Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Θεατρικά έργα του Μπέρτολτ Μπρεχτ

   
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και η ηθοποιός Ελένε Βάιγκελ κατά τη διάρκεια πρόβας στο έργο του συγγραφέα «Μάνα κουράγιο», στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ  http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=174998

  Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (10 Φεβρουαρίου 1898 - 14 Αυγούστου 1956) ήταν Γερμανός δραματουργός,σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του "επικού θεάτρου" (Episches Theater) στη Γερμανία.

   Γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Η μητέρα του ήταν Προτεστάντισσα και ο πατέρας του Καθολικός διευθυντής εταιρίας χάρτου. Σπούδασε ιατρική στοΠανεπιστήμιο του Μονάχου (1917 - 1921), επιστρατεύεται ως νοσοκόμος και υπηρετεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχίζει να γράφει ποιήματα καιθεατρικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το "Εγκόλπιο ευσέβειας"(Hauspostille).
   Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, συνάντησε και δούλεψε με το συνθέτη Χανς Έισλερ και ανέπτυξαν φιλία ζωής. Γνώρισε και τηνΧέλενε Βάιγγελ, τη δεύτερη γυναίκα του που τον συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1922 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζόφ. Η κόρη τους Ανν Χιόμπ γεννήθηκε ένα χρόνο μετά. Το 1923 προσλήφθηκε βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Άρχισε να φοιτά στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή και μελέτησε διαλεκτικό υλισμό. Το 1930 παντρεύτηκε την Χέλενε Βάιγγελ που του είχε χαρίσει ήδη ένα γιο. Στη συνέχεια απέκτησαν και μια κόρη.
   Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό«Η Λέξη» (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.
Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί με την Χέλενε Βάιγκελ (Ηelene Weigel) ίδρυσαν (1949) το Μπερλίνερ Ανσάμπλ(Berliner Ensemble). Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954



Έργο
    Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1920 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.
Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του "Βάαλ" (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του "Ταμπούρλα μες τη Νύχτα" (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ (Frank Wedekind, 1864 - 1918) κι επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το "διδακτικό" και "ανθρωπιστικό" θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του. Ήταν τότε που έγραψε και το λιμπρέτο της όπερας (με μουσική του Κουρτ Βάιλ) " Η 'Ανοδος και η Πτώση της πόλης Μαχάγκονυ" (1930).
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: "Η Ζωή του Γαλιλαίου" (1937-39), "Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της" (1936-39), "Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν" (1935-41), "Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του Μάττι" (1940), "Η 'Ανοδος του Αρτούρου Ούι" (1941), "Τα Οράματα της Σιμόνης Μασάρ" (1940-43), "Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο" (1942-43) και "Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία" (1943-45). Το 1944 γράφει το έργο "Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής", μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού.
   Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.
    Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε, Εγκώμιο στη μάθηση, Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου,Αυτό θέλω να τους πω, Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ, Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου, Εγκώμιο στον Κομμουνισμό, Εγκώμιο στη Διαλεκτική. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


 ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ 

1. Η όπερα της πεντάρας, 1928


    Η Όπερα της πεντάρας (γερμανικάDie Dreigroschenoper) είναι μουσικό έργο του Γερμανού συνθέτη Κουρτ Βάιλ σε λιμπρέτο του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Πρόκειται για μεταφορά του αγγλικού έργου του 18ου αιώνα Η όπερα του ζητιάνου(Beggar's Opera) του Τζον Γκέι. Έκανε πρεμιέρα στις 31 Αυγούστου 1928 στο Θέατρο του Βερολίνου κι από την πρώτη στιγμή προκάλεσε αίσθηση στο ευρύ κοινό κι είχε μεγάλο αντίκτυπο στο χώρο του μιούζικαλ. Γνώρισε παγκόσμια επιτυχία, μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες, ενώ εξακολουθεί και παίζεται από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους, ενώ έχει γνωρίσει αρκετές παραλλαγές για τον κινηματογράφο, την όπερα κλπ.

Υπόθεση του έργου
    Το έργο επικεντρώνεται σε ιστορίες της αστικής τάξης. Στο βικτωριανό Λονδίνο, πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Μακίθ (Μάκι Μέσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), που παντρεύεται την Πόλι Πίτσαμ.
Στην Πρώτη Πράξη, ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά "κέρδη" τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν "εμπόριο", ακόμα και η ελεημοσύνη. Ο Πίτσαμ ανακαλύπτει ότι η κόρη του, η Πόλι, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον περιβόητο κακοποιό Μακίθ. Η ίδια η Πόλι εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ σε ένα σταύλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την "Τζένη των Πειρατών". Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους, καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα.
   Η Πόλι αναφέρει στο Μακίθ τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, αφήνοντας διάφορες "δουλειές" στην Πόλι. Πριν φύγει, επισκέπτεται την Τζένι, πρώην αγαπημένη του, χωρίς να ξέρει ότι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει. Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Εκεί εμφανίζονται η Πόλι μαζί με τη Λούσι, την κόρη του Μπράουν, όπου μεσολαβεί μια σκηνή ζήλιας και τσακωμού. Η Λούσι μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του.
  Η Τζένι απαιτεί τα χρήματά της από την κυρία Πίτσαμ, η οποία αρνείται. Ο Μπράουν μαθαίνει ότι οι ζητιάνοι έχουν ήδη λάβει θέσεις και ο μόνος τρόπος να σώσει τον ίδιο και τη θέση του στην αστυνομία είναι να συλλάβει και να εκτελέσει το Μακίθ. Ο Μακίθ οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μαζέψει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει τους φύλακες. Λίγο πριν την εκτέλεση, γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Καταφτάνει απεσταλμένος της βασίλισσας, η οποία δίνει χάρη στο Μακίθ και του χορηγεί αποζημίωση και ένα κάστρο με τίτλο. Σύσσωμος ο θίασος στο φινάλε τραγουδάει μια παράκληση να μην τιμωρούνται τόσο αυστηρά τα αδικήματα.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ




2. H Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της, 1939


     Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γράφει το αντιπολεμικό αυτό αριστούργημα στο διάστημα του μεσοπολέμου, εκφράζοντας μια κραυγή αγωνίας για τον επερχόμενο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Άννα Φίρλιγκ, γνωστή με το όνομα Μάνα Κουράγιο, κεντρικός χαρακτήρας του έργου, δεν είναι μια συνηθισμένη ηρωίδα. Πρόκειται για μια γυρολόγισσα που με τον αραμπά της, μαζί και τα τρία παιδιά της, περιφέρεται στα πεδία των μαχών της ρημαγμένης Ευρώπης. Πουλάει τρόφιμα, ποτά και βασικές προμήθειες στα αντίπαλα στρατόπεδα, για να επιβιώσει και να προστατεύσει τα παιδιά της. Αυτή η πλευρά της, προκαλεί τη συμπάθειά μας. Ο  συγγραφέας όμως δε μας θέλει να αγνοήσουμε την άλλη της πλευρά. Η Μάνα Κουράγιο μιλά για τον πόλεμο σαν να ήταν ευλογία και επιβιώνει σαν επιχειρηματίας, εκμεταλλευόμενη τον πόλεμο. Με το δικό της τρόπο, κάνει δηλαδή, εκείνο που κάνουν οι στρατοί: επιβιώνουν σε βάρος των άλλων.
Η Μάνα Κουράγιο τριγυρνά από χώρα σε χώρα ακολουθώντας στρατιωτικά τάγματα στην περίοδο του 30ετούς πολέμου (1618-1648). Δεν είναι με το μέρος κανενός παρά μόνο με το μέρος του εμπορικού κέρδους. Ο πόλεμος γι’ αυτήν είναι μια ευκαιρία να αγοράζει φθηνά και να πουλά ακριβά.
Το μήνυμα είναι απλό και σαφές. Ο πόλεμος είναι μια μηχανή που συνθλίβει τους πάντες εκτός από εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή. Η Μάνα Κουράγιο όπως κάθε μάνα, προσπαθεί να προφυλάξει τα παιδιά της από τα δεινά του πολέμου και κάνει το παν για να εμποδίσει τη στρατολόγηση των γιων της. Από την άλλη όμως, η ίδια και η οικογένειά της ζουν από αυτόν τον πόλεμο! Από την αρχή κιόλας του έργου ένας λοχίας θα την προειδοποιήσει πως, «αν θέλεις από τον πόλεμο να ζήσεις, τον οβολό σου μην του τόνε στερήσεις».  
Έτσι, παρόλο που η Μάνα Κουράγιο «παίζει» σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού (πολέμου), εντούτοις θα τιμωρηθεί πολύ αυστηρά, καθώς οι  στόχοι της θα ανατραπούν βίαια. Χάνει το ένα μετά το άλλο και τα τρία παιδιά της, για να καταλήξει στο τέλος του έργου, μόνη χωρίς να της έχει απομείνει τίποτα, εκτός από το αδάμαστο πνεύμα της. Ο μεγάλος δραματουργός επιδίωκε πάντοτε στα έργα του και τον αιφνιδιασμό της πολιτικής συνείδησης του σκεπτόμενου θεατή. Μπορεί οι άνθρωποι να είναι θύματα μεγάλων ιστορικών διαδικασιών που τους συντρίβουν, όμως με ό,τι κάνουν, συμβάλλουν σ’ αυτή τη διαδικασία. Σύμφωνα με τον Μπρεχτ, επιβάλλεται να αντιδρούμε στη φρίκη που υπάρχει γύρω μας, όχι με το να παραδέρνουμε στον οίκτο, αλλά χρησιμοποιώντας το μυαλό μας για να σκεφθούμε πέρα από εκείνα τα γεγονότα που διαδραματίζονται πάνω στη σκηνή, με τρόπο που να φεύγουμε από την παράσταση ικανότεροι να αλλάξουμε τον κόσμο.
Στο έργο εφαρμόζεται η τεχνική της αποστασιοποίησης. Πώς να μην υπάρχει άλλωστε, αφού ο Μπρεχτ είναι ο εμπνευστής της; Με την τεχνική της αποστασιοποίησης ο θεατρικός συγγραφέας θέλει να κάνει σαφές στο θεατή ότι είναι εκεί για να βλέπει «θέατρο» και μόνο θέατρο. Θέλει να μην «ταυτίζεται».



3. Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν
    Στο έργο ο Μπρεχτ θέτει το ερώτημα πόσο καλός μπορεί να είναι κάποιος σε μία κοινωνία που είναι βασισμένη στην εκμετάλλευση. Το έργο, γραμμένο την περίοδο 1926-1941, ανέβηκε για πρώτη φορά σε ολοκληρωμένη μορφή το 1943 στη Ζυρίχη. Στην υπόθεση τρεις θεοί έρχονται στη γη με σκοπό να βρουν αρκετούς καλούς ανθρώπους που να ζουν με αξιοπρέπεια ώστε να δικαιολογήσουν τη θεϊκή ύπαρξή τους και να διατηρηθεί ο κόσμος ως έχει. Μετά από πολλές δυσκολίες, εντοπίζουν τον μοναδικό καλό άνθρωπο στη γη: μια πόρνη στην επαρχία Σετσουάν της Κίνας, τη Σεν Τε.

    Οι θεοί την ανταμείβουν με ένα αξιοπρεπές χρηματικό ποσό κι εκείνη ανοίγει ένα μικρό καπνοπωλείο. Εκείνη δεν λειτουργεί ως τυπικός επιχειρηματίας, βοηθάει με κάθε τρόπο όποιον συμπολίτη της έχει ανάγκη. Όμως δεν αγνοεί πως πολλοί εκμεταλλεύονται τη διάθεσή της για αγαθοεργίες. Τότε εφευρίσκει ένα alter ego, έναν υποτιθέμενο εξάδελφο, τον μοχθηρό Σουί, τον οποίο όταν υπερβαίνουν τα εσκαμμένα οι ευεργετηθέντες βάζει τα πράγματα σε τάξη. Πόσο καιρό, όμως, θα αντέξει να παίζει αυτό το διπλό ρόλο;

   «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» αποτελεί το έργο του Μπρεχτ με τις περισσότερες απευθύνσεις στο κοινό, με τις περισσότερες τομές στη δράση του. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν πολλαπλούς ρόλους, παραμένουν διαρκώς στη σκηνή συνθέτοντας έναν βουβό θίασο που σχολιάζει και υπογραμμίζει τα δρώμενα της εκάστοτε σκηνής. Τέλος, ερμηνεύουν ζωντανά τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης. Δεν πρόκειται για διδακτικό έργο, σημειώνει η σκηνοθέτης και προσθέτει ότι «στο κέντρο του βρίσκεται ένα ηθικό πρόβλημα: μπορεί ο καλός να επιβιώσει σε μια κοινωνία διεφθαρμένων;

Το έργο δεν προσφέρει λύσεις. Τελειώνει με έναν απολογητικό επίλογο από τους ηθοποιούς και φυσικά τον ίδιο τον Μπρεχτ».http://www.healthyliving.gr/



4  Ο κύκλος με την κιμωλία
   Από τα διασημότερα έργα του Μπρεχτ -ίσως το πιο γνωστό μαζί με την «Οπερα της πεντάρας»- σίγουρα κρατά τον τίτλο του πλέον πολυπαιγμένου έργου του Γερμανού δραματουργού. «Ο Κύκλος με την κιμωλία» γράφτηκε το 1944 τη χρονιά που ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, αν και σε ορισμένες χώρες είχε τυπικά τελειώσει, ακόμα μάστιζε τον κόσμο, στη διάρκεια της αυτοεξορίας του Μπρεχτ στις ΗΠΑ. Το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα είναι εμφανέστατο, έστω κι αν η υπόθεση (δύο γυναίκες που διεκδικούν το ίδιο παιδί) δεν προδίδει εξαρχής κάτι τέτοιο.
Από μόνο του αυτό το στοιχείο προσδίδει τη διαχρονικότητα στο έργο του Μπρεχτ. Δεν είναι όμως το μοναδικό. Η υπόθεση αφορά σε κάθε διαμάχη που εκτείνεται από το προσωπικό έως το παγκόσμιο επίπεδο, σε κάθε διεκδίκηση και αντιδικία, με αντικείμενο υλικά ή -ακόμα χειρότερα- άυλα αγαθά (με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται ο όρος). Και πάλι όμως δεν τελειώσαμε.
Το ζήτημα της μητρότητας ή μάλλον της διεκδίκησής της από τη βιολογική μητέρα και τη γυναίκα που το μεγάλωσε, μοιάζει σήμερα να παίρνει νέα μορφή, σε μια εποχή που όλο και περισσότερα άτεκνα ζευγάρια καταφεύγουν είτε στην υιοθεσία είτε στη λύση της τεχνητής γονιμοποίησης. Το έργο, βεβαίως, δεν είναι μανιφέστο υπέρ της μιας ή της άλλης περίπτωσης, είναι απλώς (αν και αυτός είναι ελάσσονος σημασίας ρόλος μπροστά στο επικό του ύφος) μια μελέτη πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και μάλιστα την πιο προσωπική αυτών, τη σχέση μητέρας και παιδιού.
Το επικό του ύφος, ωστόσο, (ο Eric Bentley πάντως διαφωνούσε με τη χρήση του όρου «επικό θέατρο», όσον αφορά τον Μπρεχτ, και στη θέση του χρησιμοποιούσε τον ορισμό «λυρικό θέατρο») είναι αυτό που ξεπερνά τις διάφορες προεκτάσεις που ξεπροβάλλουν από το έργο. Οι πηγές του έργου, εξάλλου, είναι ίδιας υφολογικής προέλευσης: από τη μια τα θέματα της Βίβλου και ιδιαίτερα την παραβολή του Σολομώντα, από την άλλη ένα αρχαίο κινέζικο παιχνίδι, που αναφέρεται σε ένα κείμενο του 13ου αιώνα π.Χ., όπως επίσης και σε ένα έργο του Klabund, με τον ίδιο (στα ελληνικά) τίτλο. Ο κύκλος με την κιμωλία έχει τη δύναμη, σύμφωνα με την κινεζική παράδοση, να ξεγυμνώνει την καρδιά και σχετίζεται με την ανάδειξη των πραγματικών αισθημάτων του ανθρώπου (η αξία του στο έργο όμως δεν φαίνεται παρά στο τέλος). 
Ο Κύκλος με την Κιμωλία είναι η ιστορία μιας φτωχής υπηρέτριας, της Γκρούσα, που εργάζεται στο αρχοντικό του πρίγκιπα Καζμπέκι και αναγκάζεται να σώσει το μικρό διάδοχο του θρόνου, που τον παρατάει η μητέρα του στη βιασύνη της να φύγει, για να γλιτώσει από τους επαναστάτες που σκότωσαν τον άντρα της.

Το έργο αφηγείται τη φυγή της Γκρούσα προς τα βουνά, για να σώσει τη ζωή του μικρού πρίγκιπα, που στην αρχή της είναι βάρος, αλλά σιγά σιγά μαθαίνει να τον αγαπάει σαν πραγματική μητέρα του.Ο κύκλος με την κιμωλία είναι παράλληλα η ιστορία ενός κλεφτοκοτά, του Αζντάκ, που έγινε δικαστής, επειδή στην επανάσταση έκρυψε στο σπίτι του τον Μεγάλο Δούκα και του έσωσε τη ζωή. Το έργο αφηγείται πώς ο Αζντάκ με τη βοήθεια του κύκλου με την κιμωλία έκρινε, αν ο μικρός πρίγκιπας ανήκε στην πραγματική του ή στη θετή του μητέρα, την Γκρούσα... http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata.html



5. (Τρόμος και αθλιότης του Γ΄Ράιχ, 1935)

Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει τις περίφημες εικοσιτέσσερις σκηνές, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος, ανάμεσα στο 1935 καi το 1939. Μερικές απ' αυτές τις σκηνές ανεβάστηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1937, με σκηνοθεσία του συγγραφέα. Όταν ο Μπρεχτ έγραφε αυτά τα μονόπρακτα, δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί όλη η φρίκη της φασιστικής εξουσίας. 'Ηταν όμως αισθητή στη βαριά ατμόσφαιρα της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής, στην προετοιμασία της τρομοκρατίας με την κατασκευασμένη εκ των άνω διαστροφή της γλώσσας, με την καταπίεση, τη δυσπιστία και την υποκρισία, που κάποτε στάθηκαν πιο καταλυτικές κι από την ίδια την ωμή τρομοκρατία. Ο Μπρεχτ μας δείχνει σ' αυτές τις σκηνές, με διαύγεια που φτάνει ως τη φρίκη, πως «πολύ πριν φανούν από πάνω μας τα βομβαρδιστικά», οι γερμανικές πόλεις δεν ήταν κατοικήσιμες. 
Διαβάστε το μονόπρακτο "Ο σπιούνος" 
: http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2013/02/blog-post_7931.html








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου