Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΝΙΝΙΟΥ ΣΟΦΙΑ «Φέτος δε θα στολίσω»



«Λοιπόν! Φέτος δε θα στολίσω!»
Βαρυσήμαντη δήλωση! Έστησα αυτί… ―εννοείται…
Αρχές Δεκεμβρίου κι εγώ να λιάζομαι σ’ ένα απ’ τα τραπεζάκια του Μουσείου. Γάτος στην αιώνια άνοιξη της Αθήνας. Με το καφεδάκι μου― κι αυτό εννοείται. Παγωμένο φραπέ για να μην ξεχνάω ότι τι καλοκαίρι θα ’ρθει.
Κοίτα θέμα να συζητάνε οι άνθρωποι! Φέρνοντας γύρες το καλαμάκι μου, το μόνο γκλιν-γκλον που ευφραίνει την καρδία μου παράγουν τα μπόλικα παγάκια σιγολιώνοντας. Σε καμία των περιπτώσεων δε δέθηκα συνειρμικά με το λαοφιλές Jingle Bells. Τι λένε οι άνθρωποι!
«Είσαι με τα καλά σου; Τι σ’ έπιασε;». Ανήσυχη η φράση που ακολούθησε τη βαρυσήμαντη δήλωση περί αρνήσεως του χριστουγεννιάτικου στολισμού.
Άφησα το κορμί μου να γλιστρήσει στην πολυθρόνα εξοχής σε μια πιο άνετη στάση, έδεσα τις παλάμες μου μπροστά στο σώμα μου με τεντωμένους τους δείχτες προς τα πάνω ―συνηθισμένη χειρονομία μου περισυλλογής― και κρυμμένος πίσω απ’ τα μαύρα μου γυαλιά έδωσα βάση στην κουβέντα των ηλιόφιλων του γειτονικού τραπεζιού.
Μμμ! Τι έχουμε εδώ; Μια παρέα από εικοσιπεντάρηδες έως πριν τα τριάντα.
Έτσι εξηγείται. Κοντά στης μαμάς τις συνήθειες με το πρώτο δικό τους εργένικο σπιτικό. Χαρούμενες μούρες. Φωτεινές. Με τη ζωηράδα στη φωνή να φανερώνει τη δυναμική της πρώτης νεότητας.
Εγώ, κοντά στα σαράντα, στο παραπέντε των σαράντα, δηλαδή, αδέσμευτος, ανύπαντρος, μόνος. Επιεικέστερες λέξεις να περιγράφουν το «ξέμεινα σχετικά» δεν μπορώ να βρω τώρα. Και δεν είναι το θέμα αυτό άλλωστε. Εξηγώ πάντως, γιατί η λαμπρή γιορτή της Χριστιανοσύνης δεν έχει για μένα στολίδια.
Χωρίς μαμά στο σπίτι να σιροπιάζει μελομακάρονα και παιδάκια ν’ ασπρίζουν τον τόπο με τις ζάχαρες τρώγοντας άτσαλα τα κουραμπιεδάκια, για ποια Χριστούγεννα μιλάμε;
Δε μ’ αφορά το ζήτημα. Το ’χω αποφασίσει τα τελευταία δέκα χρόνια. Κι αν είμαι με καμιά που με λέει αγάπη της, φροντίζω να σνομπάρω τις περί των ημερών ασχολίες, με ύφος που δε σηκώνει αντίρρηση, γιατί η γιορτή ― το ’χω ξεκαθαρισμένο μέσα μου― είναι οικογενειακή.
Κι εγώ οικογένεια δεν έχω. Κι αν προσκληθώ για ρεβεγιόν σε κάποιο σπίτι παντρεμένων φίλων ―γιατί, ως γνωστόν, όλοι έχουν την έννοια τους στους μπάκουρους τέτοιες μέρες― φοράω το χαμόγελό μου μαζί με τα καλά μου και προσποιούμαι ότι απολαμβάνω την οικογενειακή θαλπωρή. Αφήνω τα παιδάκια, όταν υπάρχουν, να σκαρφαλώνουν πάνω μου, τους πάω δώρα που λαχταράνε και κάνω σαν να είμαι εκεί.
Κι όσο η ώρα περνάει, τόσο ζορίζομαι για να μη μου πέσει το χαμόγελο στο πάτωμα. Μην το πατήσει κανείς και γλιστρήσει! Όχι, τίποτ’ άλλο…
Και προσεύχομαι μέσα μου ν’ αρχίσουν να νυστάζουν τα παιδάκια για ν’ αφήσω διακριτικά την οικογένεια να ησυχάσει. Κι αν οι φίλοι μου είναι χωρίς παιδάκια… δεν είναι δύσκολο. Κάνω το παιδάκι εγώ. Εξηγώ πόσο κουρασμένος είμαι, πόσο κουραστικές είναι οι μέρες αυτές με τις αυξημένες υποχρεώσεις και τα τοιαύτα και… την κάνω.
Όταν πια το ρεβεγιόν έχει τελειώσει για μένα, ησυχάζω. Μέχρι την επόμενη χρονιά.
Άμα μ’ ακούσει κάποιος ―το καταλαβαίνω― θα πει, «και τι ζόρι τραβάς, ρε μεγάλε· κάτσε σπίτι σου!».
Το ’χω κάνει κι αυτό. Λες να μην το ’χω κάνει; Αλλά… δεν το ξανακάνω. Είπαμε… μπάκουρος είμαι. Να πεθάνω δε θέλω.
Ναι! Χωρίς πλάκα. Κόντεψα να πεθάνω εκείνη τη φορά, που είχα την έμπνευση να σνομπάρω ολοκληρωτικά την ημέρα. Είπα, όχι, ρε παιδί μου. Τι ρεβεγιόν και αηδίες! Θα παραγγείλω μια πίτσα. Θα ανοίξω την τηλεόραση και μετά θα κοιμηθώ. Σαν να είναι μια οποιαδήποτε μέρα.
Όλοι κι όλα είχαν συνωμοτήσει εναντίον μου. Ας αρχίσω με τα τηλέφωνα. Άρχισαν να βαράνε σταθερό και κινητό για ευχές. Εγώ να κάνω το βιαστικό, που είναι να φύγει, καθότι καλεσμένος, για να ξεπετάω τη χαρούμενη φωνή του ευχόμενου. Το πανηγύρι κράτησε καμιά ώρα. Το ’κλεισα. Αλλά δεν ησύχασα. Τότε συνειδητοποίησα πόσες πολλές ευχές αντάλλασσαν στην τηλεόραση. Την έκλεισα. Άνοιξα το ράδιο. Χειρότερα! Το παρεΐστικο ύφος λόγω της ημέρας ήταν επιλογή ατυχής. Μου θύμισε και την εποχή του σχολείου με τους «πειρατές» και τις αφιερώσεις και μου ’ρθε ο θάνατος.
Δε μας έφτανε τότε το τζέρτζελο μ’ όλο το συγγενολόι, που ’χε ο καθένας μας σπίτι του, χωνόμασταν κρυφά στα παρατημένα δωμάτια ―το σαλόνι, η τραπεζαρία, η κουζίνα είχαν την τιμητική τους― κι αρχίζαμε τα τηλεφωνήματα μεταξύ μας και με το γενναίο «πειρατή» συμμαθητή μας και γινόταν χαμός.
Περιττό να το πω, έκλεισα και το ράδιο. Και την έβαψα. Τότε ήταν που άκουσα πόσα διαμερίσματα είχαν κόσμο. «Τι έγινε, αγόρι μου», λέω στον εαυτό μου. «Τι ρόλο παίζεις εσύ εδώ;»
Μ’ είχε πιάσει απελπισία. Μου ’ρχόταν να τα σπάσω όλα. Να βάλω τα κλάματα. Να πάω στο κρεβάτι; Ούτε λόγος.
Και μου ’ρθε η φαεινή ιδέα· να παραγγείλω πίτσα. Τι το ’θελα; Δεν απαντούσε το ένα μαγαζί, δεν απαντούσε το άλλο και μετά τρία-τέσσερα η φωνή με ρώτησε πόσες θέλω. Φυσικά! Τι να ρώταγε; Σου λέει, ρεβεγιόν άρπα-κόλλα. Της τελευταίας στιγμής. Ντράπηκα. Παράγγειλα δύο. Οικογενειακές. «Όχι, δε χρειάζομαι τίποτ’ άλλο», είπα. Μου φάνηκε ότι έσωσα τα προσχήματα. Αμ, δε!
Μόλις χτύπησε το κουδούνι κι άνοιξα την πόρτα, συναντήθηκα με το όλο απορία βλέμμα του delivery-boy «καλέ, πού είναι ο κόσμος;» και βιαστικά-βιαστικά και με λίγο τσαμπουκά στο μάτι, πλήρωσα αδρά και … έμεινα μόνος με δύο τεράστια κουτιά πίτσες στο χέρι.
Πήρα στροφή. Πήγα κλασικά στον καναπέ ―εκεί τρώγεται το γεύμα αυτού του τύπου― κι άρχισα με όρεξη δήθεν να τρώω. Πόσο να φάω; Πολλές οι μερίδες, ένας εγώ. Και στα χάλια μου.
Δίνω μια στο μισοφαγωμένο κομμάτι, που κρατούσα, το πετάω στο γεμάτο κουτί, βουτάω το μπουφάν μου, τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι όξω απ’ την πόρτα, που ’λεγε κι η γιαγιά μου. «Άει στα κομμάτια!», είπα. «Δε θα κάτσω να σκάσω. Θα βγω μια βόλτα».
Άλλο λάθος αυτό. Αριστερά μου, δεξιά μου, μπροστά μου, πίσω μου αυτοκίνητα με παρέες. Όπου ήταν ένας, ήταν στολισμένος και βιαστικός, γιατί προφανώς κάπου τον περίμεναν. Το ράδιο στη χαρά του. Τα φώτα από πάνω μου και γύρω μου χιλιάδες, χρωματιστά και μη, κι εγώ στη μοναξιά τη μαύρη.
Στο άσχετο οδηγώντας και στην κοσμάρα μου, αφού διέσχισα την καταστόλιστη Αθήνα, ανέβηκα στο Λυκαβηττό.
Είναι κάτι που κάνω συχνά, όταν νιώθω μόνος. Εκεί πάνω, δεν ξέρω πώς να το πω, αισθάνομαι υπεράνω. Παίρνω μια βαθείαν ανάσα και ησυχάζω. Σα να μικραίνουν όλα. Σα να ’χω στα πόδια μου μια συναρμολογούμενη πολιτεία, με σπιτάκια, μαγαζιά, αυτοκινητάκια, δρόμους του χεριού μου. Κι εγώ δεν κάνω τίποτ’ άλλο παρά να την βάλω στην πρίζα κι όλα εκείνα τα παιχνιδοκομματάκια να λάμψουν.
Είμαι ένα παιδί που παίζει και τα ’χει όλα δικά του. Και χαίρεται γι’ αυτό. Καμιά φορά μου φαίνεται ότι μπορώ να πιάσω τον Παρθενώνα, τη Βουλή, το Μουσείο, όλα εκείνα τα μεγάλα χτίσματα σαν να είναι κερδισμένα στη Monopoly.
Αν το καλοσκεφτείς, το μονοπώλιο έχω εκείνη την ώρα, τη χαρά που έχει το μοναχοπαίδι. Δεν έχω κανέναν για να μοιραστώ ο,τιδήποτε.
Αλλά όταν μου μπει αυτή η ιδέα, δε μελαγχολώ. Εκεί πάνω δε με πιάνει τίποτα. Αν έχω ανέβει και στον Άη-Γιώργη, ακόμα καλύτερα. Τεντώνω στην ευθεία το χέρι μου, ο δείχτης μου σημαδεύει τον Προφήτη Ηλία στον Πειραιά και λέω μέσα μου: εκεί, εκεί κάτω είναι το σπίτι μου. Άδειο. Αλλά δεν πειράζει. Πού θα πάει; Δεν είναι μακριά η ώρα που θα   ’ναι μια οικογένεια εκεί μέσα. Η δικιά μου.
Και παίζω τότε τον μπαμπάκα, όπως τα μικρά κοριτσάκια παίζουν τις μαμάδες. Το κάνω τώρα, γιατί, όταν ήμουν μικρός, δεν ήταν αγορίστικο παιχνίδι αυτό.
Τώρα μόνος μου είμαι. Κανένας δε με βλέπει. Ό,τι θέλω παίζω. Κι από ’κει πάνω όλους τους βλέπω. Όποιον θέλω, βλέπω. Ό,τι θέλω, βλέπω στο λυκαυγές της ζωής μου.
 Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων «Απουσίες και Πορτραίτα»





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου