Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΜΑΡΙΑ - ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 

 Η Μαρία Προδρόμου γεννήθηκε στη Λεμεσό. Σπούδασε δημοσιογραφία στην Αθήνα και από το 1994 ασχολείται ενεργά με το επάγγελμα, αρθρογραφώντας σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις πρώτες της συγγραφικές απόπειρες τις έκανε όταν ήταν 9 χρόνων γράφοντας παραμύθια. Στην ηλικία των 14 ετών ολοκλήρωσε το πρώτο της βιβλίο, ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα που έγραψε σε ένα χοντρό τετράδιο και που παραμένει ανέκδοτο στη βιβλιοθήκη της ως σήμερα. Εκτός από τα βιβλία ασχολείται και με τη συγγραφή σεναρίων. Της αρέσει να διαβάζει, να γράφει, να ζωγραφίζει και να ταξιδεύει. Έχει ολοκληρώσει βιβλία τα οποία έχουν εκδοθεί και κυκλοφορούν στην Κύπρο και την Ελλάδα. Το παιδικό μυθιστόρημα «Η Αυγή και το Μυστικό του Μαύρου Διαμαντιού», το μυθιστόρημα «Τα δάκρυα δεν στέγνωσαν ποτέ», το αισθηματικό μυθιστόρημα «Πέρα από τους Αμμόλοφους», το περιπετειώδες αισθηματικό μυθιστόρημα "Ο άγγελος της ομίχλης" το "Μονοπάτι των Ονείρων", το "Και ύστερα σου λένε έφταιγε η Εύα", το "Άγριος Γαλάζιος Ουρανός", το "Υπάρχουν Στιγμές που κρατάνε για πάντα" και "Το αρχοντικό της λίμνης". Έχει επίσης μεταφράσει πάρα πολλά παιδικά βιβλία και παραμύθια.

 Τριαντάφυλλα του ανέμου ( εκδόσεις Μάτι) 
Όπου πάει η καρδιά (από τις εκδόσεις Ωκεανός),

Πέρα απ' τους αμμόλοφους (εκδόσεις Power Publishing)
Τα δάκρυα δεν στέγνωσαν ποτέ  (εκδόσεις Power Publishing)
Ο άγγελος της ομίχλης  (εκδόσεις Power Publishing)
Το μονοπάτι των ονείρων  (εκδόσεις Power Publishing)
Και ύστερα σου λένε έφταιγε η Εύα  (εκδόσεις Power Publishing)
Υπάρχουν στιγμές που κρατάνε για πάντα (εκδόσεις Power Publishing)
Άγριος γαλάζιος ουρανός (εκδόσεις Power Publishing)
Το αρχοντικό της λίμνης  (εκδόσεις Power Publishing)
Η Αυγή και το μυστικό του μαύρου διαμαντιού (παιδικό)  ( εκδόσεις Power Publishing)
Το μπλε ρόδο και η κατάρα της μάγισσας (παιδικό, εκδόσεις Αναζητήσεις) 


ΒΙΒΛΙΑ 

Τριαντάφυλλα του ανέμου 
(εκδόσεις Μάτι) 


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ζάκυνθος 1710. Η Έλντα είναι κρυφά ερωτευμένη με τον άντρα της αδερφής της. Μη υπομένοντας άλλο αυτό το μυστικό που της βαραίνει τη ψυχή αποφασίζει να γίνει καλόγρια, ο πάμπλουτος όμως θείος της, ο κόντε Ντάντος που έχει αναλάβει μετά τον απρόσμενο θάνατο των γονιών της τη φροντίδα της, την υποχρεώνει να παντρευτεί τον Ρομπέρτο, γιο του κόντε Κατελλάνου, έναν άγνωστο της νέο προκειμένου να επισφραγιστεί μια συμφωνία. Η κοπέλα θεωρεί το νέο εχθρό της οικογένειας και σίγουρα προικοθήρα. Ωστόσο ο Ρομπέρτο είναι απίστευτα ευγενικός, γοητευτικός, μυστηριώδης... Η κοπέλα τον ερωτεύεται παράφορα. Η μοίρα όμως έχει άλλα σχέδια.. 

Στην Αθήνα του 2008 η Μάιρα, είναι μια κοπέλα ρομαντική, ονειροπόλα. Εργάζεται σαν γραφίστρια στον εκδοτικό οίκο του πατέρα της και πιστεύει πως ένας συνάδελφος της, ο Πέτρος, είναι ο άντρας της ζωής της. Είναι όμως έτσι; Ο απρόσμενος χωρισμός τους και η γνωριμία της με ένα γοητευτικό νέο τον Αλέξανδρο θα ανατρέψει τα πάντα. Ένα φιλί… και η κοπέλα θα αρχίσει να βιώνει εικόνες και συναισθήματα ενός άλλου κόσμου…

Προσπαθώντας να ξεφύγει θα βρεθεί στη Ζάκυνθο στο σπίτι μιας αγαπημένης της θείας. Μέχρι που η θάλασσα θα ξεβράσει έναν άντρα... Και όλα στη ζωή της θα ανατραπούν.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
"Η Έλντα προχώρησε προς την είσοδο του ιερού σαν όραμα από λευκό ταφτά, πέπλα και τούλια, υποβασταζόμενη από το θείο της, τον κόντε Νικόλαο Ντάντο, κατευθυνόμενη προς το Ρομπέρτο που στεκόταν απέναντι με τα μάτια του καρφωμένα πάνω της.
Φτάνοντας ο νέος άπλωσε το χέρι του κι εκείνη το δέχτηκε. Με ένα γνέψιμο ενθάρρυνσης τα ζεστά δάκτυλα του έκλεισαν σφαλίζοντας τα δικά της, ενώ το ζευγάρι γύριζε μαζί για να ανέβει τα τελευταία σκαλιά που θα το οδηγούσαν στον ιερέα. 

Η κοπέλα ένιωθε δυνατή και σίγουρη. Ακόμη και ο αδύναμος ήλιος είχε αποφασίσει να την ευλογήσει με την εμφάνιση του, αδειάζοντας σωρούς από χρυσαφένιο φως, χαρίζοντας στο δέρμα της μια λάμψη που ασορτί με τα διαμαντάκια του υπέροχου νυφικού την έκαναν ακόμη πιο όμορφη. Η εύθραυστη θέρμη του την χαλάρωνε. Όσο για τα μαλλιά της, της τα είχαν δέσει πάνω με διαμαντένιες καρφίτσες ενώ είχαν αφήσει κάποιες μακριές μπούκλες να πέφτουν ανέμελα πάνω στους ώμους της χαρίζοντας της απίστευτη γοητεία. 
Ισιώνοντας το κεφάλι προχώρησε περήφανα μπροστά. Αστραπιαία γύρισε και κοίταξε γύρω της. Όλη η αφρόκρεμα της Ζακύνθου βρισκόταν εκεί, κάτω από την σκεπή της εκκλησίας που στραφτάλιζε υπό το φως των κεριών. Αχ ήταν τόσο πολύ ευτυχισμένη! Και γιατί να μην ήταν; Παντρευόταν ένα από τους πιο ωραίους άντρες του Ζάντε μα πάνω απ’ όλα κάποιον που φαινόταν να την αγαπούσε παρόλο… που οι φήμες έλεγαν πως είχε ερωμένη. Γιατί η ίδια ακόμη δεν το είχε επιβεβαιώσει. 
Η καρδιά της σκίρτησε, ενώ έστρεφε δειλά τη ματιά της και τον κοίταζε. Ήταν πανέμορφος. Τα καστανά μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω έλαμπαν στο φως. Τα ρούχα του κομψά και αριστοκρατικά του πήγαιναν τέλεια, ενώ το σακάκι του στο χρώμα του σκούρου πράσινου αντανακλούσε θαρρείς ανταύγειες ολάκερων θαλασσών και ουρανών στα γκριζογάλανα του μάτια. Η θέση του ως κόντες της περιοχής επιβεβαιωνόταν από το ζωνάρι με τους πολύτιμους λίθους που ήταν τυλιγμένο γύρω από την μέση του τη στιγμή που ακόμη και οι ώμοι του ήταν στολισμένοι με βαρύ χρυσό. Ποια γυναίκα δεν θα ήθελε να παντρευόταν εκείνο τον άντρα; 
Η κοπέλα στύλωσε το βλέμμα της πάνω του και μια ανακούφιση πλημμύρισε κάθε ίνα του κορμιού της. Όσο για το Ρομπέρτο δεν πρόσεχε τίποτ’ άλλο πέρα από το απαλό χέρι της που άγγιζε ελαφρά το δικό του"

 Όπου πάει η καρδιά 
( εκδόσεις Ωκεανός)


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Η Αλίκη, συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων αποφασίζει να πάει στην Αυστραλία για να βρει την αδερφή της, αρχαιολόγο, η οποία έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς κατά τη διάρκεια επαγγελματικού ταξιδιού. Μόνη και ανυπεράσπιστη αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια του πρώην άντρα της, Κέβιν ο οποίος είναι πετυχημένος εξερευνητής και εργάζεται σε ένα από τα μεγαλύτερα κανάλια της χώρας πραγματοποιώντας ντοκιμαντέρ σε επικίνδυνες περιοχές.

Πόσο εύκολη όμως θα είναι η συνύπαρξη ξανά με εκείνον τον άντρα που είναι απίστευτα γοητευτικός, παθιασμένος και ακόμη ερωτευμένος μαζί της;

Και πόσο ακίνδυνη όταν κι αυτή έχει τα ίδια με εκείνον συναισθήματα; 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά προσπαθώντας να φανταστεί πως ο ήχος προερχόταν από μια τέτοια βροχή. Πως βρισκόταν στην χώρα της και πως τώρα δα την άκουγε να πέφτει ορμητικά γύρω της, πλημμυρίζοντας τα δάση και τους κάμπους, γεμίζοντας τα ποτάμια και κατακλύζοντας τις λίμνες. Σε εκείνο εκεί το μέρος, τόσο καιρό μακριά, με την πύρινη λάβρα να πλανιέται αδυσώπητη παντού, την ανελέητη κάψα να τους πυρπολεί είχε λησμονήσει πόσο ανακουφιστικός ήταν ο συγκεκριμένος ήχος, πόση ηρεμία της έφερνε. Το πρωί, λίγο προτού ο ήλιος χαράξει, εκείνοι βρισκόντουσαν εκεί. Καθόντουσαν απέναντι της και την παρατηρούσαν με βλέμματα ύπουλα, όμοια με φιδιού. Ύστερα τους είδε να βγαίνουν έξω και τους άκουσε να ωρύονται. Οι φωνές τους έσκισαν τη σιωπή και την έκαναν να ανασηκωθεί ταραγμένα. Η πρώτη της σκέψη ήταν πως κάποιος είχε έρθει. Πως τους χτυπούσε. Πως τους άρπαζε από τα μαλλιά, τους έδινε γροθιές, τους έριχνε κάτω έχοντας ως βασικό σκοπό του την απελευθέρωση της. Πως έμπηγε μαχαίρι στα στήθια τους. Ήταν όμως τόσο ανόητη σκέψη. Και λίγο αργότερα το αντιλήφθηκε τελείως. Όταν πια μπήκαν ξανά μέσα, χωρίς να είναι ετοιμοθάνατοι. Χωρίς να είναι καν πληγωμένοι. Μπήκαν και την κατακεραύνωσαν για μια ακόμη φορά με τις ματιές τους λες και ήθελαν να... Πόσο φοβόταν εκείνες τις ματιές. Πόσο της δημιουργούσαν τρόμο. Τώρα όμως δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν. Εκείνη είχε μεριμνήσει με τον τρόπο της για την απουσία τους. Ένας Θεός όμως ήξερε πως θα την αντιμετώπιζαν όταν θα επέστρεφαν. Γιατί θα ερχόντουσαν πίσω. Δεν υπήρχε η περίπτωση να μην το έκαναν. Έστρεψε τη ματιά της, όσο της ήταν τουλάχιστον δυνατόν και τη στύλωσε πάνω σε ένα νέο που κειτόταν λίγο πιο πέρα, ξαπλωμένος, ακίνητος, θαρρείς νεκρός. Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα.

 Πέρα απ' τους αμμόλοφους 
(εκδ.Power Publishing)


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Η Ράνια έμεινε να κοιτάζει ασυναίσθητα στο κενό.
«Φυλακισμένη», ψέλλισε.
Ναι, ήταν φυλακισμένη του όμως θα έβρισκε τρόπο να του ξεφύγει.

Αναζήτησε φοβισμένη μέσα στο σκοτάδι του δωματίου τη ντυμένη στα μαύρα σιλουέτα, την ανταύγεια ενός, κορακίσιου χρώματος, μανδύα. Δεν διέκρινε τίποτ’ άλλο γύρω της παρά μόνο το συνηθισμένο διάκοσμο, τους σοφάδες και τ’ αντικείμενα, την ακτίνα του φεγγαριού που τρεμόπαιζε διαπερνώντας την υφασμάτινη κουρτίνα. Και τότε ξέσπασε σε ακράτητα γέλια.
Ο καβαλάρης της νύχτας που την είχε απαγάγει για να πάρει λύτρα από τον πατέρα της και τον μίζερο αρραβωνιαστικό της ήταν μόνο ένα όραμα που είχε γεννήσει η φαντασία της για να την ξεγελάσει και να παίξει μαζί της. Ναι... Αυτό ήταν...

Η Ράνια, κόρη μιας ελληνίδας κι ενός Αιγυπτίου αναγκάζεται να παντρευτεί το γιο ενός μεγαλοεπιχειρηματία επίσης Αιγυπτίου που δεν έχει καν δει για να σώσει τον πατέρα και την οικογένεια της από την χρεοκοπία. Όμως φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια καταλαβαίνει πως η μοίρα έχει γι’ αυτήν άλλα σχέδια. Την νύχτα των αρραβώνων της ένας μαυροντυμένος άντρας την απαγάγει... Και τότε.. τίποτα στην ζωή της δεν θα είναι πια τα ίδιο...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ 
Ένα απολαυστικό βιβλίο από τη Μαρία μας... που σε ταξιδεύει στην απέραντη έρημο-με τους απρόβλεπτους κινδύνους της, με γερές δόσεις περιπέτειας, αγωνίας, εξερεύνησης, ρομαντισμού και αγάπης! Πέρα απ' τους αμμόλοφους, υπάρχει πάντα μία όαση-ένας επίγειος παράδεισος, που μας περιμένει καρτερικά και δεν είναι καθόλου αυταπάτη... Κυριολεκτικά και μεταφορικά! Athina Stavrou

Τα δάκρυα δεν στέγνωσαν ποτέ 
(εκδ.Power Publishing)


 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 
Κάποιες φορές ορισμένοι άνθρωποι προσπαθούν απεγνωσμένα να ξεφύγουν από το πεπρωμένο… Να ξανασάνουν μακριά από τη μοίρα που τους κυνηγάει, να δραπετεύσουν.. Κι όσο προσπαθούν τόσο πιο πολύ βουλιάζουν και πνίγονται σ’ αυτήν, τόσο πιο πολύ φυλακίζονται, ανίκανοι να της αντισταθούν. Και τότε, όταν πια δεν έχουν άλλη επιλογή, τότε όταν καταλαβαίνουν πως αληθινά ότι είναι να τους συμβεί είναι γραμμένο στα κιτάπια του Θεού από πριν, έτοιμο να τους κυνηγήσει τη στιγμή που δεν το περιμένουν, μόνο τότε... αφήνονται στην αγκαλιά του και... το γεύονται…


Δυο φυλές που μισούνται θανάσιμα... Δυο κόσμοι τελείως διαφορετικοί... Δύο άνθρωποι που μάλλον δεν θα είχαν συναντηθεί ποτέ... Και όμως όταν η μοίρα αποφασίζει όλα τ’ άλλα ωχριούν μπροστά της...
Η Αφροδίτη αγάπησε παράφορα τον Γκορχάν, χωρίς να το προγραμματίσει, χωρίς καν να τον δει. Και όταν το κατάλαβε ήταν πια αργά για να κάνει πίσω. Τον συνάντησε και απόλαυσε την ευτυχία... δίχως να νοιάζεται για τις συνέπειες αυτής της πράξης. Κι όλα αυτά με φόντο μια πλατιά μπλε θάλασσα κι ένα πανέμορφο ελληνικό νησί..

Τον αγάπησε.... Χωρίς να γνωρίζει ότι το πεπρωμένο, το κισμέτ, στηριγμένο σε γεγονότα και μνήμες που δεν είχαν ξεχαστεί ποτέ, σχεδίαζε δειλά μα σταθερά την πορεία της σχέσης τους, ξετυλίγοντας μια ιστορία που θα στιγμάτιζε τις ψυχές τους για πάντα...

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Το καυτό φως του μεσημεριάτικου ήλιου που περνούσε μέσα από τη παλιά, κεραμιδένια οροφή του μισογκρεμισμένου σπιτιού την συνέφερε. 

Οι βόμβες, οι πυροβολισμοί, τα δάκρυα… Ο ουρανός που έγινε κατακόκκινος από τις πελώριες γλώσσες πύρας των βομβαρδιστικών που πετούσαν ψηλά και τον κατέκλυσαν… Η φαρδιά έκταση χάους μπρος στα τρομαγμένα της μάτια…
Ολόκληρη η πόλη εκείνη την καταραμένη μέρα είχε μετατραπεί σε μια κόλαση φωτιάς. Η γη σειόταν, καθώς η μια έκρηξη διαδεχόταν την άλλη, κάνοντας τα αυτιά να πονούν. Χείμαρροι από σπίθες ξεχύνονταν στον ουρανό κατεβαίνοντας μέσα από τις αιματοβαμμένες κάπνες προς τα κάτω και ο φόβος κυλούσε στις φλέβες της γρήγορα, αστραπιαία σαν τις φλόγες που παρακολουθούσε να καίνε τα πάντα


Ο άγγελος της ομίχλης
(εκδ.Power Publishing)


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 
Ένας έρωτας απαγορευμένος, αλλά και τόσο μυστηριώδης,
που δεν μπορείς να του αντισταθείς…
Παρασυρμένη από την αγάπη της για την περιπέτεια, η Κατερίνα ακολουθεί το φίλο της Στέφανο σε ένα μεγάλο ταξίδι στο βυθό του ελληνικού πελάγους, προκειμένου να τον βοηθήσει στην ανακάλυψη του ναυαγίου ενός φημισμένου πειρατή, ο οποίος έζησε το 16ο αιώνα. Αυτά όμως που θα συμβούν στην πορεία θα την κάνουν να αντιληφθεί πως τα τερτίπια της μοίρας είναι προκαθορισμένα από την αρχή και κανείς δεν μπορεί να τ’ αποφύγει…
Πέφτοντας στα βαθιά μπλε νερά του Αιγαίου, η κοπέλα θα χαθεί. Και θα βρεθεί στην ακτή ενός πανέμορφου, ελληνικού νησιού, αναίσθητη, σε ένα μέρος όπου θα πρέπει όχι μόνο να παίξει τη ζωή της κορόνα-γράμματα για να μπορέσει να επιβιώσει, μα και να γλιτώσει από έναν έρωτα απαγορευμένο και τελείως απρόσμενο, που θα την κυριεύσει• έναν έρωτα τόσο μαγικό και συνάμα μυστηριώδη, για τον οποίο δεν θα υπάρχει λογική

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Ήταν Νοέμβριος, μα ο ήλιος θέριευε το βλέμμα. Και η γαλάζια, απέραντη θάλασσα, μπλε σκούρα σε ορισμένα σημεία, ενώ ριγούσε από την παγωνιά, που έγδερνε το δέρμα, κάτω από τις αχνές αχτίδες γινόταν λεία και ήρεμη και λαμπίριζε και γυάλιζε, θαρρείς, και έπεφταν πάνω της κομμάτια από ασήμι. 

Όταν μάλιστα το, περίεργα, ελαφρύ αγέρι στεφάνωνε με άσπρους αφρούς τα κύματα, καθώς εκείνα έσπαγαν, κατά περιόδους, πάνω στα γύρω βράχια θα έλεγε κανείς, πως ο ουρανός, ο πλατύς, φθινοπωριάτικος, άχρωμος ουρανός έσταζε σε αυτήν αστέρια, φωτισμένα αλλιώτικα, που την έκαναν πιότερο να λάμπει. 
Η Κατερίνα ίσιωσε προς τα πίσω τα μαύρα, κυματιστά, μακριά της μαλλιά και σκούπισε απαλά με την άκρη μιας πετσέτας τα πράσινα, κοκκινισμένα της μάτια που είχαν, σχεδόν, δακρύσει από την αλμύρα. 
Δεν είχαν περάσει παρά ελάχιστα λεπτά από τη στιγμή που είχε βγει από το νερό - η κατάμαυρη στολή του δύτη, που κάλυπτε το κορμί της ήταν ακόμη βρεγμένη - όμως λάτρευε τόσο πολύ την αίσθηση των υδάτινων στάλων, που γλιστρούσαν σαν ρυάκια πάνω στο καθάριο της δέρμα, μαζί και τη γεύση του αλατιού στα χείλια της, που δεν την απασχολούσε και πολύ. Ακόμη και εκείνο τον καιρό που έκανε τόσο κρύο και η παγωνιά τρυπούσε σαν καρφιά το δέρμα. 
Άφησε τη ματιά της να ταξιδέψει ολόγυρα, ενώ λεπτά μονοπάτια από φως σέρνονταν μέσα στις βαθιές σκιές των μαλλιών της, παιχνιδίζοντας ελαφρά, όπως ακριβώς έκαναν με τα νερά της θάλασσας. 
Το μονοπάτι των ονείρων
(εκδ.Power Publishing)


 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 
Η Άννα κινήθηκε ίσια με τα μάτια της να λάμπουν από χαρά. Το αγαπημένο της μονοπάτι απλωνόταν μπροστά της πιο πράσινο από ποτέ. Πάνω ψηλά, οι αχτίδες του ήλιου διαπερνούσαν τις πυκνές φυλλωσιές... Η ατμόσφαιρα μύριζε χαρούπι και ελιά. Κάποιος την κρατούσε από το χέρι. Ήταν ο Γρηγόρης... Ο φίλος της.. Ήταν κοντά της. Αλήθεια ήταν κοντά της...
Ξαφνικά… όλα άλλαξαν… Η Άννα έμεινε μόνη σ’ ένα σκοτάδι πυκνό. Χωρίς το Γρηγόρη να την συντροφεύει, χωρίς το μονοπάτι που τόσο αγαπούσε...

Μια σκιά που βρέθηκε πίσω της, της έφερε ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στο κορμί. Μια εχθρική σκιά που έκανε τις αισθήσεις της να αδρανούν. Με την καρδιά να σφίγγεται στα σωθικά άρχισε να τρέχει…

Δυο παιδιά στα δεκατρία τους. Ένα χωριό στους πρόποδες ενός λόφου. Μια αθώα αγάπη που ζωντανεύει μέσα σε μια ταραγμένη εποχή. Ένα άγγιγμα, ένα πεταχτό φιλί και ένας παντοτινός όρκος υπογεγραμμένος με αίμα... Και έπειτα η βίαιη απομάκρυνση… Η αρπαγή… και ο πόνος... Ο απέραντος, ο φρικτός πόνος. Και μια υπόσχεση...
«Θα έρθω και θα σε βρω Άννα.. Όπου κι αν πας.. Στ’ ορκίζομαι»...
Ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, ικανό να κρατήσει το αναγνώστη μέχρι το τέλος.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Τα μάτια του έλαμψαν μόλις την αντίκρισε. Άρχισε να τρέχει κυνηγώντας την πάνω στο καταπράσινο χορτάρι, ανάμεσα στα αγριολούλουδα που στύλωναν τα μικρά άσπρα και κίτρινα μπουμπούκια τους και τα δέντρα, χαρουπιές και λεύκες, πανέμορφες, πανύψηλες λεύκες που άπλωναν τα φύλλα τους, ενώ τα κλαδιά τους σείονταν, μερικές φορές, σφυρίζοντας από το κάποτε ήπιο και κάποτε ισχυρό βούισμα το ανέμου, ώσπου το κορίτσι κουράστηκε και κάθισε λίγο για να ξαποστάσει. Ίσιωσε το κεφάλι προς τα πάνω, ανοιγόκλεισε νωχελικά τα μάτια και επέτρεψε στον κρύο αέρα να αγγίξει το κατάλευκο προσωπάκι της, τις αδύναμες αχτίδες του ήλιου που ξεπρόβαλλαν πίσω από τα γκριζόμαυρα σύννεφα να την χαϊδέψουν, αυτά τα σύννεφα που αραίωναν, χανόντουσαν, έσβηναν τελείως σε κάποια σημεία, αποκαλύπτοντας τον γαλάζιο, σχεδόν, άχρωμο ουρανό.

 Και ύστερα σου λένε έφταιγε η Εύα
(εκδ.Power Publishing)


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 
Για την Εύα, απόφοιτο γραμματειακών σπουδών, παντρεμένη με παιδιά η ανεύρεση εργασίας δεν αποτελεί και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Σε όποια δουλειά κι αν πάει έχει να αντιμετωπίσει πιεστικά αφεντικά που προσπαθούν να εξασφαλίσουν από αυτήν κάτι περισσότερο από τις ικανότητες της στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Άνεργη εδώ και αρκετό καιρό προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει κάτι, περισσότερο για να γλυτώσει από την γκρίνια του άντρα της, τη στιγμή που η κολλητή της φίλη, η Μυρτώ της συμπαρίσταται όσο μπορεί παρόλο που έχει να αντιμετωπίσει τα δικά της τρελά … συναισθηματικά προβλήματα. 
Ένας άντρας που θα εισβάλει στη ζωή της κάτω από κωμικοτραγικές συνθήκες θα φέρει τα πάνω – κάτω υποχρεώνοντας την να αναθεωρήσει τελικά ακόμη και τις αρνητικές απόψεις της περί.. απιστίας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
«Σαν πολύ δεν καθυστέρησες να επιστρέψεις στο σπίτι χτες; Έγινε εννέα για να μπεις μέσα. Η δουλειά σου δεν τελειώνει στις πέντε»; «Ναι, αλλά είχαμε σύσκεψη και γι’ αυτό καθυστέρησα». «Αυτές οι συσκέψεις… αχ… Πολλές δεν είναι βρε Φάνη μου; Πόσες συσκέψεις κάνουν οι εταιρείες πια; Εκατόν; Οι περισσότερες μία κάθε βδομάδα κανονίζουν. Εδώ μιλάμε για καθημερινό φαινόμενο». «Ανάκριση μου κάνεις τώρα βρε Εύα για να καταλάβω δηλαδή. Μωρέ, κοίταξε τη δουλειά που δεν έχεις κι άσε με εμένα». Τέλεια πρωινή συνομιλία μεταξύ ενός παντρεμένου ζευγαριού, μην μου πείτε. Και τέλεια φάση για να ξεκινάει μια γυναίκα τη μέρα της. Μια γυναίκα που έχει δώσει τα πάντα στο σύζυγο και την οικογένεια της. που δεν σκέφτηκε ποτέ τον εαυτό της, που πάντα βάζει πάνω απ’ όλα τη ζωή εκείνου και των παιδιών της, που είναι υπηρέτρια, δασκάλα, μητέρα, σύζυγος, ερωμένη… όλα μαζί στη συσκευασία του ενός… και που η ανταμοιβή της είναι μόνο φωνές και πικρά λόγια. Ατάκες που πληγώνουν, δημιουργώντας μικρά καρφιά μέσα της τα οποία θαρρείς και αναγεννιόνται όποτε προσπαθεί να τα’ αποβάλει. Και γίνονται δυνατότερα και την πονάνε, ακόμη κι όταν παρέλθει καιρός. Γιατί στην πραγματικότητα κι έστω κι αν τα καλύπτουν μερικές φορές λόγια κάπως τρυφερά, εκείνα παραμένουν στο ίδιο σημείο και την βασανίζουν. Κοίταξα με μια γερή δόση πίκρας να ταξιδεύει στα μάτια μου τον Φάνη που καθόταν ακόμη απέναντι μου μπροστά στο laptop του, επικεντρωμένος ασταμάτητα στην κρύα του οθόνη. Κάποιες στιγμές άπλωνε το χέρι, έπαιρνε τον καφέ του και ρουφούσε δυο – τρεις γουλιές προτού επικεντρωνόταν ξανά απόλυτα σε αυτό που έκανε, αγνοώντας πλήρως το κακό που δημιουργούσε με τον τρόπο του στη σχέση μας. Ποια σχέση μας δηλαδή, αφού ακόμη κι αυτή είχε μπαγιατέψει όπως και εμείς οι ίδιοι. Οι αδιάκοποι χτύποι του ρολογιού στον τοίχο με έκαναν να ανασηκωθώ στη θέση μου. Η ώρα είχε πάει ήδη οκτώ κι εγώ έπρεπε να έτρεχα να ετοιμαζόμουν για να μην αργούσα στο ραντεβού μου. Στις δέκα όφειλα να ήμουν εκεί και στους δρόμους είχε απίστευτη κίνηση. Θα χρειαζόμουν τουλάχιστον μιάμιση ώρα για να φτάσω και δεν είχα καμία διάθεση να καθυστερούσα. Τι εντύπωση θα έκανα μετά; «Μην ανησυχείς χρυσέ μου. Θα κοιτάξω τη δουλειά μου, όχι όμως αυτή που δεν έχω όπως ανέφερες μα αυτή που θα έχω», επεσήμανα έντονα και παρατηρώντας τον εκνευρισμένα έτρεξα μέσα χωρίς να προφέρω οτιδήποτε άλλο, ενώ ο ίδιος παρέμεινε να παρατηρεί την ανοιχτή πόρτα προς το υπνοδωμάτιο ακόμη κι όταν είχα φύγει. Ήμουν σίγουρη πως είχε καταλάβει ότι είχα θυμώσει αλλά ήταν τόσο αδιάφορος που δεν θα τον ένοιαξε καθόλου. Ποτέ άλλωστε δεν είχε ενδιαφερθεί πραγματικά για το τι ένιωθα ή ήθελα. Ήταν πάντα κλεισμένος στον κόσμο του, ένα κόσμο που είχε ο ίδιος δημιουργήσει, αυτόν που τον βόλευε και τον ικανοποιούσε. Όχι, λάθος. Παλιά δεν ήταν έτσι. Τον καιρό της γνωριμίας μας ήταν διαφορετικός. Ρομαντικός, ευαίσθητος… Ένας ερωτευμένος άντρας που ήξερε τι ήθελε από την πρώτη στιγμή. Εμένα. Οι θύμησες από την μέρα που τον αντάμωσα ήρθαν και πάλι στο μυαλό μου. Όχι σαν μαυρόασπρες αυτόματες φωτογραφίες μα όπως είχαν γίνει στην πραγματικότητα, με κάθε λεπτομέρεια μα και με κάθε του λέξη… «Συγνώμη, θέλετε να τηλεφωνήσετε»; Άκουγα και πάλι τη φωνή του. Έβλεπα ξανά τα εκφραστικά του μάτια, το τέλειο προφίλ του. Αισθανόμουν και πάλι την ανάσα του καυτή στο πρόσωπο μου… Όχι. λάθος, αυτό είναι από άλλο κεφάλαιο. Παρόλ’ αυτά τον θυμόμουνα. Να στέκεται πλάι στο τηλεφωνικό θάλαμο παρέα με ένα φίλο του και να με κοιτάει σαν ξερολούκουμο. Καλέ και το ξερολούκουμο θα χε κι έλεος. Αφού και η ξαδέρφη μου που ήταν μαζί μου στο αυτοκίνητο το είχε προσέξει. «Καλέ…». «Τι ναι»; «Καλέ»… «Λέγε παιδί μου τι»; «Καλέ»… «Άντε κόλλησε η βελόνα. Λέγε βρε Ντινάκι μ’ έπρηξες»… «Πως σε κοιτάει αυτός παιδί μου»; «Πως με κοιτάει»; «Σαν ξερολούκουμο». «Τι λες; Σου βάρεσε τελείως πια. Αφού εγώ είμαι μέσα στο αυτοκίνητο κι εκείνος είναι απ’ έξω». «Ε κι αυτό τον εμποδίζει από το να σε δει»; «Να σου επισημάνω πως είναι βράδυ»; «Να σου επισημάνω πως τα αστέρια λάμπουν στον ουρανό»; «Να σου επισημάνω πως με λίγα αστεράκια δεν μπορεί να συμβεί αυτό που λες»; «Να σου επισημάνω πως το φως από τις βιτρίνες του πολυκαταστήματος ακριβώς πλάι μας είναι τόσο δυνατό που έξω μοιάζει με μέρα»; Στύλωσα το βλέμμα μου τριγύρω. Εδώ που τα λέμε η Ντίνα δεν είχε κι άδικο. Μπορεί να είχε λίγη μυωπία μα δεν είχε σίγουρα αχρωματοψία. Εξάλλου φόραγε φακούς επαφής εκείνη τη στιγμή που τα έλεγε αυτά…. Ή μήπως όχι; «Για πες μου φοράς»… «Προτού με ρωτήσεις, ναι φοράω τους φακούς μου»… με διέκοψε, ρίχνοντας μου μια έντονη ματιά. «Α, καλά»…
Χαμογέλασα δαγκώνοντας νευρικά τη γλώσσα μου. Ήξερα πόσο εκνευριζόταν η αγαπημένη μου ξαδερφούλα όταν κάποιος σχολίαζε την… στραβομάρα της οπότε εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν απόλυτα ικανοποιημένη με την έκβαση της όλης κατάστασης. Είχε προσπεράσει τελείως το σχόλιο μου και είχε στρέψει το κεφάλι αλλού, πράγμα μάλλον ακαταλαβίστικο, λαμβανομένου υπόψη και του εκρηκτικού της ταμπεραμέντου όμως δεν είχε σημασία. Φτάνει που την είχα σκαπουλάρει με ελαφρά πηδηματάκια. Κι αυτό σίγουρα το όφειλα στον ξανθό εκείνο τύπο που είχε τραβήξει - τώρα γιατί δεν έχω ιδέα αφού από εκείνο το σημείο φαινόταν τόσο άσπρος όσο η κρέμα γάλακτος – την προσοχή της.

Υπάρχουν στιγμές που κρατάνε για πάντα
(εκδ.Power Publishing)


 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Δυο άνθρωποι που δεν θα έπρεπε να ήταν μαζί. Εκείνη μια ελληνίδα ζωγράφος, ευαίσθητη και ρομαντική που έχει φαινομενικά ό,τι επιθυμεί. Πλούτη, ένα όμορφο πολυτελές σπίτι κι ένα γοητευτικό σύζυγο. Δεν είναι όμως ευτυχισμένη. Ο άντρας της είναι διεκδικητικός, ζηλιάρης και βίαιος, ανίκανος να κοντρολάρει τον εαυτό του, φτάνοντας στο σημείο κάποιες φορές όχι μόνο της φέρεται άσχημα, αλλά και να την χτυπάει. 
Εκείνος, γεννημένος στην Τουρκία από Αυστραλή μητέρα και Τούρκο πατέρα, είναι ιδιοκτήτης πλοιαρίου που μεταφέρει τουρίστες από τη Σάμο στο Κουσάντασι κι αντίστροφα. Γοητευτικός και ψυχρός όσον αφορά τις γυναίκες, ορκισμένος εργένης περνάει το χρόνο του με ψάρεμα και μικρά ταξίδια στη θάλασσα. 

Η ζωή της γεμάτη θλίψη με μόνο της διέξοδο τον καμβά και τα πινέλα της. Η ζωή του ανέμελη.
Η επεισοδιακή και μοιραία συνάντηση τους θ’ αλλάξει τα πάντα.
Θα μπορέσει εκείνη να ξεφύγει; Θα μπορέσει αυτός να κλείσει τα μάτια και να πει για πρώτη φορά σ’ αγαπώ;

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Ήταν μια από εκείνες τις μέρες της άνοιξης που η Σάμος ομόρφαινε ακόμη περισσότερο. Πλημμυρισμένη στο πράσινο, δίχως ίχνος από την άχρωμη παγωμένη θολούρα του χειμώνα που σκίαζε τα πάντα γύρω της κάνοντας ακόμη και το περίγραμμα της τόσο αχνό που να μην διακρίνεται καν. Το συγκεκριμένο ανοιξιάτικο απόγευμα τα λουλούδια είχαν μπουμπουκιάσει, η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή κι ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό, αντιφεγγίζοντας όχι μόνο πάνω στις απέραντες ακτές, στην ψιλή άμμο και στα βότσαλα, στους σχεδόν κρυμμένους όρμους και στα κρυστάλλινα νερά που τα χαρακτήριζαν έντονα οι αποχρώσεις του τιρκουάζ και του πράσινου, μα και στους κατάφυτους ορεινούς όγκους, στους απέραντους μοναδικούς αμπελώνες, στις δασωμένες πλαγιές του Κέρκη, γιομάτες από ιτιές, έλατα και μαύρα πεύκα και στην ψηλότερη κορφή του βουνού όπου το Αιγαίο πέλαγος σαγήνευε το βλέμμα με τις στεριές της Mικράς Ασίας που χάνονταν στο βάθος του. 

 Άγριος γαλάζιος ουρανός
(εκδ.Power Publishing)


 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Η μάχη μαινόταν δυνατότερη από ποτέ... Ο άνεμος ήταν καυτός από τους καπνούς που κατάκλυζαν την ατμόσφαιρα και τις πύρινες φλόγες από τα πολυβόλα που τους συνόδευαν.. Και οι φτωχικές καλύβες ανάμεσα στις πυκνές καταπράσινες φυλλωσιές από φοινικιές και φυτείες ρυζιού έσταζαν αίμα πάνω στους σκονισμένους δρόμους ενώ τα πάντα πνιγόντουσαν από τις σφαίρες που έσκαζαν τσιρίζοντας μέσα στις πλατιές χωματένιες στράτες, ξεκουφαίνοντας τα αυτιά και ξεσκίζοντας κάθε ομορφιά γύρω τους... Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο ίδιος αέρας γέμισε από μια αχνή ομίχλη... Ο Στέφαν ήξερε πως ο εφιάλτης μόλις άρχιζε. Οι αντάρτες γύρω του είχαν πλέον αποκτηνωθεί. Γι αυτό κι έπρεπε να κινηθεί γρήγορα. Κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του έτρεξε μακριά... , ενώ η μυρωδιά του καπνού έμπαινε στα ρουθούνια του όλο και πιο δυνατή... Ενώ τα φτερά της πνιγηρής αύρας τον έκαιγαν περισσότερο από ποτέ... 


Μια ριψοκίνδυνη δημοσιογράφος… Ένας πατέρας που εξαφανίζεται… Μια περίεργη απαγωγή… Κι ένας έρωτας από τον οποίο δεν θα μπορέσει με τίποτα να ξεφύγει..

Η Θάλεια, μια θαρραλέα κοπέλα που εργάζεται σε ένα εκδοτικό οίκο στην Αθήνα αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ακτή του Ελεφαντοστού στην Δυτική Αφρική προκειμένου να ερευνήσει τη μυστηριώδη εξαφάνιση του αρχαιολόγου πατέρα της. Η παραμονή της όμως εκεί θα στιγματίσει για πάντα τη ζωή της...

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Πιο πάνω από το γκρεμό απλωνόταν μια άλλη απότομη βουνοπλαγιά με πλούσια δάση από καλοσχηματισμένα δέντρα που το φύλλωμα τους ήταν φλογάτο κόκκινο και ζωηρό πράσινο φτάνοντας μέχρι σχεδόν τις βραχώδεις κορφές. Ωστόσο υπήρχε και κάποια άλλη διαφορά σε τούτο το σκηνικό. Ο αέρας που κατέβαινε από την κορφή ήταν γλυκός, δροσερός και ευωδιαστός με το άρωμα παράξενων θάμνων και λουλουδιών και την εξωτική μεθυστική μυρωδιά των υπέροχων δέντρων.

Το αρχοντικό της λίμνης
(εκδ.Power Publishing)


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 
Το μόνο που επιθυμούσα ήταν να τον αγκαλιάσω, να συντονίσω το χτυποκάρδι του με το δικό μου, να γευτώ τα χείλια του κι ας έσβηνε έπειτα για πάντα μέσα σ’ αυτά η ανάσα μου. Μα δεν μπορούσα να το κάνω. Μας έδενε άλλωστε ένας δεσμός που δεν μας επέτρεπε κάτι τέτοιο… Ο δεσμός του αίματος… Ήταν πρώτος μου ξάδερφος. Πως θα ήταν δυνατόν λοιπόν να άφηνα τον έρωτα μου για εκείνον να αποκαλυπτόταν… Έτσι τομόνο που έπραξα ήταν να τον κοιτάξω και να επιτρέψω στο βλέμμα μου να του σιγοψιθυρίσει το ‘ σ’ αγαπώ’ που δεν μπορούσα με τίποτα να προφέρω… Και το έκανα… Μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου…


Ένα ημερολόγιο σε μια σοφίτα... Ένας έρωτας κρυφός και απαγορευμένος… Ένα τέλος απρόσμενο…

Η Νιόβη, συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων κληρονομεί ένα αρχοντικό που βρίσκεται στην Καστοριά και που ανήκει στην οικογένεια της από το 1880. Παγιδευμένη σε ένα κόσμο χωρίς έμπνευση και εκνευρισμένη από μια άσχημη κριτική για τα βιβλία της από το νέο συνέταιρο του εκδοτικού της οίκου αποφασίζει να βάλει κάποιους να το ανακαινίσουν και να πάει να μείνει για λίγο εκεί ούτως ώστε να μπορέσει να γράψει αποδεικνύοντας έτσι την αξία της.

Δεν γνωρίζει όμως πως το αρχοντικό κρύβει μια φοβερή ιστορία κι ένα τρομερό μυστικό που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Η Νιόβη ίσιωσε το κεφάλι της και κοίταξε νωχελικά έξω από το παράθυρο. Από εκείνο το σημείο μπορούσε να δει καθαρά την απέραντη, πανέμορφη λίμνη της πόλης, που κατά τη διάρκεια της νύχτας και σε κάθε λάμψη των αστεριών είχε γεμίσει με χρώματα και σχέδια ονειρεμένα, να αλλάζει τώρα όψη, να γίνεται πιότερο γαλάζια μόλις μια αχτίδα του ήλιου την άγγιζε, πιότερο ζωντανή. Μέχρι και τους ψαράδες που χαλάρωναν με τις πετονιές τους έτοιμες πέτυχε να διακρίνει. Έως και τους διαβάτες που βόλταραν απολαμβάνοντας κάτω από τα πανύψηλα πλατάνια, τις λεύκες και τις ιτιές τα καλέσματα των μικρών πουλιών, καρδερίνων, αλκυόνων και ομάδων από ψαρόνια που πραγματοποιούσαν χαμηλές πτήσεις πάνω και γύρω από το νερό.


Η Αυγή και το μυστικό του μαύρου διαμαντιού (παιδικό) (εκδ.Power Publishing)


 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Σε μια φανταστική πολιτεία περιτριγυρισμένη από μενεξέδες ζει μια πανέμορφη κοπέλα, η Αυγή. Η ζωή της κυλά χαρούμενα πλάι στη γιαγιά της που μετά από τον απρόσμενο θάνατο των γονιών της έχει αναλ΄βει τη φροντίδα της, μέχρι που η κοπέλα ερωτεύεται ένα όμορφο παλικάρι, τον Φίλιππο. Ο Φίλιππος όμως την κοροϊδεύει και της συμπεριφέρεται πολύ άσχημα. Μια σειρά από απρόσμενων γεγονότων μετατρέπουν το Φίλιππο σε πέτρα. Τότε, η Αυγή αποφασίζει να ξεκινήσει ένα μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι για να ανακαλύψει ένα περίεργο μαύρο διαμάντι που μπορεί να επαναφέρει το Φίλιππο στην κανονική του μορφή. Μέσα από πολλές περιπέτειες με πειρατές, γοργόνες, δράκους, γίγαντες και μάγισσες η Αυγή ανακαλύπτει τελικά το νόημα της πραγματικής φιλίας και αγάπης

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

Η Αυγή έκανε αρκετό δρόμο μέχρι να φτάσει στην τρίτη πύλη. Πέρασε κάμπους και λαγκάδια που πρώτη φορά αντίκριζε και δρόμους δύσκολους και απόκρημνους. Κάποιες στιγμές μάλιστα τόσο πολλή κούραση ένιωθε που έκλαιγε με μαύρα δάκρυα, παρακαλώντας το Θεό να της δώσει κουράγιο. Όταν πια ήταν έτοιμη να καταρρεύσει την είδε μπροστά της. Η τρίτη πύλη ήταν η ίδια με τις προηγούμενες. Η μόνη διαφορά ήταν ότι είχε στολισμένα πάνω της σχήματα που στο φως του ήλιου έμοιαζαν με κάσες γεμάτες χρυσάφι. Η κοπέλα στάθηκε για μια στιγμή και ύστερα προχώρησε ώσπου αντίκρισε μια σπηλιά. Μπήκε δισταχτικά μέσα και φτάνοντας στο τέρμα έπεσε πάνω σε ένα τεράστιο κάμπο. Ήταν καταπράσινος, γεμάτος γρασίδι ενώ στο κέντρο του φάνταζε μια χρυσή πυραμίδα. Πρώτη φορά έβλεπε πυραμίδα η Αυγή. Σφίγγοντας στα χέρια της το ταγάρι της κινήθηκε προς το μέρος της και φτάνοντας σε ένα άνοιγμα μπήκε μέσα. Ξαφνικά ένα αεράκι της δρόσισε το πρόσωπο. Περπάτησε λίγο ώσπου έφτασε σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη αγάλματα.
Η Αυγή κοντοστάθηκε και περιεργάστηκε ένα – ένα προσεχτικά μέχρι που έφτασε σε κάποιο που δεν ήξερε τι ακριβώς παρίστανε. Ήταν περίεργο. Θύμιζε άνθρωπο όμως δεν ήταν. Είχε αλογίσιο κεφάλι ενώ τα χέρια του έμοιαζαν με αυτά ενός πιθήκου. Τα πόδια του ήταν μακριά και κατέληγαν σε δάχτυλα με τεράστια νύχια. Καθόταν σε ένα χρυσό θρόνο και το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς τα πάνω. Η κοπέλα στάθηκε πλάι του όταν ξαφνικά αυτό γύρισε ίσια μπροστά. Σηκώθηκε γρήγορα και ετοιμάστηκε να τρέξει μα το περίεργο άγαλμα τη σταμάτησε.
«Μη φοβάσαι κοπέλα μου», της είπε με ανθρώπινη λαλιά και με πίκρα στη φωνή. «Δεν θα σου κάνω κακό. Και να το ήθελα ακόμα – που δεν το θέλω – δεν θα μπορούσα αφού με έχουν καταραστεί να μείνω καθηλωμένος σε αυτό εδώ το θρόνο και με αυτή τη μορφή για πάντα».


Το μπλε ρόδο και η κατάρα της μάγισσας 
(παιδικό, εκδόσεις Αναζητήσεις) 




ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Πολύ παλιά, τον καιρό του μεσαίωνα στην περίφημη πολιτεία της γαλάζιας λιμνοθάλασσας, η πριγκίπισσα Χριστίνα ερωτεύεται ένα ιππότη, τον Αλφρέδο. Όμως μια κακιά μάγισσα, που αγαπάει κι εκείνη το νέο, ζηλεύει τόσο πολύ που αποφασίζει να μεταμορφώσει τον Αλφρέδο σε πάνθηρα. Έτσι η κοπέλα αναγκάζεται να ξεκινήσει ένα μακρινό ταξίδι για να βρει το φημισμένο μπλε ρόδο και να μπορέσει να επαναφέρει και πάλι τον νέο στην πραγματική του μορφή.. Στη μαγική αυτή αναζήτηση η Χριστίνα θα έχει συντρόφους τα δύο της αδέρφια, τον Φοίβο και τον Αλέξανδρο που θα την βοηθήσουν στην επικίνδυνη της διαδρομή.


Συγκλονιστικές αναμετρήσεις με δράκους, μάγισσες, γίγαντες και φίδια μαζί κι ένας τρομερός λαβύρινθος που οδηγεί στο παρελθόν σ’ ένα από τα πιο όμορφα ελληνικά παιδικά μυθιστορήματα φαντασίας και περιπέτειας με έντονη την παρουσία του μαγικού κόσμου του μεσαίωνα, αλλά και της ελληνικής μυθολογίας.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
 Ίσιωσε το κεφάλι  και κοίταξε γύρω της.  Η μάγισσα δεν της είχε μιλήσει για  κάποιον που φύλαγε την  πηγή, όμως, ακόμη κι έτσι, έπρεπε να ήταν προσεκτική και σίγουρη πως όλα ήταν εντάξει, προτού έκανε πιο πολλά βήματα. Όταν,  λοιπόν, βεβαιώθηκε πως δεν  υπήρχε άλλος  κανείς εκεί από  τον Αλέξανδρο, τον Φοίβο και τους άντρες που τους ακολουθούσαν, ζήτησε απ’ αυτούς να  μείνουν πίσω, έβαλε το  χέρι στο ταγάρι της, έβγαλε από μέσα ένα μικρό, διάφανο μπουκαλάκι και κινήθηκε  για  να πάρει το πιοτό και να φύγει, μα ένας ισχυρός θόρυβος την σταμάτησε. Γύρισε σχεδόν τρέμοντας το  κεφάλι και  ήταν τότε που  αντίκρισε  ένα θεόρατο δράκο  απέναντι της  να την  παρατηρεί.
Ήταν μεγάλος, καλυμμένος ολόκληρος από λέπια, με πράσινο, ζαρωμένο δέρμα, δυο  τεράστια, σαν νυχτερίδας, φτερά,  ζαρωμένα χέρια και πόδια, νύχια μακριά και μυτερά, μάτια ανοιχτά, σταχτιά, σχιστά σαν του φιδιού και ένα στόμα που έβγαζε φωτιές. 
Η  κοπέλα ένιωσε το κορμί της να σείεται από ένα ασυναίσθητο τρέμουλο φόβου, μα κατάφερε σύντομα  να συνέλθει και,  στήνοντας τη λυγερή της κορμοστασιά προς τα πάνω, τον χαιρέτισε..
-Είσαι ο δράκος που φυλάει την  πηγή της  νιότης; ρώτησε θαρρετά.
Εκείνος,  άφησε  ένα πλατύ και  καμπυλωτό χαμόγελο να σχηματιστεί  στα χείλη  του. Τα μεγάλα, μυτερά του δόντια φάνηκαν τελείως καθαρά. Ύστερα, έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι του.
-Εγώ  είμαι.
-Δεν θα έπρεπε να   ήσουν  ένας απλός άνθρωπος, ή έστω ένας γίγαντας;
-Όχι, γιατί θα έπρεπε να ήμουν έτσι; Δεν  είναι απαραίτητο, απάντησε με ένα ευχάριστο ύφος.
-Ε.., εγώ…, το είπα, απλώς, επειδή συνήθως οι φύλακες  μιας τέτοιας πηγής είναι γίγαντες…
-Καλό και αυτό...
Ο δράκος γέλασε βροντερά.
-Ναι, αλλά τώρα μην ξεχνάς κοπέλα μου, πως είσαι στο  νησί της βασίλισσας των  φιδιών, των  ερπετών δηλαδή, οπότε ένας  δράκος, το αντιπροσωπευτικότερο είδος  της  οικογένειας αυτής, σε μια τόσο σημαντική θέση  αποτελεί  καλύτερη επιλογή από  ένα γίγαντα. Συμφωνείς;
Η Αυγή δάγκωσε χαριτωμένα το πάνω  χείλι  με τα δόντια της   και  πλησίασε πιο  κοντά του.
-Ναι, έχεις δίκιο δράκε, τόνισε με στόμφο. Αφού εσύ είσαι, λοιπόν, ο φύλακας της πηγής, θα μου δώσεις λιγουλάκι από το  πιοτό;
Ο θεόρατος δράκος  την κοίταξε εξεταστικά.
-Μα τι θα  το κάνεις εσύ το  νερό της νιότης καρδιά  μου, αφού και νέα είσαι και όμορφη.
-Το ΄χω υποσχεθεί σε μια γυναίκα που το χρειάζεται επειγόντως.
-Και νομίζεις ότι θα τη γλιτώσεις τόσο εύκολα;
-Τι εννοείς;
Η κοπέλα έμεινε   να  τον παρατηρεί με περιέργεια.
-Εννοώ ότι, επειδή δεν  είμαι γίγαντας,  δεν σημαίνει πως  δεν έχω κι ένα αίνιγμα έτοιμο έτσι για να βρίσκεται…
-Ωχ ναι; Μα πρέπει να απαντήσω και αίνιγμα; Γιατί;
-Γιατί αυτή είναι η διαδικασία... Αυτός που σε έστειλε εδώ δεν σου το είπε;
- Όχι...
-Έπρεπε να σου το είχε πει.. Έτσι θα ήσουν προετοιμασμένη και δεν θα με καθυστερούσες.
-Ωραία, λοιπόν, ρώτησε με  ό,τι θες κι εγώ θα προσπαθήσω να σου  απαντήσω…
-Το καλό  που σου θέλω να  μου απαντήσεις, γιατί αλλιώς θα προβώ σε   μια πράξη που, πίστεψε με, δεν  την επιθυμώ καθόλου.
-Σε ποια;
-Μα θα  αναγκαστώ να  σε σκοτώσω και να σε φάω γλυκιά μου.. Αυτός είναι ο όρος στη συμφωνία…
Η  Αυγή αισθάνθηκε την  ανάσα της να κόβεται ξαφνικά. Η  ψυχή της σκίρτησε στο στήθος  της, σείστηκε, θαρρείς και θα ράγιζε σε  χίλια κομμάτια, το στομάχι της σφίχτηκε..
-Να με   φας; Μα ...
-Τι μα;
-Στις ιστορίες που έχω ακούσει οι φύλακες πηγών δεν τρώνε κανένα...
-Εκείνοι είναι κότες;
-Κότες;
-Κότες. Πως να στο πω διαφορετικά κορίτσι μου.  Δειλοί. Μάθε σωστά ελληνικά πια.. Εγώ.. είμαι διαφορετικός. Είμαι ένας δράκος με κύρος.. Είναι θέμα  εμφάνισης πως να το  κάνουμε.. Θέμα καταγωγής. Αν δεν βρεις τη λύση του αινίγματος που θα σου θέσω, θα  πρέπει να σε  φάω, διαφορετικά όλοι θα με  κοροϊδεύουνε.. Και δεν θα το ήθελα με  τίποτα αυτό.. Κατάλαβες τώρα καλή μου;


Περισσότερα για τη Μαρία Προδρόμου  στη διεύθυνση  : 









2 σχόλια:

  1. Αγαπημένη μου Γεωργία χίλια ευχαριστώ κι από δω μέσα από την καρδιά μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τιμή μου και χαρά μου Μαρία μου ..να είσαι καλά και να γράφεις!!!!!! :)

      Διαγραφή