Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

ΠΑΠΑΧΡΟΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ "ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑ ΓΕΜΑΤΟ ΟΙΩΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟ "

Πίνακας - Hieronymus Bosch 



Μια φορά κι ένα γεμάτο οιωνούς καιρό, οι μύγες είχαν αφήσει τα αυγά τους. Τα σκουλήκια τους, άνοιγαν στοές. Ποντίκια κυλούσανε στις φλέβες των αντερεισμάτων ….Ό,τι απέμεινε από τα υποστυλώματα, φαγωμένο, κοιλωμένο, κούφιο σαν κόκαλο, κατέρρευσε κάτω από το βάρος του…. Στη θέση της σκεπής ένας άδειος ουρανός. Χαλάσματα παντού. Η βροχή έμπαινε ανεμπόδιστη, πότιζε τα πάντα. Περικοκλάδες κισσών ανέρχονταν απ τις ρωγμές…. μονάχα οι μύκητες θάλλουνε στις αποικίες τους…..


Μια φορά κι ένα γεμάτο οιωνούς καιρό, ένας κάποιος οποιοσδήποτε, άστεγος μέσα σε όλες τις νύχτες, πλάγιαζε με έναν ασώματο ίσκιο, που αργόσυρτα τύλιγε το κορμί του, πνίγοντας όλο το φως… Το σκοτάδι έπηζε μέσα του. Τότε αυτός γινόταν μια ανάκουστη κραυγή μέσα στην έρημο. Από τα ακρωτηριασμένα του χέρια βγαίνανε τυφλές σκιές που ψάχνανε το σώμα του. Παράμερα, τον κοίταγε το κομμένο κεφάλι του, με όλα τα όνειρα ζωντανά μες στα μάτια, με χείλη μισάνοιχτα που ζητούσαν νερό… έτσι περάσανε οι νύχτες… μέσα στο λάκκο που έσκαβε να φυλαχθεί απ’ τη νύχτα, με το φεγγαρόφωτο να σέρνεται παγωμένο πάνω στο δέρμα του και λιγοστό φως από απόμακρα άστρα που ερχόταν να ξεψυχήσει μέσα στα όνειρα του. 

Μια φορά κι έναν γεμάτο οιωνούς καιρό, ήταν ένας πραματευτής, που ξεκίνησε με το κάρο του για έναν τόπο μακρινό. Έπρεπε να βιαστεί, να προλάβει το πανηγύρι που τελείωνε. Σκοπίμως κράταγε πεινασμένα τα άλογα που ήταν ζεμένα στο κάρο του. Με το μυαλό τους στο λιγοστό χορτάρι – οι κατακτητές είχανε κάψει όλα τα χλωρά- κάλπαζαν μανιασμένα στον προορισμό τους, μέχρι που εξαντλήθηκαν… Ο έμπορος, διάλεξε το πιο αδύναμο… το πυροβόλησε ανάμεσα στα μάτια. Μοίρασε τις σάρκες του στα υπόλοιπα. Στην αρχή, τα άλογα αρνούνταν τη γεύση του αίματος…. Όμως η πείνα τα έκανε σαρκοφάγα. Με τον καιρό συνήθισαν στον κανιβαλισμό. Ψυχανεμιζόμενα την τύχη τους, άρχισαν να επιτίθενται το ένα στο άλλο. Από το φόβο της σφαγής… Παντού ισχύει το «Ο θάνατος σου η ζωή μου»… ΄Ετσι, λοιπόν, ο πραματευτής -ταΐζοντας τα πιο αδύναμα του υποζύγια στα άλλα- κατόρθωσε να προλάβει την πανήγυρη … Κι έζησε αυτός καλά, και τα εναπομείναντα άλογα, υπό το κράτος του φόβου, σαρκοφάγα ….. 

Μια φορά κι ένα γεμάτο οιωνούς καιρό, στο άσυλο
Τοίχοι βαμμένοι γκρι σιωπή. 
Παράθυρα θλιμμένα, 
τηρούν ενός αιώνιου λεπτού σιγή, για τον χαμένο ουρανό. 
'Ολα τα ρολόγια δείχνουν καμία ώρα ακριβώς. 
Μυρωδιά φορμόλης ημερών έρχεται από το μέλλον. 
Η συναίνεση σαρώνει γαλήνια σβησμένες γόπες ονείρων.
Στα δωμάτια -τα μάτια- τοιχοκολλούνε την ίδια διαφήμιση: "Κορυφαίοι κατασκευαστές πλυντηρίων ψυχής συνιστούν Λήθη. Βγάζει όλους τους λεκέδες απ' τη μνήμη" 
Παίρνουν έναν τρελό που ενοχλούσε. Τις νύχτες στάζανε τα μάτια του επίμονα όνειρα. 
Σσσστ! Σιωπή! 

Θέλει τη γαλήνη της η πλάνη. 

Στο εντευκτήριο όλοι σκυμμένοι στον εαυτό τους. 
Ακαμψία ενός είδους ενεστώτος θανάτου. 
Χέρια τυφλά ζωγραφίζουνε έναν ορίζοντα στους τοίχους. 
Άλλα, ατροφικά γράφουν αγγελίες πεινασμένων που πουλούνε το νεφρό τους. 
Οι μελλοζώντανοι ενδόμυχου θανάτου χειροτεχνούν μια χάρτινη επινόηση. Άλλοι πλέκουν μνημοθηλιά μνημοθηλιά ζακέτες φωτός για τα γεράματα. 

Αυτός έπινε φορμόλη απ' το αγαπημένο του ποτήρι. 
Είναι ο.... 
Αυτός που δεν ήταν. 
Αυτός που δεν είναι. 
Αυτός που δεν θα 'ναι. 
Αξιοπρεπής. Καλοραμμένος. 
Του είχε απομείνει η κόψη του ξυραφιού. 
Εκεί έπρεπε να βαδίσει. 
Διακριτικά. 
Μη τύχει και φανούν οι σπάγκοι που του χάριζαν τις στάσεις του -συσπάσεις αισθημάτων- 
Εκεί ισορροπούσε. Εξωστρεφής. 
Γιατί όταν έσκυβε μέσα του έβλεπε να σαλεύουν οι πνιγμένοι. 
Εκεί έπρεπε να συρθεί. Προσεχτικά. 
Γιατί είχε απομείνει μια επιφάνεια από λεπτό γυαλί. Και ξεραμένο χώμα. Αργά αργά. Προσεχτικά στην κόψη. 
Μη συντριβεί και σωριαστεί σε σβώλους. 
Χτυποκάρδια στην κόψη του ξυραφιού. 
Εκεί έπρεπε να ζήσει. 
Για τα απομεινάρια μιας ημέρας. 
Μιαν ολόκληρη ζωή.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑ ΓΕΜΑΤΟ ΟΙΩΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου