Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΦΡΑΓΚΙΑ ΙΩΑΝΝΑ " ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΝΗ "




Από μικρό παιδί ήταν ο καημός του, τα ταξίδια. Δεν είχε λεφτά η οικογένεια κι έκανε υπομονή, να βγάλει δικό του κομπόδεμα, να ταξιδέψει επιτέλους και να το ευχαριστηθεί. Αλλά πότε δεν έφτανε ο χρόνος, πότε δεν ταίριαζε ο τόπος. Ή έβρισκε αυτό που ήθελε αλλά δεν τον ενθουσίαζε η παρέα. Κι όταν όλα έδειχναν πως ήρθε η ώρα, κάποια ατυχία έμπαινε στη μέση που τον τρέλαινε, ξαφνικές υπερωρίες στη δουλειά, μια απροσδόκητη αρρώστια του παιδιού, μια υποχρέωση που δεν έπαιρνε αναβολή. 

"Πότε λοιπόν θα ταξιδέψω;" έλεγε, και δεν πίστευε πώς διάολο γινόταν, ενώ ήθελε με όλη του την ψυχή να φύγει έστω για λίγο από όλους κι όλα, να κάνει ένα ταξίδι ονειρεμένο, χαρισμένο στον εαυτό του με τόση λαχτάρα, πώς γινόταν κι η ζωή του έβαζε συνέχεια εμπόδια! Κι έπειτα πάλι έκανε υπομονή, "θα μεγαλώσουν τα παιδιά", έλεγε, "θα πάρω και σύνταξη κι επιτέλους θα ταξιδέψω". Ήρθε κι αυτή η ώρα αλλά πάλι κάτι τύχαινε, θα έπρεπε να φυλάξει το εγγόνι, ή να δώσει τα φυλαγμένα λεφτά για την ικανοποίηση άλλων αναγκών, πιο σοβαρών. Ο χρόνος μίκραινε, ο χώρος στένευε κι εκείνο το ταξίδι δεν έλεγε να φανεί. Γύρω του άνθρωποι με χαρές και λύπες, με ανάγκες κι επιθυμίες, με βάσανα μεγάλα αλλά και μ' εκείνη την εξαιρετική τύχη να μπορούν πότε πότε να ταξιδεύουν... Κι αυτός, καρφωμένος λες από τη μοίρα, δεν μπορούσε να φύγει, ποτέ.

Πέρασαν όλα αυτά, λιγόστεψαν μηδενίστηκαν οι υποχρεώσεις του. Παιδιά κι εγγόνια στη ζωή τους, η γυναίκα του στην αιώνια Ανατολή, οι περισσότεροι φίλοι χαμένοι... Κι αυτός, μεγάλος πια, με καλή υγεία, ανεξάρτητη ζωή και κομπόδεμα που έφτανε για πολλά ταξίδια, με κοίταξε παράξενα χθες βράδυ που τον ρώτησα, γιατί επιτέλους δεν ταξιδεύει τώρα, που όλα τα θέματα είναι λυμένα, που κανείς δεν χρειάζεται ούτε αυτόν ούτε τα λεφτά του, που μπορεί επιτέλους να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. 

"Μα τώρα" είπε γλυκά, "ζω με τις αναμνήσεις μου. Κι αυτές δεν θα φύγουν ούτε στο πιο μακρινό ταξίδι... Όλα πια είναι άυλα, άχρονα. μια σκόνη μέχρι τα αστέρια. Μια αστερόσκονη που με τυλίγει και μου κρατά συντροφιά. Πώς να φύγω απ' αυτές;" 
"Άρα όπου και να πας, θα συνεχίσουν να σου κάνουν παρέα" είπα παραξενεμένη. "Κι όταν γυρίσεις, πάλι μαζί σου θα είναι". 
"Δεν την έχω αυτή τη σιγουριά. Αν εκεί, στα μέρη τα μακρινά, θελήσει κάποια από αυτές να μείνει; Αν παρασύρει μαζί της κι άλλες κι αναγκαστώ να γυρίσω πίσω, μόνος; Πώς θ' αντέξω χωρίς τις αναμνήσεις μου;"
Κάτι στο βλέμμα μου τον έκανε να χαμογελάσει, μ' εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο που σχηματίζεται καμιά φορά στους ηλικιωμένους ανθρώπους.
"'Οχι, δεν έχασα τα λογικά μου, αλλά μη ρωτήσεις τίποτε άλλο. Το ταξίδι έγινε κιόλας, κι ήταν όλη μου η ζωή. Χόρτασα διαδρομές, πήρα όλα τα ρίσκα και τα έβγαλα πέρα, καραβοτσακίστηκα στις υποχρεώσεις και στις απώλιες κι έζησα τις πιο εξαίσιες ανατολές του ήλιου στα χαμόγελα των παιδιών μου. Ανέβηκα στις απάτητες βουνοκορφές κι είδα όλη μου τη ζωή στον κάμπο απλωμένη, πότε στο λιοπύρι και πότε στη χιονοθύελλα. Όλα, φαίνεται, έπρεπε να γίνουν αναμνήσεις για να ζωντανέψει επιτέλους η μαγεία του ταξιδιού"...

Ιωάννα





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου