Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

 
Φαίνεται πως η εντολή της ζωής είναι τέτοια: να ιδρώσεις, να σκοντάψεις, να δακρύσεις, ώσπου, μέσα στην απέραντη βουρκοθάλασσα, ν’ αγγίξεις κάποια στιγμή με τ’ ακροδάχτυλα το σπάνιο διαμάντι της χαράς, που μόλις το βρεις το χάνεις, κι αρχίζεις πάλι από την αρχή.


  O Άγγελος Τερζάκης (16 Φεβρουαρίου 1907-3 Αυγούστου 1979) ήταν Έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ‘30 και δοκιμιογράφος. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Πολύ αξιόλογο είναι το δοκιμιακό του έργο: αυτός και ο Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής γενιάς του ‘30.
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου του 1907 και έζησε εκεί μέχρι το 1915, όταν και πήγε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά στοΠανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος το 1929, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.


Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1925 με τη συλλογή διηγημάτων Ο ξεχασμένος και έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με το έργο του "Αυτοκράτωρ Μιχαήλ" που ανέβασε τον ίδιο χρόνο το Εθνικό Θέατρο. Παράλληλα διηύθυνε και τα βραχύβια περιοδικά Πνοή και Λόγος. Το 1937 έγινε γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα καλλιτεχνικός και γενικός διευθυντής του Δραματολογίου (1939-1942) και γενικός διευθυντής της ιστορίας και της δραματολογίας της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου το (1950-1971) και γενικός διευθυντής της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου (1950-1975).
Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941) και κατέγραψε τις εμπειρίες του σε κάποια από τα διηγήματά του και κυρίως στο βιβλίο του "Απρίλης". Το 1964 συνέγραψε για λογαριασμό του Γενικού Επιτελείου Στρατού το χρονικό του πολέμου, το οποίο εκδόθηκε με τον τίτλο "Ελληνική Εποποιία 1940-41".

Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα: αρθρογραφούσε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα (φιλολογικός συνεργάτης) και από το 1948 θεατρικός κριτικός. Επίσης υπήρξε και διευθυντής του περιοδικού Εποχές (1963-1967).
Το 1969 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το 1974 έγινε Ακαδημαϊκός Επίσης τιμήθηκε δύο φορές με το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1938 και 1939), με το κρατικό βραβείο θεάτρου(1957) και πρώτο κρατικό βραβείο της ομάδας των δώδεκα καλύτερων ποιητών και πεζογράφων (1963)
Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1979 στην Αθήνα.


Ο Άγγελος Κατακουζηνός φωτογραφίζει εκπροσώπους της περίφημης "γενιάς του '30". Άνω σειρά: Ηλίας Βενέζης (δεύτερος από αριστερά) και προς τα δεξιά: Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης και στο άκρο δεξιά ο Γιώργος Θεοτοκάς. Κάτω σειρά από αριστερά: Άγγελος Τερζάκης, Κωνσταντίνος Δημαράς, Γιώργος Κατζίμπαλης και στο άκρο δεξιά ο Ανδρέας Εμπειρίκος

Πεζογραφικό έργο

Ο Τερζάκης ξεκίνησε τη λογοτεχνική πορεία του κατά τη δεκαετία του 1920 με δύο συλλογές διηγημάτων, Ο ξεχασμένος (1925) και Φθινοπωρινή συμφωνία (1929). Στα έργα αυτά δε φαίνεται τόσο το προσωπικό του ύφος, όσο οι διάφορες λογοτεχνικές επιδράσεις από άλλους συγγραφείς. Κατά τη δεκαετία του 1930 στράφηκε στο μυθιστόρημα, όπως και όλοι οι λογοτέχνες της γενιάς του, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τα διηγήματα.
Τα μυθιστορήματα του Τερζάκη, με εξαίρεση την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ και Το ταξίδι με τον Έσπερο, είναι αστικά μυθιστορήματα που απεικονίζουν την ελληνική κοινωνία τουΜεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό όλων είναι το καταθλιπτικό κλίμα, η ασφυκτική ατμόσφαιρα, οι ήρωες-δέσμιοι της οικονομικής στενότητας και των κοινωνικών προκαταλήψεων και η απαισιοδοξία.
Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημα του Τερζάκη και ένα από τα καλύτερα, ιστορικά και μη, μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφέρεται στην εξέγερση των Ελλήνων και Σλάβων το 1293, που οδήγησε στην κατάληψη του φράγκικου κάστρου της Καλαμάτας και ο κεντρικός άξονας του έργου είναι ο έρωτας ανάμεσα στην Ιζαμπώ, κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, και τον ηγέτη της εξέγερσης Νικηφόρο Σγουρό.
Το 1975 παρουσιάστηκε στην ελληνική κρατική τηλεόραση το μυθιστόρημα του Τερζάκη Μενεξέδενια Πολιτεία. Την τηλεοπτική διασκευή του βιβλίου έκανε ο συγγραφέας Γιάννης Κανδήλας. Στη σειρά πρωταγωνιστούσε ο Θάνος Κωτσόπουλος.



Μυθιστορήματα

  • Δεσμώτες (1932)
  • Η παρακμή των Σκληρών (1933)
  • Η μενεξεδένια πολιτεία (1937)
  • Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (1945)
  • Ταξίδι με τον Έσπερο (1946)
  • Το λυκόφως των ανθρώπων (δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1947, εκδόθηκε το 1989)
  • Δίχως θεό (1951)
  • Η μυστική ζωή (1957)
  • Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με τους ΚαραγάτσηΜυριβήληΒενέζη), 1958

Ιστορικά

  • Η Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Χρονικό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41 (ΕΣΤΙΑ, 1964 και 2η έκδοση, Γενικό Επιτελείο Στρατού, 1990)

Συλλογές διηγημάτων

  • Ο ξεχασμένος (1925)
  • Φθινοπωρινή συμφωνία (1929)
  • Του έρωτα και του θανάτου (1943)
  • Απρίλης (1946)
  • Η στοργή [νουβέλα] (1944)

Θεατρικά έργα

  • Αυτοκράτωρ Μιχαήλ (1936)
  • Γαμήλιο Εμβατήριο (1937)
  • Ο σταυρός και το σπαθί (1939)
  • Είλωτες (1939)
  • Ο εξουσιαστής (1942)
  • Το μεγάλο παιχνίδι (1944)
  • Αγνή (1949)
  • Θεοφανώ (1956)
  • Νύχτα στη Μεσόγειο (1957)
  • Τα λύτρα της ευτυχίας (1959)
  • Θωμάς ο δίψυχος (1962)
  • Ο πρόγονος (1970)

Δοκίμια,

  • Προσανατολισμός στον Αιώνα (1963)
  • Το Μυστικό του Ιάγου (1964)
  • Αφιέρωμα στην Τραγική Μούσα (1970)
  • Οι Απόγονοι του Κάιν (1972)
  • Ποντοπόροι (1975)
  • Οδοιπόροι μιας Εποχής (1980)
  • Ένας Μεταβαλλόμενος Άνθρωπος (1983)
  • Για μια Δικαίωση του Ανθρώπου (1987)

Μεταφράσεις,

  • Αντιγόνη του Σοφοκλή (1976)
  • Οιδίπους Τύραννω του Σοφοκλή (1977)
  • Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή (1978)
  • Ηλέκτρα του Σοφοκλή (1979)
  • Φιλοκτήτης του Σοφοκλή (1980)
  • Ιφιγένεια εί εν Ταύροις του Ευριπίδη (1981)
  • Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη (1982)
  • Μήδεια του Ευριπίδη (1983)
  • Ικέτιδες του Ευριπίδη (1984)
  • Βάκχαι του Ευριπίδη (1984)
  • Ορέστης του Ευριπίδη (1985)
  • Ανδρομάχη του Ευριπίδη (1985)
  • Ιππόλυτος του Ευριπίδη (1986)
  • Ηρακλείδες του Ευριπίδη (1988)
  • Τρωάδες του Ευριπίδη χορική τραγωδία αφιερωμένη στον πελοποννησιακό πόλεμο και κυρίως
στον παραλογισμό του(1989)
  • Νωρίς Θριαμβευτική του Άικεν Κόνραντ (1971)
  • Ο Νέγρος του Νάρκισσου του Τζόζεφ Κόνραντ (1973)
  • Ο Καθένας με τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον(1974)
  • Ο Καθένας έξω από τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον (1976)
Θράσος Καστανάκης, Στρατής Μυριβήλης, Αγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης



ΚΕΙΜΕΝΑ  -  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

Από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:

18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.

19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).

20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.

7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;

19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ
  

Δίχως Θεό - Απόσπασμα 


― Είμαι ένας δειλός, είπε. Μη με διακόπτεις, έχω ανάγκη από την ειλικρίνεια εκείνη που δεν ξέρει από αισθηματολογίες, τύπους. Τη γοργή και ψυχρή ειλικρίνεια. Παράτησα τη Νίνα (εδώ, στ’ όνομα που είχε να το προφέρει τόσα χρόνια, η φωνή του βράχνιασε) από καθαρή δειλία, μιαν επαίσχυντη λιποταξία απέναντι στη ζωή. Θαρρώ πως την παράτησα γιατί την αγαπούσα. Το καταλαβαίνεις αυτό; Όχι, φυσικά. Είναι από κείνα που δοκιμάζει κανείς μα που δεν τα καταλαβαίνει. Ήθελα να την κάνω ευτυχισμένη, αυτό είναι, ένιωθα την πυρωμένη ανάγκη να της δώσω το μεγαλύτερο ποσοστό ευτυχίας, πλούτο, χαρά, ηδονή, τρέλλα, ό,τι μπορεί να γνωρίσει στον ανώτατο βαθμό ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη. Είταν παράλογο, μαθηματικά αδύνατο. Δεν είν’ έτσι; Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως με τα μέσα μου δε θα μπορούσα ποτέ να κατορθώσω τίποτα, το παραμικρό.
Σφούγγισε με το μαντήλι του το ιδρωμένο μέτωπό του και συνέχισε:
― Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως αν μείνω ακόμα λίγο, θα είναι πολύ αργά. Ο έρωτας, άκουσέ με, είναι ένα πάθος εγωιστικό, έχουν άδικο να τον καλλωπίζουν. Θέλεις την ευτυχία του αγαπημένου προσώπου υπό τον όρο πως θα του τη δώσεις εσύ κι’ όχι άλλος. Αν ένας άλλος μπει στη μέση, που έχει ωστόσο περισσότερες πιθανότητες να το κατορθώσει, εσύ δεν αποσύρεσαι, επιμένεις. Γιατί; Γιατί στην ευτυχία του αγαπημένου σου προσώπου δε βλέπεις παρά την πραγμάτωση της δικής σου ευτυχίας, να γιατί. Η φιλοσοφία μου, καθώς βλέπεις, είναι απάνθρωπη, ας με αναθεματίσουν. Ξέρω, ξέρω, η Τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία-ωραία για να ευτυχίσει το αγαπημένο τους πρόσωπο. Φιλολογία αναίσχυντη! Ο έρωτας είναι πάθος, και το πάθος, σαν κάθε φυσική δύναμη, δεν υποχωρεί. Όταν υποχωρήσει, είναι κακό σημάδι, σημαίνει πως το συναίσθημα σταμάτησε μεσοδρομίς, στο βαθμό μιας χλιαρής θερμοκρασίας, και ζητάει ν’ αναισθητήσει με το ναρκωτικό της αυταρέσκειας. Η αυτοθυσία στον έρωτα είναι νοσηρός ναρκισσισμός.
Γέλασε με τρόπο παράδοξο, κοντό και ξερό. Ύστερα το μέτωπό του σκοτείνιασε.
― Έφυγα γιατί αναρωτήθηκα μήπως είμαι προδότης. Δεν ξέρεις τίποτα για τη νύχτα που ακολούθησε την τελευταία, τότε, κουβέντα μας. Μου είχες υποδείξει το χρέος μου να πάρω μιαν απόφαση, να παντρευτώ. Γυρίζοντας σπίτι μου, βρήκα ασυμπλήρωτο ένα άλλο χρέος. Ο Γιατρός – τον θυμάσαι; – ήρθε να μου ζητήσει άσυλο τη νύχτα εκείνη, γιατί τον κυνηγούσαν. Του τόδωσα. Κουβεντιάσαμε μαζί ως τις μικρές εκείνες ώρες, εκείνος κι’ εγώ. Δε μ’ έπεισε, όχι, γιατί τα επιχειρήματά του τα ήξερα. Όμως τρεις ημέρες αργότερα, τον έπιασαν, κι’ αυτό είταν το επιχείρημα που αναζητούσε μάταια εκείνος ολάκερη τη νύχτα που σου λέω, και δεν τόβρισκε. Ήξερα το μέλλον του: Η φυλακή, μια ολάκερη ζωή που τσακίζεται, παραχώνεται, σβήνεται από τον κόσμο. Φυσικά, το είχε προκαταβολικά αποδεχτεί αυτό το μέλλον όταν έμπαινε στον αγώνα, ήξερε πολύ καλά πως μια μέρα, αργά η γρήγορα, αυτό θα γίνει. Κι’ όσο αργότερα τόσο χειρότερα, γιατί το μητρώο του θα είταν πια ασήκωτα βαρύ. Έτσι κι’ έγινε. Τρία μερόνυχτα, αυτά που μεσολάβησαν από την κουβέντα μου μαζί του ίσαμε τη σύλληψή του, δεν είχε βγει από το σπίτι μου. Πάσχιζα να βάλω μια τάξη στο νου μου, να ξεκαθαρίσω τα ελατήριά μου, να ιδώ γιατί είμαι επαναστάτης κι’ όμως όχι αγωνιστής, γιατί έχω πειστεί και δεν προχωρώ στη δράση. Δειλία; Όχι, θαρρώ πως γι’ αυτό δε μπορούσα ποτέ ν’ αμφιβάλλω, ήμουν ο μόνος αρμόδιος να ξέρει πως δεν είμαι δειλός. Ούτε κι’ εκείνοι το πίστευαν, με θεωρούσαν απλώς μιαν ειδική περίπτωση κι’ ας μ’ έλεγαν κατά τα συνηθισμένα «πανικόβλητο μικροαστό», «οππορτουνιστή» και τα παρόμοια. Τότε; Θεωρητικά, ήξερα πολύ καλά γιατί δε μπαίνω στον αγώνα, είχα από καιρό καθορίσει, γι’ ατομική μου πληροφόρηση, τα σημεία της διαφωνίας μου. Είταν αρκετά ώστε να με κρατούν μακριά, ο μαρξισμός είναι ένα σύνολο από συλλογισμούς αλληλένδετους, ατόφιο, αρράγιστο, μονοκόμματο, όπου δε χωρεί συμβιβασμός ή διχογνωμία. Αν ήθελα να εξηγήσω τη στάση μου, τα επιχειρήματα δε θα μου έλειπαν, κάθε άλλο. Όμως τι βγαίνει; Άλλο να πείθεσαι εσύ ο ίδιος κι’ άλλο να πείθεις τους άλλους. Κάθε φορά που ένας τους έπεφτε στα χέρια της εξουσίας, που γονάτιζε καταμεσίς στην πορεία του, εγώ δοκίμαζα έναν εσωτερικό βρόντο. Ναι, έτσι που σου το λέω. Ήξερα πως δεν είμαι προδότης κι’ όμως ένιωθα σαν προδότης. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Λογικά, ούτε κι’ εγώ. Όμως έτσι είναι.
Ο Βαγκλής σώπαινε. Ο Παραδείσης σφούγγισε πάλι το μέτωπό του, όπου είχε δοντιάσει ιδρώτας, από τον εσωτερικό βρασμό. Χαμηλόφωνος, πνιχτός, του ξέφυγε ένας βόγκος.
― Είταν τόσο ασύμμετρο αυτό, μουρμούρισε, τόσο παράτονα αντιφατικό, η απόσταση από τη δική του θέση στη δική μου. Ήμουνα στις παραμονές μιας απόφασης που θα μου εξασφάλιζε την ευτυχία, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου, οριστικά, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησα. Εκείνος κρυβόταν, έφευγε κυνηγημένος, ζούσε στη σκιά, κρυφά από τ’ άγιο φως της μέρας, και σε λίγο, σάμπως να μην έφταναν αυτά, θα ’παιρνε το δρόμο της δοκιμασίας. Τι είναι εκείνος και τι εγώ; να τι αναρωτήθηκα. Και πώς μπορεί κ’ οι δυο μας να είμαστε κομμάτια από τον ίδιο πηλό, κάτοικοι του ίδιου πλανήτη, να ταξιδεύουμε μαζί πάνω στο ίδιο τούτο μόριο σκόνης που κυκλοφορεί χαμένο μέσα στο διάστημα; Δεν ξέρω αν μου δόθηκε ποτέ άλλοτε να νιώσω τόσο δυνατά το ακατανόητο, το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας. Ή και οι δυο μας δουλεύουμε σε μιαν ανώτερη Πρόνοια, που τα εξηγεί όλα, όμως για τον εαυτό της, εγωιστικά, απάνθρωπα, και μας κρύβει χαιρέκακα το συμπέρασμά της, ή – μιας κι’ αυτό δεν το πιστεύω, ή τουλάχιστον δεν το πίστευα τότε – η θέση μας είναι τόσο εκτεθειμένη, τόσο τραγική, πάνω στ’ ακρωτήρι τούτο των κόσμων, το αφιλόξενο κι’ ανώνυμο, ώστε μονάχα η πιο στενή, η πιο παράφορη, η πιο απελπισμένη αλληλεγγύη να είναι ο κάπως νοητός νόμος μας. Και τότε, πες μου, τι αξία έχουν οι θεωρητικές διχογνωμίες, οι αμφιβολίες, η προσωπική μας κρίση;
Βρισκόταν σε κατάσταση φοβερή, ανάβραζε ολάκερος. Ο Βαγκλής όμως χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του.
― Δε νομίζεις, είπε, πως αυτός είναι ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό;
― Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαρειά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου. Μπορούμε να ζήσουμε κι’ έτσι, δίχως την κεκτημένη ταχύτητα που μας οδηγούσε ίσαμε τώρα; Ίσως ναι, δε λέω. Άλλοτε, το πίστεψα φανατικά. Ως τότε όμως, στη μεταβατική τούτη εποχή, δε βρίσκεις πως μπορούν να σημειωθούν πράγματα τερατώδη, πράξεις έσχατης απελπισίας, να βγουν στο φως όντα με όψη ανθρώπινη που δε θα έχουν ωστόσο καμμιά σχέση μαζί μας; Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης… Αχ, όλ’ αυτά μου φάγανε το μυαλό, είπε κι’ έβγαλε πάλι τα γυαλιά του, έτριψε μέσα στα δάχτυλά του το μέτωπό του σαν άνθρωπος ξαφνικά άρρωστος.
Σώπασαν. Το βράδυ  τους είχε προφτάσει, άναβαν γύρω τα φώτα.


Απρίλης (απόσπασμα)


Ο Απρίλης (1946) περιέχει αναμνήσεις του συγγραφέα από την παιδική και τη νεανική του ηλικία, ενώ στο δεύτερο μέρος του αναφέρεται στον πόλεμο του '40. Οι σελίδες αυτού του βιβλίου, γράφει ο Τερζάκης, «είναι σταθμοί μιας ζωής που ορίζεται από τρεις πολέμους, τους τρεις πολέμους που στέκονται ορόσημα της γενιάς μου. Ο πρώτος μάς βρήκε παιδιά, ο δεύτερος έφηβους, ο τρίτος άντρες». Από τον πιο σημαντικό, τον πόλεμο του '40, παραθέτουμε μια χαρακτηριστική σκηνή που συμβαίνει στα μετόπισθεν.

Συχνά πυκνά, αντάμωνες στους δρόμους ανθρώπους ντυμένους ασυνήθιστα, σαν ορειβάτες ή κάτι τέτοιο, με παντελόνια γκολφ, ξεσκούφωτους, άλλους με μπερέ, τραγιάσκες, ένα τσιμπούκι βιδωμένο στ' ακρόχειλο. Τους έβλεπες μια, τους έβλεπες δυο, όπου να γύριζες, σ' όποιο δρόμο και να 'μπαινες. Ήταν οι ανταποκριτές των εφημερίδων. Ντυμένοι έτσι, μ' αφροντισιά μελετημένη, δίνανε κάτι σαν ένα τόνο εκδρομικό, «σπορτίφ», στην επιστρατευμένη πολιτεία, μακρινό αντιφέγγισμα κοσμοπολιτισμού. Κάπου κάπου πρόβαινε και καμιά νοσοκόμα μεγαλοκυρά, με το άθιχτο μαβί της πέπλο, αστραφτερά κολλαρισμένα τα γιακαδάκια της και τα μανικέτια. Τότε η κοσμική κίνηση πέρσευε.
Οι ιταλικοί όλμοι ωστόσο, στο μέτωπο, είχαν αρχίσει να πελεκάνε συστηματικά τους φαντάρους. Οι περισσότερες λαβωματιές ήταν από όλμους, λοιπόν το στράτευμά τους είχε πάρει πολύ από κακό. Στο ταχτικό μας λουκουματζίδικο, ο Μελετίου, μπαίνοντας με την παρέα του ένα δειλινό, δε βρήκε τραπεζάκι αδειανό κι αναγκάστηκε να καθίσει αντίκρυ σ' ένα άγνωστο φανταράκι, που απόσωνε ήσυχα και στοχαστικά τη μερίδα του.
— Επιτρέπεις, συνάδελφε;
Ο συνάδελφος, κοίταξε την παρέα των Αθηναίων μ' απορία καλοκάγαθη· ήταν ίσως η πρώτη φορά που του γύρευαν την άδεια για κάτι.
— Καθίστε, έκανε σαστισμένα.
Ήταν ενθουσιώδης άνθρωπος ο Μελετίου, καλοπροαίρετος και καταδεχτικός. Άναψε τσιγάρο από τη φωτιά του αντικρινού του, παρατήρησε το δεξί του που είχε φασκιωμένα με γάζα πεντακάθαρη τα δάχτυλα. Η περιέργεια του Αθηναίου κεντρίστηκε. Έπιασε κουβέντα:
— Τραυματίας είσαι;
— Ναι... Μικροπράματα...
— Ήσουνα στο μέτωπο;
— Ήμουν.
Γύρισε τα μάτια του ο Μελετίου θριαμβευτικά και κοίταξε την παρέα. «Τώρα θα σας δείξω ένα φαινόμενο!» έλεγε η ματιά. «Προσοχή! Ο άνθρωπος που έρχεται από το μέτωπο».
— Λοιπόν συνάδελφε, για πες μας! Τι γίνεται κει πάνω;
Η ερώτηση ήταν εύκολη, η απάντηση δύσκολη. Για λίγες στιγμές ο τραυματίας βρέθηκε σ' αμηχανία. Ήτανε χωριατάκος μικρόσωμος, αστοιχείωτος. Μπορεί και να μην το είχε ποτέ του σκεφτεί πως θα 'πρεπε να μάθει να διηγιέται.
— Ε, τι να γίνεται... Πολεμάνε.
— Χμ! πολεμάνε βέβαια. Και οι Ιταλοί; Δρόμο, ε;
— Τι δρόμο;
— Να, το βάζουνε στα πόδια θέλω να πω.
Ο φανταράκος στάθηκε σκεφτικός.
— Ε, μεριές μεριές φεύγουνε κιόλας, είπε.
Όμως ο ζήλος του Μελετίου είχε ξυπνήσει τώρα για καλά. Δεν ήταν από κείνους που αφήνουν εύκολα μιαν επιθυμία τους ανικανοποίητη.
Από δω τον έχει, από κει τον έχει το φανταράκο, τον κατάφερε κάτι να διηγηθεί. Κι ο φανταράκος διηγήθηκε κουτσά στραβά, με αδέξια συστολή, την ιστορία του τραυματισμού του.
— Ώστε έτσι λοιπόν! Από όλμο! συμπέρανε ο Μελετίου με διάχυση αισθηματική.
— Από όλμο.
— Και στα δάχτυλα!
— Στα δάχτυλα.
Καινούρια κυκλική ματιά θριάμβου στην παρέα από τον Μελετίου. Ο φανταράκος κοίταζε τα φασκιωμένα δάχτυλά του μελαγχολικά· μπορεί και ν' αναρωτιότανε πώς θα κρατάει τώρα τ' αλέτρι, σα γυρίσει στο χωριό, ή πώς θα σπέρνει.
— Ε, παιδί! Φέρε εδώ μια μερίδα λουκουμάδες, στο συνάδελφο!
— Όχι, ευχαριστώ, έφαγα, έκανε ο τραυματίας.
— Δεν πειράζει, τρως άλλη μια. Εγώ κερνάω!
Ντράπηκε κείνος ν' αρνηθεί το κέρασμα. Κι ώσπου να 'ρθουν οι λουκουμάδες, ο Μελετίου τον είχε καταφέρει πάλι κάτι να περιγράψει, εντυπώσεις σκόρπιες από τις μάχες.
— Φωνάζετε «αέρα» όταν ορμάτε στην επίθεση;
— Γιατί να φωνάζουμε;
— Έλληνες δεν είσαστε; Οι Έλληνες, όταν ορμούν στη μάχη, φωνάζουν «αέρα»!
— Μα... γίνεται, βλέπεις, τέτοιος σαματάς. Όλμοι, πολυβόλα, πυροβολικό... Τι να τις κάνεις τις φωνές!
— Όχι, οι Έλληνες στην επίθεση φωνάζουν «αέρα»! Είναι ωραίο!
Το φανταράκι ζάρωσε ντροπιασμένο. Αυτό δεν το είχε συλλογιστεί.
— Και η επίθεση γίνεται βέβαια εφ' όπλου λόγχη, συνεχίζει ο Μελετίου ακατάβλητος.
— Άμα είναι ανάγκη...
— Και οι τσολιάδες, ε; Το τσαρούχι!
— Ποιο τσαρούχι;
— Των τσολιάδων, διάολε!
— Οι τσολιάδες, απάνω, δε φοράνε τσαρούχια.
— Δε φοράνε τσαρούχια;
— Όχι.
— Και γιατί δε φοράνε τσαρούχια;
— Γιατί τα τσαρούχια γλιστράνε στα βράχια. Αρβύλες φοράνε, να, σαν κι εμάς.
Καταπληχτικά πράματα. Ήρθαν οι λουκουμάδες. Σεμνός ο φανταράκος, πήρε το πιρούνι του, έκανε ν' αρχίσει· όμως δεν τ' αποφάσιζε. Με το κεφάλι σκυφτό, περίμενε ολοένα κάτι να τον ρωτήσουν. Ίσως και να φοβότανε πως, παρ' όλα όσα έχει πει, δεν το ξόφλησε ακόμα το κέρασμα.
— Φάε τώρα τους λουκουμάδες σου, κάνει μεγαλόψυχα ο Μελετίου και τον αφήνει ήσυχο για λίγα λεπτά.
Πάνω όμως που ο ανώνυμος συνάδελφος κόντευε να τελειώσει τη μερίδα του, καινούρια εξόρμηση:
— Θα ξαναπάς στο μέτωπο;
— Θα ξαναπάω.
— Σ' αρέσει;
— ...
Η παρέα των γραμματισμένων γέλασε γύρω, με νοήματα σύνθετα: πονηριά, συγκινημένη συμπάθεια, απόκρυφη περηφάνια. Σε λίγες μέρες θα τραβούσανε κι αυτοί για κει πάνω, θα βαφτίζονταν στην κολυμπήθρα των ηρώων. Φρίκη γοητευτική... Κι όμως, ο Μελετίου, κάπου θα τα κατάφερνε πάλι να κολλήσει, ούτε κουβέντα! Όπως σκάλωσε στη συζυγαρχία, θα τα κατάφερνε να χωθεί και σε καμιά γωνιά ακόμη πιο προφυλαγμένη κι άνετη: βοηθός σιτιστή, συσσιτιάρχης, αποθηκάριος, οτιδήποτε. Από το στρατόπεδο της Αγίας Παρασκευής, στην Αθήνα, άλλο δεν έκανε παρά να έχει το ληστρικό μάτι ξύπνιο, το εμπορικό του δαιμόνιο άγρυπνο, ν' αρπάξει την πρώτη ευκαιρία. Όχι πως θα δειχνότανε κατώτερος σε θάρρος από άλλους, αν το 'φερνε η κατάρα να βρεθεί κι αυτός μια μέρα στη ζώνη της φωτιάς. Όμως, από ένα είδος ψυχόρμητο, το θαρρούσε καθήκον απέναντι στον εαυτό του, ζήτημα φιλότιμου, να εξαντλήσει πρώτα κάθε δυνατότητα διαφυγής, κάθε περιθώριο κατεργαριάς, για να ξεχωρίσει έτσι από το κοπάδι των κουτών, που πολεμάνε αδιαμαρτύρητα. Να διατρανώσει την εξυπνάδα του.
— Άλλη μια λουκουμάδες, συνάδελφε;
— Όχι, όχι! έκανε πανικόβλητος ο φανταράκος.
Σηκώθηκε ευχαριστώντας.
— Λοιπόν, καλή τύχη! τον κατευόδωσε ο Μελετίου.
Ο τραυματίας έκανε ένα αδέξιο νόημα γι' αποχαιρετισμό. Ύστερα, τραμπαλίζοντας το σκεβρωμένο του κορμάκι, βγήκε στο δρόμο.
Ο Μελετίου τον είχε ακολουθήσει με τα μάτια ώσπου χάθηκε πέρα. Και τότε είπε στην παρέα, τεντώνοντας τα φρύδια του μ' έμφαση:
— Λοιπόν, είδατε, βρε παιδιά, τι απλοί που είναι οι ήρωες; ούτε που τον πιάνει το μάτι σου αυτόν εδώ. Κι όμως!



«Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ» Απόσπασμα 

«Γύρω παντού σκοτάδι. Να σου λοιπόν και πιάνει τ’ αυτί μου μακριά, μέσα στο βουνό, ένα τραγούδι».
«Αερικό θα ‘τανε...»
«Ένα τραγούδι, μα τι τραγούδι! Δεν ήταν άνθρωπος αυτός που τραγούδαγε έτσι γλυκά, δεν ήταν γυναίκα. Λες κι είχαν ανοίξει τα ουράνια κι ακούγονταν οι άγγελοι. Άλλο να σου λέω κι άλλο ν’ ακούς...»
«Λοιπόν; λοιπόν;» κάνουνε γύρω ανυπόμονα.
«Μπρος να τραβήξω φοβόμουνα, πίσω να κάνω σκιαζόμουν. Με τα πολλά, το παίρνω απόφαση και τραβώ. Κατεβαίνω στη ρεματιά, χώνομαι κάτω από τα δέντρα. Η βρύση ήταν εκειδά να, άκουγα κιόλας το νερό να τρέχει. Στρίβω, που λέτε, τι να δω! Στο βράχο καβάλα, σαν πάνω σε φαρί, μια γυναίκα ασπροφορεμένη καθότανε, κι ήταν αυτή που τραγουδούσε μ’ έτσι αγγελική φωνή».
«Πώς ήτανε; πώς ήτανε;» ρώτησε άπληστα το μισόγυμνο παιδί σταματώντας το φυσερό.
«Δούλευε μωρέ!» χούγιαξε ο σιδεράς.
«Δουλεύω, αφέντη».
Το καμίνι λαμπάδιασε κι η βαριά κοπάνησε το σίδερο βροντώντας.
«Ήτανε ψηλή! Χριστέ μου, τι ψηλή! Κι είχε ξέπλεκα τα μαλλιά της. Στο δεξί κράταγε ένα χτένι, χρυσό χτένι, και χτενιζότανε».
«Λοιπόν; λοιπόν;»
«Εγώ τα χρειάστηκα. Παρατώ χάμου τον κουβά, κάθουμαι πάνω γιατί τα γόνατα δεν με βαστούσαν, και σταυροχεριάζομαι να την κοιτάζω».
«Κι αυτή;»
«Αυτή τραγούδαγε του καλού καιρού. Είναι σε ξέφωτο η βρύση μας, λοιπόν από δω που βρισκόμουν έβλεπα καλά, μ’ όλο που δεν μ’ έβλεπε η λάμια».
«Δεν ήτανε λάμια. Νεράιδα ήτανε», διόρθωσε με ύφος έμπειρο ο ζευγάς. «Η λάμια δεν τραγουδάει».
«Κι ήταν όμορφη;» ρώτησε πάλι το παιδί χωρίς όμως ν’ αφήσει το φυσερό.
«Όμορφη λέει! Έλαμπε γύρω ο τόπος, λες κι είχε φανεί το φεγγάρι».
«Ο εξαποδώ παίρνει πολλά σχήματα για να μας βάλει σε πειρασμό», παρατήρησε δογματικά ο καλόγερος.
«Και δεν της μίλησες;»
«Να της μιλήσω; Κύριε ημών Ιησού Χριστέ! Τι λες, κακορίζικε; Για να μου πάρει τη μιλιά;»





Ταξίδι με τον Έσπερο*


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ με τον Έσπερο ανήκει στα μυθιστορήματα της εφηβικής ηλικίας. Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι όλα έφηβοι. Ο βασικός ήρωας Γλαύκος Πετροχωρίτης, ορφανός από γονείς, έρχεται με τη θεία του κ. Σαλάνη στο παλιό αγρόκτημά τους έξω από το Ναύπλιο, για να ξεκουραστεί. Η υγεία του είναι λίγο κλονισμένη και υποφέρει από αϋπνίες.


«Αν είμαστε τυχεροί»

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, παρουσιάστηκε ο Ντόντος Πιτσιλάς. Δεν είχε αφήσει να περάσουν ούτε σαρανταοχτώ ώρες από την πρώτη του επίσκεψη. Καινουριοντυμένος, με τα μαλλιά του βρεμένα, τσιτωτά, την πινελιασμένη φούντα στην κορφή, πήδηξε απ' τ' αμαξάκι του, χτύπησε πρόσχαρος την ξώπορτα.

Ερχότανε να πάρει το Γλαύκο, καθώς το είχε υποσχεθεί. Πρέπει να ήτανε πολύ περήφανος για την καινούρια του αυτή γνωριμιά. Τα μάγουλά του, καθώς μιλούσε, είχανε κοκκινίσει, όμως έμοιαζε ξεθαρρεμένος. Πρότεινε να πάνε πρώτα στο σπίτι του· ύστερα, όπου θα του άρεσε του Γλαύκου.

Ξεκίνησαν πολύ ανάλαφροι. Στο διάστημα της μιας ημέρας που είχανε να ιδωθούν, η σχέση τους αντί να κρυώσει έμοιαζε να έχει ζωηρέψει. Έλειπε από μέρος του Γλαύκου η εχθρική επιφύλαξη· κι ο Ντόντος, υποταχτικός πάντα και θαμπωμένος μπροστά στο είδωλο που ήτανε γι' αυτόν τώρα το παράδοξο τούτο παιδί, ένιωθε ωστόσο τη γλώσσα του να λύνεται.

Διασχίσανε τον κάμπο από μεριές που δεν τις ήξερε ο Πετροχωρίτης. Ο αέρας του αίθριου πρωινού, η άνετη μετατόπιση μέσα στο διάστημα, λυτρώνανε την καρδιά από κάτι στοιβαγμένα εκεί κατακάθια. Κι ανέβαινε μια στάλα στην εκτίμησή του ο φουκαράς αυτός, που τόσο καλά, τόσο σίγουρα ήξερε να βρίσκει το δρόμο. Ήτανε πραγματικά, όπως τον είχε παινέψει η μάνα του, πολύ περιποιητικός.

— Θα σας κρατούσα το μεσημέρι να φάμε στο σπίτι, μα δεν ξέρω αν αυτό θα σας έκανε ευχαρίστηση. Μπορεί να σας αρέσουμε, μπορεί κι όχι. Γιατί να σας στενοχωρήσω;

— Δεν είναι αυτό, μα θα με περιμένει η θεια μου. Δεν την ειδοποίησα.

— Ξέρετε, η Φανή θα χαρεί υπερβολικά που θα σας γνωρίσει! Έσκασε προχτές που δεν μπόρεσε να 'ρθει μαζί μας.

Πολύ τόπο στη ζωή του Ντόντου Πιτσιλά πρέπει να έπιανε η αδερφή του. Στα δυο τρίτα του δρόμου όλο γι' αυτήν μιλούσε. Πώς έκανε σαν της διηγήθηκαν προχτές, μητέρα κι αδερφός, τα καθέκαστα της επίσκεψής του, πόση ήταν η περιέργειά της να γνωρίσει το Γλαύκο Πετροχωρίτη, τι έλεγε για το ωραίο καλοκαίρι που θα περνούσανε μαζί. Κατά τα λεγόμενα του Ντόντου, έπρεπε να έχει όλα τα χαρίσματα του κόσμου η Φανή: έξυπνη, χαριτωμένη, καλόκαρδη, μορφωμένη, διασκεδαστική, τίποτα δεν της έλειπε. Ο Γλαύκος προσπάθησε να τη φανταστεί: Να μοιάζει άραγε τ' αδερφού της;

Η περιέργειά του δεν άργησε να ικανοποιηθεί. Από το σπίτι του ίσαμε το χτήμα του Πιτσιλά η διαδρομή δεν είχε βαστήξει παραπάνω από μισή ώρα. Πίσω από ένα λόφο που στρίψανε με τ' αμαξάκι, στο βάθος απέραντου αμπελιού, το σπίτι πρόβαλε άσπρο, δίπατο, φαρδύ. Περιστέρια το φέρνανε γύρω. Η Φανή Πιτσιλά, που θα είχε βέβαια στήσει καρτέρι από κανένα παράθυρο, περίμενε κιόλας χαμογελαστή στην πόρτα του περιβολιού.

— Ντόντο! γιατί αργήσατε;

Ήταν ένα κορίτσι λιγνό, μέτριο σ' ανάστημα, με πλούσια μαλλιά ξανθοκόκκινα, φτενή μυτούλα, που στράβωνε κωμικά κατά το ένα μάγουλο. Το πρόσωπό της ήτανε γεμάτο φακίδες, τα στρογγυλά ματάκια της παιχνίδιζαν έξυπνα και χαρούμενα. Δεν ήταν όμορφη, καθόλου. Όμως είχε μια κάποια γλύκα αισιόδοξη, που την έκανε με το πρώτο συμπαθητική. Μεγαλύτερη από τον Ντόντο ένα χρόνο —είχε σφαλιστά τα δεκαεφτά της— δεν έμοιαζε ακόμα κοπέλα δεμένη. Κάτι το αδιόρατα καχεκτικό είχε στην ασυνήθιστη αδυναμία του κορμιού της, την κρυμμένη επιτήδεια από μια κομψότητα στο ντύσιμο σοφή, μιαν αφέλεια πολιτισμένη.

Έδωσε το στενό, ανάλαφρο χεράκι της στο Γλαύκο, που ήτανε θερμό στην αφή κι είχε ξερό δέρμα. Το πρόσωπό της, σ' αντίθεση με το περιποιημένο ντύσιμό της, το είχε αδέξια πουδράρει. Η στραβή μυτούλα έμοιαζε σαν αλευρωμένη, κι αυτό την έκανε κωμική.

— Πολύ χαίρομαι που ήρθατε! φώναξε ειλικρινά, ενώ τραβούσε το φίλο του αδερφού της προς το σπίτι δίχως να βιάζεται να του αφήσει το χέρι. Στη σανιδένια πεντακάθαρη σκάλα που ανέβαζε στο πρώτο πάτωμα, βάλθηκε να τρέχει με το επιδειχτικό νάζι που έχουν συχνά τ' άσχημα κορίτσια. Έτρεχε πηγαίνοντας μπρος και σύγκαιρα μιλούσε στα δυο τ' αγόρια, που την ακολουθούσαν. Θα φάει μαζί τους ο Γλαύκος το μεσημέρι; Όχι; Τι κρίμα! Κι αυτή που είχε μαγερέψει μόνη της, για να τον περιποιηθεί. Είχε φτιάξει πέρδικες σωτέ. Τις τρώει τις πέρδικες; Ω! αυτοί τις συνηθίζανε πολύ. Ο Ντόντος φταίει: Έπρεπε να τα κανονίσει, να ειδοποιήσει την κυρία Σαλάνη. Αν στέλνανε το γιο του σέμπρου* τους να της το πει; Δεν ήτανε μακριά. Μια ώρα να πάει, μια να 'ρθει. Και θα περάσουν όλη την ημέρα μαζί. Τ' απόγεμα θα πάνε και περίπατο με τ' αμαξάκι. Στο χωριό θα πάνε. Του αρέσει το χωριό; Ή όχι, καλύτερα να πάνε στιςΠικροδάφνες*. Είναι πολύ όμορφα, πολύ ρομαντικά στις Πικροδάφνες. Τ' αρέσουν οι Πικροδάφνες; Δεν τις ξέρει; Τότε δεν ξέρει τίποτα. Είναι θαύμα το ηλιοβασίλεμα από τις Πικροδάφνες.

— Φανή, δεν ξέρεις τι λες! έκανε μ' εμβρίθεια  ο Ντόντος. Στις Πικροδάφνες δεν έχει κανείς πού να καθίσει. Στο γεφυράκι θα πάμε.

— Όχι, όχι στο γεφυράκι! Άκου στο γεφυράκι! Τρελαθήκατε, καλέ, να πάμε στο γεφυράκι; Θα μας φάνε τα κουνούπια!

— Δεν έχει κουνούπια στο γεφυράκι.

— Έχει.

— Εγώ προχτές ήμουν, σου λέω λοιπόν...

Στο μεταξύ, είχανε φτάσει στο σαλόνι, όπου τους περίμενε όρθια στο κατώφλι κι επίσημη η κυρία Πιτσιλά. Υποδέχτηκε εγκάρδια το Γλαύκο, με την ίδια διάκριση που θα υποδεχόταν έναν μεγάλο. Του είπε τη λύπη της που δεν ήτανε σήμερα εδώ κι ο άντρας της, να τον γνωρίσει.

Έλπιζε όμως ότι, στο εξής, θα είχανε την ευκαιρία να βλέπονται συχνά.

— Γιατί είμαστε και μακρινοί συγγενείς, να το ξέρεις. Και βάλθηκε να εξηγεί πάλι τους οικογενειακούς δεσμούς, που φάνηκαν στον ανιψιό της κυρίας Σαλάνη κάπως πολύπλοκοι κι αόριστοι. Όμως η ατμόσφαιρα της υποδοχής ήτανε πολύ θερμή, υπερβολικά ίσως. Ο Γλαύκος ένιωθε τον εαυτό του εδώ μέσα πρόσωπο σημαντικό.

Τον τρατάρησαν* γλυκό του κουταλιού κι ύστερα τον πήρανε οι τρεις εν σώματι, να του κάνουν το γύρο του περιβολιού τους. Ήτανε μεγάλο, φτιαγμένο με φροντίδα σχεδόν σπάταλη. Σπάνια είδη τριαντάφυλλα, λουλούδια για όλες τις εποχές. Η Φανή είχε τα ευνοημένα της φυτά, που τα περιποιόταν μονάχη της. Άκουγες το μαγκάνι* να δουλεύει πιο πέρα, για να ποτίζει τον λαχανόκηπο. Παγκάκια πελεκημένα σε ξύλο χοντρό, περίμεναν κρυμμένα κάτω από λεμονιές, νεραντζιές, πορτοκαλιές. Σε σύγκριση με τούτο εδώ, το χτήμα των Πετροχωρίτηδων, το παραμελημένο τόσα χρόνια, άφηνε στο νου μια θύμηση χέρσα κι αγριωπή.

Πρόσχαρη ήταν η τραπεζαρία, άστραφτε στον ήλιο. Ώσπου να γυρίσουν από το περιβόλι, όλα είχαν ετοιμαστεί σαν από μαγεία. Στη μέση ένα μεγάλο ανθογυάλι μενεξελί διάφανο, βάσταζε μιαν αγκαλιά τριαντάφυλλα που ξεφυλλίζονταν πάνω στο κολλαριστό μεσοτράπεζο. Μυρωδιά ανάλαφρη διάνευε στον αέρα, σαν από μέλι που αργολιώνει κι εξατμίζεται στον ήλιο. Η κυρία Πιτσιλά όρισε μ' εθιμοτυπική σοβαρότητα τις θέσεις. Ήτανε φανερό πως η οικογένεια είχε βάλει πέρα για πέρα τα καλά της, να κάνει στον ξένο της εντύπωση.

— Ο κ. Πιτσιλάς έρχεται τα Σαββατοκύριακα, δήλωσε η κυρία ενώ σερβίριζε. Το επάγγελμά του (είναι γιατρός), δεν του επιτρέπει να λείπει στην εξοχή όλο το καλοκαίρι. Μονάχα το φθινόπωρο μένει δεκαπέντε μέρες εδώ, ύστερα φεύγουμε όλοι μαζί.

Σήμερα το ύφος της ήταν αλλιώτικο. Δεν είχε πια την ευτράπελη* εκείνη ελαφρότητα που σημείωσε τόσο δυσάρεστα ο Γλαύκος όταν την πρωτόδε. Κρατούσε το ρόλο της οικοδέσποινας με κάποιο στόμφο. Στην υπηρέτρια, που έφερνε τις πιατέλες, έδινε οδηγίες σύντομες, με φωνή πνιχτή, κάποτε με τα μάτια μόνο. Φανερό πως ήθελε να μιμηθεί την κυρία Σαλάνη.

Τις πέρδικες τις σερβίρισε μονάχη της η Φανή, αφού ήτανε και προσωπικό της έργο. Με τα ολοστρόγγυλα ματάκια της καρφωμένα στο Γλαύκο, περίμενε εναγώνια την εντύπωση. Άλλωστε, από την αρχή, δεν έκανε άλλο παρά, φανερά ή κρυφά, να τον κοιτάζει. Τα χεράκια της, τα φακιδιασμένα και ξερά, τρέμανε όσο που ν' ακουστεί η επιδοκιμασία του ξένου.

— Καλές είναι, είπε, ακριβός στα λόγια του.

Αναστέναξε ανακουφισμένη η Φανή και το μουσούδι της φωτίστηκε. Η πρώτη φλυαρία της την έπιασε πάλι.

— Λοιπόν, στο γεφυράκι τ' απόγευμα, έκανε ο Ντόντος με το μούτρο χωμένο στο πιάτο του.

— Θα πάτε στο γεφυράκι; ρώτησε η κυρία Πιτσιλά.

— Γιατί να μην πάμε στις Πικροδάφνες; Κρίμα! παραπονέθηκε η Φανή.

— Στις Πικροδάφνες, αν δεν μπούμε στου συνταγματάρχη, δεν έχει κανένα νόημα.

— Ω, όχι, όχι στου συνταγματάρχη! κάνει η Φανή και κοιτάζει ανήσυχη το Γλαύκο.

— Μην ακούω ανοησίες, έκανε κοφτά η κυρία Πιτσιλά. Στου συνταγματάρχη, ξέρετε πως δεν μπαίνει κανένας. Λοιπόν;

— Μα γιατί; ρώτησε απορημένος ο Γλαύκος.

Του έκανε εντύπωση που τους είδε να σωπαίνουν. Μητέρα και κόρη είχανε κοιταχτεί μια στιγμή.

— Ο συνταγματάρχης είναι ιδιόρρυθμος άνθρωπος, είπε τέλος, ύστερα από σκέψη, η κυρία Πιτσιλά.

— Εγώ δεν το καταλαβαίνω αυτό, έκανε μέσα στα δόντια του ο Ντόντος.

— Τι δεν καταλαβαίνεις;

— Αυτή την... ιδιοτροπία του συνταγματάρχη.

— Μα Ντόντο!... από πού σε φέραμε; δαγκώθηκε η Φανή.

— Άφησέ τον. Κάνει τώρα τον ανήξερο.

— Γιατί; Σάμπως ξέρω;

— Αυτό που ξέρεις φτάνει, δήλωσε κατηγορηματικά η μητέρα του. Ξέρεις πως οι ξένοι, εκεί, δεν είναι ευπρόσδεκτοι. Αφού εγώ, που ήμουνα τόσο συνδεδεμένη με τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του...

— Δεν πηγαίνετε λοιπόν ούτε σεις εκεί; ρώτησε ο Γλαύκος για να την κάνει να μιλήσει.

Η κυρία Πιτσιλά βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ξεροκατάπιε, έσιαξε την πετσέτα της.

— Παιδί μου, λέει τέλος, πρέπει να ξέρεις, εφόσον είσαι κι εσύ ντόπιος, πως ο συνταγματάρχης είναι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος. Στους δυστυχισμένους πρέπει πολλά να συγχωρεί κανείς. Βέβαια, αν εγώ αποφάσιζα να πάω, δεν θα του περνούσε από το νου να μου κλείσει την πόρτα. Όμως ξέρω την επιθυμία του, γιατί να τον δυσαρεστήσω;

— Και οι δικοί του, δεν υποφέρουν από την απομόνωση;

— Ο Θεός ξέρει. Υποθέτω. Ένα κορίτσι δεκαεφτά χρονών —είναι στην ηλικία της Φανής η Δανάη— και δυο άλλα μικρότερα, που θα 'χαν ανάγκη κι αυτά, σαν παιδιά, να σχετιστούν... Ο Θεός ξέρει.

Σώπασαν. Έτρωγαν παραδομένοι στους στοχασμούς τους.

— Είναι χρόνια κλεισμένος έτσι; ρώτησε ο Γλαύκος.

— Δυο χρόνια, αποκρίθηκε η κυρία Πιτσιλά κι έγνεψε στην υπηρέτρια να σηκώσει τα πιάτα.

Τ' απομεσήμερο στάθηκε για το Γλαύκο λιγότερο ευχάριστο από το πρωινό. Η οικογένεια Πιτσιλά σα να είχε αδειάσει. Φανερό πως δεν ήταν από τους ανθρώπους που όσο τους γνωρίζεις κερδίζουν. Η περιποίησή τους όμως δεν κουράστηκε ούτε στιγμή. Τον έβαλαν να πλαγιάσει στο δωμάτιο για τους ξένους κι ο Ντόντος, κλείνοντας την πόρτα, τον ειδοποίησε πως σα θα ξυπνούσε, τ' αμαξάκι θα ήτανε κιόλας ζεμένο.

— Για να μην αργήσετε να γυρίσετε, εξήγησε, κι ανησυχεί η θεια σας. Αν κι έχει φεγγάρι...

Καθώς όμως έκανε να κλείσει το πορτόφυλλο, μετάνιωσε, έριξε μια ματιά στο διάδρομο και μπήκε πάλι στην κάμαρα πατώντας στα νύχια.

— Ακούστε. Ύστερα από το γεφυράκι, σα θ' αφήσουμε εδώ τη Φανή και θα σας πηγαίνω σπίτι σας, θα σας περάσω μια βόλτα κι από τις Πικροδάφνες...

— Α...

— Ναι. Όμως μη τους πείτε τίποτα! έκανε δείχνοντας έξω. Θα ιδείτε... Είναι μαγεία. Έχει και φεγγάρι απόψε. Ποιος ξέρει... Μπορεί ν' ακούσουμε και μουσική. Αν είμαστε τυχεροί...

Χαμογέλασε κι έφυγε αθόρυβα, ακροπατώντας.

ΑΠΟ http://www.tovima.gr/

ΤΟ ΚΑΤΙΝΑΚΙ Διήγημα


Το βασίλειό της, φυσικά, ήταν η σκάλα της υπηρεσίας. Ένα κλουβί ψηλό-ψηλό, τετράγωνο, αρματωμένο γύρω-γύρω με σίδερα. Όταν σήκωνες ανάσκελα το κεφάλι, μα τόπο πολύ που να σου πονέσει ο σβέρκος, έβλεπες, εκεί, ψηλά, πολύ ψηλά, ένα κομμάτι γαλάζιον ουρανό, κομμένο στις τέσσερες πλευρές σα με το μαχαίρι. Γυάλιζε η τετράγωνη πλάκα τ΄ ουρανού ολοκάθαρη, σμαλτωμένη, - ψυχή μου! - λες και την είχανε σφουγγαρίσει με μανία αποβραδίς οι άγγελοι. Αχ, τι ωραία που ήταν! Όμως κι όταν η πλάκα θάμπωνε από συννεφιά, κι όταν μελάνιαζε κακιωμένη από το μπουρίνι, κι όταν η βροντή κυλιότανε μουγκά, φοβερίζοντας - μάννα μου! - πάλι τοΚατινάκι τραγουδούσε.

- Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι, π΄ ανάθεμά το, αυτό το δουλάκι του δεύτερου!

Ήτανε ξεμυαλισμένο, ούτε λόγος. Χαιρότανε και τη λιακάδα και τη μπόρα. Μέσα στα νερά της βροχής, που κρουνελιάζανε σαν καταρράχτες από τα λούκια και τα σιδερένια πλατύσκαλα, εκείνο πλατσούριζε ξεμυαλισμένο, μπήγοντας ψηλές-ψηλέςφωνούλες σα γαρδέλι που το μπουχίσανε και ξαφνιάστηκε. Και πάλι το τραγούδι, τ΄ άσωστο τραγούδι.

Αθήνα και πάλι Αθήνα Αθήνα μ΄ αρέσεις πολύ! ... 

Της άρεσε η Αθήνα, αυτό ν΄ ακούγεται. Ήξερε απ΄ έξω κι ανακατωτά το μπακάλη, το μανάβη, το φούρναρη. Ήξερε και τα τρία παιδιά της κυρίας Παρασκευής του μοίραρχου, αντίκρυ. 

Ήξερε και τον συνοικιακό κινηματογράφο, τρία τετράγωνα πιο πέρα. Εκεί έτρεχε, με την ψυχή στο στόμα, κάθε δεκαπέντε, που είχε την έξοδο. Αχ, και που να ήταν από πουθενά η μάνα της να τη βλέπει πόσο μορφωμένη είχε γίνει τώρα, εδώ στην Αθήνα!

Στην είσοδο, όταν συναντιότανε με τον καθηγητή της Γαλλικής που καθότανε στο ισόγειο, θα 'βρισκε πάντα την ευκαιρία να του πει «μερσί». - Πες-πες, συλλογιζόταν, να ιδείς που μια μέρα θα τα καταφέρνω και στα Γαλλικά. Αμ τι νόμισες!

- Κατίνα! Βρε θεοσκοτωμένη, που είσαι;

Πάει, ξεχάστηκε! Η κυρά της, με τα μούτρα γυαλιστερά σαν αυγό λαδωμένο, πασαλειμμένη κρέμες, έφερνε βόλτα τις κάμαρες να τη βρει.

- 'Aνοιξε, μωρέ, η γη και σε κατάπιε;

- Έφτασα, έφτασα! έμπηξε μια τσιριχτή φωνούλα, για να κερδίσει καιρό, και φρρτς! έχωνε βιαστικά στο μπαουλάκι το κομμάτι από τον καθρέφτη και το χτένι. Αχ, κρίμα, κι ό,τι πήγαινε να το πετύχει αυτό το καινούργιο χτένισμα!

- Έφτασα!

Τσακίζεται να κατέβει, όμως είναι, βλέπεις, κι αυτή η ψηλοκρεμαστή σκαλίτσα, που τρέμει ολάκαιρη σαν πατάς, και πιάνεται η πνοή σου.

Κούρνιαζε σ΄ ένα είδος πατάρι, πάνω από την κουζίνα, αντάμα με μια παλιά κασέλα όπου χώνανε τ΄ άπλυτα. Δεν της ερχόταν άσχημα. Φλωριά να της δώσεις ν΄ αλλάξει κάμαρα, δε θα θελήσει. Την έχει τόσο αγαπήσει αυτήν εδώ! Ίσα-ίσα στα μέτρα της, κι ας μη μπορείς να σταθείς παρά μονάχα καθισμένος. Όμως τι έχει να κάνει; Εδώ, νιώθει τον εαυτό της μόνον, ήσυχο, ασφαλισμένο. Έχει το μπαουλάκι της, το κομμάτι του καθρέφτη, το χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εικονογραφημένα περιοδικά και - Θε μου, ναι! - κι ένα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια αληθινή. Όταν τη βλέπει να παραλιγοστεύει, της βάζει μέσα νερό.

Όχι, όχι, καθόλου δεν είναι δυσαρεστημένο το Κατινάκι. Η κυρά της έχει τις ώρες της, όπως όλες οι κυράδες, όμως είναι καλή. Συχνά τυχαίνει, την ώρα που κάθεται στην τουαλέτα της και μακιγιάρεται, να έρθει πίσω της να σταθεί και το Κατινάκι, τεντώνοντας τα μάτια από θαυμασμό. Ζητάει εξηγήσεις, λεπτομέρειες. Της δίνουν. Ύστερα ξεθαρρεύεται:

- Κυρία, σήμερα, που πήγαινα στο μπακάλη, ένας, μου είπε στο δρόμο: «Κουκλίτσα μου, τι ωραίο σωματάκι που έχεις!» Αλήθεια, κυρία έχω ωραίο σωματάκι;

- Ωραίο έχεις, Κατινίτσα, ωραίο.

Η κυρά της ξεκαρδίζεται στα γέλια χωρίς αυτό να το πάρει ηΚατινίτσα από κακό. Ρίχνει μια ματιά μονάχα στον ψηλό καθρέφτη και κορδώνεται. ’λλοτε πάλι:

- Κυρία, μου είπανε πως έχω ωραία μαλλιά. Αλήθεια;

-Αλήθεια, ου! Θαύμα!

Και δώστου γέλια. Και το Κατινάκι είναι ευτυχισμένο.

- Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι τ΄ αφιλότιμο, γκρίνιασε πάλι τ΄ απόγεμα ο κύριος Παντελής. Μέσα στον καφέ που μου έφερε βρήκα μια μύγα.

- Είναι για το διάολο πεσκέσι, συμφώνησε εμπιστευτικά η κυρίαΝτίνα, όμως ας κάνουμε καμιά φορά και τον κουτό. Με τόσα που της δίνουμε, πού θα βρούμε άλλη;

- Δε σου λέω...

- Έπειτα, έχει ένα καλό: Είναι πρόθυμη. Ό,τι της πεις, τσακίζεται. Κι αγαπάει το σπίτι σα να 'ναι δικό της. Όσο για τις αδυναμίες της, τι σε νοιάζει εσένα; Της περνάει η ιδέα πως είναι όμορφη. 'Aσε την να νομίζει. Κόρη μας είναι για να της βάλουμε μυαλό;

- Μωρέ τι όμορφη, που είναι σωστή μαϊμού! Το τακουνάκι της έλειψε και το τσαντάκι, σαν έχει έξοδο. Δεκατριών χρονών πράμα!

- Ε λοιπόν εγώ τι να σου πω: Το κάνω γούστο!

Και γέλασαν μαζί, καλόκαρδα.

Η προθυμία της Κατινίτσας έλαμψε σ΄ όλη την αίγλη της τις ημέρες που άρχισε κάτω στο δρόμο το σύμπυκνο τουφεκίδι. Έμοιαζε πολιορκημένο το σπίτι. Ο δρόμος, που άλλοτε άρχιζε να ζει χαρούμενα με το πρωί τραγουδιστός από τις φωνές του γαλατά, της χορταρούς, του μανάβη, ερημώθηκε. Έβλεπες, εκεί στη γωνιά, ταμπουρωμένους ανθρώπους να γεμίζουνε τα όπλα τους, να φερμάρουν για ώρα με προσοχή, κ΄ ύστερα, σκύβοντας γοργά, ν΄ αμολάνε το σμπάρο. Τις νύχτες, το πράμα ήταν ακόμα πιο άγριο, τα όπλα τινάζανε γλώσσες φλόγινες κι΄ αντιφέγγιζαν οι τοίχοι.

Τις πρώτες ημέρες, τις περάσανε με προμήθειες. Ύστερα, κι ενάντια σ΄ όλες τις προβλέψεις, το πράμα παρατράβηξε, το κελάρι άρχισε ν΄ αδειάζει.

- Παντελή, είπε η κυρία Ντίνα νευριασμένη, πρέπει να φροντίσουμε κι εμείς για κανένα ψώνιο. Από τ΄ άλλα πατώματα, αρχίσανε να βγαίνουν. Χτες είδα τον καθηγητή της Γαλλικής που έφερνε πρωί-πρωί δυο ωραιότατα κουνουπίδια.

- Δεν πιστεύω να νομίζεις, αγαπητή μου, πως θα πάω να σκοτωθώ για ένα κουνουπίδι! Αυτό δεν ήταν ούτε καν ηρωικό.

- Να πάω εγώ, κυρία! πετάχτηκε το Κατινάκι.

Ο αφέντης κι η κυρά της κοιτάχτηκαν.

- Η αλήθεια είναι, είπε εκείνος ήσυχα, πως όλες οι κοπέλες της γειτονιάς αρχίσανε να βγαίνουν. Βέβαια, αυτό μπορεί να βαστάξει κι ένα μήνα...

Και το Κατινάκι βγήκε. Την πρώτη μέρα έφερε κουνουπίδια και ξύλα για τη φωτιά. Τη δεύτερη, κονσέρβες. Παραφύλαγε την πρωινή ώρα, που το ντουφεκίδι δεν είχε ακόμα ανάψει για καλά. Τραβούσε τρέχοντας, τοίχο-τοίχο. Σαν έφτανε σε μια γωνιά. στεκότανε, παραμόνευε. Ύστερα, γοργά, έπαιρνε τη βουτιά του, μπήγοντας μια τάχα τρομαγμένη φωνούλα. Και συνέχιζε την τρεχάλα, χοροπηδώντας χαρούμενα, παίζοντας κούνια το κρεμασμένο στο μπράτσο δίχτυ.

- Η άγνοια του κινδύνου! Παρατήρησε δογματικά ο κύριος Παντελής που είχε ενδιαφερθεί μια μέρα να παρακολουθήσει την έξοδο από το παράθυρο.

- Μωρέ αυτή μου λες; είπε η κυρία Ντίνα. Δώσ΄ της δρόμο και παρ΄ της την ψυχή! Σπίτι μονάχα μη της λες να κάθεται. Είναι ο μεγαλύτερος της εχθρός.

Γύριζε γεμάτη ανέκδοτα, περίεργα, ειδήσεις. Στο φούρνο είπανε τούτο και τ΄ άλλο. Είδε δυο σκοτωμένους. Τα φύλλα έγραφαν πως αύριο πρωί θα γίνει ανακωχή.

Η ανακωχή όμως δεν γινόταν, και το Κατινάκι αλώνιζε τους δρόμους, τρέχοντας σύρριζα στους τοίχους σαν ποντίκι, δρασκελώντας τα σταυροδρόμια χοροπηδητό. Το έκανα πολύ χάζι αυτό το κυνήγι με τις σφαίρες. Τις άκουγε να βιτσίζουνε τον αέρα σα χρυσόμυγες ζαλισμένες από το λιοπύρι. Έσκυβε το κεφάλι, καθώς όταν έπιανε η μπόρα, άλλοτε. Φτάνοντας σπίτι, είχε γοργή την ανάσα, τα μάγουλα κόκκινα, και τα μάτια της άστραφταν θριαμβικά.

- Δε φοβάσαι, βρε Κατινάκι; τη ρώτησε μια μέρα η κυρία μοιράρχου που τη βρήκε ταμπουρωμένη στην πόρτα της.

- Α μπα! τι να φοβηθώ καλέ; Δε με πιάνουν εμένα στο σημάδι.

Καθώς όμως η κατάσταση χρόνιζε, ο κύριος Παντελής θυμήθηκε και τους γονιούς του. Ήτανε γέροι, απομονωμένοι σε μια συνοικία μακρινή, ένα μήνα τώρα δεν ήξερε τι γίνονταν: ζούνε, πέθαναν, έχουνε να φάνε;

- Πρέπει να πεταχτώ ως εκεί, δήλωσε ένα πρωί δραματικά.

- Αυτό μας έλειπε! τον αποπήρε η κυρία Ντίνα. Να πας να σκοτωθείς για δυο γέρους ανθρώπους. Αυτοί, την έζησαν πια τη ζωή τους. Ενώ, εσύ, έχεις ακόμα υποχρεώσεις.

- Ας είναι! το μόνο που μ΄ εμποδίζει να βγω είναι που δεν θα ξέρω στο μεταξύ τι γινόσαστε σεις εδώ πέρα.

- Καλά που το λες! Κάτσε στ΄ αυγά σου.

- Ναι, βρε παιδί μου, αλλά πώς να σου πω: Ανησυχώ και για κείνους...

Φυσικά, το Κατινάκι, πετάχτηκε πάλι στη μέση, προπετέστατο:

- Να πάω εγώ, κύριε! Θέλετε:

- Πας, μωρέ;

- 'Aκου λέει! Πως δεν πάω!

Και πήγε. 'Aργησε κάπως να γυρίσει. Αυτό τους έβαλε σ΄ έγνοιες, αρχίσανε να έχουνε τύψεις.

- Τώρα θέλω να πάθει τίποτα, ο μη γένοιτο, είπε νευριασμένη η κυρία Ντίνα, και να σε κυνηγάει η μάννα του. Που φαγώθηκες πια σήμερα με τους γέρους σου κι εσύ:

Ο κύριος Παντελής έκοβε βόλτες σε μεγάλη ψυχικήν αγωνία.

Ευτυχώς γύρισε το Κατινάκι· γύρισε γελαστό, όμως χλωμότατο. Κρατούσε ένα μαντήλι και κάθε τόσο έσκυβα να σκουπίζει τη δεξιά του γάμπα.

- Τι έπαθες, ρε θεοπάλαβο;

Αχ, άστε τα: Εκεί που έφτανε στο σπίτι των γέρων, να 'σου και σκάει μπροστά στα πόδια του ένα πράμα, Θε μου, ξέρω κι εγώ τι ήταν; Έκανε μια φωτιά μεγάλη, πολύ μεγάλη. Θεόρατη. Και κρότο! Την πήρανε στη γάμπα, ξώφαρσα ευτυχώς τα «βλήματα».

- Θραύσματα! θραύσματα θέλεις να πεις φώναξε απελπισμένος ο κύριος Παντελής. Φέρτε το οινόπνευμα! Βρε που να πάρει η οργή! Τι ήθελα εγώ που σ΄ έστελνα;

- Εσύ την έστειλες; στρίγγλισε υστερικά η κυρία Ντίνα. Αυτό το ξεμυαλισμένο φταίει, που δε μπορεί να μαζευτεί από τους δρόμους! Παιχνίδι το πέρασε.

- Καλέ δεν είναι τίποτα, κυρία! γέλασε το Κατινάκι. Να, σταμάτησε κιόλας το αίμα.

- Ο Θεός να μας φυλάει μόνον από καμιά μόλυνση, είπε ταραγμένος ο κύριός της καθώς της έβαζε οινόπνευμα με τοβαμπάκι. Που έπιασες κι έβαλες αμέσως απάνω τοβρωμομάντηλό σου! Ωχ, Θε μου, μπελάδες!

Η κυρία Ντίνα όμως είχε πολύ ταραχτεί. Το έστρωσε τοΚατινάκι σ΄ ένα βρισίδι άγριο, πρωτοφανέρωτο, για να ξεθυμάνουνε τα νεύρα της. Σκουπίδι το έκανε. Και το έστειλε να πλαγιάσει στο πατάρι.

Ούτε μόλυνση, ούτε τίποτα. Την άλλη μέρα, κόκορας πάλι πρωί-πρωί, το Κατινάκι. Μόνον που ήταν ακόμα χλωμό, πολύ χλωμό. Τα μάτια του, κρατούσαν ένα εκστατικό τέντωμα τρόμου. Δεν τραγουδούσε πια.

Τρεις μέρες αργότερα, όλα τελείωσαν κατ΄ ευχή. Ο κανονικός ρυθμός της ζωής ξανάρθε στο σπίτι. Μπορούσανε τώρα να βγαίνουν ελεύθερα, να περνάνε το δρόμο. Ήτανε πολύ καλοδιάθετος ο κύριος Παντελής.

-Χωρίς τα ψέματα, δήλωσε της γυναίκας του εμπιστευτικά. Το παιδί αυτό, το Κατινάκι, μας είναι πολύ χρήσιμο κι αφοσιωμένο. Πρέπει να το περιποιηθούμε.

Πάνω σ΄ αυτά, η πόρτα ανοίγει και το Κατινάκι παρουσιάζεται. Είναι στολισμένο για έξω, τακουνάκι, γοβάκι, όλα στην εντέλεια. Έχει και μια στάλα κολώνια πάνω του, ξεθυμασμένη. Κάτω από το λιγνό μπράτσο σφίγγει ένα μπογαλάκι.

- Για πού, Κατινάκι: Έχεις σήμερα έξοδο;

- Όχι, κυρία.

- Αμ τότε;

Κατέβασε τα μάτια του.

- Θα φύγω, κυρία. Θα φύγω από το σπίτι σας.

Ο κύριος Παντελής κ΄ η κυρία Ντίνα αλληλοκοιτάχτηκαν.

- Γιατί, βρε Κατινάκι;

- Έτσι κυρία.

Δε μπόρεσε να δώσει άλλες εξηγήσεις. Δεν ήξερε ούτε κι αυτό. Το μόνο που ήξερε, ήτανε πως δε μπορούσε πια να μείνει εδώ, όχι.

Βάλανε τα δυνατά τους να το πείσουν, στάθηκε αδύνατο. «Θα φύγω, κυρία» αποκρινότανε στερεότυπα, «θα φύγω», τίποτ΄ άλλο. Τα μάτια του ήτανε τεντωμένα πάντοτε και σα γεμάτα τρόμους.

Κι έφυγε. Κάτω στο δρόμο, ακούστηκε το τακουνάκι του να τυμπανίζει το πεζοδρόμιο, ρυθμικά, σοβαρά, γεμάτο αξιοπρέπεια. Ήτανε τώρα πια το βάδισμα ενός ώριμου ανθρώπου. 



Η ΛΑΤΕΡΝΑ ΓΛΥΚΟΛΑΛΕΙ (M. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ - Α. ΤΕΡΖΑΚΗΣ)




ΠΗΓΕΣ 















5 σχόλια: