Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ "Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ "


Η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ είναι ένα μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη που αναφέρεται στη ζωή της Μεσαιωνικής Ελλάδας και πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Η Καθημερινή (1937-1938). Η οριστική έκδοση (με πολλές αλλαγές) του1945 σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Μέχρι τις μέρες μας (2013) έχει εκδοθεί είκοσι φορές επιβεβαιώνοντας ότι είναι ένα από τα δημοφιλέστερα συγγράμματα του. Μεταφράστηκε αρχικά στα σουηδικά.
Στην Πριγκηπέσα (Ιζαμπώ) (Ισαβέλλα Α΄ της Αχαΐας) των Βιλλαρδουίνων κεντρικό γεγονός αποτελεί η κατάληψη του φραγκικού κάστρου της Καλαμάτας το 1293, από Έλληνες και Σλάβους χωρικούς και ιστορικό πλαίσιο η πολυτάραχη επoχή τηςΦραγκοκρατίας. Είναι το πιο παραδοσιακό στην κατασκευή του κείμενο του Τερζάκη, ενδεχομένως το πιο εύκολα αναγνώσιμο και εύληπτο, παρότι ογκώδες (564 σελίδες) που το βάρος της αφήγησης κλίνει σαφώς προς τη δράση, το μυστήριο και τη περιπέτεια.
****
"Θα σας ανιστορήσω ένα παμπάλαιο χρονικό, τις θαυμαστές περιπέτειες του ευγενικόπουλου Νικηφόρου του Σγουρού από τ' Ανάπλι, πώς ξέκοψε κατατρεγμένο με το ριζικό του σε στεριές και θάλασσες, και πώς σήκωσε πόλεμο ενάντια σε μια γυναίκα. Είναι μακρινοί οι καιροί που θέλω ν' αναστήσω, σβύστηκαν οι φωνές που τους τραγούδησαν, κι' από τα κόκκαλα των ανθρώπων που τους έζησαν δεν έχει απομείνει μηδέ σκόνη. Ομως εγώ, κλέρης, φτωχός κ' εξόριστος σε τούτο τον ανήμερο αιώνα, θα κάνω ό,τι μου είναι βολετό για να σας ευχαριστήσω, δίνοντας φωνή στ' αμίλητα. Κι' άμποτε, ευγενικοί μου άρχοντες η καλοσύνη σας κ' η συγκατάβαση να συχωρέσω τα λάθη που μου ξέφυγαν ή τα ψεγάδια που κατάλαβα μα που δεν είχα τη δεξιοσύνη να τα διορθώσω», γράφει στην πρώτη σελίδα ο Αγγελος Τερζάκης.http://www.kathimerini.gr/


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ 

Με κύριο πρόσωπο την Ισαβέλλα ή Ιζαμπώ των Βιλλαρδουίνων, πρόσωπο ιστορικό, κεντρικό γεγονός την κατάληψη του φραγκικού κάστρου της Καλαμάτας το 1293, από Έλληνες και Σλάβους χωρικούς, και ιστορικό πλαίσιο την πολυτάραχη εποχή της Φραγκοκρατίας, ο Άγγελος Τερζάκης συνθέτει ένα χρονικό ηρωισμού και αγάπης, τον καιρό των τροβαδούρων, των σταυροφόρων, των κουρσάρων και των ιπποτών, στο πρώτο ξύπνημα της ψυχής του νέου ελληνισμού τον 13ο αιώνα. Η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ είναι το πιο κλασικό στην κατασκευή κείμενο του Άγγελου Τερζάκη, οργανωμένο με εξαιρετική προσοχή και ικανότητα, ζωντανό, πολύχρωμο, με θέρμη στην αφήγηση, εύληπτο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην ανάγνωση παρά την έκτασή του. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο αναπλάθει ζωηρά και πειστικότατα μια τόσο μακρινή και διαφορετική εποχή. [...]
Ο συγγραφέας ασχολείται, έστω έμμεσα, με τα διαχρονικά κεντρικά ερωτήματα της ζωής, καταθέτοντας την πάγια πίστη του για την ουσιαστική τραγικότητα της ζωής, και ιδίως για τη μοιραία απόληξη των πιο ευαίσθητων και άξιων ανθρώπων. (ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΦΡΟΥΔΑΚΗΣ, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)http://www.politeianet.gr/


ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΙΖΑΜΠΩ 

ΙΣΑΒΕΛΛΑ Α' ΤΗΣ ΑΧΑΙΑΣ 

 Η σφραγίδα της Ισαβέλλας
Η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου, γνωστή και ως Ιζαμπώ ή Ζαμπέα, όπως την αναφέρει το Χρονικόν του Μορέως, (γεννήθηκε 1260/63, πέθανε στις 23 Ιανουαρίου 1312) ήταν η μεγαλύτερη κόρη του πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου  και κύριος κληρονόμος του. Από τη μεριά της μητέρας της είχε βυζαντινή καταγωγή, μια και ήταν κόρη της Άννας Δούκαινας, κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ. Η ζωή της θα μπλεχτεί μέσα στα γρανάζια της πολιτικής, οι γάμοι της θα υπαγορευτούν από τη διπλωματία, η ίδια της η μοίρα θα ταυτιστεί με αυτήν του πριγκιπάτου της Αχαΐας.
                 Μετά τη μάχη του Μακρυπλαγίου  που έλαβε χώρα το 1264 (ή το 1265) ανάμεσα στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την νίκη των Φράγκων, φαίνεται να παγιώνεται  η κατάσταση στην Πελοπόννησο με τους Βυζαντινούς να κατέχουν  τα τρία ισχυρά κάστρα του Μυστρά, της Μάνης και της Μονεμβασιάς και τους Φράγκους να μη μπορούν να τα ανακαταλάβουν. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος, βλέποντας από τη μεριά του ότι δεν μπορούσε να καταλάβει ολόκληρη τη Πελοπόννησο, προτείνει στον πρίγκιπα Γουλιέλμο να παντρευτεί η κόρη του Ισαβέλλα με τον διάδοχο του θρόνου της Κωνσταντινούπολης Ανδρόνικο Παλαιολόγο. Ο γάμος αυτός θα έδινε τη δυνατότητα μελλοντικά στην αυτοκρατορία να προσαρτήσει το πριγκιπάτο. Οι Φράγκοι προφανώς θα αρνηθούν και ο Γουλιέλμος θα επιλέξει άλλον υψηλό γαμπρό, Φράγκο στην καταγωγή,για την κόρη του: τον Φίλιππο της Σικελίας, γιο του Καρόλου του Ανδεγαυικού, βασιλιά της Σικελίας και της Νάπολης. Ουσιαστικά το πριγκιπάτο επρόκειτο να περάσει στα χέρια του βασιλείου της Σικελίας, ο ίδιος ο Φίλιππος γινόταν ο διάδοχος του πριγκιπάτου. Σε περίπτωση χηρείας οριζόταν ότι η Ισαβέλλα δε θα είχε δικαίωμα να παντρευτεί χωρίς την άδεια του βασιλιά Καρόλου.
                Ο Κάρολος, αδερφός του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου, είχε καταλάβει τη Σικελία και τη Νάπολη, και μέσω αυτού του γάμου θα επιχειρούσε να ελέγξει τις λατινικές κτήσεις στην Ελλάδα. Στις 28 Μαΐου 1271  η Ισαβέλλα παντρεύτηκε τον Φίλιππο, ο οποίος όμως λίγα χρόνια αργότερα, το 1277 θα πεθάνει. Η Ισαβέλλα θα παραμείνει μόνη στη βασιλική αυλή της Νεάπολης, δεσμευμένη από τον όρο του γάμου. Το 1278 θα πεθάνει και ο πατέρας της Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, ολόκληρο το πριγκιπάτο θα περάσει στα χέρια του βασιλιά της Σικελίας.
          Είναι η περίοδος που το πριγκιπάτο της Αχαΐας, χωρίς ουσιαστικό ηγέτη θα αρχίσει να παρακμάζει, με τους κατά τόπους βαρόνους, ελλείψει αρχηγίας, να αυθαιρετούν και το βασιλιά Κάρολο να μην πολυενδιαφέρεται για το κρατίδιό του.
           Η κατάσταση θα αλλάξει το 1278, όταν ο νέος βασιλιάς της Σικελίας Κάρολος ο Β΄, θα επιτρέψει στην Ισαβέλλα που είχε κληρονομικά δικαιώματα στο πριγκιπάτο, να παντρευτεί για δεύτερη φορά τον Φίλιππο του Αινώ, εγγονό του Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουίνου. Ο όρος που θα μπει και πάλι θα είναι πάλι ο ίδιος, απαγόρευση  νέου γάμου αυτής ή και των απογόνων της χωρίς την άδεια των Φράγκων, προκειμένου το πριγκιπάτο να είναι πάντα υπό λατινικό έλεγχο.
          Η Ισαβέλλα με το νέο της σύζυγο Φίλιππο, έρχονται στην Πελοπόννησο και γίνονται δεκτοί  με θετικό τρόπο από το λαό του πριγκιπάτου. Στη διάρκεια της διακυβέρνησης του θα συμβούν σημαντικά γεγονότα που θα έχουν να κάνουν με την αυτοκρατορία. Συγκεκριμένα οι σλαβόφωνοι της Γιάννιτσας, κοντά στην Καλαμάτα, θα καταλάβουν την Καλαμάτα (1283) και θα υψώσουν τα βυζαντινά σύμβολα.
             Θα υπάρξει εμπλοκή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικου Παλαιολόγου. Μετά όμως  την προδοσία του στρατιωτικού διοικητή του Μιστρά Γ. Σγουρομάλλη,  η πόλη θα παραδοθεί και πάλι στους Φράγκους. Ο Σγουρομάλλης θα τιμωρηθεί, γιατί έδρασε χωρίς να υπολογίσει τις εντολές του αυτοκράτορα, το Βυζάντιο θα χάσει την ευκαιρία να επεκτείνει την κυριαρχία του στην περιοχή.
              Η Ισαβέλλα απέκτησε το πρώτο της παιδί, την Ματθίλδη, η οποία αρραβωνιάστηκε με το Δούκα των Αθηνών Γκυ ντε Λα Ρός. Λίγο αργότερα (1297) θα πεθάνουν και ο Δουκας και ο Φίλιππος. Έτσι η Ισαβέλλα μαζί με την κόρη της, θα βρεθεί για δεύτερη φορά δεσμευμένη από το όρο του γάμου και εξαρτημένη από το βασιλιά της Σικελίας.
             Η Ισαβέλλα πραγματοποίησε τρίτο γάμο με τον Φίλιππο της Σαβοίας λόρδο του Πεδεμοντίου, αυτή τη φορά χωρίς να πάρει την επίσημη άδεια από τους Φράγκους. Ο βασιλιάς Κάρολος β΄, μετά από μεσολαβηση του πάπα Βονιφάτιου, συναίνεσε στο γάμο. Ο Φίλιππος είχε επεκτατικά σχέδια και δρούσε ανεξάρτητα από το βασίλειο της Σικελίας. Ήταν αυταρχικός κυβερνήτης, βάζοντας υπό την κηδεμονία του όλους τους βαρόνους,  επέβαλε μεγάλους φόρους και προκάλεσε την εξέγερση των Ελλήνων στην περιοχή της Αρκαδίας..
           Ο βασιλιάς της Νάπολης Κάρολος Β΄ κάλεσε (1306) το πριγκιπικό ζεύγος στην αυλή του και κατηγόρησε τον μεν Φίλιππο για απιστία, την δε Ισαβέλλα ότι προχώρησε σε τρίτο γάμο χωρίς την συγκατάθεση του. Έτσι τους στέρησε το Πριγκιπάτο της Αχαΐας που το παραχώρησε στον γιο του Φίλιππο του Τάραντα. Η Ισαβέλλα χώρισε τον Φίλιππο και κατέφυγε στο Αινώ, στη σημερινή Ολλανδία, όπου μέχρι τον θάνατο της (1311) προσπαθούσε να διεκδικήσει τα δικαιώματα της στο πριγκιπάτο.
            Κι ενώ θα ενισχύεται η βυζαντινή παρουσία στην Πελοπόννησο, το πριγκιπάτο μετά την οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων θα πάψει να αποτελεί πόλο έλξης για τους Γάλλους. Θα το επισκέπτονται τυχοδιώκτες Ιταλοί, που θα αναζητούν γη και εξουσία και ποτέ μέχρι την κατάλυσή του (1430) και την ενσωμάτωσή του στα βυζαντινά εδάφη, δε θα αποκτήσει μια ισχυρή ηγεσία.http://vizantinonistorika.blogspot.gr/


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

  ΑΡΧΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ

Ο ταξιδιώτης που διασχίζει τον ανατολικό Μοριά τραβώντας προς το νότιο μυχό του, σαν προσπεράσει της Νεμέας τις σκυθρωπές κλεισού-ρες και τις λαγκαδιές, βλέπει σε λίγην ώρα ν΄ανοίγεται μπροστά του φαρδύς κι΄ ολόφωτος, ένας μεγάλος κάμπος καρπερός. Κάτω από τον πλατύστερνο θόλο του ουρανού, που πριν από λίγο τον λιβάνιζε ερημικά με τον ασασασμό του το θυμάρι, τώρα μια βλάστηση χαρού-μενη απλώνεται. Είναι μια χώρα ήμερη, με γη αφράτη και παχιά, σάρκα όλο χυμό, που στέκεται παραδομένη ολοχρονίς, ατάραχα, στη μυστική κυοφορία.

Η ευλογημένη τούτη χώρα είναι ο κάμπος οαργολικός.



****
MΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

«Έφτασε δειλινό στη Καλαμάτα το μαντάτο της καταστροφής. Δύο Φράγκοι από τους νικημένους, ένας ιππότης κι ένας σκουταράτος*, παρουσιάστηκαν στη σιδερόπορτα του κάστρου καραβοτσακιμένοι. Είχανε κουρελιασμένα επιλωρίκια**, λασπωμένες αρματωσιές, βουλιαγμένο κράνος ο σκουτεράτος, ήτανε δίχως κράνος, με τα μαλλιά ακατάστατα κι ιδροκοπημένα, ο ιππότης. Τα φάρια*** τους, τα δανεικά, γιατί τα δικά τους είχανε σφαχτεί εκεί κάτω, κρεμούσανε τα κεφάλια τους στη γη, κι από τα τεζαρισμένα χείλη τους σούρωνε και στάλαζε χάμω σάλιο αφρισμένο.

Η πριγκιπέσσα, την ώρα εκείνη, βρισκότανε στο κουβούκλι**** της. Καθισμένη στην κασέλα, μπροστά στο παραθύρι, αγνάντευε τη θάλασσα, πέρα, κι οσμιζότανε αφαιρεμένα την ανάσα του βασιλικού. Η πολιτεία, κάτω, ζάρωνε κιόλας στη βραδινή της περισυλλογή. Τα σήμαντρα του εσπερινού είχαν από ώρα σωπάσει».

* Σκουταράτος από το λατ. scutaratus, υπασπιστής

** Επιλωρίκι: χιτώνιο που φοριόταν πάνω από τον θώρακα
*** Φαρί: από το αραβ. fari, άλογο
**** Κουβούκλι: λατ. cubiculum, θάλαμος, κρεβατοκάμαρα

****
«Γύρω παντού σκοτάδι. Να σου λοιπόν και πιάνει τ’ αυτί μου μακριά, μέσα στο βουνό, ένα τραγούδι».
«Αερικό θα ‘τανε...»
«Ένα τραγούδι, μα τι τραγούδι! Δεν ήταν άνθρωπος αυτός που τραγούδαγε έτσι γλυκά, δεν ήταν γυναίκα. Λες κι είχαν ανοίξει τα ουράνια κι ακούγονταν οι άγγελοι. Άλλο να σου λέω κι άλλο ν’ ακούς...»
«Λοιπόν; λοιπόν;» κάνουνε γύρω ανυπόμονα.
«Μπρος να τραβήξω φοβόμουνα, πίσω να κάνω σκιαζόμουν. Με τα πολλά, το παίρνω απόφαση και τραβώ. Κατεβαίνω στη ρεματιά, χώνομαι κάτω από τα δέντρα. Η βρύση ήταν εκειδά να, άκουγα κιόλας το νερό να τρέχει. Στρίβω, που λέτε, τι να δω! Στο βράχο καβάλα, σαν πάνω σε φαρί, μια γυναίκα ασπροφορεμένη καθότανε, κι ήταν αυτή που τραγουδούσε μ’ έτσι αγγελική φωνή».
«Πώς ήτανε; πώς ήτανε;» ρώτησε άπληστα το μισόγυμνο παιδί σταματώντας το φυσερό.
«Δούλευε μωρέ!» χούγιαξε ο σιδεράς.
«Δουλεύω, αφέντη».
Το καμίνι λαμπάδιασε κι η βαριά κοπάνησε το σίδερο βροντώντας.
«Ήτανε ψηλή! Χριστέ μου, τι ψηλή! Κι είχε ξέπλεκα τα μαλλιά της. Στο δεξί κράταγε ένα χτένι, χρυσό χτένι, και χτενιζότανε».
«Λοιπόν; λοιπόν;»
«Εγώ τα χρειάστηκα. Παρατώ χάμου τον κουβά, κάθουμαι πάνω γιατί τα γόνατα δεν με βαστούσαν, και σταυροχεριάζομαι να την κοιτάζω».
«Κι αυτή;»
«Αυτή τραγούδαγε του καλού καιρού. Είναι σε ξέφωτο η βρύση μας, λοιπόν από δω που βρισκόμουν έβλεπα καλά, μ’ όλο που δεν μ’ έβλεπε η λάμια».
«Δεν ήτανε λάμια. Νεράιδα ήτανε», διόρθωσε με ύφος έμπειρο ο ζευγάς. «Η λάμια δεν τραγουδάει».
«Κι ήταν όμορφη;» ρώτησε πάλι το παιδί χωρίς όμως ν’ αφήσει το φυσερό.
«Όμορφη λέει! Έλαμπε γύρω ο τόπος, λες κι είχε φανεί το φεγγάρι».
«Ο εξαποδώ παίρνει πολλά σχήματα για να μας βάλει σε πειρασμό», παρατήρησε δογματικά ο καλόγερος.
«Και δεν της μίλησες;»
«Να της μιλήσω; Κύριε ημών Ιησού Χριστέ! Τι λες, κακορίζικε; Για να μου πάρει τη μιλιά;»

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ 

Ο Άγγελος Τερζάκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο, γιος του τότε δημάρχου της πόλης Δημητρίου Τερζάκη και της Αγγελικής το γένος Πανοπούλου. Το 1915 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1927. Από το 1929 και για δυο χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1925 πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με τη δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων του Ο ξεχασμένος. Το 1929 εξέδωσε την Φθινοπωρινή Συμφωνία. Ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματός του Δεσμώτες, που μαζί με τον Πρίγκηπα του Θράσου Καστανάκη θεωρήθηκαν από την κριτική ως τα πρώτα πεζογραφήματα της γενιάς του ’30 και Η παρακμή των Σκληρών, που επαινέθηκε από τον Κωστή Παλαμά, ενώ με μεγάλη επιτυχία εκδόθηκε το 1937 Η μενεξεδένια πολιτεία. Το 1936 παντρεύτηκε τη Λουΐζα Βογάσαρη, με την οποία απέκτησε ένα γιο το Δημήτρη. Τον ίδιο χρόνο παραστάθηκε στο Εθνικό Θέατρο η βυζαντινή τραγωδία του Αυτοκράτωρ Μιχαήλ. Το 1937 ανέλαβε τη Γραμματεία του Εθνικού Θεάτρου, όπου κατέλαβε διαδοχικά διάφορες διοικητικές θέσεις, φθάνοντας ως εκείνη του υπηρεσιακού γενικού διευθυντή (με αίτησή του παρέμεινε ως το 1960 στη θέση του διευθυντή δραματολογίου, την οποία κατέλαβε το 1940). Από το 1940 και ως τη λήξη του πολέμου υπηρέτησε στο Αλβανικό Μέτωπο.Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου (1939), το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1958 για τη Μυστική Ζωή), το Βραβείο Δοκιμίου των Δώδεκα (1964 για τον τόμο δοκιμίων Προσανατολισμός στον αιώνα), το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1969, για το Μυστήριο του Ιάγου). Ταξίδεψε στη Ρουμανία (1958), τη Σοβιετική Ένωση (1959), τις Η.Π.Α. (1966, όπου έδωσε διαλέξεις στα Πανεπιστήμια Princeton και Tufts), την Ουγγαρία (1966), το Ρήνο (1974). Διετέλεσε μορφωτικός σύμβουλος του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών (1966) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1974). Το λογοτεχνικό έργο του Άγγελου Τερζάκη κινείται στα πλαίσια του τραγικού που γεννάται από το αναπόφευκτο της καταστροφής στην οποία οδηγούνται οι ήρωές του. Επηρεασμένος από συγγραφείς όπως ο Κνουτ Χάμσουν, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αλλά και ο Δημοσθένης Βουτυράς, δημιούργησε πρόσωπα αδύναμα να αντιδράσουν στην μιζέρια της ζωής του, πρόσωπα που ασφυκτιούν στο οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον και εκπροσωπούν το αίσθημα απογοήτευσης και παραίτησης του συγγραφέα. Την ελπίδα τοποθέτησε στο χώρο των ιδανικών που ξεπερνούν πολιτικές και άλλες κατηγοριοποιήσεις, καθώς και στο χώρο της μεταφυσικής αναζήτησης. Από τα έργα του σημειώνουμε ενδεικτικά την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, τη Μυστική ζωή, τη Μενεξεδένια Πολιτεία, ενώ πρέπει επίσης να αναφερθεί το σημαντικό δοκιμιακό έργο του που άσκησε επίδραση τόσο στη λογοτεχνική όσο και στη θεατρική παραγωγή του. Θεατρικά του έργα παραστάθηκαν από το Εθνικό Θέατρο, τους θιάσους Αιμίλιου Βεάκη (1942), Κατσέλη - Γληνού - Παρασκευά (1949), Κατερίνας (1959), Δημήτρη Χορν (1962), το Πειραματικό Θέατρο της Μαριέτας Ριάλδη (1970), το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου (1995), καθώς και από άλλους θιάσους της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες και ο ίδιος μετέφρασε έργα των Τζόζεφ Κόνραντ, Μπεν Τζόνσον, Ανρί Μπεργκσόν και Ευριπίδη. Διετέλεσε διευθυντής των βραχύβιων λογοτεχνικών περιοδικών Πνοή και Λόγος (1929) και του περιοδικού Εποχές (1963), και από το 1947 συνεργάστηκε σε τακτική βάση με την εφημερίδα Το Βήμα. Πέθανε στην Αθήνα. http://www.ekebi.gr/

ΠΗΓΕΣ 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου