Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΑΣΙΝΟΥ ΕΛΕΝΗ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 

Η Ελένη Στασινού γεννήθηκε στην Πάτρα το 1948. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. 
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ 

(2014) O χορός των κρυστάλλων, Χίλων εκδοτική 

(2014) Οι πιρογιέρηδες του έρωτα, Όστρια Βιβλίο 

(2011) Η γυναίκα των Δελφών, Ωκεανός 

(2009) Νύχτες υποταγής, Άγκυρα 

(2004) Οντισιόν, Εμπειρία Εκδοτική 

(2003) Η αυτοκρατορία των δήθεν, Εμπειρία Εκδοτική 

(2002) Η Αγία Πόρνη της καρδιάς του, Εμπειρία Εκδοτική 

(2000) Ο Στέφανος του ελαιώνα, Όμβρος 

(1999) Η απόδραση προς το φως, Πύρινος Κόσμος

( 1999 ) Πιο πέρα , Εκδόσεις Ergo

(1998) Η κουμπάρα η Μαργαρίτα, Μπουκουμάνης

( 1991 ) Οι οδύνες της μετάλλαξης Εκδόσεις Δίφρος 

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα 

(2007) Το λιμάνι της ζωής μου, Εμπειρία Εκδοτική 

Μεταξύ του 1993-1996  γράφεται τριλογία «Η Ιερή Δίψα» που δεν εκδίδεται ποτέ ως ακατάλληλη για το αναγνωστικό κοινό
Το 1992, γράφεται  έργο ποιητικό το οποίο μελοποιήθηκε και δραματοποιήθηκε. «Ναρκωτικά και δεκατρείς» ο τίτλος του και παίχτηκε (διαδραματίσθηκε ) σε λύκεια των Αθηνών με συμμετέχοντες τα ίδια τα παιδιά. Ο Νίκος ο Τουλιάτος, ο βιρτουόζος των κρουστών, φίλος και συνεργάτης πολλών μεγάλων του μουσικού χώρου (ορχήστρα χρωμάτων κλπ…)  πλαισίωνε τις παραστάσεις, με ένα ηχηρό και θετικό αποτέλεσμα.


          i) O χορός των κρυστάλλων 

Χίλων εκδοτική, 2014

Μια μυστηριώδης θηλυκή μορφή χορεύει τις νύχτες πάνω στις στέγες του αρχοντικού των Μαρινέλι. Ένας άνδρας με λευκά μάτια θα την αντικρίσει και η ζωή του θα αλλάξει για πάντα.
Μια ερωτική ιστορία θα εξελιχθεί που πάνω της θα παιχτεί το δράμα της σύγκρουσης δυνάμεων, προσωπικών, συναισθηματικών, εθνικών και κοινωνικών. Και το πεδίο αυτού του δράματος : η άγονη σικελική γη, όπου στρατιωτικοί και αριστοκράτες, καταπιεστές και επαναστάτες, καθώς και ατίθασοι, εξεργεμένοι φτωχοί, θα ανάψουν τη θρυαλλίδα, ώστε να ξεσπάσουν τελικά οι θυελλώδεις ταραχές που θα οδηγήσουν σε εκείνη τη μεγάλη σφαγή στο Caltavuturo, τον Ιανουάριο του 1893.
Η Ελένη Στασινού πλάθει μια εντυπωσιακή τοιχογραφία με φόντο την Σικελία του τέλους του 19ου αιώνα, μπλέκοντας τα αληθινά ιστορικά γεγονότα και τα μυθοπλαστικά στοιχεία σε μια σαγηνευτική και φλογερή αφήγηση για την ενηλικίωση, την αλλαγή, τον έρωτα και τα πάθη του, τις κοινωνικές συγκρούσεις, τη θρησκεία και, πάνω από όλα, την ελευθερία και το κόστος της απόκτησής της.

ΒΙΝΤΕΟ - ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 
ΤΑΡΑΧΗ ΕΡΩΤΙΚΗ.....
«Ταραχή έχεις amore, ταραχή Μεγαλώνεις…Το σώμα αρχίζει να ξυπνάει..» διστάζει δεν ξέρει μέχρι που επιτρέπεται να ανοιχτεί. «Εννοείς ότι το σώμα ζητάει το πεπρωμένο του. Ζητάει τον άντρα» «Μπορεί να ζητάει τον έρωτα» «Ταραχή είναι ο έρωτας;» «Και ταραχή» «Κι εγώ γιατί να είμαι ταραγμένη; Αφού δεν υπάρχει άντρας να με θέλει. Και πώς να με θέλει αφού δεν με έχει δει ποτέ» κλαίγεται. «Εδώ κάνεις λάθος. Υπάρχει ο άντρας που δεν σε θέλει απλώς. Σε λαχταράει. Είσαι το όνειρό του.» «Μα που, που;» «Δεν ξέρω που. Ξέρω μόνο πως υπάρχει. Κάπου στο Παλέρμο. Κάπου στον κόσμο, πάντως υπάρχει. Μπορεί να κοιμάται και να σε ονειρεύεται. Κι εσύ τις νύχτες μπορεί να μπαίνεις στα όνειρά του και το πρωί όταν επιστρέφεις εδώ, νοιώθεις ταραγμένη γιατί τον άφησες. Η μπορεί να ναι στον δρόμο. Να έρχεται. Κι εσύ να νοιώθεις τον ερχομό του. Μπορεί η καρδιά σου να ακούει τον καλπασμό του αλόγου του και γι’ αυτό βροντά και πονά.»


ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΒΙΑ
Ποια δηλητήρια είχε ενσταλλάξει στην παιδική του ψυχή ο πατέρας του, ώστε να γίνουν απέχθεια και μίσος απέναντι στο σώμα και τις ανάγκες του;
Ήταν η μητέρα του η πόρνη που του κληροδότησε την διαφθορά που ξεκινούσε σαν άρνηση για να καταλήξει σε βία;
Γιατί αυτό το αιματοβαμμένο κορίτσι, αυτό ήταν.
Η το μίσος σε κάθε τι αντιπροσώπευε την Άλλη γνώμη, την Άλλη στάση ζωής, την αντίδραση σε οτιδήποτε ο ίδιος πίστευε και είχε προσκολληθεί; Η θυγατέρα η πολύτιμη ενός ανυποχώρητου εχθρού.
Όχι πως τιμούσε τον ίδιο, δίνοντας του την ως σύζυγο. Όχι ότι δεν θα έβρισκε στο κωλονήσι τους καλύτερο γαμπρό από αυτόν. Όχι διότι θαύμαζε τα κατορθώματα που τον συνόδευαν παιδιόθεν και που θα καταχωρούντο στο χρυσό βιβλίο των στρατιωτικών κατορθωμάτων, μα την κατέθετε Θυσία για το νησί του.
Που τόλμησε να πει δημόσια ότι την θυσίαζε στον βωμό της μελλοντικής ειρήνης του τόπου του.
                                                                   

ΠΡΟ-ΓΑΜΗΛΙΑ ΑΝΑΜΟΝΗ
"Εδώ μέσα ένοιωθε καλά. Τα τζάκια τους καίνε ξύλα διαρκώς και στα σαλόνια όλα που από αύριο θα δέχονται, σόμπες τεράστιες κρυμμένες πίσω από παραβάν, ζεσταίνουν. Κι η Δυτική ανακαινισμένη πτέρυγα του αρχοντικού φωταγωγημένη διακριτικά. Εκεί θα παιζόταν το παιχνίδι της έγγαμης ζωής της. Ήδη αισθάνεται πως θα γίνει μια καθώς πρέπει κυρία. Που επιπλέον θα θαμπώνει με την ομορφιά και την κουλτούρα της. Θα ήταν το κόσμημα που ο Υποστράτηγος θα χαιρόταν να επιδεικνύει. Θα ήσαν το ωραιότερο ζευγάρι στον Πάνορμο. Ήδη είχαν την φήμη από την βραδιά εκείνου του πρώτου χορού..

ΚΡΙΤΙΚΕΣ 

i) Ο Δημοσιογράφος-Κριτικός Πάνος Γιαννάκαινας -SUPERIOR BOOKS- για τον ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ http://superiorbooks.gr/

Είναι σχεδόν αδύνατο να μην νιώσεις το απόλυτο συγγραφικό κρεσέντο, καθώς ρουφάς σελίδες γραμμένες από την Ελένη Στασινού. Η συγγραφέας, μέσα από δρόμους σκολιούς της Λογοτεχνίας, με τον «Χορό των Κρυστάλλων» κατέκτησε πλέον τον τίτλο του κλασικού -γιατί έχει την στόφα των μεγάλων Ρώσων γραφιάδων -τόσο ξένων προς την ρηχή εποχή μας. Δίχως την παραμικρή αμφιβολία, η Ελένη Στασινού αδικείται από την εποχή της! Η κατά δήλωση της ιδίας «καταγραφέας ατομικών και κοινωνικών, πολιτικών – πολιτισμικών – ηθικών – συναισθηματικών και πάσης φύσεως ολισθημάτων» σε τούτο το βιβλίο της υπερέβη εαυτόν: Δεν πρόκειται απλώς για μια ερωτική ιστορία στις φλόγες του πολέμου και της καταστροφής, αλλά για ένα επικό αφήγημα της πορείας ενός κοριτσιού που γίνεται γυναίκα κι ενός ανδρός που καταλήγει… παιδί! Από τα δόκιμα χέρια της έμπειρης συγγραφέως δεν τολμά να διαφύγει το παραμικρό: Η πλοκή κρατά τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση, η «σκηνογραφία» παραμένει άκαμπτα σφριγηλή και πειστική, η συμπερασματική αποστροφή βαθύτατη και ολοκληρωμένη, η «οικονομία» του συνόλου υποδειγματική, το φραστικό κομμάτι θα μπορούσε ν’ αποτελέσει υπόδειγμα σε φιλολογικές σχολές υψηλών απαιτήσεων και, τέλος, η «γεωγραφία» της πρωτότυπη και σαγηνευτική. Στο ταξίδι που αποτολμά στην γείτονα Ιταλία, στην Σικελία της εκπνοής του 19ου αιώνα -εποχή κοινωνικών ανακατατάξεων και αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ παλαιοκαθεστωτικών και εκσυγχρονιστών-, με μοναδικό εφόδιο την άρτια γνώση και κατανόηση του «περιβάλλοντος» στο οποίο εισέρχεται, η συγγραφέας μάς ξεναγεί με βήμα σταθερό στην μαγεία των εμπειριών των ηρώων της. Και μέσα από την περισπούδαστη καταγραφή της «φονικής» εκείνης εποχής, διανοίγει τους κοινωνικούς μας ορίζοντες, άλλοτε αποφθεγματικά και άλλοτε διά της «πτώσης» των πρωταγωνιστών της.1r76ttt44t647a Με λέξεις σμιλεμένες με χειρουργική ακρίβεια, καταφέρνει συχνά να μετουσιώνει την πρόζα σε λόγο ποιητικό, αφαιρετικό μα και βαθιά φιλοσοφικό, έτσι ώστε το κείμενό της να κυλάει αβίαστα, να «ρολάρει» ομαλά πάνω στο κακοτράχαλο πεδίο της σικελικής γης, της άνυδρης και σκληρής αυτής γης που τρέφει τους ήρωές της. Με διαύγεια και επιμέλεια, η συγγραφέας προσηλώνεται στην «ανάπλασή» τους, τους τοποθετεί καίρια στον χωροχρόνο, δανείζεται λεκτικά ιδιώματα του τόπου και της εποχής τους, ξοδεύεται μέχρι τελικής πτώσης στην άκορη περιγραφή τους, διυλίζει τους χαρακτήρες τους και σφυγμομετρά κάθε χτύπο της ψυχής τους έτσι που σου δίνεται η εντύπωση ότι η γράφουσα «απομαγνητοφωνεί» τον λόγο τους. Ωστόσο, ακόμη και στις πιο… ευάλωτες στιγμές του ρομαντικού τους ενσταντανέ, η γλώσσα παραμένει ώριμη και «σφιχτή», θυμίζοντας κάποτε γραφές Τολστόι, κάποτε Ντοστογιέφσκι σε άριστη μετάφραση! Σπάνια βρίσκει κανείς στους σημερινούς συγγραφείς τέτοια επιμονή στην ανάπλαση του μυθικού, τέτοια αφοσίωση στην αναπαράσταση του παραμυθένιου, τέτοια επιμέλεια και αφοσίωση στον σκοπό. Η κυρία Στασινού δεν παλινδρομεί, δεν αμφιταλαντεύεται, γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τι σημαίνει υπευθυνότητα και συνέπεια σε αυτό που κάνει: Δεν αναπαράγει απλώς, αναπλάθει την γλώσσα που «της έδωκαν ελληνική», χτίζει τον μύθο της με τα υλικά των αιώνιων κλασικών, δαμάζει τον λόγο της και τον φέρνει σε «σημείο βρασμού» -μοναδικό ίσως αποδεικτικό της μεγάλης και γνήσιας Λογοτεχνίας. Συστήνω το βιβλίο της ανεπιφύλακτα. Δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα, από αυτά που θα μπορούσαν να σου κρατήσουν συντροφιά στην παραλία ή να σε κάνουν να ξεχαστείς στο Μετρό. Κι αν πάλι επιχειρήσεις να το διαβάσεις τμηματικά, είναι βέβαιο ότι θα λαχανιάσεις! Απαιτεί απόλυτη προσήλωση και, αν είναι δυνατόν, ολοκλήρωση της ανάγνωσης εντός συντόμου χρονικού διαστήματος -άλλως κινδυνεύεις να μην «εγκλιματιστείς» ποτέ και να στερηθείς την μαγεία της πένας της. Χειμωνιάτικο καθαρά βιβλίο (αν μου επιτρέπεται η έκφραση), θα σε κρατήσει ζεστό μέχρι την τελευταία σελίδα, θα σε «γειώσει» ευχάριστα, θα σε ταξιδέψει και, πάνω απ’ όλα, θα εξυψώσει αρκετούς πόντους το πνεύμα σου -μέχρις εκεί που φτάνουν οι σκέψεις και τα αισθήματα, μέχρι τον άδολο και ευγενή ουρανό της ίδια της συγγραφέως! Μοναδικό «στίγμα» στην εξαίσια αυτή παρουσία, η κάπως… χαλαρή επιμέλεια, μαζί με τις όχι αμελητέες κακοδαιμονίες της εκτύπωσης που συχνά… ρουφά γράμματα και σημεία στίξης -αλλ” αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε ν” ανησυχεί τον εκδοτικό… Διαβάστε επίσης: O χορός των κρυστάλλων

ii ) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΚΡΙΤΙΔΗΣ Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών γράφει για τον ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ http://apostaktirio.gr/

Το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο χορός των κρυστάλλων» της Ελένης Στασινού είναι ένα έργο που δύσκολα συναντάς όμοιό του στα εκδοτικά πράγματα της χώρας μας. Ένα έργο που κερδίζει τις εντυπώσεις σε κάθε παράμετρο, όπως η δομή, η υπόθεση, η έρευνα, η φαντασία, η ιστορική συνέπεια.

Με φόντο την Σικελία στα τέλη του 19ου αιώνα, η συγγραφέας στήνει μια καταπληκτική ιστορία, που συναρπάζει αλλά και προβληματίζει τον αναγνώστη. Πρωταγωνίστρια η νεαρή Ροζαλία που βιώνει με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο τις αλλαγές που συντελούνται σε κάθε επίπεδο. Αλλαγές κοινωνικές, συναισθηματικές, σωματικές. Ως ιστορικό μυθιστόρημα πράγματι εστιάζει περισσότερο στα κοινωνικά φαινόμενα και στους χαρακτήρες, δίνοντας λιγότερο χώρο στον έρωτα, που μπορεί να βρίσκεται πάντα παρών, μα επισκιάζεται διαρκώς από διάφορα γεγονότα. Η Ιταλία σε πλήρη αναβρασμό αλλά και συσχετισμό με την πολιτική κατάσταση της υπόλοιπης Ευρώπης. Ο Στρατός που έχει αναλάβει το έργο της συνένωσης των περιοχών της χώρας κάτω από την ίδια σημαία, οι ντόπιοι ανθενωτικοί αλλά και κάποιοι πιο μετριοπαθείς. Τα κατώτερα στρώματα που διεκδικούν περισσότερα δικαιώματα, γη να καλλιεργήσουν και χαμηλότερη φορολογία ξεσηκώνονται διαρκώς ενάντια στην κρατική εξουσία αλλά και στους προύχοντες που δεν θέλουν να χάσουν τα κεκτημένα τους. Διώξεις, εγκλήματα, βιασμοί, εξαφανίσεις σε έναν λαό που η οργή του φουντώνει σαν ηφαίστειο και απειλεί να κάψει τα πάντα. Το τραγικό αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων συγκρούσεων, η κατάρρευση της τοπικής οικονομίας και το μεγάλο κύμα μετανάστευσης, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η έρευνα της Ελένης Στασινού είναι μεθοδική και εξαντλητική. Δεν αφήνει παραθυράκια λαθών ή αμφισβητήσεων σε όσα επικαλείται. Χωρίς ωστόσο να πέσει στην παγίδα της δημιουργίας ενός άκαμπτου ιστορικού έργου. Η ζωντάνια και η γλαφυρότητα στην αφήγηση, του δίνουν μια εικόνα μαγική και σπάνια. Μια αφήγηση που στολίζεται διαρκώς με λαογραφικά, αρχιτεκτονικά, κλιματολογικά, θρησκευτικά αλλά και καλλιτεχνικά στοιχεία, πλαισιωμένα με ιδιωματισμούς και στοιχεία της ιταλικής λογοτεχνίας.
Η συγγραφέας περιγράφει μια κοινωνία γεμάτη προλήψεις και απαρχαιωμένες αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας, που ήταν ωστόσο δεδομένη κατάσταση την εποχή εκείνη. Αν και η χειραφέτηση της γυναίκας φαίνεται να ξεκινά, βρίσκεται ακόμη σε πολύ πρώιμη μορφή, έχοντας να αντιμετωπίσει σημαντικά εμπόδια. Ας μην παραβλέπουμε ωστόσο πως το Φεμινιστικό κίνημα και οι μαχητικότατες Sufragettes, ξεκίνησαν τους αγώνες τους λίγα χρόνια αργότερα από την Βρετανία (1903) με σκοπό να κερδίσει η γυναίκα τη θέση που της άξιζε στην κοινωνία.
Στο βάθος όλων αυτών των γεγονότων, αχνοφαίνεται η άνοδος των επιστημών και τα διάφορα πολιτικά κινήματα της Ευρώπης. Όμως οι αντιλήψεις και η στάση της Εκκλησίας στέκονται εμπόδιο σε καθετί προοδευτικό. Εντύπωση προκαλούν οι αγορασμένες θέσεις στους ναούς, οι τελετές εξαγνισμού της γυναίκας και η διαδικασία εκτίσεως του πένθους από τις χήρες. Η “καθυστέρηση” των διακηρύξεων του Διαφωτισμού είναι έκδηλη μιας και φαίνεται να άργησε να κατακτήσει την Σικελία αλλά και την Ελλάδα.
Με καταγωγή από την Πάτρα, η Ελένη Στασινού δείχνει να έχει λάβει επιρροές στο έργο της από την επτανησιακή λογοτεχνία και κυρίως από θεατρικούς συγγραφείς όπως ο Μάτεσης και ο Ξενόπουλος. Και για να εξηγήσω αυτό που εννοώ, οι περισσότερες και σημαντικότερες σκηνές του βιβλίου διαδραματίζονται μέσα σε κλειστούς χώρους και κυρίως στην αριστοκρατική οικία του Μαρινέλι και τους πέριξ χώρους της. Όμορφοι διάλογοι, μελετημένα σκηνικά και εξωτερική δράση που θα μπορούσε κάλλιστα να περιγράφεται από τους ήρωες χωρίς καν να βγαίνουν από τον χώρο τους. Έτσι σου δίνεται συχνά η εντύπωση πως όλη αυτήν την υπόθεση ίσως να μπορούσες να την έχεις ενσωματωμένη σε μια υπέροχη θεατρική παράσταση. Εξάλλου παρόμοιες κοινωνικές συνθήκες περιγράφει ο Μάτεσης στον «Βασιλικό» και ο Ξενόπουλος στην «Στέλλα Βιολάντη». Υπάρχουν φυσικά και άλλοι ευρωπαίοι συγγραφείς που κινούνται σε παρόμοια επίπεδα. Ο Schiller και ο Shakespeare ήταν μετρ στην "έντεχνη" δημιουργία δραματικής έντασης όταν περιέγραφαν ιδεολογικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Μήπως η Ροζαλία δεν έχει τις συναισθηματικές εξάρσεις που απαιτούσε στην λογοτεχνία ο όψιμος Ρομαντισμός στα τέλη του 19ου αιώνα; Μήπως η σκληρή «αντρική» συμπεριφορά, που θα υποστεί στο τέλος η Ροζαλία, δεν έρχεται σε συσχετισμό με τον σκληρό, πατριαρχικό οικογενειακό περίγυρο της Στέλλας Βιολάντη;
Συνοψίζοντας, η Ελένη Στασινού συνθέτει ένα έργο σε μια εποχή που δεν την έχει ζήσει και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό. Επιβιβασμένη στο συγγραφικό της καράβι, επιδιώκει να ανεβάσει το επίπεδο της σύγχρονης λογοτεχνίας, παρόλο που τα μεγάλα “κούφια” κύματα προσπαθούν να σκεπάσουν καθετί ποιοτικό. Και μόνο αυτό την συμπεριλαμβάνει στους λίγους σπουδαίους συγγραφείς της νεοελληνικής πραγματικότητας…
Την ευχαριστούμε.
Αλέξανδρος Ακριτίδης -Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών 


 iii ) Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα με την πλοκή του να τοποθετείται στη Σικελία στο τέλος του 19ου αιώνα
Μετά τη «Γυναίκα των Δελφών» η Ελένη Στασινού μας δίνει ένα ακόμη συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα, τον «Χορό των Κρυστάλλων». Όμως το στόρι δεν τοποθετείται πια στον ελλαδικό χώρο αλλά σε ένα πάλαι ποτέ ελληνικό χώρο, τη Σικελία, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο τοκετός κράτησε κάπου τέσσερα χρόνια, όμως έδωσε ένα υπέροχο μωρό. Προϊόν μιας πολύχρονης έρευνας, δίνει με ακρίβεια τα ιστορικά στοιχεία που αποτελούν το φόντο της ιστορίας μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωές της.
Και εδώ έχουμε πάλι το ιψενικό τρίγωνο, «μια γυναίκα δύο άντρες» (αλήθεια, το «κομπολόι δίχως άντρες» δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω σαν μεταφορά), οι οποίοι αγωνίζονται για την καρδιά της Ροζαλίας, μέσα στην οποία έχουν μπει και οι δυο. Όμως ένας τελικά θα παραμείνει. Ο άλλος, θύμα μιας ταλαιπωρημένης παιδικής ηλικίας και όργανο ενός στρατού που έχει σκορπίσει το θάνατο, αλλά και θύμα ενός προαιώνιου φαλλοκρατισμού που αυξάνει σε βαθμό επικίνδυνο τα αισθήματα της ζήλειας, θα τη χάσει τελικά. Λίγο πριν ξεψυχήσει θα της ψιθυρίσει: «Να ’ξερες μόνο πόσο σ’ αγάπησα». Δεν θα τις ακούσει αυτές τις λέξεις, θα τις μαντέψει από την κίνηση των χειλιών του. Όχι, δεν ήταν κακός, ήταν απλά τραγικός.
Ο πατέρας είναι ένας προοδευτικός φεουδάρχης που έδωσε τη γη του στους κολίγους του, ένας Λαμπεντούζα. Η Ροζαλία δεν γνώρισε μητέρα, πέθανε στη γέννα, και μεγαλώνει σαν σε γυάλα με τις φροντίδες μιας καλής γυναίκας, της Μανταλένας. Σε εκείνη την πουριτανική εποχή η καταπίεση της σεξουαλικότητας της γυναίκας την οδηγούσε στην υστερία. Και ο Φρόιντ με τη μελέτη της υστερίας ξεκίνησε ως ψυχίατρος.
«Εδώ, σε αυτά τα άμοιρα πλάσματα, ακόμη και όταν η φούντωση έμοιαζε με τρέλα, ακόμα κι αν ήθελαν να γευτούν με αθώα βουλιμία αυτή την πανδαισία σικελικών οσμών που ξεσήκωνε τις ακατανόητες επιθυμίες τους, θα έπρεπε πρώτα να αποφασίσουν ότι, μετά από αυτό, θα άξιζαν κάθε είδος εγκόσμιας ή επουράνιας τιμωρίας. Έτσι, αποφασισμένα να ξεχάσουν και κλειδαμπαρώνοντας πορτοπαράθυρα, γυμνωμένα θα περιφέρονται αλλόφρονα κάτω από τη βαριά κυριαρχία της άνοιξης. Μετά, κουρασμένα και αγιάτρευτα καθώς πρώτα, θα κυλιόνταν στο στρώμα τους, με τα μάτια καρφωμένα στην εικόνα του Χριστού. «Έχω το δαίμονα μέσα μου», θα αποφάσιζαν. Και θα λύνονταν σε δάκρυα» (σελ. 136).
Το υστερικό σύμπτωμα που καταλαμβάνει την Ροζαλία είναι να υπνοβατεί γυμνή πάνω στα πιο επικίνδυνα σημεία του πύργου τους. Τότε είναι που τη βλέπει ο αντιστράτηγος Ρομέο Λομπάρντι, μια μαγική οπτασία, και την ερωτεύεται τρελά. Είναι ωραίος, και αυτή θα τον ερωτευθεί, και με τη συγκατάθεση του πατέρα της μετά από κάμποσο καιρό θα αρραβωνιαστούν.
Όμως ο Λομπάρντι είναι η τρίτη γωνία του ιψενικού τριγώνου. Έχει προηγηθεί ο Βιτόριο, ο γιος του πεταλωτή, τον οποίο ο πατέρας της Ροζαλίας πήρε υπό την προστασία του και τον έστειλε να σπουδάσει. Αυτός, μορφωμένος πια, ήταν αναπόφευκτο να ριζοσπαστικοποιηθεί. Επιστρέφει στον τόπο του σαν ένα από τα στελέχη των Δεσμών, επαναστατικών ενώσεων της εποχής. Και φυσικά θα διεκδικήσει τη Ροζαλία.
Η Ροζαλία, σαν άλλος Σιντάρτα, θα ξεμυτίσει από τον Πύργο της και θα δει για πρώτη φορά τη δυστυχία και την καταπίεση που υποφέρει ο απλός κόσμος. Στη συνέχεια το μυθιστόρημα προχωρεί σαν Bildungsroman, με τη Ροζαλία να ριζοσπαστικοποιείται όλο και περισσότερο, πράγμα που την φέρνει ακόμα πιο κοντά στον Βιτόριο. Όταν όμως τον βλέπει στην αγκαλιά μιας συντρόφισσάς του με την οποία όμως δεν ήταν ερωτευμένος αλλά είχαν μια ελευθεριακή σχέση, της μόδας τότε στους κύκλους των επαναστατών, θα ζηλέψει αφάνταστα. Όταν παύει να εμφανίζεται στα βδομαδιάτικα ραντεβού τους είναι πια σίγουρη. Τότε απελπισμένα ζητά να επισπευτεί ο γάμος της με τον Λομπάρντι, ο οποίος όμως την είχε δει να φιλιέται με τον Βιτόριο. Έχοντας τα δικά του σεξουαλικά απωθημένα θα της φερθεί με βιαιότητα την πρώτη νύχτα του γάμου, αλλά και τις τρεις επόμενες, βιάζοντάς τη κυριολεκτικά. Τότε είναι που θα την χάσει οριστικά.
Αλλά ας πάμε λίγο και στο φόντο. Σε όλα τα καθεστώτα οι ισχυροί επιπλέουν. Η μοίρα των χωρικών δεν άλλαξε με την ενοποίηση της Ιταλίας, απεναντίας έγινε χειρότερη. Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα η εξέγερσή τους σε ένα χωριό κοντά στο Παλέρμο πνίγεται στο αίμα. Την ίδια μοίρα δεν είχαν άλλωστε και οι Θεσσαλοί αγρότες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, που οδήγησε επίσης τρεις δεκαετίες αργότερα στο αιματοκύλισμα του Κιλελέρ;
Όσο και να βολεύονται με την καινούρια τάξη πραγμάτων οι ισχυροί συνήθως δεν ρισκάρουν, προτιμούν το status quo. Και στη Σάμο υπήρξε η ίδια κατάσταση, από τη μια μεριά οι ενωτικοί και από την άλλη οι ανθενωτικοί. Ο εθνικισμός όμως που άρχισε να φουντώνει τον 19ο αιώνα δεν άφηνε περιθώρια υπερίσχυσης των ανθενωτικών.
Όμως δεν τοποθετείται το μυθιστόρημα στον 19ο αιώνα μόνο ως προς το στόρι, αλλά και ως προς την πλοκή. Η απιθανότητα των επεισοδίων με τις φοβερές συμπτώσεις θυμίζει τους «Άθλιους». Ο Βιτόριο είναι περίπου ένα διπλότυπο του Πιπ, («Μεγάλες Προσδοκίες») που από φτωχόπαιδο αποκτάει μια σημαντική μόρφωση με την οικονομική αρωγή ενός πλούσιου προστάτη, ενώ η ιστορία του Χέρο θυμίζει λίγο και την ιστορία του Όλιβερ Τουίστ. Η μητέρα του, ερχόμενη σε σεξουαλική σχέση με τον Λομπάρντι όταν αυτός την έσωσε από τα χέρια των στρατιωτών του, θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει αργότερα το γιο που συνέλαβε. Θα τον αφήσει υπό την προστασία της καλής κυρίας που την περιέθαλψε, μαζί με ένα μενταγιόν. Με βάση αυτό το μενταγιόν θα γίνει και η αναγνώριση, όπως και στον Όλιβερ Τουίστ: εκεί από τον παππού του, εδώ από την μητέρα του.
Αλλά και υφολογικά το στόρι παραπέμπει στον 19ο αιώνα. Ο ύστερος εικοστός αιώνας εγκαταλείπει τις γλωσσικές εμμονές του μοντερνισμού των αρχών του προς μια πιο διαυγή γραφή, σαν αυτή των ρεαλιστών του 19ου αιώνα, κάτι που έγινε και στη μουσική, που με τον νεοκλασικισμό εγκαταλείφθηκαν από πολλούς οι πειραματισμοί με την ατονικότητα και την αλεατορική μουσική. Η Στασινού υποχωρεί ως προς την ποιητικότητα της γραφής της που χαρακτηρίζει τα προηγούμενα έργα της σε μια πιο ρεαλιστική γραφή, ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι που ακολούθησε και η Ρέα Γαλανάκη μετά το «Βίος και πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ πασά».
Πριν παραθέσουμε τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε όπως το συνηθίζουμε, να σημειώσουμε ένα ξεχωριστό υφολογικό στοιχείο, ένα εφέ επανάληψης που συναντήσαμε κάμποσες φορές, με τις πρώτες λέξεις να είναι ίδιες σε συνεχόμενες προτάσεις, όπως παρακάτω:
«Αυτήν, που δίπλα…
Αυτήν, που από…
Αυτήν, που στου…
Αυτήν, που στης…
Αυτήν, που της…» (σελ. 674).

Για τις χαρές του σώματος που θα αποστερούνταν (σελ. 305)
Τα μάρμαρα που βρίσκονταν στην αρχική τους λάμψη (σελ. 353)
Στο γάμο όμως της Μόνικα δεν είδα κάτι τέτοιο (σελ. 389)
Ήσουν τόσο ανώριμη και τόσο οργισμένη (σελ. 469)
Ο φόβος ο προσωπικός που όπλισε τα χέρια (σελ. 489)
Απόψε θα ξαπλώσουμε σε δροσερό χορτάρι (σελ. 553)
Και ήπιαν βρώμικο νερό στα παγωμένα τάσια (σελ. 568)
Αίμα από το αίμα της. Πνοή απ’ την πνοή της (σελ. 669)

Εξαιρετικό και αυτό το μυθιστόρημα της Ελένης, της ευχόμαστε και από αυτές τις γραμμές να είναι καλοτάξιδο, και όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο.
 Μπάμπης Δερμιτζάκης

 ii) Οι πιρογιέρηδες του έρωτα

Όστρια Βιβλίο, 2014

Σαν λοιπόν δεν συνέβαινε τίποτε απ’ αυτά, οι κάτοικοι τρισευτυχισμένοι, χαίρονταν τις ομορφιές της ζωής,κι όλα τα βλέπανε με τα καλά τους χρώματα. Και σαν κοιμούνταν, ο ύπνος τους, μικρών παιδιών. Αυτόν τον ύπνο μέσα στη νύχτα έρχεται να διακόψει μια φωνή, έξω από τη μικρή κατοικία, που ζουν η Ιάνα κι η μικρή της κόρη Σάναμα...
Η Σάναμα είναι η δύναμη, που γυρνάει και κλώθει την αγάπη στα στρατόπεδα του μίσους, σπέρνει την αγάπη που σαν ψηλώσει παίρνει το μπόι των άστρων διαπερνά τα Βασίλεια και τις ψυχές.
Ότι πυρώνει είναι έρωτας είναι η μυσταγωγία της αγάπης το θαύμα που δεν είναι θαύμα.
Μύστης μυστήριος, δημιουργός, τοξευτής στενή οπή η Σάναμα ο Άμανας κι ο μύθος τους ένα παραμύθι με διδαχές, διάχρονα εγχειρίδια που χύνονται ακόμα στο Δέλτα του ποταμού Κατζίρ.
Κάθε χρόνο την ίδια μέρα και ώρα, άνοιγε και διάβαζε αυτές τις γραμμές. Κάποτε θα βρουν τρόπο να περάσουν από μια χαραμάδα μέσα στην ψυχή σου και τότε όλα θα αποκτήσουν άλλο νόημα.  Πάνος Λαμπρίδης -Τραγουδοποιός 

ΒΙΝΤΕΟ - Ελένη Στασινού - Οι Πιρογιέρηδες Του Έρωτα


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

Του Αυγούστου το φεγγάρι περνά από τα κιγκλιδώματα κι δείχνει τον χώρο της σιταποθήκης διαιρεμένο σε μικρά μαγικά νταμάκια στις αποχρώσεις του χρυσού.
«Σ έψαχνα» ακούει τη φωνή της φίλης του και ο Άμανας δεν κινείται. Σχεδόν δεν ανασαίνει. «Που χάθηκες;» παραπονιέται εκείνη και ξαπλώνει δίπλα του.
«Δεν μου εξήγησες πως μπορεί να είναι ωραίο το απραγματοποίητο; πως μπορείς να περιγράψεις κάτι που δεν έχει πάρει μορφή; πως μπορείς να συγκρίνεις κάτι τέτοιο με κάτι άλλο που πάλι δεν έχει μορφή αλλά μπορεί να είναι λιγότερο ωραίο;»
«Κάτι μου χρωστάς» λέει το αγόρι χωρίς να απαντήσει στην ερώτησή της και συνεχίζει με τη νέα του φωνή που αναστατώνει την Σάναμα.


                    
«Μαχαίρι και φωτιά» αντήχησε μια φωνή απ΄ το βάθος του ορίζοντα κι ο έφιππος που την είχε αρπάξει, πέταξε μια δάδα αναμμένη στο κατώγι όπου ήταν το μπαούλο της μάννας της. Οι φλόγες υψώθηκαν ως τον ουρανό.
Η Σάναμα ήρθε εντελώς στην πικρή πραγματικότητα μένα σύγκρυο. . Γυρνούσε κι έβλεπε την πόλη της να καίγεται. Γυρνούσε και έκλαιγε τη μάννα που δεν αποχαιρέτισε.
Γυρνούσε κι έκλαιγε την παιδική ηλικία που εγκατέλειπε τόσο βίαια. Έπειτα όλα σκοτείνιασαν.
Τους έφταναν μυστήρια νέα. Πως το «τυχάρπαστο γύναιο» εξακολουθούσε να θεραπεύει στις φτωχογειτονιές, είχαν μάλιστα πληροφορίες ότι τις μάθαινε να κουρεύουν ζώα και να εκμεταλλεύονται το μαλλί, όχι για προσωπική χρήση μόνο, αλλά ανταλλάσσοντας το με άλλα αγαθά. Πράγματι η Σάναμα μιλούσε για την εξυπνάδα των Σκανδιναβών εμπόρων και έμαθε τις γυναίκες πως θα καθορίζουν την αξία των προϊόντων, ανάλογα την χρήση, την σπανιότητα η και την ανάγκη που τα είχαν.

Σε λίγο καιρό μια πολύχρωμη υποτυπώδης αγορά έκανε την εμφάνισή της στις άκριες της πόλης. Όταν μάλιστα κάποιος έχτισε το σπίτι του με πέτρα, συνήθεια των ξιπασμένων των Βυζαντινών, τότε οι συμβουλάτορες του Όλεγκ κατάλαβαν ότι τα πράγματα παίρνανε άσχημη τροπή

ΚΡΙΤΙΚΗ 

Μπάμπης Δερμιτζάκης http://www.lexima.gr/lxm/read-1830.html


Ένα παραμύθι για έφηβους και μεγάλους, για τον έρωτα, την ειρήνη και την αγάπη για τον συνάνθρωπο.
Αν δεν ήξερα ότι το έγραψε η Ελένη Στασινού θα έλεγα ότι είναι ένα από τα παραμύθια της Χαλιμάς, ένα από τα χίλια και ένα. Μπορώ όμως να το θεωρήσω ως το χιλιοστό δεύτερο. 
Υπάρχουν παραμύθια για παιδιά αλλά και παραμύθια για μεγάλους. Σήμερα το παραμύθι έχει υποχωρήσει στα παιδιά, παλιά όμως έτερπε κυρίως τους μεγάλους. Τα παραμύθια της Χαλιμάς στις «Χίλιες και μια νύχτες» είναι η πιο γνωστή περίπτωση, όπως βέβαια και οι ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα. 
Δυο παραμύθια που μου αφηγήθηκε η γιαγιά μου και τα οποία ενσωμάτωσα στο βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας» είναι καθαρά παραμύθια για μεγάλους. Το ένα μάλιστα είναι σόκιν. Το ότι είναι για μεγάλους δεν το ήξερα, το έμαθα από τη δασκάλα μου την συγχωρεμένη κυρία Ειρήνη, που όταν μας ρώτησε ποιο παιδί θέλει να πει ένα παραμύθι, αμέσως σήκωσα με προθυμία το χέρι μου: -Κυρία, εγώ, εγώ. 
Πήγαινα τότε στη δευτέρα δημοτικού. Όταν τέλειωσα το παραμύθι μού έκανε την παρατήρηση ότι τέτοια παραμύθια δεν λέγονται στην τάξη. Τότε κατάλαβα πως πρόκειται για παραμύθι για μεγάλους. Αλλά τι φταίω εγώ αν η γιαγιά μου με αντιμετώπιζε ως μεγάλο; Πάντως, επειδή θα σας έχει φάει η περιέργεια ποιο είναι αυτό το παραμύθι, το βιβλίο μπορείτε να το κατεβάσετε από την ιστοσελίδα μου ή σε μορφή pdf από το scribd. 
Το στίγμα του βιβλίου της Στασινού το δίνει η παρακάτω φράση, μεγαλειώδης στην αποφθεγματική της απλότητα: «Οι τελειότεροι έρωτες είναι οι ανολοκλήρωτοι». Έχουμε ξαναγράψει γι΄αυτό, και για τελευταία φορά στην κριτική που κάναμε μόλις πριν λίγες μέρες για τη «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη. Να επαναλάβουμε; «Ένα χρόνο το περισσότερο», τραγουδάει ο Καρβέλας-για τους ολοκληρωμένους έρωτες. Όσο για τους ανολοκλήρωτους, αυτοί μας στοιχειώνουν μια ζωή. 
Μπορεί και λιγότερο, αν είμαστε τυχεροί. Ο Αμανάς περίμενε τη Σαμάνα 24 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να αγγίξει άλλη γυναίκα. Και δεν είχε και λίγες, ολόκληρο χαρέμι, αφού ήταν βασιλιάς. Όμως η Σαμάνα, ξέροντας τη φθορά του έρωτα με τη συμβίωση, αρνείται να μείνει κοντά του αφού ολοκλήρωσαν τη σχέση τους. Θέλει να βαδίσει δίπλα του και όχι να ταυτιστεί μαζί του, όπως οι πιρογέρηδες που πλέουν πλάι πλάι, σε κάποια ινδιάνικη φυλή. 
«Άμανα», του λέει η Σαμάνα, στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου, «δεν έχεις καταλάβει τίποτα; Εμείς, είμαστε οι πιρογέρηδες. Εμείς, η νύχτα και η μέρα. Η βροχή και η ξηρασία. Η στεριά και η θάλασσα. Ο ουρανός κι η γη. Ο πόλεμος κι η ειρήνη, το μίσος και η αγάπη. Ο άντρας και η γυναίκα. Καταδικασμένοι κι ευλογημένοι να μην ταυτιστούμε ποτέ. Και πάντα να ονειρευόμαστε αυτή την ταύτιση. Αν το θες, ζήσε μοναχά μέσα από αυτή την αγάπη». 
-Θέλω να τη ζήσω αυτή την αγάπη, της απαντάει.
«Θα ρέει αυτή η αγάπη στο εσωτερικό των αισθήσεων. Ποιος θα μπορέσει να καταστρέψει μια τέτοια αγάπη;». 
Η ερώτηση φυσικά είναι ρητορική. 
Η ένωση, η πλήρωση, είναι και ο θάνατος του έρωτα, και όχι μόνο. Ο Χέγκελ, τον οποίο επαναλαμβάνει ο Μαρξ, λέει ότι οι αντιθέσεις οδηγούν την εξέλιξη της ιστορίας, με προσωρινές ισορροπίες-συνθέσεις. Η αντίθεση τροφοδοτεί την αρνητική εντροπία, αποτρέποντας τον θερμικό θάνατο του σύμπαντος, μας λέει η θερμοδυναμική. Ε, θέλω να χρησιμοποιήσω κι εγώ τις δικές μου μεταφορές. 
Όμως δίπλα στον έρωτα που είναι το κύριο θέμα του βιβλίου υπάρχει και το κήρυγμα ενάντια στην κοινωνική αδικία. Ο Σάναμα, σαν άλλος Σιντάρτα, χωρίς να ακολουθήσει όμως το παράδειγμά του, ξεφεύγοντας από την αυστηρή επιτήρηση του παλατιού πηγαίνει έξω στην πόλη και βλέπει το λαό. Επιστρέφοντας, λέει αγανακτισμένος στον πατέρα του.
«Κι οι σκλάβοι που ζουν εκεί είναι θαύματα του Δημιουργού πατέρα; Οι αγωγιάτες; Οι εργάτες που ζούνε σε τρώγλες; … Κι οι βαθμούχοι του στρατού και της διοίκησης κι οι πάμπλουτοι έμποροι κι οι μορφωμένοι κρατικοί που ζουν στην πάνω πόλη, είναι κι αυτοί θαύματα; …μαζί με τους αρρώστους που πεθαίνουν από πείνα και επιδημίες; Είναι θαύματα πατέρα οι μανάδες να κλαίνε και να θάβουν με τα χέρια τα παιδιά τους;…» (σελ. 45-46). 
Η Σάναμα, εξίσου ευαίσθητη στην κοινωνική αδικία αλλά πιο ενεργητική σε σχέση με τον Άμανας, εκβιάζει τους ηγεμόνες να ειρηνεύσουν και βοηθάει με κάθε τρόπο τους υπηκόους τους στις δυσκολίες τις ζωής τους. 
Σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Γιατί, ένας μαγικός ίασπης που της κληροδότησε η μητέρα της τής δίνει μαγικές ικανότητες. Διατρέχει τις τεράστιες αποστάσεις του πλανήτη μας μεταμορφωνόμενη σε πουλί. Έτσι τη βλέπουμε να πηγαίνει στους Βίκινγκς, στους Ινδούς, στους Άραβες, σε κάθε μέρος που υπάρχουν πολεμοχαρείς βασιλιάδες και υπήκοοι που υποφέρουν. 
Πότε γίνονται όλα αυτά; 
Δεν έχει και μεγάλη σημασία. Πάντως η Στασινού τοποθετεί την ιστορία της κάπου στις αρχές του 10ου αιώνα, και αυτό το κάνει στη μέση της ιστορίας της• την ίδια περίπου εποχή που η Σεχεραζάντ αφηγείται τα παραμύθια της στον βασιλιά Σαχριάρ. 
Συναρπαστική στην αφήγησή της στην οποία έχει τιθασεύσει αρκετά την ποιητική της γλώσσα με την οποία μας έχει συνηθίσει στα μυθιστορήματά της, δοκιμάζει με επιτυχία το λογοτεχνικό της ταλέντο, εκτός από την ποίηση και το μυθιστόρημα, και στο παραμύθι. Της ευχόμαστε από αυτές τις γραμμές να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο της, όπως και το επόμενο, το μυθιστόρημα «Ο χορός των κρυστάλλων», που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Χίλων και το οποίο περιμένουμε με μεγάλη ανυπομονησία. 
Μπάμπης Δερμιτζάκης http://www.lexima.gr/lxm/read-1830.html


 iii ) Η γυναίκα των Δελφών 

Η Πηγή, όμορφη κι αέρινη σαν νεράιδα του δάσους, μεγαλώνει με τον πατέρα της, άνθρωπο προοδευτικό για τα δεδομένα της εποχή του Όθωνα και των Βαυαρών αντιβασιλέων. Στους Δελφούς, η ζωή κυλά πάνω στα παλιά ήθη που θέλουν το κορίτσι αδύναμο και σκιά του άνδρα. Όμως η Πηγή είναι διαφορετική. Θα ερωτευθεί τον νεαρό Δανιήλ και θα του δοθεί με όλη της την καρδιά. Ο Μιχαήλ, ο μεγαλύτερος αδελφός του αγαπημένου της, τυφλωμένος από τον ερωτικό πόθο, θα γίνει αδελφοκτόνος. Φονιάς και ξεγραμμένος απ' όλους, θα κρυφτεί στα βουνά και θα ενωθεί με τους ληστές... 
Ζει με μια και μόνο ελπίδα: να μπορέσει μια ημέρα να κερδίσει την Πηγή, τη μεγάλη αγάπη της ζωής του... 
Μια ιδιαίτερα σημαντική διάκριση περίμενε τη συγγραφέα Ελένη Στασινού σχετικά με το τελευταίο βιβλίο της «Η Γυναίκα των Δελφών» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ωκεανός». 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
«Χρόνια τώρα οι χειμώνες παίρναν διάφορα χρώματα. Γίνονταν γκρίζοι, σαν τους ορίζοντες που μαυρίζαν από σκληρούς έφιππους εισπράκτορες. Πράσινοι, σαν οι ελπίδες ανθίζανε στο απέραντο χιόνι της σκλαβιάς. Ρόδινοι χρωματίζονταν από τις ντροπαλές χαρές που δεν μας αφήναν να βουλιάξουμε σε απελπισία. Γαλάζιοι όταν η φλέβες της Ελλάδας φουσκώναν και χτυπούσαν μέχρι εκεί.                                           
Δεκέμβρης ήταν στα μέσα του κι όλα έδειχναν πως κι  εφέτος  δε θάχαμε λευκό χειμώνα. Είχαμε  μαζωχτεί γύρω από μια καλή φωτιά…Ωρες ψάχναμε λύσεις..
“Τώρα που τάβαλε με τους δυνατούς, όφελος θάχουμε. Όλο θα κοιτάει κατά πάνω και δε θάχει μάτια για εμάς δω κάτω”.
“Έχεις λάθος φοβάμαι. Τώρα που θ’ απελπιστεί θηρίο θα γίνει ανήμερο”.
“Θηρίο ήταν από πάντα. Υπάρχει θηριώτερο;”
“Το πληγωμένο θηρίο”
Κι όλοι είδαμε  τι μπορούσε να κάνει το πληγωμένο θηρίο.
Ήδη ο νέος Αλβανός διοικητής  Σουλεϊμάν μπέης Φράσαρης, είχε αυξήσει  τη φορολογία όλων των Ελλήνων στο “Τουρκικόν” προκειμένου να συντηρήσει τους οχτακόσους άντρες που είχε στις διαταγές του. Πότε όμως ξεχείλισσε το ποτήρι λές; το φθινόπωρο του 185. Ακριβώς σαν άρχισε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Τότε ήταν που άρχισαν οι οικονομικές δυσχέρειες των Τούρκων. Προκειμένου λοιπόν να συντηρήσουν τα στρατεύματα δόθηκε διαταγή να εισπραχτούν πάσει θυσία και οι φόροι οι καθυστερημένοι, αλλά ιδίως, να εισπραχθούν οι φόροι του επόμενου έτους. Όλοι οι Ραδοβιζιώτες είχαμε άδικο που απορήσαμε;
«Πως γίνεται να φορολογηθούμε για αγαθά που δεν έχουμε ακόμα παράγει;»ρωτήσαν όλοι και μαζί μ’ αυτούς κι εγώ.Και που αναρωτηθληκαμε σάμπως κι εδόθη λύση;
Ο Φράσαρης βέβαια, δεν έχασε καιρό. Οργάνωσε αποσπάσματα και τάστειλε στα χωριά του Ραδοβιζιού. Στα χωριά μας. Με το που μαθεύτηκε  πως προβαίνουν σε επιδρομές, οι πρόκριτοι ετοιμάστηκαν  για τα βουνά. Μαζί κι οι άντρες οπλισμένοι κι άοπλοι. Με τις γυναίκες θα τάβαζαν;
“Εμείς είμαστε που εισπράττουμε τους φόρους, εμείς που τους πληρώνουμε” είπαν “…αν δε μας βρουν εδώ, τι θα κάνουν, θα φύγουν. Δε θα φύγουν;”
Μαύρο λεφούσι μαύρισε τον ορίζοντα. Κλαγγές, μπαταριές, αχολόγημα, ποδοβολητό άγριο, φωνές.
“Πούν’ οι εισπράχτορες;”
“Τα τάλαρα του σουλτάνου”
“Πληρώστε η πεθάντε”
“Πεθάντε”
Δυό καβαλλάρηδες υπομίσθιοι δεξιά-αριστερά του χωριού με διαταγή να πυροβολούν στο ψαχνό σαν κάποιος πάει να ξεφύγει.
Δυό άλλοι βάλαν ανόρεχτα φωτιά σε δυό χορταποθήκες στη νότια πλευρά μη φύγουν οι κάτοικοι κατά την ελεύθερη Ελλάδα.

Μάλιστα! Ανόρεχτη φωτιά βάλανε! γιατί οι υπομίσθιοι αλλιώς είχαν ξεκινήσει. Με σίγουρο μισθό το πρώτο. Άσε που οι χωριάτες, κτηνοτρόφοι ή παραγωγοί όλο και εξαγόραζαν την εύνοιά τους. Δουλειά τους; Να εμποδίζουν τα πλιάτσικα στα χωριά από παλιούς συντρόφους  η απελπισμένους κατσαπλιάδες και να βάνουν φραγμό στις αποδράσεις προς στο Ελληνικό. Η διαταγή ήταν να μην ερημώσει το “Τουρκικό”, από χέρια που φέρναν κέρδη στο Οθωμανικό κράτος.
Τα πράματα άλλαξαν όμως. Κανείς πλέον δεν τους είχε σε υπόληψη. Άφησε που  μητε κανείς νοιαζόταν για πως θα ζήσουν τόσους μήνες απλήρωτοι ενώ οι Τούρκοι πλούτιζαν. Το μόνο που είχαν εξασφαλισμένο; Η ρετσινιά του πουλημένου.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί απ’ αυτούς φύγαν αγανακτισμένοι. Σκαλτσογιάννης, Τσιγαρίδας, Κατσικογιάννης. Κι ο φόβος που άρχισε να σέρνεται αναμεσά τους λίγος ήταν; Μήπως δεν φαγώθηκε στα Ζυγοχώρια ο γέρο Κωστής Σκαλτσογιάννης τον Οκτώβρητου 52 θαρώ;; Τιμώρησε κανείς  τον υποδερβέναγα  Ιμβραήμ Καστρινό που τόκανε;  Η λογοδότησε κανείς, σαν πολιορκήθηκε και ρημάχτηκε το σπίτι του Δημήτρη  Σκαλτσογιάννη  στην Άνω Πέτρα; Και τον ίδιο μήνα δεν ήταν που ο Φράσαρης σκότωσε τον Γιάννη Ψαρογιάννη; Φταίγαν μετά τάχα οι οπαδοί του Γιάννη Ψαρογιάννη που κήρυξαν το Ραδοβίζι σε ανυπακοή και ανέλαβαν αγώνα εναντίον του καταχτητή;
Όσο για τη φωτιά που λέγαμε; ανόρεκτη σύρθηκε στα νωπά χόρτα. Διστακτικά στην αρχή. Η μυρωδιά της έκανε πηχτό μαύρο σύννεφο κι απλώθηκε σερνάμενο. Σε λίγο που έβρισκε στεγνότερα τα διπλανά άρχισε να τα τρώει αργά στην αρχή, ταχύτατα και λαίμαργα κατόπιν.
“Πούν’ οι εισπράχτορες;” φωνάζαν οι επιδρομείς
“Φέρτε τα τάλαρα του σουλτάνου μας” ουρλιάζαν και παίρναν φαλάγγι σπίτια, ζωντανά, ανθρώπους.

Πέσαν οι πόρτες οι διπλομανταλωμένες. Τ’ άλογα στα πισινά πόδια, κλωτσούσαν τα χαμηλά παραθύρια που τρίβονταν σε σκλήθρες ξύλων, απ’ τη φτώχεια και τους καιρούς μισοφαγωμένα.
Σπαράξαν τα βρέφη στη σαρμανίτσα* κι οι αγκαλιές οι ξυλιασμένες δεν τα παρηγορούσαν.
Ανήμποροι γερόντοι τρίζαν από το φόβο, ξύλα που ο παγετός σακατεύει τους λιγοστούς  χυμούς.
Κι ύστερα οι άντρες, που χάθηκαν όλοι;
“Πούν’ οι αφέντες σας”ρωτήσαν τις γυναίκες….
“Εγώ αφέντη μ’  ‘εχω τούτον δώ” είπε μια παραλοϊσμένη απ΄τη φρέσκια γέννα τη παράωρη, κι έδειξε το παιδί πούταν ακόμα με το λουρί της ενωμένο.
“Τότε κι εγώ θα σε ξελεφτερώσω μια και καλή” γρούζει ένας Αλβανός και κατεβάζει το γιαταγάνι του κάθετα, να τους κάνει κομμάτια τέσσερα. Δεν πρόκαμε. Απ’ τ’ αχούρι τινάχτηκε η φωτιά.

Πεινασμένη τώρα  και σίγουρη. Μεστωμένη σε λίγο. Δεκέμβρης μήνας κι όλα παγωμένα. Μα καρποί και η τζίβα, το άχυρο στις στρωμνές τα λίγα λάδια, ξύλα και χράμια, βελέτζες κι η μάνητα του αλλόθρησκου, κάναν δουλειά. Εδώ. Εκεί. Πέρα. Κάτω. Μια-μια εστία, όχι η συνεχόμενη των δασών που καίγονταν από κεραυνούς. Σπαρτές. Σα το κακό που σπέρναν οι γεωργοί του θανάτου. Κι οι φλόγες σηκωθήκαν να φαν τα άσπρα σύννεφα, να τα δούν στα βουνά οι πρόκριτοι, που φύγαν να μελετήσουν τα πρέποντα για τον αγώνα. Μυαλά είν’ αυτά. Πρώτα αυτά σώζονται. Γυναίκες και γέροι, πολλοί γίνονται κι αξία μικρή….Θεός να με συχωρέσει κι εμένα..
Tην επόμενη μέρα οι κάτοικοι θα βλέπαν τα μικρά πεύκα λίγο έξ’ απ΄το χωριό, μαύρα και  γυαλιστερά σαν χιλιάδες κορακόφτερα  νάχαν καθίσει στους μέχρι χτες ζωντανούς κορμούς των. Γιατί σήμερα ήσαν νεκρά. Κι η νέκρα αυτή άπλωνε πλοκάμια να πνίξει κάθε ήχο ζωντάνιας στο χωριό. Το χωριό που όμως αντιστεκόταν.
Γιατί ανάμεσα  σε λυγμούς, κραυγές πόνου και κατάρες,οι ανθρώποι  ξύναν τις στάχτες απ΄τα πυρπολημένα, διασώζαν κομμάτια από μισόκαυτα ξύλινα χρειώδη, τάβλες, τραπέζια, σκαμνιά, κόβαν υπολείματα από τα μάλλινα, να φτιάξουν νέα, από μπαλλώματα ζωής και θανάτου.
Κάποιοι πηγαινοέρχονταν και γιατρεύαν με σοφίες τους εφιάλτες των παιδιών, άλλοι  φτιάχναν επιθέματα για τους τραυματισμένους. Δεν ήσαν και λίγοι αυτοί οι τελευταίοι. Αλλά άδικα κι άτιμα χτυπημένοι. Γυναικόπαιδα το πολύ. Κάποιοι άντρες δεν παραπονέθηκεν για τις βουρδουλιές που φάγανε, γιατί βρεθήκαν γυναίκες καταπλακωμένες από δοκάρια, κάποια χτυπημένη από οπλές αλόγων αιμόφυρτη, ενώ φυγάδευε παιδιά. Αλήθεια που τα φυγάδευε; Αφού είχε κυκλωθεί το χωριό   από άπιστους που σα γίγαντες καταστροφής τρίζαν τα δόντια τους κι ο ήχος αυτός μπόλιασε τόσο βαθειά τα πάντα που απ’ την επαύριο, θα άκουγες τους τριγμούς να
βγαίνουν από τους θαμνους, τις καλύβες τις γριζόμαυρες, από τις σταχτιές στέγες και τα  λειψά χαγιάτια από τις καμινάδες που χάσκαν ειρωνικά, στο χιόνι που ετοιμαζόταν να κατέβει.
Κατέβηκε το χιόνι. Ήταν 23 του Δεκέμβρη που νύχτωσε λευκότητα και ξημέρωσε παραμονή Χριστούγεννα. Κι εκεί που όλοι κοιμηθήκαν στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον για το κρύο, μισοπεθαμένοι, να ανοίξουν κουρασμένα μάτια στην άγνωστη τύχη της ημέρας, για να ιδούν τι;
Πως κάποιο χέρι μυστικά τη νύχτα είχε στολίσει γιορτινό το καμμένο χωριό.
Κι είδαν οι κάτοικοι στις ξεχαρβαλωμένες πόρτες, καφετιά κουκουνάρια να σχηματίζουν γράμματα και τα γράμματα λέξεις γλυκές. «Ελλάδα» «Δίκιο» «Αγώνας» «Λευτεριά» Και στη πλατειούλα μπρος στην εκκλησιά πάνω στο απάτητο χιόνι με σμέρτα και φύλλα, η πανανθρώπινη ευχή για ελπίδα «ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ» γραμμένη.
Οι πρόκριτοι μόλις κατεβήκαν απ’ τα βουνά“Ετούτο μόνο μιά μπορούσε να το κάνει” συμφωνήσανε κι εγώ, αυτή τη μια, που πάντα με εξέπληττε, την αγάπησα ακόμα περισσότερο. Τέλος πάντων έγινε ότι έγινε και δε ξεγίνεται.
“Οι πρόκριτοι έπρεπε να φύγουν…” ξανάπαν όλοι “…αυτοί πληρώναν τους φόρους για λογαριασμό ολωνών. Σαν λείπαν θα έπρεπε να φύγουν άπρακτοι οι δειλοί…”
Έπρεπε! Αλλά δε τόκαναν. Γιατί ο Φράσαρης από τον Σαλήκ πασά στα Γιάννινα που είχε πάει εσπευσμένα, δυό πράματα είχε καταφέρει. Ν’ αυξήσει  τους άντρες του με άλλους πεντακόσιους και να πάρει τη βούλα, για τη θανάτωση των χριστιανών, χωρίς χάσιμο χρόνου και διαδικασίες.
Όχι. Δεν φύγαν άπρακτοι. Και πήραν και δώκαν, κάψαν, βρώμισαν και σπείραν…
“Θάρθουμε να πάρουμε τις σπορές μας σα μεγαλώσουν” είπαν στις γυναίκες που
ψάχναν μαχαίρια να βγάλουν τα σπλάχνα τους μαζί με τα μολεμένα φυτέματα»
«Εκείνη στόλισε το χωριό ε!»
«Εκείνη!»
«Κι ήταν όμορφη, ε;»
«Περίκαλλη»
«Σα ποια έμοιαζε λες;»
«Ίδια με εσένα. Εσένα μοναχά.»
O Αργύρης κοιτά την θυγατέρα του που παίρνει το κεφάλι της από τα γόνατά του. Δεν την χορταίνει. «Αμε σύρε να ξεκουραστείς» λέει, κι αναρωτιέται για άλλη μια φορά αν κάνει καλά που την μπολιάζει με ιστορίες απ΄την σκληρή πραγματικότητα. Να ξεκουραστώ κι ελόγου μου, πούχω αύριο ταξείδι»



ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ 

Του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου

Μια ιδιαίτερα σημαντική διάκριση περίμενε τη συγγραφέα Ελένη Στασινού σχετικά με το τελευταίο βιβλίο της «Η Γυναίκα των Δελφών» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ωκεανός». 
Το βιβλίο της που ήδη έχει αποσπάσει θερμές κριτικές από τους αναγνώστες και κριτικούς λογοτεχνίας, πρόκειται να μεταφραστεί από έναν ιταλικό εκδοτικό οίκο, που συγκαταλέγεται στους πέντε καλύτερους της Ιταλίας, στα πλαίσια μιας έκθεσης βιβλίου με τίτλο "Umbria libri 2011" που θα διεξαχθεί στην Περούτζια από τις 10 έως 13 με μία εισαγωγική παρουσίαση στην πολη της Τέρνι. 
Αυτή η έκθεση έχει μία ιδιαιτερότητα που την ξεχωρίζει από τις άλλες του είδους της. Είναι ο δεσμός της τοπικής εκδοτικής παραγωγής με εκείνη της εθνικής και της διεθνούς. Φέτος είναι το 16° έτος της διεξαγωγής της έκθεσης και ο τίτλος της είναι: "Ήταν μια φορά η Γυναίκα....", γιατί φέτος η έκθεση είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στη γυναίκα. 
Συναντήσαμε την κυρία Ελένη Στασινού λίγο πριν αναχωρήσει για την Ιταλία και μας είπε σχετικά με την όμορφη εξέλιξη για το τελευταίο βιβλίο της: «Είναι αυτονόητο πως είμαι ιδιαίτερα ευτυχής με αυτή τη συγκυρία. Στο εσωτερικό αυτής της έκθεσης διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις όπως αυτή της "Insulaeuropea". 
Αυτό το μέρος της οργάνωσης το διαχειρίζεται μία ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων διαφόρων επιστημονικών τομέων (ιστορικοί, φιλόλογοι, μελετητές της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας) και βιβλιόφιλοι από διάφορα Ευρωπαϊκά κράτη. ΄Ολα αυτά τα άτομα τα ενώνει η αγάπη για τα Ευρωπαϊκά θέματα αλλά και η θέληση να δημιουργηθούν πρωτοβουλίες οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας». Όσο για τη φετινή θεματολογία το κριτήριο όπως μας ανέφερε ήταν η Γυναίκα και μόνον αυτή
«Με κριτήριο το θέμα της "Γυναίκας" εξελέγησαν έργα 8 συγγραφέων γυναικών μεταξύ των οποίων και το δικό μου, "Η Γυναίκα των Δελφών". Ενας βασικός λόγος για τον οποίο επελέγη το έργο μου, ήταν όπως με πληροφόρησαν, ότι εκτός του τρόπου με τον οποίο εκθέτονται τα δρώμενα στο βιβλίο και η ιστορική τεκμηρίωση των πραγματικών γεγονότων που βαδίζουν παράλληλα με την εξέλιξη της αφήγησης, και το γεγονός ότι το κύριο πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι μία "Γυναίκα". Γυναίκα, η οποία ξεχωρίζει με τη μόρφωσή της και το δυνατό χαρακτήρα της ανάμεσα σε όλες τις άλλες». 
Στις 10 Νοεμβρίου θα διεξαχθεί μία συζήτηση "Στρογγυλής τραπέζης " όπου τέσσερις γυναίκες συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και η κα Στασινού, με τη βοήθεια της κας Άννας Δρακοπούλου, θα παρουσιάσει το βιβλίο της και στη συνέχεια θα λάβει μέρος στη συζήτηση, με συμμετοχή του κοινού, στο θέμα "Η γυναικεία κατάσταση ". Της συζήτησης θα προεδρεύσει ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Περούτζια και υπεύθυνος της "insulaeuropea" Carlo Pulsoni.
........
Ελπίζουμε αυτή η πρωτοβουλία, η οποία χρησιμεύει σαν βιτρίνα για την παρουσίαση έργων της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, να είναι το σκαλοπάτι από όπου θα μπορέσουν τα έργα πολλών και αξιόλογων Ελλήνων συγγραφέων να βρουν τη θέση που τους αξίζει στον ευρωπαϊκό ορίζοντα των Γραμμάτων. http://www.protothema.gr/

ΒΙΝΤΕΟ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΑΣΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ( Χρύσα Βελησσαρίου ) 


ΚΡΙΤΙΚΗ 

 Μπάμπης Δερμιτζάκης http://www.lexima.gr/lxm/read-1702.html

Ένα βιβλίο με ιστορίες παθιασμένης αγάπης αλλά και έντονου μίσους, με φόντο τις ανασκαφές των Δελφών και τους ληστές που λυμαίνονταν τα γειτονικά όρη 
Η Ελένη Στασινού, μετά το μυθιστόρημά της «Νύχτες υποταγής» στο οποίο η υπόθεση διαδραματίζεται στο παρόν, καταφεύγει στο παρελθόν με το τελευταίο της μυθιστόρημα «Η γυναίκα των Δελφών». Βρισκόμαστε στους Δελφούς, ή καλύτερα στο Καστρί, το 1870, την εποχή που οι ανασκαφές θα ξεθάψουν τους Δελφούς και το ίδιο το Καστρί θα μετατοπιστεί πιο πάνω στο βουνό, αφήνοντας ελεύθερο το χώρο για να βγουν στην επιφάνεια οι θησαυροί-όσοι σώθηκαν τέλος πάντων-του περίφημου μαντείου. Και ο πιο εξαιρετικός, ο «Ηνίοχος των Δελφών», η πιο τέλεια έκφραση της απωλλώνειας γαλήνης και αυτοκυριαρχίας (η αναφορά σαν φόρος τιμής στον πρώτο εκδότη μου, τον εκδότη των περισσότερων βιβλίων μου, τον Θάνο Γραμμένο, που μου μιλούσε κάποτε επί ώρα με το μεγαλύτερο θαυμασμό γι αυτό το άγαλμα).
Δίπλα στο Καστρί βρίσκονται οι ληστές, που κάποιοι από αυτούς θα μεταμορφωθούν, όπως και οι κλέφτες του ‘21, σε αγωνιστές για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων εδαφών. Σε δέκα χρόνια θα έλθει η απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Άρτας. 
Με φόντο λοιπόν τις ανασκαφές και τους ληστές διαδραματίζεται η ερωτική ιστορία που πραγματεύεται η συγγραφέας. Ή μάλλον οι ερωτικές ιστορίες, στις οποίες η πρωταγωνίστρια είναι μια, η Πηγή, ενώ οι πρωταγωνιστές είναι τέσσερις. «Φυτώριο σπόρων νεκρών ανδρών» αυτοχαρακτηρίζεται η Πηγή, αφού οι τρεις πρώτοι θα καταλήξουν στο θάνατο. Τον πρώτο νεκρό θα τον σκοτώσει ο τρίτος, ο υιοθετημένος αδελφός, για να βρει κι αυτός με τη σειρά του το θάνατο. 
Το πάθος του έρωτα εκφράζεται στο έργο αυτό μονόπλευρα. Οι άνδρες είναι αυτοί που αγαπάνε, και αγαπάνε με πάθος. Η γυναίκα θα ενδίδει στον έρωτα, περίπου αναγκασμένη από τις περιστάσεις. 
Με εξαίρεση τον πρώτο, τον Δανιήλ. Η Πηγή θα τον ερωτευθεί μικρό κορίτσι, αλλά πριν προλάβει να δοκιμαστεί ο έρωτάς τους, τον Δανιήλ θα τον σκοτώσει ο αδελφός του ο Μιχαήλ, γιατί αγαπάει με πάθος την Πηγή και τη θέλει δική του. Μετά το έγκλημα βέβαια είναι αναγκασμένος να καταφύγει στο βουνό για να γλιτώσει. 
Κάποτε η Πηγή θα πέσει στα χέρια του. Θα την χαρεί για μια βδομάδα. Στη συνέχεια θα την πάει σε μια εκκλησιά, όπου θα τελέσει έναν πρωτότυπο και προσωπικό γάμο, υποσχόμενος τη λαμπρή γαμήλια τελετή όταν θα φτιάξουν τα πράγματα. Όταν κάποτε της στέλνει μήνυμα ότι επί τέλους έφτασε ο καιρός, τώρα είναι νόμιμος και υπηρετεί στον ελληνικό στρατό, αυτή τον έχει μισοξεχάσει, και ας έχει γεννήσει το παιδί του, που μεγαλώνει δίπλα στο παιδί του Δανιήλ και στο παιδί του Ιορδάνη.
Τον Ιορδάνη θα τον παντρευτεί επειδή βρίσκεται σε αδιέξοδο, ανύπαντρη μητέρα. Σίγουρα όμως και διότι συγκινήθηκε από τον παθιασμένο έρωτά του. Γιατί ο Ιορδάνης δεν είχε πρόσωπο που να το ερωτευτεί κανείς. Νεαρός είχε πέσει στις φλόγες να σώσει τέσσερα παιδιά μέσα από ένα σπίτι που καιγόταν. Έκαψε το πρόσωπό του και έχασε το ένα μάτι. Η Πηγή δεν παντρεύτηκε τον όμορφο, παντρεύτηκε τον ήρωα∙ που θα την εγκαταλείψει ήδη από την πρώτη βραδιά του γάμου, καθώς τον πρόδωσε η αδύναμη καρδιά του. Πέθανε μην μπορώντας να αντέξει μια ευτυχία τόσο απρόσμενη και τόσο μεγάλη. 
Το έργο τελειώνει με την Πηγή να περπατάει αγκαζέ με τον νεαρό αρχαιολόγο. Το happy end ενός γάμου βρίσκεται εκτός πλαισίου της ιστορίας και προσημαίνεται μ΄ αυτό τον τρόπο. 
Όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημα της Στασινού, τα πάθη είναι βίαια, οι αντιδράσεις άγριες. Η πιο άγρια βέβαια είναι η αντίδραση του παπά Νεόφυτου, που βάζει να δολοφονήσουν τον-έστω και υιοθετημένο- γιο του Μιχαήλ. 
Διαβάζοντας το έργο με μια φεμινιστική ματιά, βλέπουμε τη γυναίκα για άλλη μια φορά να είναι αντικείμενο των ορέξεων των ανδρών. Ο Μιχαήλ την αγαπάει, και αγαπώντας την δεν διστάζει να δολοφονήσει τον αδελφό του. Αδιαφορεί για τα αισθήματα της Πηγής. Θέλει να την αρπάξει όπως οι Ρωμαίοι τις Σαβίνες, με τον τρόπο της «κλεψάς», που παλιά δεν γινόταν κοινή συναινέσει, αλλά ό άντρας έκλεβε τη γυναίκα, τη βίαζε, ώστε μετά, με δεδομένο τον κώδικα τιμής και ντροπής (στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας κάναμε μια ημερίδα γι αυτόν) αυτή να μην έχει άλλη επιλογή από το να τον παντρευτεί. Ο άνδρας δηλαδή έβλεπε τη γυναίκα περίπου σαν ένα όμορφο αυτοκίνητο που έπρεπε πάση θυσία να αποχτήσει. Λαχταρούσε το σώμα της και όχι την ψυχή της. Το τι αισθήματα μπορεί η ίδια να ένοιωθε γι αυτόν τον άφηνε αδιάφορο. 
Ο Ιορδάνης ο καημένος όμως θέλει τη συναίνεσή της και αρνείται την προτροπή του παπά Νεοφώτιστου να την κλέψει, παρόλο που ξέρει ότι έχει πενιχρές ελπίδες να τον ερωτευτεί∙ το περισσότερο που μπορεί να ελπίζει είναι να τον αποδεχθεί. Και η Πηγή τον αποδέχεται. 
Ο παπάς Νεοφώτιστος αποτελεί είπαμε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα σκληρότητας, μιας σκληρότητας που εισέπραξε και ο ίδιος. Παιδί νόθο, με την μητέρα του πεθαμένη, τον περιμάζεψε και τον ανάθρεψε το χωριό. Η ψυχή του, αν και δοσμένη στο θεό, είναι άγρια, χωρίς συγνώμη. Έρχεται σε συχνές προστριβές με τον προύχοντα νονό του. Καμία σχέση με τον ήρωα της ταινίας του Huang Hong «Ένας πατέρας με 25 παιδιά», που κι αυτόν τον μεγάλωσε το χωριό, όμως ξεχείλιζε τόσο πολύ από καλοσύνη ώστε ανέλαβε να περιθάλψει, μεγάλος πια και με μια επιτυχημένη επιχείρηση ορνιθοτροφείου, 25 παιδιά. 
Το ύφος της Στασινού επανέρχεται στην ποιητικότητα που διαπιστώσαμε στο πρώτο της βιβλίο, το «Η κουμπάρα η Μαργαρίτα» που διαβάσαμε και παρουσιάσαμε πρόσφατα, σε μια αφήγηση όμως που εδώ προχωράει ευθύγραμμα, δημιουργώντας τα ανάλογα σασπένς, και αφήνοντας επίσης αρκετό χώρο στο διάλογο. Έχει κάτι από τον «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» της Ρέας Γαλανάκη, κάτι από την «Ιστορία» του Γιώργου Γιατρομανωλάκη, κάτι από τον κόσμο των παραμυθιών, κάτι από το ληστρικό μυθιστόρημα, πάνω στο οποίο, παρεμπιπτόντως, έκανε τη διατριβή του ο Χρήστος Δεμερτζόπουλος, παλιός φίλος από την ομάδα της κοινωνικής ανθρωπολογίας. 
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο μιας εξαιρετικής συγγραφέως. Το συνιστούμε ανεπιφύλακτα. 
Μπάμπης Δερμιτζάκης http://www.lexima.gr/lxm/read-1702.html

iv ) Νύχτες υποταγής 

Μυθιστόρημα
Άγκυρα, 2009 

Η Σάσα, ανήλικη από χώρα που δοκιμάζεται, φυγαδεύεται από τον Άντζελο, διασχίζοντας τα βουνά, για να φτάσει στη "Γη της Επαγγελίας". Εδώ, μετά τους σωματικούς και ψυχικούς βιασμούς που στιγμάτισαν την παιδική της ηλικία, θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του σωτήρα της, έως ότου λίγο καιρό μετά αντιληφθεί ότι το μόνο που άλλαξε ήταν το πρόσωπο του δυνάστη.
Μια νύχτα χειμωνιάτικη, οικτρά κακοποιημένη στο Άλσος, εκεί που θα νομίσει ότι όλα έχουν χαθεί, μια σπίθα θα ανάψει στο πίσω μέρος της καρδιάς της, που θα την κρατήσει ζωντανή, εφόσον ο ωραίος άγνωστος, θα σκύψει με συμπόνια από πάνω της.
Ο Ιωάννης, αριστούχος της Νομικής, πάμφτωχος και ακέραιος, γιορτάζει με φίλους το τέλος των σπουδών, ώσπου η νύχτα γιορτής, μετατρέπεται σε εφιάλτη, εφόσον κάποιος που γλεντά με δυό κορίτσια, μαχαιρώνει το ένα και φεύγει τρέχοντας. Κι ενώ όλοι θα μείνουν μακριά από το γεγονός, ο Ιωάννης, θα φυγαδεύσει την άλλη κοπέλα να ξεφύγει... στο πρόσωπό της οποίας θα αναγνωρίσει την κακοποιημένη άγνωστη μιας χειμωνιάτικης νύχτας...
Στο φοιτητικό του δωμάτιο, η Σάσα και ο Ιωάννης θα περάσουν το πλέον καυτό καλοκαίρι.
Δέκα χρόνια μετά, η Σάσα θα έρθει αντιμέτωπη με την αλήθεια ότι πέρασε μια ζωή υποταγμένη. Στον πατέρα, στον σωτήρα, στην ανάγκη, στον έρωτα. Κι η αλήθεια αυτή την προκαλεί να πάρει θέση. Θα μείνει η εναλλακτική; Η ερωμένη του δώματος; Η εχθρά των θεσμών; Ή θα υψώσει το κουρεμένο κεφάλι και θα αξιώσει τη ζωή της, αντί να είναι η Αναστασία της υποταγής; 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Η Σάσα βρήκε την ευκαιρία και παρατήρησε τα πρόσωπα όλων, με ένταση. Μετά, χωρίς να πει κουβέντα, κοίταξε τον Άντζελο.
«Έτσι είναι τα πρόσωπα όλων των προσφύγων, από τότε που φτιάχτηκε ο κόσμος», λέει εκείνος και συνεχίζει: «Κι η ιστορία τους, ιστορία μας».
Η Σάσα, όχι, δεν γνώριζε την προαιώνια ιστορία της προσφυγιάς.
«Είναι αυτή που βλέπεις!»
Αυτή, ήξερε ότι η Ιστορία διαβαζόταν.
«Διαβάζεται αφού πρώτα γραφτεί. Και γράφεται, από όποιον είναι στο μάτι του κυκλώνα».
«Τι είναι αυτό;»
«Αυτό είναι... να ζεις τις αλλαγές... Αυτό που βλέπεις, είναι η Ιστορία από πρώτο χέρι».

 ΚΡΙΤΙΚΕΣ 


i) ΑΥΤΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ 

Σαν  συγγραφέας, θεωρώ ότι είμαι ένα ιδιαίτερο είδος νομά. Πάντοτε ταξιδεύω αλλά πάντοτε επιθυμώ να απαγκιάσω. Κάθε που η επιθυμία αυτή με κατακλύζει, κατασκευάζω «οικοδομήματα».
Ωσάν απαισιόδοξη, σκαρώνω κατασκευές στέρεες, σαφείς, ανθεκτικές κι αδιαπέραστες. Άλλοτε στήνω «σκηνές» της μιας νύχτας, αισιόδοξη για την σοφία των πάντων. Κάποτε, σαν ισχυρή, φτιάχνω «πλεούμενα» και αφήνομαι μαζί τους να παρασυρθώ από ρεύματα. Κι όταν η κούραση με κερδίζει, αφήνομαι και περιμένω τα θαύματα να με συναντήσουν στην στασιμότητά μου.
Σε μια τέτοια κατάσταση, ο ακριβός μου αδελφός, έστειλε μαγνητοφωνημένη μια «ζωή».
Σαν την άκουσα, ήταν τέτοιο το σοκ, ώστε σκέφτηκα πως η ζωή δεν με είχε μάθει τίποτα μέχρι τώρα. Κι άρχισα πάλι να επιθυμώ. Για αρχή επιθύμησα το ταξίδι που θα με έφερνε «πρόσωπο» με την ηρωίδα.
Το ταξίδι έγινε. Κι ευθύς άρχισε ένα νέο οικοδόμημα, όπου δεν είχα κανέναν λόγο. Διότι ο έρωτας, η ζωή, ο λιμός, το ένστικτο, η διεκδίκηση, μιλούσαν τέτοια έντονη γλώσσα, που εγώ, παρέα με τις εποχές και τους χώρους, γινήκαμε απλά στοιχεία απαραίτητα μόνον για να συντελεστεί η «καταγγελία».
Αφού το βιβλίο αυτό είναι μια καταγγελία. Για αγάπη, ειρήνη, φιλία, καθαρότητα, δικαιοσύνη.
Η Σάσα, διαφεύγοντας από το «μονοπάτι των παρανόμων» δεν φανταζόταν ότι η εκμετάλλευση, είναι προϊόν που ευδοκιμεί παντού. Ότι επίσης είναι τόσο τοξικό προϊόν, ώστε να μπορεί να προσβάλλει το αμυντικό σύστημα και του πλέον θωρακισμένου με αρχές, οργανισμού.
Θα χρειαστεί να περάσει χιλιάδες «Νύχτες Υποταγής» έως ότου ανακαλύψει ότι, όπως κάθε δυναστευμένος, έχει μυριάδες αντισώματα. Και τότε, από Σάσα, θα γίνει Αναστασία και θα απαιτήσει. Ό,τι κάθε ανθρώπινο πλάσμα δικαιούται. Αξιοπρέπεια

ii ) Μπάμπης Δερμιτζάκης 
    Μιλώντας για το προηγούμενο έργο της Ελένης Στασινού, την «Οντισιόν», επισημάναμε δυο πράγματα: τη φεμινιστική της οπτική και την επινοητικότητα στη σύνθεση των ιστοριών της, που κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Την ίδια επισήμανση κάναμε και τώρα, διαβάζοντας το τελευταίο της μυθιστόρημα, τις «Νύχτες υποταγής».
  Της γης οι κολασμένοι είναι σήμερα οι λαθρομετανάστες, και κυρίως οι γυναίκες, και μάλιστα οι γυναίκες που εμπορεύονται τη σάρκα τους, υπό την προστασία πάντα του κυρίαρχου αρσενικού. Η Αναστάζια ή Στάσα είναι μια τέτοια περίπτωση. Αλλά ακραία. Γνωρίζει το σεξ από την παιδική της ηλικία, από τον πατέρα της. Αυτός στη συνέχεια την εκδίδει. Θα τον διαδεχθεί ο «αδελφός» της, ένα παιδί που περιμάζεψε ο πατέρας της και ο οποίος θα την φέρει στην Ελλάδα. Εδώ θα του ξεφύγει, γνωρίζοντας έναν απατηλό έρωτα. Θα πουλάει το κορμί της για να σπουδάσει τον αγαπημένο της φοιτητή. Αυτός θα παντρευτεί μια πλουσιοκόρη, διατηρώντας βέβαια τη σχέση με την Αναστάζια. Όταν όμως μαθαίνει ότι η Αναστάζια γνωρίζεται με τη γυναίκα του, και έντρομος μην της αποκαλύψει τη σχέση τους, την κτυπάει αφήνοντάς την αναίσθητη και στη συνέχεια τη μεταφέρει και τη φυλακίζει σε ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο, μην έχοντας ξεκαθαρίσει τι θα την κάνει. Όμως ο «αδελφός» τον έχει ανακαλύψει. Του έκλεψε το εμπόρευμα. Τον παρακολουθεί στο ορυχείο. Στη συμπλοκή που ακολουθεί σκοτώνεται, ενώ ο δικηγόρος τραυματίζεται θανάσιμα. Η Ναστάζια καταφέρνει να ξεφύγει και, επί τέλους ελεύθερη από τα αντρικά νύχια, φεύγει για την Ιταλία.
  Το θέμα του λαθρομετανάστη έχει αναπτυχθεί τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στον κινηματογράφο. Αναφέρουμε ενδεικτικά το μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» και την κινηματογραφική ταινία Lilian4ever, που πραγματεύεται το trafficking.  Η Στασινού χειρίζεται αυτό το θέμα αριστουργηματικά.
  Είχαμε γράψει ήδη τις πρώτες γραμμές αυτής της παρουσίασης όπου μιλήσαμε για την επινοητικότητα της Ελένης στη σύνθεση των ιστοριών της, όταν τη συναντήσαμε σε μια βιβλιοπαρουσίαση. Μας είπε ότι η ιστορία είναι εντελώς πραγματική. Έτσι με έκπληξη διαπιστώσαμε για μια ακόμη φορά πως η πραγματικότητα πολλές φορές ξεπερνάει τη φαντασία.
  Η Στασινού την αληθινή αυτή ιστορία που πραγματεύεται την αφηγείται με καταπληκτική ενάργεια και ζωντάνια. Από τις πιο ωραίες σελίδες σ’ αυτό το βιβλίο είναι εκείνες που αναφέρονται στο πέρασμα των συνόρων από τους λαθρομετανάστες. Ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι, έχοντας να αντιμετωπίσουν αφενός το κρύο και το χιόνι και αφετέρου τις περιπόλους των συνόρων, πραγματοποιούν πραγματικό άθλο μέχρι να καταφέρουν να περάσουν στη γη της Επαγγελίας. Φαίνεται αστείο, αλλά η Ελλάδα γι αυτούς φαντάζει σαν γη της Επαγγελίας, τουλάχιστον για όσους δεν την θεωρούν σαν ένα προσωρινό σταθμό μέχρι να φτάσουν σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
  Στο ταξίδι τους δεν είναι όλοι τυχεροί, δεν καταφέρνουν όλοι να φτάσουν στην Ιθάκη τους. Και το ποίημα του Καβάφη, στην περίπτωσή τους φαντάζει σαν σαρδόνια παρωδία. Και το ταξίδι αυτό δεν πραγματοποιείται χωρίς θυσίες. Είναι ανατριχιαστικό το επεισόδιο όπου η μάνα αναγκάζεται να πνίξει το μωρό της για να μην προδοθούν.
  Τη μοίρα του μωρού θα μπορούσε να έχει και ο ποιητής και ψυχίατρος Μανώλης Πρατικάκης. Όταν οι γερμανοί έκαψαν τα χωριά τους (τα χωριά τους Βιάννου, στην Κρήτη, και το δικό του χωριό, το Μύρτος), ο Μανώλης ήταν μωρό ολίγων ημερών. Κάποιοι από τους χωριανούς τους, μεταξύ των οποίων και οι γονείς του, είχαν καταφύγει σε μια ρεματιά για να σωθούν. Ο Μανώλης έκλαιγε, και οι υπόλοιποι έλεγαν στην μητέρα του να τον πνίξει για να μη προδοθούν. Ευτυχώς ο Μανώλης σταμάτησε το κλάμα, και έτσι τη γλύτωσε. Βέβαια αν η μητέρα του αρνιόταν να τον πνίξει θα πήγαινε πάλι από σφαίρες των γερμανών.
  Κοινωνικοί ανθρωπολόγοι όπως ο Λεβί Στρως έχουν επισημάνει το γεγονός ότι έχουμε την τάση να βλέπουμε με απόλυτες αντιθέσεις, και κυρίως την μανιχαϊστική αντίθεση καλού και κακού. Το έργο αυτό της Στασινού μας κάνει να αναλογισθούμε πόσο σύνθετη είναι τελικά η πραγματικότητα και ότι πολλές περιοχές της δεν είναι άσπρες ή μαύρες, αλλά γκρίζες. Όταν ακούμε για τους «προστάτες» σκεφτόμαστε τη λέξη σαν συνώνυμη του νταβατζή. Δεν ξέρω τι συνδηλώσεις μπορεί να έχει στα τούρκικα η λέξη «νταβατζής», αλλά η λέξη «προστάτης» με τη σημασία του νταβατζή διατηρεί τις συνδηλωτικές αποχρώσεις που έχει η κύρια σημασία της λέξης. Οι προστάτες εκμεταλλεύονται τις γυναίκες, αλλά τους προσφέρουν ταυτόχρονα και προστασία, όχι μόνο πραγματική (στέγη, τροφή κ.λπ.) αλλά και συναισθηματική. Φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Τα αμφιθυμικά αισθήματα της ηρωίδας απέναντι στους προστάτες της φαίνονται σε αρκετά σημεία στο βιβλίο. Οι ενοχές που νιώθει ίσως έχουν εκεί την προέλευσή τους.
  «Κι ανακαλύπτει με φρίκη πως δεν είναι ικανή να δικάσει κανέναν. Δεν είναι ικανή να κρίνει ούτε ποιος από τους δυο της έκανε το μεγαλύτερο κακό. Και το χειρότερο απ’ όλα; Η ερώτηση. Σε τι υπήρξε καλύτερή τους; Μήπως σε κάθε περίπτωση δεν κάλυπτε προσωπικές της ανάγκες; Μήπως ακόμη και τότε που πρόσφερε, μέσα από τη «δουλειά» της, την άνεση να σπουδάσει ο φοιτητάκος της, κρυβόταν η υπεροχή του ανθρώπου που εξαρτά τους άλλους μέσα από την προσφορά;» (σελ. 446).
   Η παράγραφος αυτή είναι χαρακτηριστική μιας άλλης πλευράς της συγγραφέως: είναι ιδιαίτερα διεισδυτική στα μύχια της ψυχής της ηρωίδας της, περιγράφοντας ανάγλυφα και την παραμικρότερη συναισθηματική της απόχρωση. Ο συνδυασμός αυτός, γλαφυρότητα στην αφήγηση των γεγονότων και ακρίβεια στην έκφραση του ψυχικού κόσμου των ηρώων είναι η κύρια αφηγηματική αρετή της Στασινού, και κάνει το έργο της αυτό ιδιαίτερα συναρπαστικό.  
Μπάμπης Δερμιτζάκης http://hdermi.blogspot.gr


 iii) Χρήστος Ν. Νικολόπουλος -   Ποιητής                                                                                                               
Φίλη καλή έλεγε: «Πως μπορεί κανείς να επιβιώνει ενός μεγάλου έρωτα;» ή, συμπληρώνω, του θανάτου του άλλου του μισού; Κι όμως το στοιχείο το ανθρώπινο είναι στοιχείο κανονικό. Στο βιβλίο της Ελένης Στασινού «Νύχτες Υποταγής» η ηρωίδα Σάσα καταπατείται αλλά κατορθώνει να αξιοποιεί αυτή την αρχέγονη δύναμη στην πιο αθώα της εκδοχή.
Το σύγχρονο θέμα των μεταναστών εμφανίζεται στο βιβλίο αυτό, πολύ συχνά προσεγγισμένο αριστοτεχνικά. Σήμερα βλέπουμε σχεδόν ασυγκίνητοι ανθρώπους να ζουν κυριολεκτικά σε χαρτοκιβώτια μέσα στο κέντρο του «αποκορυφωμένου» πολιτισμού μας. Πώς έφτασαν εδώ; Με τι θυσίες;

«Μη με κοιτάτε λες κι είμαι Θεός. Θα κάνουμε ό,τι πρέπει. Κι εσείς το ίδιο»
Αίφνης, ένα κλάμα ταράζει την ομάδα. Το πρόσωπο του Γκριγκόρι αλλάζει σαν μάσκα κερένια που λιώνει. «Κάνε το μπάσταρδό σου να σκάσει», γαβγίζει στη γυναίκα που βγάζει ένα κουρέλι λερωμένο και το πιέζει στο στόμα του παιδιού.
Το κοκκίνισμά του, διαδέχτηκε μια απαίσια αποκρουστική κιτρινίλα.
Τότε ακριβώς ήταν που ο μεσήλικας ρώτησε: «Εδώ τελειώνουν τα χώματά μας;»
«Εδώ», απάντησαν.
Ο άντρας σηκώθηκε όρθιος και κατούρησε, καίγοντας το άσπιλο χιόνι.
«Αυτό είναι για τη ζωή που μου χάρισε αυτή η πατρίδα., είπε και όλοι πήγαν να πέσουν να τον ξεσκίσουν.
Ο Γκριγκόρι τούς φοβέρισε πως θα φύγει και θα τους αφήσει στη μέση του πουθενά.
Κι όλοι πάψανε. Κάποιοι, μάλιστα, άρχισαν να ψάχνουνε τα χαμένα δίκια του ανθρώπου που κατουρούσε την πατρίδα του. Κανένας –εκτός της Σάσα- δεν γύρισε να δει τη μάνα να σκάβει με τα νύχια της, για να θάψει το άκλαυτο παιδί.

Ο Κάρλος Φουέντες έγραφε ότι «οι γυναίκες δεν μπορεί παρά να είναι ή πουτάνες ή παρθένες». Το κορίτσι-γυναίκα που είναι η ηρωίδα του βιβλίου κατορθώνει να είναι και τα δύο. Κατ’ επάγγελμα πόρνη, εξαναγκασμένη αλλά και σαγηνευτικά δοτική, βρίσκεται ενίοτε απόλυτα πεπεισμένη από τους αδικαιολόγητους εκμεταλευτές της.
Η Σάσα γίνεται αργά και σταθερά πόρνη. Καταλήγει να είναι μια τόσο «συνειδητή» πόρνη αλλά θαυμαστά παραμένει ως και άσπιλη, θα μπορούσε να πει κανείς, αφού οι σπίλοι των κατώτερων αναγκών των άλλων, περνούν μέσα από τον κλίβανο της κάποτε φωτεισμένης οπτικής της. Η υψηλή συναισθηματική ευφυία της είναι άρμα δρεπανιφόρο.
Σήμερα βιώνουμε πραγματικά την εξαθλίωση του έρωτα. Αλλά ακόμη και έτσι διαφαίνονται πολλά.
Ο Έρωτας που εξ’ ορισμού εμπεριέχει το στοιχείο της κυριαρχίας άρα και της υποταγής φανερώνει τον άνδρα να κυριαρχεί, όμως τελικά κυριαρχείται ξανά και ξανά. Κατά παραδόξως η γυναίκα είναι που κυριαρχεί, με την υποταγή, καταλήγοντας όμως συχνά με την πικρή της γεύση.
Η γυναίκα όχι. Δεν μπορούσε να γνωρίσει τίποτα. Γιατί τίποτα δεν της ανήκε. Τα μαλλιά ήταν σύμβολο. Της γυναίκας. Της υποταγής. Της ανόητης φιλαρέσκειας. Τα μαλλιά ήταν απαραίτητα τόσο για χάδια, όσο και για την πιθανή τιμωρία.
Η Κώστια κάποτε, της έφερε ένα κόμικς αμερικάνικο. Γελούσαν πολύ. Στη σκηνή που ο άντρας των σπηλαίων τραβούσε στη σπηλιά του τη γυναίκα από τα μαλλιά, η Σάσα την ρώτησε γιατί δεν τα κόβει. «Γιατί τα θέλει ο κώλος της. Αν κόψει τα μαλλιά της, πώς θα την σύρει;»
«Μα δεν πονάει;»
«Και βέβαια πονάει. Αλλά έτσι γίνεται πιο γλυκό».
Γελούσαν πολύ. Ύστερα συναντήσανε την αλήθεια έξω από τα φύλλα των βιβλίων και χάσανε το χαμόγελό τους.
Και έπειτα είναι η εξέγερση των νέων ανθρώπων που πνίγονται γιατί ταίστικαν υπερβολικές δόσεις συμφέροντος αντί ανθρωπιάς και πραγμάτων με αξία.
Είναι η εξέγερση των πραγματικά πεινασμένων που δεν τους πιστεύουμε. Είναι η εξέγερση των ανθρώπων που δεν αντέχουν να τους προσφέρεις αντισφυξιογόνες μάσκες για να αντιμετωπίσουν το πνιγηρό περιβάλλον της οικονομίας. Είναι η εξέγερση του πιο καταπιεσμένου και αδικημένου συμβόλου: της μικρής πόρνης. Αυτή ξυρίζει τα μαλλιά της ως φαινομενική πράξη αυτοκαταστροφής.
«Τι έκανες εκεί;» επανέλαβε κι άρχισε να τρέμει τόσο πολύ που η Σάσα σκέφτηκε πως τώρα θα πέθει αποπληξία και θα μείνει επιτέλους ελεύθερη από προστάτες και τέτοια. «Αν νομίζεις ότι θα γλιτώσεις έτσι εύκολα από μένα, γελάστηκες. Πρώτο και κυριότερο, τα χαρτιά σου τα έχω εγώ. Καλά φυλαγμένα. Ξέρεις λοιπόν, εσύ, κανέναν, να μπορεί να κάνει βήμα, έστω και μέσα στη χώρα του, χωρίς τα χαρτιά του; Και μάλιστα σε τέτοιους δίβουλους καιρούς;» μπήκε γρήγορα στο νόημα ο άντρας και έβγαλε τον πέτσινο ζωστήρα του. «Κι έπειτα, μου χρωστάτε. Κι από πάνω, υπάρχει και συμβόλαιο τιμής που έχω με τον φυσικό σου προστάτη».
Την χαράκωσε κοντά-κοντά. Χωρίς κακία. Με μέθοδο. Επιμονή και σιγουριά ότι αυτό ήταν το καλύτερο φάρμακο για τις αντιδράσεις.
Χρήστος Ν. Νικολόπουλος -Ποιητής                                                                                                                                                 
 V ) Οντισιόν 
      
               
Εμπειρία Εκδοτική, 2004

Η αγγελία έγραφε: "Ζητείται κυρία σοβαρή από υπερήλικα απόστρατο του Πολεμικού Ναυτικού με σκοπό το λευκό γάμο".
Ο ρόλος χιλιοπαιγμένος, ο σκηνοθέτης άγνωστος όπως κι η μοίρα και η οντισιόν προκαθορισμένη για όλες από τα γεννοφάσκια τους.
Κι όμως, η Λένα, η Μάρα, η Τίνα, η Μάτα και η Ιρίνα, πέντε γυναίκες τόσο διαφορετικές μα κατά βάθος τόσο ίδιες μεταξύ τους, είναι εκεί, στον προθάλαμο, σαν έντομα φυλακισμένα στη ζέστη αναποδογυρισμένου ποτηριού, έτοιμες για τη μεγάλη ερμηνεία της ζωής τους.
Η καθεμιά παρίσταται αδιάντροπα και προσπαθεί να πείσει ότι όλες οι άλλες είναι κατώτερές της, ώστε να εξασφαλίσει το ρόλο που θα τη βγάλει από την προσωπική της αφάνεια.
Τέτοια ευτέλεια που αλλού θα τη βρεις σε όλο το μεγαλείο της, παρά σε μία οντισιόν για ψυχές; 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
«Από πού είσαι»
«Οι γονείς μου ήσαν Έλληνες»
«Κι οι δικοί μου. Αλλά εγώ γεννήθηκα στο Σιτάκοβο. Εκεί ακριβώς που ανάψανε οι φωτιές»
«Εγώ φωτιές δεν είδα. Αλλά άλλοι μου είπαν πως τις κουβαλάμε στην ιστορία μας.»
«Είναι ωραία η Ιστορία» λέει σιγανά ο ψιλικατζής «Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν είναι μόνο φωτιές»
«Και τι είναι;»
«Είναι και φλόγες και στάχτες....Είναι ωραία η ιστορία» επαναλαμβάνει μονότονα. Κι αμέσως, σαν να κινδυνεύει να χάσει την ευκαιρία της ανθρώπινης επαφής που του προσφέρεται...»Δεν συμφωνείς;»
«Γιατί να συμφωνώ; Σε τι είναι ωραία; Κι αναθυμάται πως όσοι ιστορούσαν, μοιρολογούσαν αποτρόπαια.
«Γιατί η ιστορία έχει τόσα καταφύγια όσοι είναι κι οι ανθρώποι. Γιατί έχει τόσα χέρια και πόδια, στόματα,  όσα πόδια και χέρια, στόματα έχουν οι ανθρώποι που την κατέχουν.»
«Και τι μ’ αυτό;»
«Μ’ αυτά τα πόδια διαφεύγει...μ’ αυτά τα χέρια αντιστέκεται....μ’ αυτά τα στόματα διαδίδεται»
«Κι είναι σπουδαίο αυτό;»
«Πολύ σπουδαίο Ιρίνα. Αυτοί που θυμούνται την ιστορία τους δεν φοβούνται τον αφανισμό. Κατάλαβες Ιρίνα;»
«Όχι. Εγώ πίστευα πως μόνο η δουλειά βοηθούσε να μην αφανιστώ. Αυτά που λες όμως μου μοιάζουν επικίνδυνα. Γι’ αυτό δώσε μου ένα baby-linο
τρία νούμερο και μη μου ξαναπείς για ιστορίες και τέτοια. Έτσι ανοίγονται οι πόλεμοι.....» είπε κι έφυγε σαν κυνηγημένη

ΚΡΙΤΙΚΗ

 Μπάμπης Δερμιτζάκης  
  Μυθιστόρημα χαρακτηρίζει το τελευταίο έργο της η Ελένη Στασινού, αν και στην πραγματικότητα είναι ένα σπονδυλωτό έργο, με αυτοτελείς νουβέλες, που στο τέλος ενώνονται με μια έξυπνη επινόηση. Το κόλπο το έχουν εφαρμόσει και άλλοι, μια και σήμερα το μυθιστόρημα είναι αυτό που πουλάει, αλλά με μια τεχνική συγκόλλησης εντελώς τεχνητή. Η τεχνική όμως της Στασινού είναι ιδιαίτερα έξυπνη, δένοντας οργανικά τις νουβέλες της με την κεντρική θεματική της, που είναι μια στάση ζωής φεμινιστική και αγωνιστική.
  Μια φιλόδοξη επαρχιωτοπούλα, χωρίς πολύ μυαλό αλλά με μεγάλη ομορφιά και με ακόμη μεγαλύτερες φιλοδοξίες, ξανθιά κατά το γνωστό στερεότυπο, είναι η πρώτη της ηρωίδα, που έρχεται στην Αθήνα να κάνει την τύχη της. Η αφηγηματική αναμονή είναι ότι ο daddy που θα την παραλάβει με ωτοστόπ είναι σωματέμπορος. Στην πραγματικότητα είναι ένας businessman του χώρου του modeling, διεφθαρμένος όπως θέλει το άλλο στερεότυπο τα άτομα της υψηλής κοινωνίας. Δεν είναι αυτός που θα την εκμεταλλευτεί, αλλά αυτή, που θα προσπαθήσει να τον «τυλίξει». Ο έρωτας όμως με το γιο του θα αποβεί μοιραίος.
  Στη δεύτερη νουβέλα της πρωταγωνιστούν δυο γυναίκες, παρόλο που η αφήγηση εστιάζει στην μία. Εδώ έχουμε πραγματικά μια ιστορία σωματεμπορίας. Η Λένα μόλις που καταφέρνει να το σκάσει από τα χέρια του σωματέμπορου. Η φίλη της όμως, χωρίς να διδαχθεί από το πάθημά της, θα πέσει στα ίδια κυκλώματα. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ενώ το στόρι είναι το τυπικό μιας ηθικολογίας, η Στασινού το ανατρέπει. Δεν καταδικάζει καθόλου τη δεύτερη ηρωίδα της, και φυσικά ούτε την πρώτη. Αυτό που προσπαθεί να αναδείξει, περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα, είναι ότι ο έρωτας αξίζει οποιοδήποτε τίμημα, ακόμη κι αν το αντικείμενο του έρωτα είναι λάθος πρόσωπο. Η φίλη της τής λέει χαρακτηριστικά, μετά την αποκάλυψη ότι ο αγαπημένος της ήταν μαστρωπός:
  «Τα ’φτυσες, ε; Ομολόγησε. Δεν περίμενες κάτι τέτοιο… Ε λοιπόν, χίλιες φορές από τότε σε μακάρισα. Αχ, ρε Λένα τυχερή, είπα. Κάτι τέτοιο θα ένιωσε κι η κυρά Λένη της Τροίας κι ανοίχτηκε τέτοιος πόλεμος. Μ’ όλη μου την ψυχή, Λένα, λαχτάρησα ένα τέτοιον έρωτα. Να με τυφλώσει. Να με συνεπάρει. Να με διαλύσει. Γιατί, Λένα, μεταξύ μας, ξέρεις τι πιστεύω; Πως αν δεν εξευτελιστείς, αν δεν κατακερματιστείς για κάτι που πιστεύεις, δεν έχεις τη δυνατότητα να ξαναφτιαχτείς ωραιότερος, αρτιότερος, σοφότερος. Η ταπείνωση είναι που σε αναβαθμίζει» (σελ. 144).
  Περιέργως στην τρίτη νουβέλα η Στασινού εστιάζει στον ήρωα. Παντρεμένος με μια κατά 25 χρόνια μικρότερή του, θα ερωτευτεί μια συνομήλική του, τη Χριστίνα. Αυτή θα αντισταθεί, καθώς είναι πια παραιτημένη από τη ζωή αφού ένας σεισμός της κατέστρεψε δυο φορές τα όνειρά της, την πρώτη σκοτώνοντας τον αγαπημένο της και τη δεύτερη καταστρέφοντας το σπίτι που έφτιαξε με το υστέρημα μιας ζωής. 
  Η Ιρίνα, στην τελευταία νουβέλα, είναι η αντιστροφή της πρώτης ηρωίδας. Κακάσχημη, θα συμβιβαστεί με τη μοίρα της και θα αρνηθεί από φόβο μια σχέση με τον ανάπηρο περιπτερά.
   Στο έργο αυτό είναι κυρίαρχο το θεματικό δίπολο συμβιβασμός-μη συμβιβασμός, συχνότατο στη νεοελληνική πεζογραφία. Το έχουμε αναπτύξει διεξοδικά στο διδακτορικό μας. Στα περισσότερα έργα που αναλύσαμε ή αναφερθήκαμε εκεί, ο μη συμβιβασμός αξιώνεται χωρίς να δικαιώνεται, αφού ο μη συμβιβασμένος ήρωας υφίσταται την κοινωνική περιθωριοποίηση, ενώ ο συμβιβασμένος ζει τον ηθικό του μαρασμό θαυμάζοντας τον μη συμβιβασμένο. Τυπικά δείγματα αποτελούν ο Λούης και ο Μανωλόπουλος στο πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα του Μουρσελά «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά». Οι ηρωίδες όμως της Στασινού ξεπερνούν το δίλημμα. Ρίχνονται στην περιπέτεια της ζωής, στο ριψοκίνδυνο των σχέσεων. Νομίζω το έγραψε κάπου ο Καζαντζάκης, αντιστρέφοντας την λαϊκή παροιμία: Κάλλιο δέκα και καρτέρει. Και οι πέντε ηρωίδες που περιμένουν στον επίλογο την οντισιόν για ένα λευκό γάμο με υπερήλικα απόστρατο του πολεμικού ναυτικού φεύγουν τελικά. Η Χριστίνα και η Ιρίνα θα πάνε με τους άντρες που τις αγαπάνε και ήλθαν να τις αναζητήσουν, ενώ και οι άλλες τρεις θα φύγουν, αφού ανταλλάξουν τηλέφωνα και δώσουν υποσχέσεις πως δεν θα χαθούν πια. Η αισιόδοξη λύση που δίνει η Στασινού ήταν όντως μια έκπληξη για μας.
  Περιορίζοντας την αφήγηση και την περιγραφή στο εντελώς αναγκαίο, η συγγραφέας καταγράφει κυρίως συνομιλίες προσώπων. Φοβερά επινοητική στη μυθοπλασία της κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τολμηρή στα μηνύματά της, αναδεικνύεται σε μια από τις κύριες εκπροσώπους της φεμινιστικής γραφής× ακόμα και όταν γράφει, για να αναθαρρήσω εγώ ως άντρας βιβλιοκριτικός, ότι «Ένας άντρας δε γερνάει, Μίλτο μου. Μόνο η γυναίκα γερνάει. Ο άντρας ωριμάζει. Μόνο ωριμάζει». 
Μπάμπης Δερμιτζάκης  http://www.babisdermitzakiss.eu/

vi)  Η αυτοκρατορία των δήθεν 
                                     
  Εμπειρία Εκδοτική, 2003

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ 
Ο πατέρας είχε φέρει υλικά από παντού. Αυτό καθόλου δεν εμπόδισε το αποτέλεσμα να είναι ογκώδες και κακόγουστο. Εκείνος, βέβαια, δεν το έβλεπε έτσι. Το έλεγε «τ΄αρχοντικό μου». Τότε ήταν που τη θέση του στέγαστρου πήρε μια ράμπα τσιμεντένια που διέσχιζε όλο το κτήμα και που μπορούσε να παρκάρει την καινούργια του Μερσεντές που έφερε από τη Γερμανία, όπως και τα αυτοκίνητα όσων φιλοξενούσε. Δηλαδή κανενός. Γιατί ποτέ δε φιλοξένησε άνθρωπο, προφυλάσσοντας έτσι την τιμή του σπιτιού του από επίδοξους ανταγωνιστές και αντεραστές. Μια νύχτα έγινε κι ένα “ μεγάλο θαύμα” που ο πατέρας τούς όρκισε να μην το πουν σε ψυχή. Επειδή ο καλός Θεός τους, αγαπούσε, μεγάλωσε το κτήμα τους κάπου δέκα μέτρα κι εκεί που μια ψωμωμένη συκιά ήταν έξω από το σπίτι, τώρα είχε φυτρώσει στο μέσα ακριβώς μέρος της μάντρας τους. Ένα πρωί μάλιστα, μετά από μια νύχτα χειμωνιάτικη που ακούγονταν παράξενα χτυπήματα, σαν ανοίξανε τα παράθυρα τους προς το βουνό, είδαν πως η μάντρα είχε ψηλώσει δύο σειρές ακόμα και πως στην άκριά της είχαν φυτρώσει γυαλιά. Πολλά γυαλιά. Λεπτά και χοντρά γυαλιά. Τότε ήταν που η μητέρα Σεμέλη είχε πει σε κάποια φίλη της στο τηλέφωνο: «νομίζει ότι επειδή σηκώνει τοίχους, μπορεί να μας φυλακίσει
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
“ Μην το παίρνεις, φίλε μου, προσωπικά, αλλά κανένας δε βγήκε χαμένος από το ψάξιμο. Το λιγότερο που θα κερδίσεις, θα είναι να γίνεις ένας αληθινός άνθρωπος. Γιατί μόνο όταν ξεφεύγει από τον εαυτούλη του το άτομο και γίνεται ένα με τον παγκόσμιο νου, τότε αποκτάει ουσιαστική οντότητα”.
Ο Θεόφιλος ήταν ένα Μοναστήρι. Που υποσχόταν. Χωρίς να χαρίζεται.
Όμως οι τρύπες στη ζωή του υπήρξαν σαν ψίχουλα που δε φαγώθηκαν απ΄ τα πουλιά. Για να του δείχνουν πως έπρεπε να διεκδικήσει από παντού και με κάθε τρόπο όποιον του υποσχόταν όχι κενό, αλλά πληρότητα. Ζέστα.

 vii ) Η Αγία Πόρνη της καρδιάς του

 Εμπειρία Εκδοτική, 2002

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ 
 «Τώρα θέλω να το μπάσεις σιγά-σιγά στο νόημα. Πλύνε το ντύσε το, χόρτασέ το. Κράτη σε το μακριά απ’ τις ρουφιάνες, τις  πρεζούδες, τις στρίγκλες, τις λαίμαργες. Ένα παιδάκι είναι. Με το μαλακό. Έχει καιρό μπροστά του να δει την ασκήμια. Μάθε το να μιλάει σαν πρέπει, να σέβεται, να φέρεται. Τώρα είναι ένα ζωάκι. Που  είναι σαν να έφυγε από τσίρκο που καιγόταν. Τώρα οικογένεια ήταν, πατρίδα ήταν θα σε γελάσω. Τη βαφτίσαμε Λουϊζα. Κάμε την λοιπόν να ανθίσει μπας και μοσχομυρίσει το βρωμερό μπορντέλο μας»

  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Τι λάθη έκαμαν οι άνθρωποι!
Αυτός είχε περιδιαβεί την ιστορία. Είχε θαυμάσει την συνέχειά της. Είχε διασώσει το πνεύμα του μέσα από ένα πυρετικό παραλήρημα κι είχε αποτινάξει τη γη από πάνω του, με όλες τις βρωμιές της. Είχε αποκτήσει την ελαφρότητα του Θείου Του πνεύματος. Αυτός είχε χωρατέψει με τις πανούργες βουλές της σάρκας του, κατακεραυνώνοντας στα ρίγη του κάθε πονηράδα κι είχε ανοιχτεί στα απέραντα ύψη για τη συγκομιδή των διασπαρμένων στο σύμπαν δαιμονίων που αποτελούσαν την ατομικότητά του την ιδιαίτερη. Αυτός είχε ολοκληρωθεί ανακαλύπτοντας την ουσία του στην ενότητά του με τη χρυσή ουσία της μικρής του αγαπημένης.....

viii ) Ο Στέφανος του ελαιώνα 

Όμβρος, 2000

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ 
Η «άλλη» ζωή, ήταν στα σινεμά τα Κυριακάτικα, στις συνοικίες που δεν πλησιάζαμε, στα όνειρα που σιγοψιθυρίζαμε με τους πρώτους φίλους της ίδιας γειτονιάς στα σκαλιά των αυλόγυρων, βράδια καλοκαιρινά. Μόνο
Τους χειμώνες, δεν ονειρευόμαστε. Ήταν πάντα το κρύο, που πάγωνε χέρια, πόδια, ραχοκοκαλιά, σκέψεις. Το πολύ πολύ, γύρω από μια φωτιά που κινδύνευε, τα’ όνειρο ν’ απλωνόταν ως ένα ζεστό παλτό, ή ένα ζευγάρι παπούτσια στο νούμερο μας που οι σόλες του θα γυάλιζαν λείες, δίχως να μας ακολουθεί το ανυπόφορο κροτάλισμα της αποσύνθεσής τους.
Το κροτάλισμα αυτό ήταν που με συνόδευε για χρόνια, σα φάντασμα πεθαμένου υποταχτικού, στα μαγαζιά, όπου θα αγόραζα ζευγάρια παπούτσια με απληστία, σε χρώματα, και φόρμες που ποτέ δεν θα φορούσα. Θα μού ‘φτανε ένα απλό στρωτό ανθεκτικό μαύρο, ζευγάρι διπλόσολα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Τώρα Αριστείδη Μαραγκόπουλε, καθώς λες, θα γαμηθώ μαζί του με την Αρχαία έννοια της λέξης. Μεγαλόπρεπα, ιεροτελετουργικά, αρχέγονα μέχρι ανάτασης.
Κι ύστερα με το σπέρμα του μέσα μου, ανακατεμένο με τις στάχτες των φτερών του, θα τον δικάσω να περιφέρεται σώμα αυτός, στον άγριο κόσμο απ’ όπου εγώ, με φουσκωμένη κοιλιά θ’ αποχωρώ, ώσπου να εκραγώ ανάμεσα στον ουρανό του Ίστριος.

ix)  Η απόδραση προς το φως 

Πύρινος Κόσμος, 1999

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ 
«Ω ναι, ναι. Είναι οι όμορφες ιστορίες που όμως δείχνουν τις πολλές πιθανότητες που υπάρχουν τα παραμύθια να ’ναι εν μέρει αληθινά, πως τα καλάμια είναι μισά στη λάσπη μισά στον ήλιο, έτσι, τα παραμύθια πιστεύω έχουν τις ρίζες στην αλήθεια, τα φυλλώματα στη φαντασία, και τούτο είναι ένα μυστήριο, και ’γω θαυμάζω και σέβομαι τα μυστήρια και σεις είστε ένα μυστήριο και τα λόγια σας μυστηριώδη και ’γω θα ’θελα να σας έχω στην μπλε μου κουνιστή καρέκλα, με το μάλλινο ριχτάρι στα πόδια και να σας ζω κάθε λεπτό σαν γάτα σας σκλάβα ή σαν ευσεβής. Ό,τι θέλατε. Αρκεί να είχα το μυστήριό σας στο σπίτι μου. Δεν μου αρκεί πλέον το πρόσωπο το χάρτινο κάποιον αγίων, ούτε ο βραδινός ο θυμιατός κι η φλόγα του καντηλιού

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Έπρεπε ν’ ανακαλύψουμε σύντομα μιαν άλλη γλώσσα ζωντανή, περήφανη, αδιάβατη σαν παρθένα, που κρατάει την παρθενία της έως θανάτου, γιατί δεν καταδέχεται να αιχμαλωτίσει σ’ αυτήν κανέναν αδύναμο άνδρα, έπρεπε να βρεθεί ένα σύστημα πλούσιο, βαθύ και ιδίως ανεξάντλητο, να μην κινδυνέψει ποτέ ξανά η επικοινωνία. Σ’ αυτήν την έρμη επικοινωνία βασίζεται η γνώση, το πλησίασμα, η αγάπη, ο έρωτας και πάλι η γνώση για το πλησίασμα, η γνώση για την αγάπη, η γνώση για τον έρωτα, κι ύστερα η γνώση για τον εαυτόν, η γνώση για τον άλλον που μαθαίνουμε ν’ αγαπούμε ως εαυτόν, η γνώση για εκείνον που ’ναι το Άθροισμα όλων των εαυτών και όλων των άλλων που αγαπιώνταιι ως εαυτοί και όσων δεν αγάπησαν και δεν αγαπήθηκαν ως εαυτοί και εκείνων που μίσησαν και των άλλων που εμισήθηκαν ως μισούμενοι εαυτοί· του Θεού λέγω. Kαι πλέον δε φοβούμαι να πω αυτή τη λέξη γιατί δεν είναι τ’ όνομά του. T’ όνομά του κανείς δεν τον ξέρει και μπορώ να λέω όσο θέλω τη λέξη που τον εννοεί δίχως να τον καλεί, αφού δεν είναι τ’ όνομά του και η εντολή είναι: «Mην καλέσεις τ’ όνομα του Θεού σου επί ματαίω».
Δεν τον καλώ. Oύτε τον κάλεσα. Φωνή έστειλε να με ταράξει. Kι έπεσα κι έκλαιγα κι έκλαιγα κι ανακάτευα το κεφάλι μου τα μαλλιά μου, κι ήθελα να φύγει γιατί αντιβοούσε το κεφάλι μου σαν φαράγγι που μέσα του χάθηκε βροντή και χτυπώντας δεξιά αριστερά σε γκρεμούς, βράχους και χαράδρες, πάσκιζε να ξεφύγει, να απλωθεί στο μεγαλείο τ’ ουρανού. Δεν μπορεί να στόχευε εμένα η φωνή, ένας απλός πιστός των οκτώ επισήμων θρησκειών και των αμέτρητων ανεπισήμων και των πολυπληθών ξεχασμένων ήμουν, γιατί να μη στόχευε τη γυναίκα που κεντούσε ήρεμα λουλουδάκια ως σεπτή παρθένος; Όχι, δε θα ξανασκεπτόμουν ποτέ πως θα ’πρεπε να βρεθεί ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας, όλα σοφά καμωμένα ήταν έτσι, κι εγώ ένας υβριστής που αμφισβητούσα την τελειότητα των πάντων, αναγνωρίζω την ασημαντότητά μου ,όμως ας πάψει η φωνή, δε θέλω να γίνω γνώστης, ούτε βιβλία κλειστά να διαβάζω ακουμπώντας πάνω τους την παλάμη μου, ούτε να ελέγξω τα ιστορικά παραλειπόμενα, ούτε τα λάθη τα εσκεμμένα των ιστορικών και των θρησκευτικών συγγραφέων να διορθώσω, δε θέλω ν’ αναθεωρηθεί ο κόσμος, ούτε να διορθωθεί χρησιμοποιώντας το κεφάλι μου σαν λέβητα ανακύκλωσης των αιωνίων λαθών. Δε θέλω!
Aς μείνω εδώ στη «σιέρρα» θέλετε; Στη «σιέρρα»! Στη «βεράντα»; Bεράντα! «Tζαμωτό» θέλετε; Tζαμωτό! Δεν έχω αντίρρηση. Mόνο να μείνω εδώ να βλέπω την Aθήνα στο νέφος της πνιγμένη και ποτέ πια δε θα ονειρευτώ λευκά σπίτια, κήπους και ανθρώπους που θα σπείρουν μόνο για να τρώνε! Δε θα ονειρευτώ ποτέ ξανά καπέλα και φορέματα μακριά, άμαξες και πουλιά να οργιάζουν στην Aκαδημίας και τη Σταδίου, στην Πατησίων και τη Γαλατσίου. Aρκεί να μην ακούσω πάλι τη φωνή, αρκεί να μη με λεηλατεί η Σεπτή Παρθένος με το ενδιαφέρον της ρωτώντας με «τι έπαθες, τι έπαθες;» με την ανησυχία της να γίνεται ένα στεφάνι πρασινωπών και γκριζωπών χρωμάτων, γύρω από το πρόσωπό της. Aρκεί. Aρκεί να μην κλαίω· να μην ανακατεύω τα μαλλιά μου, αρκεί να βλέπω και την ανησυχία της να γίνεται ένα στεφάνι πρασινωπών και γκριζωπών χρωμάτων.
«Πλαστό ενδιαφέρον» είχα σκεφτεί. «H ανησυχία της είναι καθαρά εγωκεντρική. Oι γκρίζες και πράσινες μουντές αύρες δεν καθρεφτίζουν καθαρότητα συναισθημάτων».
H γυναίκα αυτή δε μ’ αγαπά! Tόσα χρόνια με ξεγελούσε. «Δε μ’ αγαπάς» της είπα. Kαι τότε αυτή θα ορμήσει σαν τρελή να φωνάζει βοήθεια. «Ένα γιατρό, ένα γιατρό!»
H Aλήθεια γεγονός, είχε ανάγκη ίασης.

                        x) Πιο πέρα 


                                         Εκδόσεις Ergo 1999

Δε κατάλαβα
Πότε οι υποψίες πέσαν πάνω μου.
Ίσως
Όταν ο ένας άρχισε
Τον άλλον να κοιτάει.
Κι εγώ ξεχάστηκα
Δεν κοίταξα κανέναν.
Βλέπεις
Του ήλιου το λαμπάδιασμα
Με είχε απορροφήσει


xi) Η κουμπάρα η Μαργαρίτα 

Μπουκουμάνης, 1998

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ 
Η Μαργαρίτα είναι ένα κορίτσι που βρίσκεται στο κέντρο οικογενειακών συγκρούσεων. Μεγαλώνοντας θα γίνει το λουλούδι που ο καθένας θα μπορεί να μαδάει τα πέταλά του μετρώντας την αγάπη του. Η Μαργαρίτα θα μεταλλαχθεί σε χωνευτήρι ιδεών και τάσεων, φυτώριο μελλοντικών ανατροπών.
Σαν μια ομάδα ή μια κοινωνία, όπου από την νηπιακή – υλιστική ηλικία, μέσα από ρήξεις, επαναστάσεις, πανωλεθρίες, τραυματισμένη αλλά αποφασισμένη, θα φτάσει σ’ αυτήν της πνευματικής ωριμότητας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

Απόψε οι ήχοι δεν περιορίστηκαν στα δάκτυλα, στον κοχλία του αυτιού, δεν πέρασαν στο συγκινησιακό της πεδίο. Δεν κινήθηκε με τις αυστηρές κινήσεις που θα υπαγόρευαν ένα ορατόριο, δεν είχαν την σκληρότητα που αντηχούσαν στα σπλάχνα τα χάλκινα, ούτε την υποχθόνια βιαιότητα των κρουστών, δεν έδειχναν την δύναμη που περίσσευε από τις «Βαλκυρίες» και σε κατείχε.
Μάλλον δεχόταν την μουσική σαν δύναμη φυσική, η καλύτερα, το σώμα ήταν που είχε μετατραπεί σε όργανο συμμετοχής. Αφού τα σπλάχνα της δονούνταν, οι αρτηρίες, τα κοιλώματα της ηχούσαν αντηχήσεις βαθιές....Ήταν η ίδια η μουσική της.
Οι ήχοι μυριόχρωμοι είχαν εκτοξευτεί στον θόλο. Θα μπορούσε κανείς να δει μια τεράστια πεταλούδα να υψώνεται στο φως και πλησιάζοντάς το να κομματιάζεται σε χίλια μόρια πάγχρωμων λάμψεων.

ΚΡΙΤΙΚΗ 

Μπάμπης Δερμιτζάκης 
Η «Κουμπάρα η Μαργαρίτα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Ελένης Στασινού. Έχουμε ήδη παρουσιάσει τα μυθιστορήματά της «Οντισιόν» και «Νύχτες υποταγής», και είχαμε μια περιέργεια να δούμε πώς θα ήταν αυτή η πρώτη της λογοτεχνική απόπειρα. 

Καταρχάς είδαμε μια πολύ πρωτότυπη πλοκή. Η κόρη η Μαργαρίτα που μένει με τη μητέρα της γίνεται κουμπάρα στον γάμο του πατέρα της με την γυναίκα που τους διέλυσε το σπίτι. Στην πραγματική ζωή αυτό που συναντούμε είναι συνήθως η διάρρηξη των δεσμών των παιδιών με τον πατέρα τους όταν αυτός τους εγκαταλείψει για χάρη μιας άλλης γυναίκας. Όμως η Μαργαρίτα, με την οπτική γωνία της οποίας κυλάει το μυθιστόρημα, δίνει όλα τα δίκαια στον πατέρα της που εγκατέλειψε μια περίπου υστερική σύζυγο. 
Συνήθως η αφήγηση των επεισοδίων μιας ιστορίας γίνεται με τη χρονολογική τους διαδοχή, με τις απαραίτητες βέβαια αναδρομές και προσημάνσεις, με την περίπτωση in media res να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Όμως η Στασινού δεν ακολουθεί την χρονολογική σειρά των επεισοδίων. Το έργο αναπτύσσεται σε μια συνειρμική διαδοχή επεισοδίων μιας ιστορίας που τον σκελετό της τον μαθαίνει ο αναγνώστης από τις πρώτες σελίδες. Δεν είναι σαν ένα σκοινί που ξετυλίγεται, δίνοντας έτσι την αίσθηση του χρόνου, αλλά σαν μια κουβέρτα που απλώνεται, μια κουβέρτα κουρελού, σαν αυτές που έφτιαχναν στο χωριό μου όταν ήμουν μικρός, από μικρά κομμάτια ύφασμα από παλιωμένα ρούχα που δεν φοριόντουσαν πια, ραμμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Τα βασικά επεισόδια-κόμβοι, που είναι εξάλλου ελάχιστα, επαναλαμβάνονται – για παράδειγμα η κραυγή της Μαργαρίτας στην αρχή του έργου «νύφη!!!» - για να αποτελέσουν την αφετηρία αναστοχασμών, ρεμβασμών, αναμνήσεων και έκφρασης αισθημάτων, που παρατίθενται σε μικρά αυτόνομα ή με χαλαρή σύνδεση αποσπάσματα που κάποιες φορές καλύπτουν λιγότερο από το μισό μιας σελίδας. Στο έργο γίνεται αρκετός λόγος για μουσική, πολλές φορές μάλιστα τόσο λεπτομερειακά –για παράδειγμα μια εκτεταμένη παράγραφος για την «Ηρωική» του Μπετόβεν στη σελίδα 24-που μας έρχεται στο νου ο «Δόκτωρ Φάουστους» του Τόμας Μαν. Όμως περισσότερος λόγος γίνεται για τον Μάλερ (η Μαργαρίτα – ξεχάσαμε να του πούμε – είναι βιολονίστρια). «Όταν ακούω Μάλερ, του είχε πει κάποτε, όσα κομμάτια και να ’χω γίνει, αυτά επανασυγκολλούνται βαθμιαία και γίνομαι πάλι ένα σύνολο αμιγές. Χωρίς ραφές. Η θερμότητά του με επαναδημιουργεί» (σελ. 58). Αυτό μου συμβαίνει εμένα με τον Μπετόβεν, όμως οι τόσο συχνές αναφορές στον Μάλερ με έβαλαν στον πειρασμό να ακούσω όλες τις συμφωνίες αυτού του συνθέτη με τον οποίο, για λόγους συμπτωματικούς, δεν είχα ποτέ ασχοληθεί. Είχα όμως διαβάσει το «Θάνατος στη Βενετία», πάλι του Τόμας Μαν, έργο του οποίου ο κεντρικός ήρωας έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον Μάλερ. 
Το μυθιστόρημα, παρά το ότι είναι το πρώτο της συγγραφέως, δεν είναι πρωτόλειο. Η Στασινού είναι μια ταλαντούχος πεζογράφος και το απέδειξε με τα επόμενα έργα της. Περιμένουμε με ανυπομονησία το καινούριο της μυθιστόρημα, που όπως μαθαίνω θα κυκλοφορήσει σε λίγες βδομάδες
Μπάμπης Δερμιτζάκης  http://www.babisdermitzakiss.eu/

xii) Οι οδύνες της μετάλλαξης

Εκδόσεις Δίφρος 1991
Σε καθαρή Ελληνική γλώσσα, ποιεί θέματα πέραν του καθημερινού, και όχι μόνον. Εδώ οι εσωτερικές ανησυχίες και οι μεταφυσικές απορίες, λύονται η μεγεθύνονται σε δεκαπεντασύλλαβους η δωδεκασύλλαβους, με τον ελεύθερο όμως στίχο να καταλαμβάνει τον δικό του χώρο.
Το βιβλίο αυτό, ήταν το έναυσμα να γίνουν σειρά εκδηλώσεων, όπου η ποίηση  πλαισιωνόταν από κλασσικά όργανα και τις κατάλληλες φωνές. Από δημοτικά θέατρα, αίθουσες συναυλιών, σε αίθουσες σχολείων, ακούστηκαν στίχοι με συνοδεία μεγάλων της μουσικής (Αν.Τουμπουλίδης- Διονύσης Βάρσος-Στέλλα Γεωργούλη-Αλέκος Βασιλάτος κ.α)

«Κάποτε…
θα παγιδεύσω μια γραφή
απ’ αυτές που ρέουν
σε άλλες διαστάσεις.
Τότε… Θα μιλήσω για σένα».

xiii) Tο λιμάνι της ζωής του

Εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική 2007

Δέκα συγγραφείς γράφουν για το Λιμάνι της Ζωής τους. Για άλλους η αγάπη, για κάποιους η γυναίκα, για μερικούς η τέχνη, για κάποιους ο θάνατος ή η ελευθερία, θα αποτελέσουν το καίριο σημείο, ώστε να τοποθετηθούν, μένοντας σε απόλυτη συνέπεια στο συγγραφικό τους ύφος που φυσικά τους κάνει να ξεχωρίζουν






Περισσότερα στοιχεία και αποσπάσματα στο Μπλογκ της κ Στασινού  http://elenistasinoy.blogspot.gr/







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου