃ,
ὁ Φαλμεράγερ πρέπει
μ' εὐλάβια νὰ σωθῇ.
Μὴ δὲ μᾶς εἶπε ξένη,
πολύσπορη φυλή;

Μάλιστα ἐγὼ προτείνω,
καὶ δὲν τὸ λέω γιὰ γέλοιο,
βιβλίο καθὼς ἐκεῖνο
τὴν κάθε Κυριακή,
κατόπι ἀπ' τὸ βαγγέλιο,
ἀργὰ νὰ διαβαστῇ.

Σὰν ἔτσι ἀπὸ τὸ ψέμα
ξεκαθαρίσῃ ὁ βοῦρκος,
μὲ νέο σταὶς φλέβαις αἷμα,
ἀδιάφορο ὁ Γραικός,
θὰ λέῃ πῶς εἶναι Τοῦρκος,
Ἀράπης, Γερμανός.

Ἂμ νὰ χαθοῦν ἐκεῖνοι,
ποῦ, δίχως φρονιμάδα,
μία φοῦχτα Ρωμιοσύνη,
μία γῆς κατουρησιά,
ὠνόμασαν Ἑλλάδα,
μὲ μοῦτρα σοβαρά.

Ὅσοι τ' ἀθῷο κεφάλι
μᾶς φούσκωσαν μὲ μία
καταγωγὴ μεγάλη
ἂς πέσουν, ἂς χαθοῦν!
Τὰ φύλλα, τὰ βιβλία
δὲ φτάνει νὰ καοῦν.

Γυρεύει κι' ἄλλα μέτρα
ὁ νέος καλὸς ἀγῶνας.
Ἰδέστε αὐτοῦ μία πέτρα
στὴν ἄλλη ἀπανωτή,
γιατ' εἶναι ὁ Παρθενῶνας
ἀνάβει τὴν ψυχή.

Πόσαις ὀργιαὶς χωράφι,
πόσο μᾶς κλέφτουν στάρι,
ἐδῶ σπαρμένοι τάφοι,
μεγάλο θέατρο 'κεῖ,
ποῦ εἶν' ἔρμο ἀπομεινάρι,
καὶ λὲς ποῦ σοῦ μιλεῖ!

Ἀπὸ τὸ μαῦρο τοῖχο
τριγύρω στὸν ἀέρα,
τοῦ Σοφοκλῆ τὸ στίχο
φαντάζεσαι ν' ἀκοῦς,
καὶ 'ς ἄλλη οὐράνια σφαῖρα
ξάφνου πετιέται ὁ νοῦς.

Δὲ φτάνει τοῦτο· σκάφτουν
τὴ γῆ σὲ κἄποια μέρη,
καὶ ἀπὸ βαθυὰ ξεθάφτουν,
σὰ μέγα θησαυρό,
ἕνα κομμάτι χέρι,
μία μύτη, ἕνα Θεό.

Γυναίκαις, ἀθλητάδες,
παιδιῶν, ἡρώων κεφάλια,
σὲ ταχτικαὶς ἀράδαις
μὲς τὰ Μουσεῖα θωρᾷς,
καὶ χάνεις τὰ πασχάλια
χωρὶς νὰ τὸ νογᾷς.

Ἐδῶ κιτρινιασμένα
βλέπεις ναοῦ λιθάρια·
ζωὴ τὸ Εἰκοσιένα
παίρνει ὀμπροστά σου ἀλλοῦ,
στὴ μέση ἀπὸ βλαστάρια
τοῦ ἀθάνατου καιροῦ.

Μὲ φλογερὰ στοιχεῖα
τριγύρω, ἀπάνου, χάμου,
ἂν κάνωμε κἀμμία
μεγάλη τρέλλα, ἐγὼ
- Τί νὰ σᾶς πῶ, παιδιά μου! -
τὸ βρίσκω φυσικό.

Ἀλλά, σὰν ἔθνος βγάλῃ
τὸ ξίφος ἀπ' τὴ θήκη,
μὲς τὴν πολέμια ζάλη,
στὴν ἄγρια ταραχὴ
χαροκοποῦν οἱ λύκοι,
καὶ κλαῖνε οἱ πιστικοί.

Λοιπὸν ἀπ' τὰ μεγάλα
ὁ νοῦς ἂς χαμηλώσῃ.
Κάτου τ' ἀρχαῖα! καὶ τ' ἄλλα
θροφὴ πελάγου ἢ στιᾶς·
νὰ βάλῃ ὁ κόσμος γνώση,
νὰ τρέχῃ καὶ ὁ παρᾶς.

Ἂν ἐθνισμοῦ μας χνάρι
δὲ θέλετε νὰ ὑπάρχῃ,
φέρτε τσαπὶ καὶ φτυάρι,
καί, μ' ἤσυχη καρδιά,
τὸν ἴδιο Πατριάρχη
ξεθάψετε, παιδιά.

Ἂς πάψῃ ἀπὸ τὸ μνῆμα
τὸ νοῦ μας νὰ ταράζῃ!
Σὰν ξαναπάῃ στὸ κῦμα,
θὰ ἰδῆτε πῶς καὶ αὐτὸ
τριγύρω του ἀναβράζει
μὲ κόκκινον ἀφρό.

https://el.wikisource.org