Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΚΑΣΙΑΡΟΥ ΕΥΑ "Τα γενέθλια της Άννας"






    Άσπρα μαλλιά. Ρυτίδες στο μέτωπο, στα μάτια, στα μάγουλα και στο στόμα. Η μύτη έχει πάρει ένα δικό της σχήμα. Έγειρε από τις αναπνοές. Τα χείλη; Πού είναι τα δύο κόκκινα χείλη. Ευτυχώς το ίδιο χρώμα ματιών. Αυτό δεν άλλαξε. Δεν ξεθώριασε από χιόνια, βροχές, από τον εκθαμβωτικό ήλιο, από τα δάκρυα. Εκεί ο χρόνος δε μπορεί να ορμίσει. Βρίσκει αντίσταση τα δύο βλέφαρα και σ’ αυτά ξεσπά. Τα ρυτιδώνει, δείχνει την κακία του. Το χαμόγελο παγώνει φανερώνοντας τα άσπρα ψεύτικα δόντια. Αυτή τα διάλεξε άσπρα μετά τη διάγνωση του γιατρού. «Πρέπει να φορέσετε μασέλα κ. Άννα.». Τη χαροποίησε η ιδέα. Τώρα το χρώμα δεν έχει σημασία. Είναι παράταιρο με το υπόλοιπο πρόσωπο. Μάρτυρας ο καθρέφτης. Μελαγχολία. Σήμερα κλείνει τα ογδόντα της χρόνια. Κάθεται στον καναπέ. 

Αρχίζει να μετρά… 1…2 .. 3… 7 ….. Να σα να ήταν χθες, σαν τώρα….

    Χειμώνας. Το χιόνι έχει σκεπάσει τα πάντα. Ενθουσιασμός. Ημέρα γενεθλίων. Κλείνει τα επτά της χρόνια. Πρώτη φορά γιορτάζει. Οι οικονομικές δυσκολίες των προηγούμενων χρόνων δεν το επέτρεπαν. Η μαμά έκανε γλυκό. Τίποτα σπουδαίο, αλλά αρκετό για να μοιραστεί στους μικρούς καλεσμένους που θα κυριεύσουν βάρβαρα σε λίγο το χώρο. Ευτυχία. Φοράει το μπλε βελούδινο φόρεμα με το δαντελένιο γιακά. Φτιαγμένο από τα χέρια της μαμάς. Κάθε Κυριακή, κάθε γιορτή αυτό φορά. Να μπορούσε να το φορά κάθε μέρα! Χαρά. «Στις πέντε η μαμά θα φέρει το γλυκό και θα το βάλει στη μέση του τραπεζιού. Εγώ θα καθίσω εδώ. Εκεί οι άλλοι. Η μαμά θα ανάψει και τα επτά κεριά. Μετά όλοι θα τραγουδήσουν. -Να ζήσεις ….και χρόνια πολλά, γριούλα να γίνεις με άσπρα μαλλιά- και θα χειροκροτήσουν. Και αν το ξεχάσουν; Τότε ελπίζω να αρχίσει η μαμά και με ένα φου …άντε δύο.. . Δε θέλω να με βοηθήσουν οι άλλοι. Θα τους το πω και ας θυμώσουν. Εγώ γιορτάζω.» Άγχος. Σε λίγο. Ακόμα είναι τέσσερις και μισή. Το τηλέφωνο κτύπα. Η μαμά της Θεανώς. «Δε θα μπορέσει να έρθει γιατί κάνει πολύ κρύο. Είναι κρυωμένη. Σας στέλνουμε τις ευχές μας». Δεν πειράζει. Άλλωστε η Θεανώ δεν είναι η καλύτερή της φίλη. Αδιαφορία. Η ώρα περνά. Πέντε και μισή. Το πρόσωπο της καρφωμένο στο τζάμι. Κοιτάζει το χιονισμένο δρόμο. Επιτέλους! έρχονται οι πρώτοι καλεσμένοι. Η Ελένη με τη μαμά της. Είναι τόσο κουκουλωμένες και οι δυο, που τρόμαξε να τις γνωρίσει. Ευτυχώς το μικρό κόκκινο σκουφάκι, πρόδωσε τη συμμαθήτριά της. Τρέχει στην πόρτα. Το χέρι στο πόμολο, έτοιμη να ανοίξει προτού κτυπήσει το κουδούνι. Μα γιατί αργούν; Τι συμβαίνει; Τι έπαθαν; Γλίστρησαν; Πάντα απρόσεκτη η Ελένη. Τρέχει πάλι στο θολό τζάμι. Βλέπει δύο άνισες φιγούρες να απομακρύνονται μέσα στο άσπρο φόντο. Κάτι κόκκινο ξεχωρίζει. Απογοήτευση. Έξι η ώρα. Ούτε η Σπυριδούλα; «Σίγουρα θα το ξέχασε. Θα άρχισε το διάβασμα και με τη μαμά της πάνω από το κεφάλι… Είναι φυσικό. Ή μήπως δε θυμάται την ώρα; Εγώ φταίω. Δεν της το είπα σήμερα. Της το είπα πριν δυο μέρες». Ενοχές. Χωρίς δεύτερη σκέψη φοράει το χονδρό παλτό. «Πάω να φωνάξω τη Σπυριδούλα….». Δε θέλει ή δεν προλαβαίνει να ακούσει την άρνηση της μαμάς της. Γιατί να μην πάει; Δέκα βήματα, στρίβεις και να η σιδερένια πόρτα. Κτυπά το κουδούνι. «Που είναι κυρία Νόρα η Σπυριδούλα; Σήμερα έχω τα γενέθλιά μου, πρέπει να έρθει για να σβήσω τα κεράκια.». «Χρόνια σου πολλά, δεν το ξέχασε αλλά η Σπυριδούλα δε θα μπορ….». Δεν ακούει παρακάτω. Δε χρειάζεται. Της αρκούν αυτά. Η μόνη της ελπίδα αυτή η γειτονοπούλα. Πάλι δέκα βήματα και στροφή. 

Οργή. 8 …9.. 11.. 23…25…. Να σα να ήταν χθες, σαν τώρα….. 

    Τετάρτη. Χειμωνιάτικη η μέρα, παγερή. Τον είχε γνωρίσει πριν αρκετούς μήνες. Ζούσαν μακριά, αλλά δεν την πείραζε. Ήξερε ότι δε μπορεί να έρθει. Ίσως αν ήταν Σάββατο να τα κατάφερνε ο Μιχάλης. Πριν από λίγες μέρες που μίλησαν, του υπενθύμισε την ημέρα των γενεθλίων της. Δεν ήθελε δώρο. Της αρκούσε ένα τηλέφωνο. Έρωτας. Από το πρωί περιμένει. Σε κάθε κτύπημα του τηλεφώνου στο γραφείο, η καρδιά της κτυπά δυνατά. Τρέχει να προλάβει. Μα δεν είναι για αυτήν. Λίγα λεπτά ακόμη και οι δείκτες του ωρολογίου θα δείξουν την ώρα της επιστροφής στο σπίτι. Εκεί όμως δεν υπάρχει τηλέφωνο. Πότε θα της τηλεφωνήσει; Που; Το ξέχασε; Εκνευρισμός. Μήπως έστειλε κάποια κάρτα, ένα γράμμα; Αγωνία. Η διαδρομή για το σπίτι είναι σύντομη, αλλά γεμάτη σκέψεις τρομαγμένες. Το γραμματοκιβώτιο άδειο. Κοιτάζει δύο- τρεις φορές τα γράμματα που είναι αραδιασμένα στον πάγκο της εισόδου της πολυκατοικίας. Τίποτα για αυτήν. Απελπισία. Ίσως αργότερα. Προσμονή. Έφτασε η ώρα που σουρουπώνει. Η ώρα που θέλει να μιλήσει με ανθρώπους. Φοράει το χονδρό παλτό και φεύγει. Δυσφορία. Περιμένει έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο. Σχηματίζει γρήγορα τον αριθμό «Ναι – γεια σου τι κάνεις; …. σήμερα έχω τα γενέθλιά μου το ξέχασες;» Ζητά ευχές. Τις παίρνει. Αμηχανία. 

26……28…..30….35.. 41…..Να σα να ήταν χθες, σαν τώρα…. 

    Ήλιος με δόντια. Σηκώνεται από το γραφείο. «Σε δέκα λεπτά θα είμαι πίσω». Γυρίζει με ένα κουτί γλυκά τυλιγμένο με χριστουγεννιάτικο γυαλιστερό χαρτί. Τους κερνά όλους. Ικανοποίηση. Είχαν συμφωνήσει με το Γιάννη το βράδυ της Πέμπτης, να φάνε μαζί σπίτι της. «Ξέρω… δεν ξεχνώ εύκολα ημερομηνίες….θα έρθω σίγουρα» της είπε και της έκλεισε το μάτι συνωμοτικά. Δεν του είπε τίποτα παραπάνω, μόνο χαμογέλασε συγκαταβατικά. Ήταν σίγουρη ότι ήξερε το λόγο. Πληρότητα. Άλλωστε ο ίδιος της είχε πει ότι η ημέρα των γενεθλίων της, ήταν μια ξεχωριστή μέρα και για τον ίδιο. Την ίδια μέρα είχε γεννηθεί και η αγαπημένη του θεία. «Κάθε χρόνο, της πάω μια μεγάλη τούρτα. Από εδώ και πέρα θα αγοράζω δύο. Μια για σένα και μια για αυτήν» Τρυφερότητα. Καινούργια γνωριμία ο Γιάννης. Καινούργιο και το σερβίτσιο. Όλο το απόγευμα είναι στην κουζίνα. Τα υλικά ανακατεύονται μεταξύ τους για να δώσουν τις επιθυμητές γεύσεις. Τις γεύσεις που θα γλυκάνουν τις στιγμές της γιορτής. Η μουσική στο ραδιόφωνο χαμηλή. Απόλαυση. Ώρα εννέα. Το τηλέφωνο κτυπά. Ο Γιάννης. «Θα πάω στον …..με πήρε τηλέφωνο …..και θα πάμε με το …… .θα τα πούμε. Σε έχω στο μυαλό μου». «Ξέρεις σήμερα, θα ήθελα να ήσουν εδώ … ελάτε μαζί με τον …. χρόνια πολλά στη θεία…..» «Θα σου τηλεφωνήσω» Έκλεισε το τηλέφωνο. Προτιμούσε να είναι στην καρδιά του και όχι στο μυαλό του. Δεν προλαβαίνει να του το πει. Το λέει όμως δυνατά στα κεριά που έχει ανάψει και σβήνουν. Απόρριψη. Κουλουριάζεται σα να είναι στην κοιλιά της μάνας της και δεν κρυώνει. «Άνοιξε να μπω πάλι μέσα σου μαμά» εύχεται και την παίρνει ο ύπνος. Νοσταλγία. 

42…..45….51….58 …64…. Να σα να ήταν χθες, σαν τώρα…. 

    Ο αέρας λυσσομανά. Το ξυπνητήρι κτυπά στις έξι και σαράντα πέντε. Τι έγινε; Τι κτυπάει; Σύγχυση. Πρέπει να σηκωθεί για το τελευταίο πρωινό ραντεβού στο γραφείο της. Ήρθε η ώρα να συνταξιοδοτηθεί. Είχε προετοιμαστεί. Θα έφευγε με το χαμόγελο στα χείλη και με τα ίδια λόγια που είχε έρθει: «Γεια σας». Ανάμειχτα συναισθήματα. Και τι σύμπτωση! Είναι η μέρα που κλείνει τα εξήντα τέσσερα χρόνια της. Τους κερνάει και για τα μυστικά της γενέθλια. Λύπη. Το τελευταίο συμμάζεμα ως την ώρα του γυρισμού στο βουβό δωμάτιο. Πλήξη. Περιπλανιέται στους γιορτινούς δρόμους. Προσποιείται ότι σκοντάφτει επάνω στους ανθρώπους, για να μιλήσει μαζί τους, να ζητήσει συγγνώμη, γιατί σήμερα είναι λίγο αφηρημένη με τις ετοιμασίες των γενεθλίων της. Κάποιοι της εύχονται και τη συγχωρούν για την απροσεξία της. Μοναξιά. Αγοράζει μια τούρτα. Ανάβει το φως του σαλονιού. Ανοίγει το ραδιόφωνο, την τηλεόραση. Είναι όλοι εκεί. Αυτούς κάλεσε και αυτοί ήρθαν να της ευχηθούν «να ζήσει». Κλαίει για να γαληνέψει. Ηρεμία. Τη βλέπει η εκφωνήτρια των ειδήσεων και της εύχεται. Την ακούει ο εκφωνητής του ραδιοφώνου και της στέλνει τις ευχές του και το αγαπημένο της τραγούδι «που να είσαι αλήθεια το βράδυ αυτό…». Πίνει όλο το κρασί και χορεύει αδέξια. Ανακούφιση. 

59…60….70….80 

    Κτυπά το τηλέφωνο. Με βαριά βήματα φτάνει στο χολ. Σηκώνει το ακουστικό. - Μα που είσαι τόση ώρα; ακούγεται μια γέρικη γνωστή φωνή. Το θυμήθηκα! Σήμερα δε κλείνεις τα 80; Να τα εκατοστήσεις Άννα. Θα έρθω τώρα να στα πω και από κοντά. - Θα σε περιμένω Μαρίκα. Σηκώνεται. Χτενίζει τα μαλλιά της και βγάζει τη ρόμπα. Φοράει το φόρεμα, το καφέ. Είναι το καλύτερο που έχει στη γεροντίστικη ντουλάπα της και περιμένει. Ενθουσιασμός. Η Μαρίκα ήρθε. Κτυπά την πόρτα. Καμία απάντηση. Ξανακτυπά. Κοιτάζει από το παράθυρο. Μέσα από τις άσπρες κουρτίνες διακρίνει αχνά ένα κορμί με καφέ φόρεμα να κάθεται στην καρέκλα του σαλονιού. Φτάνει το ασθενοφόρο. «Έχει αρχίσει η σήψη. Πόσες μέρες έχει να δώσει σημεία ζωής;» Ρωτά ο γιατρός. 

Εύα Κασιάρου 


Στοιχεία επικοινωνίας  με την Ε. Κασιάρου evakas2@yahoo.gr







4 σχόλια: