Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

ΒΕΡΥΚΙΟΥ ΕΛΥΑ - Ποιήματα

       Η Ελυα Βερυκίου γεννήθηκε το 1972 και κατάγεται από τη Λευκάδα. Ζει  κι εργάζεται στην Αθήνα, είναι απόφοιτος του τμήματος της Γαλλικής Φιλολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Εχει εργασθεί στον χώρο της εκπαίδευσης και είναι στέλεχος του ΔΕΔΔΗΕ στο δ επίπεδο διοικητικής στάθμης με ειδικότητα στα θέματα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού. Αγάπες της  η Ποίηση και η Ζωγραφική και από επιστήμες η Θεωρία της Λογοτεχνίας, η Συγκριτική Λογοτεχνία και η Γλωσσολογία. Εχει δημοσιεύσει  παλιότερα κάποια άρθρα αισθητικών αναλύσεων σε πολιτιστικό περιοδικό.

Τρυφερή,μελαγχολική, συναισθηματική η γραφή της Ελυας,στολισμένη με  έντονα λυρικές εικόνες και έναν  έξοχο λόγο, δημιουργεί εξαιρετικά ποιήματα που μας καθηλώνουν από την πρώτη στιγμή.


                                                Γραφές 
Πίνακας John Atkinson Grimshaw


Κλειστά τα φώτα.
Το φεγγάρι φώτιζε την κάμαρα.
Πλησίασα στο τζάμι.
Το ωχρό φως του δρόμου γλιστρούσε στη μικρή βεράντα.
Οι ίσκιοι των δένδρων θαρρείς τρυπούσαν την ψυχή σου.

Μόνη,
τόσο αφόρητα μόνη.

Οι σκέψεις, δαιδαλώδεις, σχημάτιζαν αργυρά ποτάμια,

ξεχύνονταν στο δωμάτιο σαν τα πουλιά,

που τους χειμώνες φτερουγίζουν ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά.

Πλησίασα στο τραπέζι για να γράψω.
Σχημάτισα ασυναίσθητα ένα Θήτα,
θνητός, αλλά και Θεός.
Πως μία οριζόντια γραμμή μέσα σ΄ένα γράμμα χωρίζει κι ενώνει ταυτόχρονα δύο κόσμους;

Είναι οι γραφές μας σπόροι,
που πρέπει να πεθάνουν πολλές φορές για να βλαστήσουν.
Γιατί όταν γράφεις, μπορεί να ζεις,
μπορεί και να πεθαίνεις.
Και μένει πάντα κάπου μία χαραμάδα ανοιχτή
για να εισχωρήσουν το φως κι η ομορφιά.

Κλειστά τα φώτα.
Να ζήσουμε, να ονειρευτούμε ακόμα.
Η ποίηση αυτό είναι τελικά.
Ένας αέρας, μία σιωπή, 
κλαδιά γυμνά
κι ένα φεγγάρι χρυσό να φωτίζει του μυαλού την καταχνιά.
Έλυα

Τις νύχτες
Πίνακας Mark Spain



Τις νύχτες εκείνο το φεγγάρι το πορφυρό έρχεται να θροΐσει έξω απ΄το παράθυρο.
Κι έχω αυτό το ποτάμι σου στις φλέβες, που έχει γεμίσει με φως την ψυχή μου.
Και δεν φοβάμαι τους ίσκιους.
Γιατί μες στην σιωπή μπορεί κι ακούει η καρδιά την χρυσή μουσική σου.
Μόνη μου έγνοια να ψηλαφώ τις γραμμές στην παλάμη σου,
σαν να ακολουθώ τις ρότες των πλοίων στην βαθυγάλαζη θάλασσα.


Κι είναι τα μάτια σου, που στάζουν ουρανό και αθωότητα.

Κι είναι τα χέρια σου, που σκορπούν στον αέρα το άρωμα των άστρων.

Του έρωτά σου το θαύμα σπιθίζει ανάμεσα σε δυο σύννεφα.
Κι εγώ αφήνομαι, ρόδο ανοιχτό, να μ΄αγγίξεις.

Τις νύχτες που τα νοήματα ντύνουν με βελούδα τις λέξεις,
μπορώ να ζω και να χάνομαι στο κύμα σου, να αναζητώ την φωτιά σου.
Κι είναι η ζωή μου όλη δική σου, 
δική σου αγάπη μου,
τις νύχτες .
Έλυα

Η ασημένια σου θάλασσα 

Πίνακας Steve Henderson



Ήταν κάποιες φορές που ταξίδευα στην ασημένια σου θάλασσα.

Τότε η ψυχή μου εγκατέλειπε άμυνες,
άνοιγε απρόσμενα, διάφανο ρόδο, κάτω από ένα φεγγάρι βαθύφωτο.
Του λογισμού σου ο χυμός διέτρεχε όλη την ρίζα μου.
Κι ήταν της αγάπης το φως άστρο κεντημένο πάνω στο στήθος σου.



Το ξέρω πως χωρίς θυσία δεν υπάρχει παράδεισος.

Γι΄αυτό φρόντισα να γίνω για σένα το βαθυπράσινο φύλλωμα,

που θροΐζει στο γέλιο σου,

να γίνω η σιωπή σου η κρυστάλλινη,
τα πρωινά να ακούς πως ανατέλλει ο ήλιος.

Μια χάρη μικρή θα ήθελα μόνο να σου ζητήσω.
Κάθε φορά που μ΄αγγίζει η φωτιά σου,
να μην ξεχνάς να φυτεύεις στον κήπο μου στίχους.
Κάθε φορά που ταξιδεύω στην ασημένια σου θάλασσα,
να μην λογίζω τον θάνατο.
Έλυα

Το δόσιμο

Πίνακας John Atkinson Grimshaw




Νύχτωσε πάλι απόψε στον κόσμο.
Στο όνειρο θάλλει η μορφή σου με το άλικο της παπαρούνας.
Θαρρείς πως οι ανταύγειες της θάλασσας πλέκουν στεφάνι γύρω απ΄τα χείλη σου.
Τα βήματά σου ανάλαφρα, διαγράφουν τροχιές αργυρές στα βραδινά σύννεφα.
Και τα χέρια μου πάντα εκεί, κλαδιά φθινοπωρινά,
να ποθούν να αγκαλιάσουν τις φτερούγες σου.



Που πήγε η αγάπη, αναρωτιέμαι, καθώς σπαράζει η νύχτα μέσα μου.

Στο μυαλό πάλι θροϊζουν σκέψεις πολύφυλλες.

Μπροστά στης ύπαρξής σου το απόλυτο
αισθάνομαι να με διατρέχει, ποτάμι χρυσό, η απουσία σου.
Είναι αλήθεια, ό,τι αγαπήσαμε, όλο μας διέφευγε,
καινούριο νερό που δεν χωρούσε στο παλιό μας κανάτι.
Άξιζε όμως της ψυχής αυτό το δόσιμο το θεϊκό,
τόσο δυνατό, τόσο μοιραίο,
όσο το σμίξιμο της ρίζας με το χώμα.
Και πάντα έμενε των συναισθημάτων ο συμφυρμός
παραμυθία στα άφεγγα βράδια μας.

Απόψε όμως, στον ουρανό ανθίζουν φώτα κρυστάλλινα.
Τώρα πια μπορώ και σου γράφω,
έχω μάθει έτσι να ζω, να πεθαίνω .
Είναι που σ΄ό,τι αγάπησα έχω δοθεί, σώμα-ψυχή.
Κάθε βράδυ, σ΄ένα ποτάμι χρυσό, δέντρο γυμνό,
το πέταγμά σου προσμένω.
Έλυα
Σ΄αγαπώ
Πίνακας Rob Hefferan

 Το χέρι σου ρόδο λευκό, που επιμένει να ανθίζει στου χρόνου το παγωμένο πρωϊνό.
Μία ανταύγεια χρυσή παίζει στις άκρες των δαχτύλων σου.
Σ΄αγαπώ,
όπως αγκαλιάζει τον βράχο η αφρισμένη θάλασσα ένα φθινοπωρινό δειλινό,
κι όπως σμίγει στο δέντρο το φύλλο με τον καρπό.

Σ΄αγαπώ.

Για τον ήλιο που βασιλεύει μέσα στα μάτια σου,

για τον τρόπο που μερεύεις τα κύματα.

Σ΄αγαπώ.
Επειδή η σελήνη που αντικρύζεις, φωτίζει του μυαλού μου το δάσος το ζοφερό.
Κι έτσι έρχεσαι εσύ να αφήνεις στίχους, όνειρα κι άστρα σε μία νύχτα πολύφωτη.
Σ΄αγαπώ.
Γιατί όταν οι ψυχές μας αγγίζονται του κόσμου τα σύννεφα παίρνουν ένα χρώμα θεϊκό,
κι όλο πλέεις αέναα μες στης ύπαρξης το ποτάμι το πορφυρό.
Σ΄αγαπώ.

Κι επειδή νικάς μ΄ ένα σου βλέμμα τον θάνατο, γι΄αυτό,
Σ΄αγαπώ.
Έλυα
Ένας ωχρός Νοέμβρης
Πίνακας, Lushpin


Ένας ωχρός Νοέμβρης.
Προχωρούσαμε μες στο απόβροχο.
Της προκυμαίας τα κίτρινα φώτα,ξεθωριασμένα,
σαν τις παλιές φωτογραφίες των φίλων που έφυγαν,
συντρόφευαν τους ίσκιους μας.
Κατά μήκος της παραλίας μία σειρά θαλασσοδαρμένα παγκάκια,
νοτισμένα από αρμύρα.

Στο βάθος ο ήχος ενός θλιμμένου ακορντεόν.

Ο αέρας μ΄ένα άρωμα απουσίας.

Η φωτισμένη πόλη να κυματίζει τρέμοντας πάνω στα μαβιά νερά
και η νοσταλγία να μας φιλά τα χέρια.

Μες στην σιωπή της ζωής μας ο απολογισμός.
Οι μέρες, οι ώρες περνάνε,
κι εμείς , πέτρινα αγάλματα σε μία άδεια πλατεία, να γερνάμε.

Έπιασε ψύχρα.
Μόνο ένα σύννεφο αργυρό δίπλα στο φεγγάρι φωτίζει τώρα το μακρύ μας δρόμο.
Κι εμείς όλο και περπατάμε.
Περπατάμε, 
να φτάσουμε εκεί που όλοι καταλήγουμε,
όμορφοι, αγνοί, προπτωτικοί,
με μόνο ντύμα την ψυχή.
Να ζούμε, να αγαπάμε.

Ήτανε όμορφος ο Οκτώβρης μας θυμάμαι.
Έλυα
Θα λείψω για λίγο
Πίνακας Igor Medvedev

 Θα λείψω για λίγο, σου είπα.
Κάθε φορά που έκλεινες τα μάτια, έμενα δίπλα σου τρυφερό πουλί,
να αναζητώ τον ουρανό σου.
Εκεί πάνω έβλεπα ένα σύννεφο αχνό να μας σκεπάζει απαλά,
σαν το γλαυκό σεντόνι της ψυχής.
Κάποιες φορές μόνο γινόταν ροδογάλαζο στις άκρες,

στο σημείο που γώνιαζε το σώμα.

Ήταν η στιγμή που το άπειρο φανέρωνε το δικό του πτέρωμα.

Το απόβραδο όμως δεν υπήρχε τίποτα άλλο,

παρά ένα άγαλμα θλιμμένο στη μέση της πλατείας,
που γνώριζε τα μυστικά των άστρων.

Παρ΄όλα αυτά δεν γόγγυσα ποτέ μου.
Γιατί της ζωής τα άρρητα τα βρήκα μέσα σε κάποιους στίχους,
να πλέουν, μικρές φωταψίες, στα βραδινά νερά.
Τελικά, το να χαρίσουμε στους ανθρώπους την ευκαιρία να ζήσουν μες στο όνειρο,
είναι η μόνη μας ανταπόδοση.
Ίσως να ήταν κι αυτό, μαζί με την αγάπη σου,
του Θεού ένα κρυφό φανέρωμα.
Είχε όμως κι αυτό, όπως και όλα άλλωστε, το δικό του τίμημα.

Θα φύγω για λίγο.
Μην απορείς που κάποτε πρέπει να λείπω απ΄την ζωή μου.
Συγχώρεσέ με,
κάθε φορά που χάνομαι απ΄τον κόσμο,
κερδίζω πάλι πίσω την ψυχή μου.
Έλυα

Πληγές 

Πίνακας Afremov
Παρακάλεσα να φυσήξει μία αύρα εσπερινή,
να πετάξει η ψυχή άσπρο περιστέρι,
λυτρωμένη απ΄το βάρος των λυγμών.
Το σώμα τώρα πια έγινε διάφανο κι αιθέριο.
Και η μοναξιά, καρφί σε γαλάζιο τοίχο,

Να διαχέει χρώματα, να σκορπά ιριδισμούς,

Να ταξιδεύει το μυαλό.



Νιώθω κάτι παράξενο.
Αίμα σταλάζει 
του δειλινού ο ολοπόρφυρος ουρανός.

Δεν με πειράζει.
Θα αναβρύσουν πάλι οι πληγές μου 
Ποίηση μαζί και φως.
Έλυα


Θάνατος δεν υπάρχει


Πολλές φορές προσπαθούσα να αφουγκρασθώ πως ψιθυρίζει η σιωπή
στης νύχτας το βαθυπράσινο φύλλωμα.
Είναι γιατί ό,τι άγγιξα σ΄αυτή τη ζωή,
έθαλλε πάντα μέσα στο όνειρο,
εκεί που τρυφερεύει η ύπαρξη.
Άλλες φορές πάλι, οι σκέψεις ταξίδευαν,
ολόφωτα πλοία μες στων ματιών σου τις σμαραγδένιες θάλασσες.

Ήταν κι εκείνο το σώμα το απάτριδο που καρτερούσε να βρει το νησί του.



Θυμάμαι σου άρεσε να βλέπεις τα χρώματα του δειλινού πάνω στα σύννεφα,
κι έλεγες πως θάνατος για την ψυχή δεν υπάρχει.
Η ευτυχία τότε, αν και εφήμερη,
είχε ένα άρωμα εξαίσιο, βαλσαμικό,
σαν της δροσιάς τα διαμάντια πάνω στων γιασεμιών τα πέταλα.

Τώρα μόνο η σιωπή βηματίζει στο άδειο σπίτι.
Εσύ έχεις φύγει καιρό και το σώμα δεν έχει πατρίδα.
Απ΄το πιάνο ακούγεται μία μακρινή μουσική.

Να περιμένεις.
Θα σου χαρίσω του παραδείσου ένα αστέρι
για να φωτίζει της μοναξιάς το ασέληνο βράδυ.
Θα αγαπηθούμε για πάντα.
Ίσως μπορέσεις και δεις στον ουρανό 
της αλήθειας την φωτερή στιγμή.

Σαν θα΄ρθει η αυγή, θα μ΄αγκαλιάσεις με δύο διάφανα χέρια.
Μες στο όνειρο θα ανθίζουν οι λέξεις.
Και θα μου λες πως
ο θάνατος δεν υπάρχει για τη ψυχή.
Έλυα

Η πεταλούδα

Πίνακας Graham Gercken



 Ξημέρωσε στις παρυφές του κόσμου.
Η θύμησή σου άρχισε να περνοδιαβαίνει
μέσα απ΄τις χρυσοδιάφανες περσίδες του μυαλού μου.
Στάθηκε πάνω στο βιβλίο σαν εκείνη την πεταλούδα, 
που είδα χθες να ανοιγοκλείνει τα φτερά της
για να ζυγιάσει τη δύναμή της.
Το μελάνι γυάλιζε πάνω στο χαρτί,
όπως το νοτισμένο απ΄τη βροχή πλακόστρωτο.



Ήχοι, χρώματα, αισθήσεις ...
Τη μέρα διαδέχθηκε μία σιντεφένια νύχτα .
Θαρρείς πως ακούω το μονότονο βηματισμό σου 
κάτω από το ξεθωριασμένο φως της λάμπας.
Και η μορφή σου, 
τόσο αφηρημένη και απόλυτη , 
να καταλύει τον χρόνο .

Έλα να δεις πως φωτίζει τα όνειρά μας
εκείνο το παλιό ασημένιο κηροπήγιο .
Σαν την κρυφή πνοή του Θεού μες στη ψυχή,
αυτή που ψάχνουμε αιώνες τώρα να τη βρούμε .

Προχωρώ με βήματα αργά μες στο δωμάτιο.
Σβήνω τα φώτα να σε αισθανθώ καλύτερα .
Η δίψα για αθανασία και αγάπη έχει κι αυτή την οφειλή της .
Κοίτα,
στο νοτισμένο απ΄τη βροχή πλακόστρωτο 
μία πεταλούδα ζυγιάζει στις θλίψεις τη μικρή αντοχή της .
Έλυα


Λίγο φως




Μία σταγόνα φως αναζητώ,
Να μου χαιδέψει το νου η ζωή με δύο τριαντάφυλλα.
Και βλέπω μπροστά μου,
Χρυσές αχτίδες 

την ώρα του μεσημεριού πάνω στα λιόφυλλα,

Τον πορφυρό τον γλυκασμό , 

Που ρέει το δειλινό στον κόσμο,
Φώτα ταπεινών σπιτιών να λαμπυρίζουν 
Στο βραδινό τοπίο μας.
Βλέπω και την σιωπή αυτοκράτειρα
Στο αχνοσάλεμα της έναστρης νύχτας .

Φέξε φεγγάρι μου,
Για να μπορέσω τώρα μόνη μου να πορευθώ.

Μαζεύω λίγο φως
Να φτιάξω έναν ήλιο,
Όταν λείπεις,
Να μου γελά τα βράδια.
Έλυα


Ζωή ασώματη





Βαδίζαμε για ώρες αμίλητοι σ΄ένα μακρύ και ραγισμένο δρόμο.
Έπιασε να βρέχει.
Το άρωμα της νοτισμένης χλόης πλημμύριζε τον αέρα.
Τα πάντα γύρω μας έσταζαν ματαίωση,
σαν μία υπόσχεση που δώσαμε,

ενώ ξέραμε ότι δεν θα μπορούσαμε να την τηρήσουμε .



Η ζωή είχε τα δικά της μυστήρια.
Ήταν πάντα τόσο διάφανη, ασώματη,
όπως μία λέξη που προφέραμε συχνά
χωρίς ποτέ να καταλάβουμε το βάθος της.

Τις νύχτες ένα θλιμμένο ακορντεόν συντρόφευε τα ωχρά μας όνειρα
κι εσύ έψαχνες για ελπίδες
μ΄ένα φεγγάρι υγρό κι ολόγιομο μέσα στο βλέμμα.
Η μοίρα μας φαινόταν να κυλά αδυσώπητη,
ανάλγητη,
σαν τις σταγόνες της βροχής πάνω στο τζάμι.

Ευτυχώς, τώρα όλα πέρασαν .
Ένα περιστέρι στάθηκε στο απόβροχο
κρατώντας ένα λιόκλαδο.
Στα μάτια του ο Θεός έσταζε άστρα.

Μη μ΄αφήνεις, σου είπα.
Κράτησέ με σφιχτά μέσα στα χέρια σου.
Μην απορείς που ακόμα αγαπιόμαστε .
Τι κι αν οι ελπίδες μοιάζουν τόσο μακρινές ...
Ένα είναι βέβαιο,
μετά την καταιγίδα πάντοτε ξαναγεννιόμαστε.
Στα δύσκολα αγγίζονται οι ψυχές.
Έλυα


Συγχώρεση
Πίνακας Βαν Γκογκ, Αστέρια




Τι κι αν ο κόσμος δεν κατάλαβε τις προθέσεις μου.
Εγώ μετάνιωσα για όλα.
Το ένιωθα όταν τα βράδια αχτίδιζαν συγχώρεση τα αστέρια.

Χαμένη μες στων ευκαλύπτων τους βαθυπράσινους ίσκιους
έψαχνα να βρω τη σελήνη,

που γνώριζε καλά κάθε φορά να μου στεγνώνει τα δάκρυα.

Είχα κι εκείνη την ασίγαστη φλόγα να βλέπω το αιώνιο μέσα στο φθαρτό ...


Ξημέρωσε. Ένα σπουργίτι στάθηκε στο κάγκελο
να ορθρίσει την αγάπη.
Σήμερα πρέπει να προσπαθήσω να είμαι συνεπής στην ομορφιά.
Το βλέμμα μου πέφτει πάνω στις χρυσές ανταύγειες που διαγράφει
το φως πάνω στο βάζο.
Εκείνες οι ανεμώνες που μου χάρισες,
μου μιλούσαν τόση ώρα με τη σιωπή τους.

Βρέχει. Τ' ακούς ;
Ίσως είναι η ώρα να κλείσουμε το τζάμι.
Τα σύνορα του κόσμου είναι δύσκολο πια να τα βρούμε.
Μπορούμε όμως ακόμη να ταξιδεύουμε,
σαν τις σταγόνες της βροχής πάνω στα φύλλα,
να αγαπάμε,
σαν τα αθώα παιδιά που όλο κοιτούν τον ουρανό.

Μη μου θυμώνεις.
Συγχώρεσέ με που σου μιλώ, σα να είσαι δίπλα μου ακόμη.
Η απουσία είναι σταυρός βαρύς 
κι ένα ποτήρι που δε θα΄θελα να πιω.

Πότε ήρθε η νύχτα ;
Πρέπει να ανοίξω πάλι το τζάμι.
Τις ενοχές μου περιμένω πάλι να σβήσει
εκείνο το θαμπό φως των αστεριών.
Έλυα


Γράμματα




Σβήνει η μέρα.
Στον ουρανό ένας κινναβαρένιος ήλιος που πεθαίνει.

Η νύχτα γεννιέται απόψε στη λάμψη του αποσπερίτη.
Οι μνήμες υγρές,
σαν τα κίτρινα δειλινά που άνθισαν απ΄την δροσιά στον κήπο.



Ένα βιβλίο ξεχασμένο στο παγκάκι.
Το ανοίγω και νιώθω στα κιτρινισμένα φύλλα
τις άκρες των δαχτύλων σου.
Διαβάζω.
"Φως "
Ανάμεσα στο φι και στο ωμέγα λάμπει το χρώμα των ματιών σου.
Κάπου εκεί ανάμεσα στις λέξεις 
πλέκει τρίκλωνο στεφάνι η ποίηση, η σιωπή και η αγάπη.

Από μακριά ακούγεται το κουδούνι ενός ποδηλάτου.
Ο ταχυδρόμος, που σου΄φερνε της ζωής τα ρόδινα γράμματα,
ακόμη περνά από εδώ.
Έλα να τον υποδεχθείς με εκείνο το βιολετί χαμόγελο,
που σκορπούσε κάθε βράδυ στον ουρανό τα άστρα.
Άναψε τη λάμπα του ευλογημένου Σεπτέμβρη μας
να γεμίσουν η κάμαρα κι ο νους φτερουγίσματα αγγέλων.

Η ζωή είναι εδώ.
Σου στέλνει γράμματα ακόμη.
Μη φεύγεις , μείνε μαζί μου στο όνειρο.
Ποτέ δεν είναι αργά για να γεράσεις.

 Έλυα

όταν αγαπώ τον κόσμο


 Στάθηκα στον πέτρινο εξώστη να αγναντέψω τη θάλασσα
και είδα γαλάζιο μανδύα τα συναισθήματα να απλώνονται πάνω της.
Είναι γιατί τα πάντα σήμερα αναβρύζουν αγάπη.
Όταν αγαπώ τον κόσμο,
μία ηλιαχτίδα αντιφεγγίζει στα μάτια,

της ζωής η κατάφαση γεννιέται στο δικό σου χαμόγελο

και της φύσης τα πλάσματα ανασαίνουν αγγελικότητα.

Όταν αγαπώ τον κόσμο,

η καρδιά χρυσίζει σαν του καλοκαιριού τα ξανθά στάχυα,
τα φτωχά μας νοήματα γίνονται αστέρια 
να φωτίζουν τον ουρανό των λέξεων.

Όταν αγαπώ τον κόσμο,
η ψυχή στήνει έναστρη σκάλα
να αποχαιρετήσει το σχετικό
και να σμίξει ξανά με το απόλυτο.
Έλυα 

Η βροχή


Πίνακας Afremov




Κάπου βαθιά ένας ήχος.
Κι εσύ να έρχεσαι από μακριά σαν θρόϊσμα
συντροφιά με του χρόνου το πάλλευκο πτέρωμα.
Κι όπως μου άρεσε πάντα να διαβάζω της μορφής σου
το καθρέφτισμα στα βραδινά νερά,

αισθανόμουν.

Αισθανόμουν πόσο απαλά, απρόσμενα η ζωή ξεδίπλωνε τον δικό της μίτο.

Η μοναξιά είχε γράψει πάλι την ιστορία της στης ύπαρξής μας τα πέταλα.

Κι εμείς πονούσαμε.
Μα πάντα αισθανόμασταν,
μόνοι καθώς περπατούσαμε σε μία βαθυγάλαζη νύχτα.

Πολλές φορές βλέπαμε λάμψεις πίσω απ΄τα σύννεφα.
Στου μυαλού τα κλαδιά συνάζονταν τα πουλιά να προλάβουν την καταιγίδα .
Κι όταν ξεσπούσε η βροχή,
τα μάτια τα πήλινα έβλεπαν μέσα από διάφανα κρύσταλλα.

Τώρα τίποτα άλλο.
Μόνο εμείς μέσα σ΄αυτό το βαθυγάλαζο βράδυ.
Δεν υπάρχει γιατί, οι ψυχές την ουσία έχουν πιά καταλάβει.
Μόνο η βροχή κι εμείς να αγγιζόμαστε,
σ΄ένα βαθύ συναίσθημα την ομορφιά του κόσμου να έχουμε μεταλάβει.
Έλυα



Η θάλασσα





Νύχτωσε.
Στον ουρανό ο αποχαιρετισμός της μέρας.
Στο βάθος του ορίζοντα τα σύννεφα στάζουν πορφύρα.
Το ημίφως, κρουστό, χαϊδεύει τους ώμους σου.

Κι εσύ, δίπλα μου, να περιμένεις να ζήσεις το αιώνιο σε μία στιγμή ρόδινη


με μία θάλασσα στο βλέμμα.


Θάλασσα απέραντη, που χρύσισες μέσα μου,
ήρθε η ώρα να ανάψεις τα φώτα σου,
να διώξεις τους ίσκιους.
Δεν έχει σημασία τίποτα άλλο απόψε,
μόνο αυτό το φεγγάρι το κόκκινο, που έχει το χρώμα της πληγής μας.

Όλη η ζωή μας ένα φως μακρινό στο σύθαμπο,
κι οι μέρες που ζήσαμε μέσα στο όνειρο,
αυτές που δακρύσαμε, αυτές που αγαπήσαμε,
πλοία κατάφωτα που διασχίζουν τον χρόνο.
Μπορεί να γνωρίσαμε τον πόνο σε όλο το βάθος του,
δεν σταματήσαμε όμως ποτέ το ταξίδι.
Σε κάθε σταθμό αναζητούσαμε μία κρυμμένη ομορφιά.
Έτσι απ΄το παράθυρο βλέπαμε τις νύχτες, σαν τα παιδιά,
κυκλάμινα λευκά να ανθίζουν πλάϊ στις πέτρες.
Και κάθε φορά που δάκρυζε η ψυχή,
απελευθερωνόταν, γιατί είχε το χρέος της τελικά εξοφλήσει.

Σφίξε μου το χέρι και μην απελπίζεσαι.
Όλα είναι εδώ,
το φεγγάρι, το θαύμα, η πληγή, η αγάπη .
Τα σύννεφα στάζουν απόψε φως κι αθωότητα.
Και η θάλασσα ...
Η θάλασσα, αγάπη μου, είναι χρυσή κι απέραντη,
κι εμείς έχουμε ακόμα μεγάλο ταξίδι.


Έλυα



Φυλλορροεί απόψε η μοναξιά


Πίνακας Elena Bond


Στους δρόμους, στις πλατείες,
φυλλορροεί απόψε η μοναξιά.
Στο νοτισμένο απ΄την βροχή πλακόστρωτο οι ανταύγειες του γαλάζιου και του πράσινου.
Η θύμισή σου ήρθε να χορέψει πάλι στου μυαλού τις κρύπτες.
Σε κατάλαβα απ΄ το βαθύ σου το φως, την απαλή την σκιά σου.
Στα μαλλιά σου μπλεγμένες δύο αχτίδες της σελήνης.
Τώρα που η νοσταλγία ανάβει τα φώτα της στον ουρανό,
εσύ ευωδιάζεις αφρισμένη θάλασσα.

Άγγιξέ με, να αισθανθώ πως η αγάπη δεν έχει πια αποσιωπητικά,
πως όλα ξαναγεννιούνται, λες κι ο Θεός χαϊδεύει τρυφερά της ύπαρξης τα πέταλα
Μες στο μισόφωτο φέγγει το σώμα, φέγγει η μορφή.
Φυλλορροεί απόψε η θλίψη,
Νύχτα με όνειρα και κρύσταλλα,
αυτό που ποθώ σ΄ένα κύμα γαλάζιο,
απόψε φέγγει η ψυχή .
Έλυα

Μία ζωή που δεν ζήσαμε


Πίνακας leonid afremov





Ένα έρημο παγκάκι με θέα την αφρισμένη θάλασσα.

Ο ουρανός είχε το χρώμα απ΄τους μενεξέδες που άνθισαν στον κήπο,

για να μας θυμίσουν την ζωή, που δεν ζήσαμε .

Και τα όνειρά μας, σε μία γωνιά, τυλιγμένα με μία θαλασσιά κορδέλλα,
σαν εκείνο το δώρο, που περιμέναμε μικρά παιδιά να ανοίξουμε
κάποια παραμονή.

Τα φώτα τώρα αρχίζουν να ανάβουν ένα-ένα
κι ο κόσμος γίνεται διάφανος κι απέραντος.
Απ΄το παράθυρο που βλέπει προς την μεγάλη σιωπή
τα αστέρια γλιστρούν να φωτίσουν το μικρό μας δωμάτιο.

Να αγαπάς,
να μην φοβάσαι, όταν πετάς πάνω από μία αφρισμένη θάλασσα.
Οι λέξεις θα είναι πάντα εκεί,
θα χτίζουν για εμάς όνειρα.
Έξω απ΄της σιωπής το παράθυρο τα άστρα θα διώχνουν της μοναξιάς 
το σκοτάδι.
Και οι προσευχές για μία ζωή που δεν ζήσαμε,
κεριά αμέτρητα,
να φωτίζουν το μικρό μας δωμάτιο τούτο το βράδυ.
Έλυα


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΥΑΣ ΒΕΡΥΚΙΟΥ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΣΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ 
http://elyaverykioupnoespoihshs.blogspot.gr/2013_10_01_archive.html









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου