Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

ΑΛΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΓΙΩΤΑΚΟΥ " Πετρής Καλογεράς."

Picasso - Lovers
Πόσο χρόνια πέρασαν από τότε που τελείωσε το Λύκειο και βρέθηκε φοιτητής Ιατρικής πλέον στην Αθήνα σχεδόν δεν το θυμόταν.

Εκείνο που πιο βαθιά είχε χαραχτεί στη μνήμη του ήταν τότε που, στο χωριό του ακόμη, καθισμένος σε ένα πέτρινο πεζουλάκι περίμενε να έρθει το αυτοκίνητο της συγκοινωνίας, ένα σαβαλιασμένο μικρό πούλμαν για να μαζέψει τους λιγοστούς μαθητές και να τους πάει σε μια κωμόπολη. Εκεί υπήρχε Γυμνάσιο και Λύκειο και εκεί κάθε μέρα με κρύο και χιόνι, με αστραπές και μπουμπουνητά ή με αρκετή ζέστη, όταν πλησίαζε το καλοκαίρι πήγαιναν όλοι για το Σχολείο. Νύχτα, πριν καλά ξημερώσει, ξεκινούσαν από τα σπίτια τους και ανέβαιναν επάνω στον Αι Γιάννη, όπου σταματούσε το μικρό πούλμαν. Πέντε έξη παιδιά όλο κι’ όλο. Και ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Πετρής. ψηλός και αδύνατος, αλλά με κάτι μάτια μεγάλα και καστανά, που πέταγαν σπίθες, λες από μέσα τους ξεπηδούσε η εξυπνάδα του. Αυτή που τον είχε κάνει γνωστό σε όλο το σχολείο, σε όλους τους μαθητές. Ρωτούσαν οι Καθηγητές και πριν τελειώσουν την ερώτηση, εκείνος είχε ήδη ετοιμάσει την απάντηση. Μεράκι το είχε να διαβάζει και να μαθαίνει. Μεράκι να μπορέσει μια μέρα να φύγει απ’ το χωριό του για να σπουδάσει.

Και όχι ότι δεν αγαπούσε το χωριό του ο Πετρής. Το λάτρευε!

Μα πάνω απ’ αυτό έβαζε πάντα τις σπουδές τους. Οι επιστήμονες που έρχονταν τα καλοκαίρια στο χωριό δεν τον άφηναν αδιάφορο. Λαχταρούσε να τους ακούει να μιλούν, να αναπτύσσουν θέματα διάφορα και εκείνος να κρέμεται από τα χείλη τους. Και όταν ύστερα από κάμποσα χρόνια ήρθε και ο αγροτικός γιατρός στο χωριό, έ! τότε η καρδιά του πέταξε. Τον έβλεπε με την άσπρη μπλούζα να εξετάζει τους χωριανούς τους και νόμιζε πως εκείνος ήταν που έκανε αυτό το λειτούργημα. Γιατί για τον Πετρή η Ιατρική ήταν πράγματι λειτούργημα.

Γιατρός τώρα πλέον σε ένα μεγάλο νοσοκομείο των Αθηνών και η αγάπη για το λειτούργημα αυτό εξακολουθούσε την καρδιά του να φλογίζει. Καρδιολόγος θέλησε να γίνει. Αυτό του ταίριαζε.

Να ανοίγει καρδιές χειρουργώντας, να ανοίγει καρδιές και να σπέρνει ελπίδα και πίστη στη ζωή σ’ αυτούς που την είχαν ανάγκη.

Ποτέ του δεν βαρέθηκε, ποτέ του δεν βαρυγκώμησε!

Η λαχτάρα του βυθιζόταν ως τα κατάβαθα της ψυχής του σε μιαν ατελείωτη προσπάθεια να προσφέρει. Πάντοτε αναρωτιόταν, αν ο τόπος που εργαζόμαστε και κινούμαστε ζητάει και κάτι πιο πολύ από εμάς. Και η απάντηση πάντα η ίδια. Μπορείς ακόμη να προσφέρεις. Υπάρχει ακόμη ανάγκη στον άρρωστο, στο συγγενή που, μαζεμένος σε μια γωνιά, το δικό σου χαμόγελο ψάχνει να δει. Το δικό σου το απαλό βλέμμα να αντικρύσει. Κοίταξέ τους όλους! Κοίταξέ τους όλους με αγάπη και κατανόηση! Αυτό είναι προσφορά!

Εκεί την είδε! Μέσα στο θάλαμο! Εκεί να φροντίζει μια γυναίκα μεγάλη. Διπλωμένη από τους πόνους ήταν. Όμως εκείνη στεκόταν πάνω της. Και της μιλούσε, της χάϊδευε το χλωμό, αδυνατισμένο πρόσωπό της. Της έσιαζε τα σεντόνια που κάθε λίγο και λιγάκι τα πέταγε από πάνω της. Ο πόνος βλέπεις. Ο πόνος που σε εξαθλιώνει, σκέφτηκε.

Την πλησίασε! «Πες μου πώς είναι η ασθενής σου σήμερα;».

«Η μητέρα μου είναι και πονά πολύ. Καρκίνο στα κόκκαλα έχει και πονά,» ξαναείπε και δυο δάκρια λαμπύρισαν στο χλωμό πρόσωπό της. «Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω για να μην πονά τόσο πολύ».

«Θα το φροντίσω εγώ, μην ανησυχείς. Σε λίγο θα περάσει αρκετά ο πόνος και θα κοιμηθεί για κάμποσο χρόνο» της είπε και μια γλύκα ταλαντεύτηκε στη φωνή του.

Μία νοσοκόμος ήρθε γρήγορα. «Μία ένεση παυσίπονη για να κοιμηθεί λιγάκι. Μην ανησυχείτε, καλό θα της κάνει. Να ηρεμήσετε και σεις και να ξεκουραστείτε κάπως» είπε στην Ανεζούλα, την κόρη της άρρωστης και έφυγε.

Ο γιατρός Πετρής Καλογεράς ξαναμπήκε στο θάλαμο και πλησίασε το κρεβάτι της άρρωστης.

«Λοιπόν! Καιρός να συστηθούμε νομίζω. Τι λέτε και σεις;»

«Ναι καιρός να συστηθούμε νομίζω» επανέλαβε με τα ίδια ακριβώς λόγια η Ανεζούλα, με φωνή όμως που έτρεμε.

«Η μητέρα σου θα ηρεμήσει και θα κοιμηθεί σε λιγάκι. Θα ήταν παράτολμο, αν σου , αν σας ζητούσα να βγούμε στο σαλόνι και να τα πούμε πιο ήσυχα έτσι; Έχω αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου, μέχρι να αναλάβω υπηρεσία. Τι λες; σου μιλώ στον ενικό τώρα, δεν είμαστε δα και τόσο μεγάλοι για πληθυντικούς; Συμφωνείς ή θέλεις τον πληθυντικό;»

«Εντάξει μιλούμε στον ενικό. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Θα μπορέσω και εγώ να βρω κάποιον που θα του μιλώ με άνεση».

Δεν κάθισαν στο σαλόνι. «Βγαίνουμε λίγο έξω για να ανασάνουμε κιόλας και να ξεφύγουνε και από τις μυρωδιές τις νοσοκομειακές;» της είπε. Περπάτησαν αρκετά, χωρίς να μιλούν.

Ο Φθινοπωρινός αέρας με το βρεμένο χώμα, τα χρυσοκίτρινα φύλλα που τρύπωναν ανάμεσά τους, παίρνοντας διάφορες αποχρώσεις, δημιούργησαν στην Ανεζούλα μια παράξενη αίσθηση.

Είχε τόσο καιρό κλεισμένη μέσα στους άσπρους τοίχους του Νοσοκομείου και τα άσπρα σεντόνια που σκέπαζαν τον πόνο των ταλαιπωρημένων ανθρώπων, που τώρα της φάνηκε ότι είδε έναν κόσμο αλλιώτικο. Όμορφο, μαγευτικό! Ήταν και ο γιατρός δίπλα της, που όταν της έπιασε το χέρι αισθάνθηκε πως κάποια άλλη ήταν στη θέση της και όχι αυτή η ίδια. Ένιωθε ευτυχία; Ένιωθε τύψεις για τον μέχρι πριν από λίγο άγνωστο που της έπιανε το χέρι; Δεν ήξερε τι από τα δύο. Αυτό που ήξερε ήταν ότι μέσα της φτερούγιζε η καρδιά της, πως μέσα της ένιωθε ζωντανή και δυνατή, πως όλα γύρω της έσφυζαν από χαρά και ζωή.

Ξαναμπήκε στο θάλαμο του πόνου και της απόγνωσης.

Η μητέρα της είχε ξυπνήσει και σιγά, σιγά άρχιζε και ο πόνος να κάνει την εμφάνισή του. Άρχισε να αισθάνεται τύψεις που βγήκε έξω με έναν άγνωστο έως τότε γιατρό και εγκατέλειψε τη μητέρα της. Τελικά ήταν μεγάλη η βλακεία μου να βγω με έναν άγνωστο, όταν η μητέρα μου είναι στο τελευταίο της στάδιο. Πρέπει να τον ξεχάσω, να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να τον ξαναδεί. Μα γιατί να μην τον ξαναδώ; Τι είμαι τέλος πάντων εγώ που πρέπει έτσι να τοποθετώ τα πράγματα στη ζωή μου; Η ζωή μου σφύζει, ο έρωτας ανοίγει με μιας διάπλατα τα πάντα. Γίνεται μια ριπή ανέμου. Εγώ θα αντισταθώ; Όλες αυτές οι σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό της μέσα σε κείνον το θάλαμο του πόνου και της απόγνωσης.

Τη νύχτα δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Ο έντονος πόνος της μητέρας της από τη μια και οι τύψεις για την έξοδό της με έναν άγνωστο από την άλλη την κράτησαν άυπνη...Προς τα χαράματα την πήρε ο ύπνος.

Ένας ύπνος εφιαλτικός. Αισθανόταν ενοχές να βαρύνουν το ήδη κουρασμένο κορμί της. Όλη τη νύχτα πάλεψε ανάμεσα στο τι έκανε και τι έπρεπε να κάνει;. Ένα μικρό παιδί είχε γίνει που το παίδευε η ιδέα του έρωτα. Του έρωτα του αμαρτωλού, όπως τον θεωρούσε στην ηλικία των δώδεκα χρόνων. Όμως εκείνη δεν ήταν ούτε δώδεκα χρόνων, ούτε και είκοσι πέντε. Ήταν συμπληρωμένα είκοσι οκτώ και είχε ξανά δοκιμάσει τι σημαίνει έρωτας. Είχε αισθανθεί τη γλύκα του, άσχετα αν το τέλος του δεν ήταν καθόλου καλό. Ένας απατεώνας ωραιοπαθής την είχε παρασύρει με τα κάλλη του και τις πιο όμορφες κουβέντες του και αφού τις έφαγε αρκετή από την περιουσία που διέθετε, εξαφανίστηκε ο δειλός για άλλη γη .Κάποια άλλη θα έβρισκε για να την μαδήσει σαν κοτόπουλο! Όμως αυτό δεν σήμαινε ότι έπρεπε να βάλει όλους τους άντρες στην ίδια θέση με αυτόν τον απατεωνίσκο.

Πάντα υπάρχουν και διαφορές. Και εδώ ακριβώς βρήκε αυτή τη διαφορά. Ο Πετρής Καλογεράς δεν είχε καμία σχέση με τον άλλον. Ήταν τίμιος, ειλικρινής, σωστός στις σκέψεις του. Από την αρχή το έδειξε αυτό και η Ανεζούλα, μέσα στον πόνο της είχε τη δύναμη και την εμπειρία για να το καταλάβει. Σ’ αυτόν ήταν όλα πάθος, ενθουσιασμός, ήξερε να χειρίζεται και τα πιο δύσκολα πράγματα με απλότητα, με κατανόηση. Μιλούσε για το Θεό, για τη ζωή, για το θάνατο. Και μιλούσε τόσο ωραία και πειστικά που ανακούφιζε τον καθένα. Μέσα της είχε αφήσει τα ίχνη του. Ο συναισθηματικός της κόσμος πορευόταν με ό,τι εκείνος της είχε πει. Βρέθηκαν πολλές φορές μαζί. Δεν βιαζόντουσαν να κάνουν επίσημη τη σχέση τους. Ο χρόνος θα ήταν οδηγός τους. Και πράγματι όσο ο καιρός περνούσε ολοένα ο πόθος τους μεγάλωνε, ο έρωτας τούς φλόγιζε. Ένα μαγευτικό κομμάτι είχε γραφεί στη ζωή τους. Θα τους συνόδευε πάντα!

Δεν είχε ξημερώσει για τα καλά , όταν η μητέρα της έφυγε!

Ο Πετρής ήταν κοντά της. Τον είχε ήδη γνωρίσει και κυρίως τον είχε αγαπήσει. Για την Ανεζούλα αυτό ήταν η απόλυτη ευτυχία! Η μητέρα της έφευγε ήσυχη. Ήξερε σε τι χέρια την άφηνε.

Μετά από ένα χρόνο το μεγάλο γεγονός έκανε την εμφάνισή του στις καρδιές τους. Η Ανεζούλα περίμενε ένα μωράκι!

«Μακάρι να είναι κοριτσάκι για να το πούμε Μαρκέλλα, όπως έλεγαν και τη μητέρα σου. Θα το χαρεί πολύ!» της είπε ο Πετρής και την πήρε μέσα στην αγκαλιά του, μια αγκαλιά πλατιά και γλυκιά σαν τον καταγάλανο ουρανό την άνοιξη. Η μουσική εξακολουθούσε να παίζει συνοδεύοντας την αίσθηση της πιο βαθιάς χαράς στον πρώτο τους χρόνο. Πόσο είχε νοσταλγήσει τη χαρά αυτή; Χαρά και ευτυχία μαζί σαν ένας ήλιος που φωτίζει τη γη. Και η ζωή της Ανεζούλας φωτιζόταν τώρα.

Η πληρότητα είχε στήσει το θρόνο της στην καρδιά της. Η μητέρα της έπρεπε να είναι πλέον ευτυχισμένη και αυτό της χάριζε όλο και πιο μεγάλη ευτυχία! Ti είναι η ευτυχία λοιπόν; Τι είναι; Ρωτήθηκε για πολλοστή φορά και για πολλοστή φορά έδωσε και την ίδια απάντηση.
Ευτυχία= πληρότητα ψυχής!







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου