Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

ΖΑΜΠΕΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ "Ξωμάχος "

Βαν Γκογκ - Ο σπορέας

Δούλεψα χρόνια τ' αρχαία χωράφια των αισθήσεων. Νοικάρης πάντα. Χωραφοσκέπαση πλέρωνα συνεπής στο Νόμο της δικής μου υποχρέωσης. Πάντα εποχικές συμβάσεις. Καλλιέργειες μονοετείς. Φορές ολιγόμερες. Γερτά τα πλάγια άγριος ο καιρός πλημμύρες παρασερμένος ο σπαρμένος καρπός ο κόπος, τα χώματα. Κι ενώ μ' άρεσαν τόσο τα δέντρα. Πού να φυτέψω; Κολίγος. Στα δάση κετέφευγα ίσκιο να βρώ κι αναπνιά. Φευγαλέα σαν κλέφτης. Καλούσε η δουλειά και η γής. Το ζευγάρι τ' αλέτρι το δίφτερο. Πέρα - πώδε αργό, ασταμάτητο η μέρα. Προσήλωση στο βώλο στην πέτρα στη βαθειά αυλακιά μεσ' στο χώμα να χάσκει για λίγο κι ευθύς να σκεπάζεται να κλείνει ν' αγκαλιάζει το σπόρο να κλωσσά τη ζωή. Η σκαλίδα στο χέρι βωλοκόπημα γυραυλάκιασμα βαθειές, καθαρές οι σαϊτες μη στομώσουν στις μπόρες. Η νύχτα με σκόλαζε Η αυγή με ξυπνούσε Ο ουρανός με καθόριζε Τα φεγγάρια μετρούσαν: λίγωση - γέμωση Οι καιροί προνοούσαν: βροχή - καλωσύνη Τινάζονταν οι ψυχές των καρπών τα φύτρα ξεσπάθωναν οι χιονιάδες τα κοίμιζαν τα ξυπνούσαν φιλώντας τα οι ήλιοι ξεσπούσαν στούς χέρσους τους δέτες και στ' ακάμωτα των χρωμάτων χοροί καρπόδενε η γης καλοκαίριαζε ο τζίτζικας το ρυθμό στο δραπάνι κρατούσε. Θέρητα καρπών μονοετούς καλλιέργειας. Κι άντε πάλι, του χρόνου.. Σε καινούριο ή στο ίδιο χωράφι.. Τσιφλίκι.. Σ' άλλο χώμα.. Σκυφτός.. Μ' ίδια αγάπη.. Μα, βαθειά η λαχτάρα κι η κραυγή.. Πού επιτέλους να φυτέψω το δέντρο Ποιά η γη μου πού να βρεί και ν' απλώσει τις ρίζες την πλατύφυλλη θάλπη στον ήλιο πού τη σκιά πού το δρόσος να κρατεί στα ξερά καλοκαίρια να γλυκαίνει καρπούς και πού κόντρα σ' εποχές και καιρούς και σ' ανέμους νά ' ναι ολόρθο, ν' ανθίζει και ν' απλώνει, ν' απλώνει σε βάθητα κι ύψη..




2 σχόλια:

  1. Ωδη σε ένα παραγνωρισμένο «ποιητή» της γης
    _______________

    Εχω γραψει κατι αναλογο
    Και το εχω αναρτησει στο μπλοκ μου
    μαζι με τον πινακα του Βαν Γκογκ
    Θα μου επιτρεψεις να το παραθεσω

    (Ο ποιητής το ηλιοβασίλεμα)

    Είναι γεμάτος,
    ποίηση
    η γλώσσα του
    μοναδική
    κι όμως
    δεν γράφει στο χαρτί
    άχρηστες
    λέξεις δίχως νόημα
    σκληρά
    τα δάχτυλα του
    αυλακώνουν τα χωράφια
    με τον ιδρώτα του
    μουσκεύει
    την ξεραμένη γη
    κρασί, λάδι και ψωμί
    τα προϊόντα
    που φτιάχνει με τα χέρια του
    η ποίηση του
    στο τραπέζι μου
    κάθε μέρα,
    δεν υπάρχει
    ανώτερη, ποιητική
    δημιουργία.

    (Velvet-Σεπτ.2012)

    ΑπάντησηΔιαγραφή