Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΑΣ " ΑΝΕΚΔΟΤΑ (Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία) "




Για χρόνια χτένιζε τη μητέρα μου μια παράξενη κομμώτρια που ερχόταν στο σπίτι μας, η κυρία Κατερίνα. Μεσόκοπη, ανύπαντρη, χωρίς στενούς συγγενείς, ζούσε μόνη σ’ ένα δυάρι στην πάνω πόλη. Δεν είχα ξανασυναντήσει πιο παγερό άνθρωπο. Λιγομίλητη και τυπική σαν συμβολαιογράφος, διεκπεραίωνε την αποστολή της κι έπειτα εξαφανιζόταν αθόρυβα, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Περιέργως, έδειχνε να με συμπαθεί και καμιά φορά, τσιμπώντας μου τρυφερά το μάγουλο, τραβούσε μια λοξή ψαλιδιά στις μακριές αφέλειές μου. Τι άραγε να την είχε διπλοκλειδώσει μες στον εαυτό της; Συχνά αναρωτήθηκα, μα όσο κι αν τη ρώτησα αργότερα, όταν ενηλικιώθηκα και σχετιστήκαμε κάπως, ποτέ δεν έλαβα ουσιαστική απάντηση. Όπως ποτέ δεν κατανόησα τους λόγους για τους οποίους αυτή η καταθλιπτική συμβολαιογράφος μεταμορφωνόταν σ’ ευτυχισμένη κληρονόμο στη χριστουγεννιάτικη περίοδο. Με το που ξεμύτιζε ο Δεκέμβρης, ξαφνικά άρχιζε να φλυαρεί εύθυμα, να μπαινοβγαίνει στα καταστήματα, να μην ντρέπεται να περιστρέφεται στα καρουζέλ, να μοιράζει αφειδώλευτα δώρα κι ευχές. Παρότι δεν θυμάμαι πότε ακριβώς πρωτοπήγα, με τον καιρό έγινε παράδοση κάθε παραμονή Χριστουγέννων να την επισκέπτομαι για να της πω τα κάλαντα. Ήταν η μόνη μέρα του έτους που πήγαινα στο δικό της σπίτι. Πόσο ανυπόμονα την περίμενε! Θα πίστευε κανείς πως ζούσε γι’ αυτήν – τόση ήταν η λαχτάρα της. Καθώς δεν είχε κανέναν να την επισκεφθεί, στόλιζε το σαλόνι της γιορτινά κι έφτιαχνε ένα σωρό λιχουδιές αποκλειστικά για μένα. Με υποδεχόταν πάντοτε με τιμές πριγκιπικές και, αφού της τραγουδούσα τα κάλαντα καμπανίζοντας το τριγωνάκι μου, με γέμιζε γλυκά φιλιά και με φίλευε γλυκά. Και επειδή γνώριζε ότι έπρεπε να τα κελαηδήσω ακόμα σε κάμποσους συγγενείς κι ότι εγώ βιαζόμουν να ξεμπερδέψω για να παίξω με τους φίλους μου, προκειμένου να παρατείνει την παρουσία μου, μου έλεγε του κόσμου τ’ ανέκδοτα. Ανέκδοτα πρωτάκουστα, ευφάνταστα, ξεκαρδιστικά. Ποιο πονηρούλι ξωτικό της τα ‘χε ψιθυρίσει όλα αυτά; Το πόσο έχω γελάσει στο χριστουγεννιάτικο δυάρι της κυρίας Κατερίνας, δεν περιγράφεται! Χωμένος σε μια παλιά πολυθρόνα, παρακολουθώντας με μάτια διάπλατα τις γκριμάτσες που συνόδευαν την αφήγησή της, κρεμασμένος κυριολεκτικά απ’ τα χείλη της, έκλαιγα από τ’ ασυγκράτητα γέλια, κι εκείνα τα δάκρυά μου ήσαν πεντάγλυκα, γιατί σταλάζανε στο πιατελάκι με τον κουραμπιέ που βαστούσα. Αλίμονο, πέρασαν αρκετά Χριστούγεννα ώσπου να καταλάβω ότι τα επινοούσε η ίδια. Και πως αυτός ο περίλυπος γελωτοποιός παίδευε το μυαλό του επί έναν ολόκληρο χρόνο σκαρώνοντας ευτράπελες ιστορίες, για να με κρατήσει κοντά του μονάχα δύο ώρες ετησίως.
Το σαλιωμένο δάκτυλο της μητέρας μου ξεκολλούσε με ταχύτητα τα φύλλα του ημερολογίου στον τοίχο της κουζίνας, μεγάλωσα, ανδρώθηκα, συνέβησαν πολλά, η ζωή μου πήρε απρόσμενη τροπή, έπαψα από καιρό να πιστεύω στους μάγους και στα κάλαντα. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, έπαψα να πιστεύω σε οτιδήποτε. Ωστόσο, στην κυρία Κατερίνα, που είχε πια αποσυρθεί γερασμένη στο διαμέρισμά της, συνέχισα να τα λέω αδιάλειπτα. Όχι τόσο από καλοσύνη, όπως άλλοτε, όσο από ιδιοτέλεια: επιθυμούσα διακαώς να γευτώ τα ολόφρεσκα, χειροποίητα ανέκδοτά της. Βλέπετε, αφότου μεταπήδησα στο στρατόπεδο των κερδισμένων, αυτών δηλαδή που δεν στερούνται επειδή ακριβώς στερούνται όλοι οι υπόλοιποι, αδυνατώ να γελάσω. Ούτε να κλάψω μπορώ. Αυτή ήταν η ρήτρα του αθέατου συμφωνητικού που τελικά, ενδίδοντας, υπέγραψα. Κι αν σπεύσετε να με κατακρίνετε, θα σας απαντήσω ξερά ότι προτιμώ να είμαι αγέλαστος κι αδάκρυτος παρά πειναλέος. Πιστέψτε με, οι άγγελοι δεινοπαθούν σ’ αυτόν τον κόσμο. Ενώ οι πάντες τους πλημμυρίζουν διαρκώς με άχρηστους επαίνους, κανείς δεν τους προσφέρει ποτέ ούτε ένα ποτήρι νερό. Τη στιγμή της φλέγουσας ανάγκης, της αβάσταχτης δίψας, θαρρείς και περιβάλλονται από την έρημο Σαχάρα. Βροντούν αφυδατωμένοι πόρτες και κουδούνια, όμως οι ένοικοι είναι μόνιμα απασχολημένοι με τις δεξαμενές τους. Υπήρξα κάποτε άγγελος και σας μιλώ εκ πείρας. Τουλάχιστον τώρα εξασφάλισα μιαν άνετη, δροσερή γωνιά σε τούτον τον παράδεισο, χάνοντας βέβαια τον άλλον, τον ψηλοκρεμαστό, οριστικά. Θα ξεσκονίσω, λοιπόν, το παιδικό τριγωνάκι μου και ανηφορίζοντας στην πάνω πόλη, θα ψάλλω κι εφέτος τα κάλαντα στην κυρία Κατερίνα, τον μοναδικό άνθρωπο που κατέχει το μαγικό αντικλείδι για τη διπλοκλειδωμένη περίπτωσή μου. Εξάλλου, γνωρίζω καλά ότι κι αυτή αναμένει την άφιξη του πρίγκιπά της. Θα την επισκεφθώ δήθεν για δύο λεπτά, αλλά, όπως πάντα, θα παραμείνω δύο ώρες. Και σφαλίζοντας τα μάτια μου ερμητικά για να ξαναδώ εκείνο το αγοράκι με τις μακριές, τις ζωοδότρες αφέλειες και να μην αντικρίζω το ζοφερό πορτρέτο της φθοράς –τ’ αραιά, λευκά μαλλιά της, τις ξεχαρβαλωμένες μασέλες της, το αποστεωμένο πρόσωπό της–, θ’ αναλυθώ ολόκληρος σε γέλια μέχρι δακρύων πικρών, σαν χιονάνθρωπος που ξεπαγώνει δίπλα σε θερμάστρα ή σαν συμβολαιογράφος που μεταβλήθηκε προσωρινά σε κληρονόμο μιας αδιανόητης Βασιλείας. Θεέ μου, πόση ανάγκη τα ‘χω! Για να καταλάβετε, μετράω τις μέρες ώς την παραμονή των Χριστουγέννων – έγινα στο μεταξύ πιο ανυπόμονος απ’ την κομμώτρια και πλέον είμαι εγώ αυτός που ζει και αναπνέει για την καθιερωμένη ετήσια μας συνάντηση. Ποιος ξέρει τι ανέκδοτα μού έχει ετοιμάσει, η γλυκιά μου, ετούτες τις γιορτές. Κι ας είναι δέκα χρόνια πεθαμένη.
Φίλιππος Φίλιας








Ο πίνακας είναι από http://www.laurenedmond.com/gallery.html









1 σχόλιο:

  1. Δεν υπάρχει χρόνος να περιφρουρήσει κανείς τις σκέψεις που γεννιούνται απ' αυτή την έμψυχη~δυναμική γραφή. Η ικανότητα μεταφοράς των αισθημάτων σε λέξεις είναι συγκινητικά ακαταμάχητη. Δακρύζεις με τον τρόπο έκφρασης. Κλαις με το γεγονός.

    ΑπάντησηΔιαγραφή