Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΣΟΥΡΕΚΑ ΓΙΟΥΛΗ "Νοσταλγία"



Νοσταλγώ τις στιγμές..
τις μοναδικές, απόλυτα
δικές μας στιγμές..
Μόνο οι στιγμές μας
έχουν Δύναμη..
έχουν Σημασία..
έχουν Αξία..
έχουν Πόθο..
έχουν Επιθυμία..
έχουν Πάθος..
έχουν Φαντασία..
έχουν Φαντασίωση..
έχουν ΄Ονειρα..
έχουν το Απόλυτο ΄Ενα..
έχουν Εμάς..
τη Χημεία μας..
τη Φυσική τη Παρουσία μας..
έχουν την Αγάπη μας..

΄Ολη η Ζωή Μας..
Μόνο οι Αληθινές Μας
Στιγμές οι Ατελείωτες..
οι Στιγμές που είν΄έντονες..
παθιασμένες αλύπητα..
οι Στιγμές μας..
αυτές που βγάζουν
έκσταση, έξαψη, Πάθος..
Γέλιο και Δάκρυ..
Αίμα και Σπέρμα..
οι Ηδονές μας..
στα φιλήδονα Κορμιά Μας..
Οι Μοναδικές Στιγμές Μας.. 
 {Γ.Τ.}








Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΠΟΥΡΔΑΚΟΥ ΚΙΚΗ " Στους ρυθμούς του ονείρου"




Τα μάτια σου
με το ρυθμό της μουσικής χορεύουν.
Τα χείλη σου τραγουδούν με πάθος.
Τα χέρια σου μειώνουν
την απόσταση ανάμεσά μας.
Με κρατάς
κι εγώ κουρνιασμένη στην αγκαλιά σου,
πετάω μαζί σου
κι η μουσική μας χορεύει μες την μαγεία σου.
Οι ανάσες μας δυναμώνουν,
ακολουθούν ένα ρυθμό έκστασης.
Αναπνέω στους παλμούς της καρδιάς σου
που χτυπάνε πάνω στο στήθος μου.
Αφήνομαι στα χέρια σου,
με παρασύρεις στο ρυθμό σου.
Δυο φιγούρες ενωμένες
στη ρυθμική δίνη της μουσικής.
Δυο σώματα
στην σκιά από την φλόγα του κεριού,
δυο κορμιά λικνίζονται
στους ρυθμούς της φλόγας.
Το σώμα μου μετέωρο
στροβιλίζεται πάνω στο δικό σου,
χάνω την αίσθηση του χώρου… του χρόνου.
Ο χρόνος σταμάτησε στο άγγιγμα
των δαχτύλων σου επάνω στο κορμί μου.

Χορεύω στο ρυθμό του κορμιού σου,
χορεύω στους ρυθμούς του ονείρου..

Κική Μπουρδάκου





Οι μπέηδες της Μάνης -Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1765 ή 1773 – 1848)

Γράφει ο Γιάννης Δημάκης

Το λιγότερο φόρο τιμής που έχουμε να αποτίσουμε, σε αυτούς που ανιδιοτελώς μας χάρισαν την Ελευθερία μας είναι να διαβάσουμε πως έζησαν και πως πέθαναν.Να τους θυμόμαστε! .Ο λαός που ξεχνάει την ιστορία του,ξεχνάει ποιος είναι, ξεχνάει ποιος θέλει να είναι.Λαός που ξεχνά την ιστορία του,είναι καταδικασμένος να τη ξαναζήσει.

Βιογραφία.

  Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ήταν γόνος της ιστορικής οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, τελευταίος Μπέης τηςΜάνης, οπλαρχηγός του 1821, αναδειχθείς "αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών δυνάμεων" και πρωθυπουργός της Ελλάδας από τη θέση του προέδρου του Εκτελεστικού Σώματος του ελληνικού κράτους.
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1830.
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1830.
    Γεννήθηκε στη Μάνη και ήταν γιος του Πιέρρου Μαυρομιχάλη, γόνου ισχυρής μανιάτικης οικογένειας. Μητέρα του ήταν η Κατερίνη, θυγατέρα του ιατρού και ηγεμόνα Κουτσογρηγοράκη.
Κατά την περίοδο του διωγμού των κλεφτών, φυγάδευσε πολλούς προς τα γαλλοκρατούμενα Επτάνησα. Συνδέθηκε συναισθηματικά με τη Γαλλία καθώς πίστευε ότι ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε πραγματικά να βοηθήσει τους υποδουλωμένους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Γι' αυτό τον λόγο σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Ναπολέοντα, χωρίς όμως να καταφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Προεπαναστατική δράση.
    Μετά το 1800, όταν πέθανε ο πατέρας του, κατάφερε να κατευνάσει τις οξύτατες αντιπαραθέσεις που σπάρασσαν τους κόλπους της οικογένειας. Όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν τα Επτάνησα μετά τη Συνθήκη του Τίλσιτ (1807), ο Μαυρομιχάλης, πιστεύοντας ότι είχαν διαμορφωθεί ευνοϊκές συνθήκες για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, επιδίωξε, σε συνεργασία με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, να προκαλέσει το ενδιαφέρον τους για την προετοιμασία και την οργάνωση απελευθερωτικού κινήματος.
Οι αντιθέσεις, που δημιουργήθηκαν στη Μάνη μεταξύ των ισχυρών οικογενειών της περιοχής κατά την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία, προσέφεραν στο Μαυρομιχάλη την ευκαιρία να ασχοληθεί ενεργότερα με τα δημόσια πράγματα. Παντρεύτηκε την Άννα Μπενάκη, αδελφή του προεστού της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη. Παιδιά του ήταν οι: Ηλίας, Αναστάσιος, Γεώργιος, Ιωάννης, και Δημήτρης Μαυρομιχάλης.
Το 1815 ανέλαβε το αξίωμα του διοικητή (ή μπέη) της Μάνης, το οποίο είχε θεσμοθετηθεί από τους Οθωμανούς μετά τον τερματισμό των Ορλωφικών το 1774.

   Τα «Ορλωφικά» όμως είχαν ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στο ανατολικό ζήτημα. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή έδειξε καθαρά τους νέους στόχους της Ρωσικής και της Ευρωπαϊκής πολιτικής. Για την Οθωμανική αυτοκρατορία, είχε πια αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Αντιμετώπιζε προβλήματα επί προβλημάτων. Στη Πελοπόννησο ειδικά είχε προστεθεί και το πρόβλημα των Τουρκαλβανών.
Οι Τουρκαλβανοί κατέληξαν σε ένα είδος «Κράτους εν Κράτει». Η διένεξη μεταξύ Τουρκαλβανών και Οθωμανικού κατεστημένου πήρε τις διαστάσεις αληθινού πολέμου και η Τουρκία για να απαλλαγή από τα άγρια στίφη των Τουρκαλαβανών πού λυμαίνονταν τη Πελοπόννησο, χωρίς να κάνουν διάκριση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, χρειαζόταν τη συνδρομή των ντόπιων δυνάμεων.
Έπρεπε να προσφύγουν στις υπηρεσίες των ίδιων των εχθρών τους πού ήταν συγχρόνως και εχθροί των Τουρκαλβανών. Με άλλα λόγια είχαν ανάγκη των υπηρεσιών της Μάνης και των κλεφταρματολών πού την χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο. Από το άλλο μέρος η Μάνη για τους Τούρκους ήταν πάντοτε το μεγάλο οχυρό με τους εμπειροπόλεμους πολεμιστές, στη συνεργασία των οποίων απέβλεπαν για την προώθηση των αντιτουρκικών σχεδίων τους όλοι οι Δυνατοί της Ευρώπης και της Ρωσίας.
Τα «Ορλωφικά» έδωσαν στη Τουρκία την ευκαιρία για μια προσπάθεια συμβιβασμού με τη Μάνη. Η αποστολή ανατέθηκε στο Διερμηνέα του Στόλου Νικόλαο Μαυρογένη, άνδρα έξυπνο, επιτήδειο και πολυμήχανο. Αυτός προσέφερε το 1776 το «Μπεηλίκι» στους Μανιάτες μαζί με τη «συγχώρεση» της Υψηλής Πύλης για τη σύμπραξη τους με τους Ρώσους του Αλέξη Ορλώφ. Η προσφορά των Τούρκων συμπληρώθηκε και με την υπόσχεσή τους, πώς θα αποκαθιστούσαν τη τάξη στη Πελοπόννησο εξοντώνοντας τους φοβερούς Τουρκαλβανούς. Oι στόχοι της Υψηλής Πύλης ήταν:
 η εξασφάλιση των «νώτων» από τους Μανιάτες για την εξολόθρευση των Τουρκαλβανών.
 η αποδυνάμωση της Μάνης ως εχθρού, έστω και με την ανάδειξη της σε ημιαυτόνομη ηγεμονία.
 η απόσπαση της Μάνης από την Ευρωπαϊκή επιρροή και από τα μελλοντικά σχέδια του «ξανθού γένους».
Είναι γεγονός πως από τους τρεις αυτούς στόχους μόνο ο ένας τελικά πραγματοποιήθηκε. Οι Μανιάτες δέχτηκαν το «Μπεηλίκι» και τούτο, γιατί ήταν γι' αυτούς μεγάλο το πρόβλημα των Τουρκαλβανών και γιατί έπρεπε να ισορροπήσουν τις εσωτερικές διενέξεις τους και διαφορές την επαύριο των Ορλωφικών με τις ολέθριες συνέπειές τους. Δεν έκαναν όμως καμιά άλλη παραχώρηση στην Υψηλή Πύλη και μάλιστα πολλές φορές χρησιμοποίησαν τη δύναμη του «Μανιάτμπεη» εναντίον των Τούρκων ποικιλοτρόπως.
 Οι Μανιάτες, ταίριαξαν το «μπεηλίκι» στα μέτρα τους και δεν έπαψαν να εκλέγουν ελεύθερα, όπως πριν τον Μπας-καπετάνιο, τον αρχηγό τους (ηγεμόνα της Μάνης). Η Πύλη απλώς αναγνώριζε την εκλογή με τον τύπο του διορισμού του Μπέη. 
Λιμένι,έδρα Μαυρομιχαλαίων..
Λιμένι,έδρα Μαυρομιχαλαίων..
    Οι ρίζες της οικογένειας Μαυρομιχάλη ξεκινούν από την Ανατολική Θράκη. Κάποιοι Μαυρομιχαλαίοι εγκαταστάθηκαν στην Αδρανούπολη, κάποιοι άλλοι ήλθαν κι εγκαταστάθηκαν στη Μάνη. Το επίθετό τους οι Μανιάτες Μαυρομιχαλαίοι, το πήραν από έναν πρόγονό τους, που ονομαζόταν Μιχάλης. Αυτός έμεινε σε πολύ μικρή ηλικία ορφανός και μια που τα ορφανά παιδιά στη Μάνη τα αποκαλούσαν «μαύρα», έμεινε ως επίθετό του το Μαυρομιχάλης.   Πατέρας του Πετρόμπεη, ήταν ο Πιέρρος και παππούς του ο καπετάν Γιωργάκης.  Θείος του πατέρα του, ήταν ο καπετάν Γιάννης, ο οποίος μαζί με τον 12χρονο γιο του Γιώργη, αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους, μετά από μια μάχη έξω από την Πύλο. Ο μικρός Γιώργης, αλλαξοπίστησε, άλλαξε το όνομά του σε Μεχμέτ, ανέβηκε τα αξιώματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κι έφτασε στο σημείο να επηρεάζει τον σουλτάνο. Για την ιστορία, να πούμε ότι ο μικρός Γιώργης Μαυρομιχάλης, ο αλλαξοπιστήσας Μεχμέτ, είναι ο μετέπειτα φοβερός και τρομερός Σουκιούρμπεης.  Ο Σουκιούρμπεης, λοιπόν, το 1816, καθαίρεσε τον μέχρι τότε μπέη της Μάνης, τον Θεοδωρόμπεη Γρηγοράκη και στη θέση του έβαλε τον...εξάδελφό του Πέτρο Μαυρομιχάλη, ο οποίος προσπαθούσε για πολλά χρόνια να γίνει μπέης της Μάνης. Μάλιστα, από το 1811, είχε ζητήσει προς τούτο, τη βοήθεια του Γάλλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, να αντικαταστήσει τον μπέη της Μάνης Κωνσταντήμπεη, υποσχόμενος σ' αυτόν και τη Γαλλία, τη ματαίωση των σχεδίων που είχαν οι Άγγλοι για την Ελλάδα! Όμως, παρά τα παρακάλια του, μπέης στη Μάνη έγινε ο Θεόδωρος Γρηγοράκης, που μετονομάστηκε σε Θεοδωρόμπεη! Γρήγορα, όμως, άρχισαν να φτάνουν στη Πύλη, πληροφορίες ότι ο νέος μπέης της Μάνης...προδίδει τον σουλτάνο, έχοντας συνάψει σχέσεις με τον Αλή Πασά της Ηπείρου! Στα 1816, ο σουλτάνος έστειλε στη Μάνη τον Μεχμέτ Σιουκιούρμπεη, για να φέρει στην Κωνσταντινούπολη τον Θεοδωρόμπεη Γρηγοράκη. Ο προσκυνημένος εξάδελφος του Πέτρου Μαυρομιχάλη, ο Σουκιούρμπεης, έφτασε στη Μάνη και με μπαμπεσιά κάλεσε, δήθεν, στο πλοίο του για να φιλέψει τον προγραμμένο Θεοδωρόμπεη! Μόλις εκείνος έφτασε, ανύποπτος και φορτωμένος δώρα, ο προσκυνημένος τον συνέλαβε, τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καθαιρέθηκε κι εκτελέστηκε! Αμέσως, ο εξωμότης Σιουκιούρμπεης, μεσολάβησε κι έγινε μπέης της Μάνης, ο άνθρωπος από την οικογένειά του,ο Πέτρος Μαυρομιχάλης.  Έτσι, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης έγινε Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κι έμεινε μ' αυτό το όνομα στην ιστορία.  Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης .
  Έκτοτε και μέχρι τη σύγκρουσή του με τον Καποδίστρια για προσωπικούς λόγους, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, έδειξε πράγματι φιλοπατρία.

Επαναστατική δράση.
    Η επιρροή του, όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και στους Οθωμανούς, υπήρξε ισχυρή. Ήδη πριν από την Επανάσταση ο Μαυρομιχάλης είχε δώσει δείγματα των ηγετικών του ικανοτήτων. Αν και διστακτικός αρχικά, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις 2 Αυγούστου 1818,  ήταν τότε 53 χρονών. Μυήθηκε στη φιλική Εταιρεία, από τον Ηλία Χρυσοσπάθη στις Κιτριές, αλλά σύμφωνα με τον κατάλογο των Φιλικών που συνέταξε ο Παναγιώτης Σέκερης, από τον Κυριάκο Καμαρινό. Ο Σέκερης μας παρέχει επίσης την πληροφορία ότι ο Πετρόμπεης εκτός της αρχικής οικονομικής εισφοράς του «υπόσχεται έτι 5000 γρόσια και είκοσι χιλιάδας οπλοφόρους πρόθυμους πλην πτωχούς»Φωτάκος, υπασπιστής και γραμματέας του Θ.Κολοκοτρώνη γράφει στα απομνημονεύματα του: "Κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς (Ιούνιος 1821) οι στρατευμένοι Έλληνες (πλην των Μανιατών) ήταν τελείως αγύμναστοι και δεν ήξεραν να γεμίσουν ούτε τα ντουφέκια τους. Πολλοί από αυτούς έβαναν στις κάνες των ντουφεκιών τους πρώτα το βόλι και κατόπιν το μπαρούτι! Ενώ οι Μανιάτες, οι οποίοι εθαυμάζοντο από τους αδαείς, μπορούσαν να περάσουν το βόλι μέσα από τις πολεμίστρες των Φρουρίων! Έλεγαν δε οι αδαείς συντρόφοι τους :" Η ντουφεκιά του Μανιάτη βροντά περισσότερο από κανόνι!"
    Αμέσως μετά στάλθηκε στη Μάνη, από την ανώτατη της φιλικής Αρχή, ο Χριστόφορος Περραιβός, ο οποίος και κατάφερε να συμφιλιώσει τις διαμαχόμενες και ανταγωνιζόμενες μεγάλες οικογένειες της περιοχής, τους Μαυρομιχαλαίους, τους Γρηγοράκηδες και τους Τρουπάκηδες και να τις ενώσει γύρω από τον κοινό σκοπό.
Ήταν ο άνθρωπος που τυπικά κήρυξε την επανάσταση του 1821.
   Στις 17 Μαρτίου 1821, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κήρυξε την επανάσταση στη Αρεόπολη και στις 23 Μαρτίου, επικεφαλής σώματος δυο χιλιάδων Μανιατών, μπήκε και κατέλαβε την Καλαμάτα, ενώ ο βοεβόδας Σουλεϊμάν Αρναούτογλου και η τουρκική φρουρά παραδόθηκαν άνευ όρων.

    Στις 25 Μαρτίου συνέστησε με άλλους 12 προεστούς τη Μεσσηνιακή Γερουσία - την πρώτη διοικητική οργάνωση των επαναστατημένων Ελλήνων – η οποία έστειλε την επαναστατική της προκήρυξη στις αυλές της Ευρώπης. Προκήρυξη επίσης απηύθυνε ο Μαυρομιχάλης ως πρόεδρος της Μεσσηνιακής Γερουσίας και προς τους Αμερικανούς, η οποία με τη φροντίδα του Αδαμάντιου Κοραή, μεταφρασμένη στην αγγλική γλώσσα, στάλθηκε στο φιλέλληνα καθηγητή τουΧάρβαρντ Edward Everett και δημοσιεύτηκε στις αμερικανι­κές εφημερίδες.
    Δύο μήνες αργότερα, το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου του 1821, συ­νήλθαν στη Μονή Καλτεζών, στα σύνορα Λακωνίας και Αρκαδίας, ηγετικές προσωπικότητες της Πελοποννήσου και ίδρυσαν την Πελοποννησιακή Γερουσία. Στη συνέλευση αυτή πρόεδρος εξελέγη ο Μαυρομιχάλης. Στη διάρκεια της Επανάστασης κατέλαβε σημαντικά αξιώματα. Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος 1821) ορίστηκε αντιπρόεδρος του Βουλευτικού σώματος. Υπήρξε πρόεδρος της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους (30 Μαρτίου – 18 Απριλίου 1823) και αμέσως μετά, έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, πρόεδρος του Εκτελεστικού της διοικήσεως της υπό διαμόρφωση πολιτείας.
    Η στρατιωτική δράση του Πετρόμπεη υπήρξε επίσης αξιόλογη. Πήρε μέρος στη πολιορκία της Τριπολιτσάς, όπου έστησε το στρατόπεδό του στη μεσημβρινή πλευρά του κάστρου, «εις απόστασιν βολής τυφεκίου», στις επιχειρήσεις για την απόκρουση του Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822, όπου και βρίσκουμε τον Πετρόμπεη να κρατάει τους Μύλους και τέλος, η άλωση του κάστρου του Άργους. Το Νοέμβριο του 1822 στη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου, ο Πετρόμπεης, μαζί με τον Α. Ζαΐμη, τον Κ. Δελιγιάννη και τον Α. Λόντο, αποβιβάστηκε με 500 ένοπλους Μανιάτες στο Δραγαμέστο, για να αποκόψει το δρόμο επικοινωνίας του εχθρού, κατέλαβε την Κατοχή και διέλυσε τα τουρκικά σώματα που στρατοπέδευαν στις όχθες του Αχελώου. 

Πολιτική δράση και δολοφονία του Καποδίστρια.
    Στους εμφύλιους πολέμους δεν έλαβε μέρος. Αντίθετα, προσπάθησε να συμφιλιώσει τους αντιμαχομένους.
Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το 1825 ο Πετρόμπεης, μολονότι ήταν βαθύτατα θλιμμένος από το θάνατο των γιων και του αδελφού του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη σε πολεμικές επιχειρήσεις, οργάνωσε την άμυνα της Μάνης και απέτρεψε την κατάληψη της από τους Αιγυπτίους στις μάχες Βέργας,Δυρού και Πολυάραβου.
Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) αποδέχτηκε την εκλογή τουΚαποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας και μετά την άφιξη του τελευταίου διορίστηκε πρόεδρος ενός τμήματος του Πανελληνίου, του συμβουλευτικού σώματος που συνέστησε ο Καποδίστριας το 1828.
Η συμμετοχή του Πετρό­μπεη στα δύο σώματα που ίδρυσε ο Καποδίστριας και γενικότερα οι φιλικές σχέσεις των Μαυρομιχαλαίων μαζί του δεν κράτησαν πολύ. Αυτό συνέβη εξαιτίας της επίμονης προσπάθειας του Καποδίστρια να περιορίσει την κυριαρχία των Μαυρομιχαλαίων στη Μάνη και να ενισχύσει την κεντρική διοίκηση του νεοσύστατου κράτους, που βρισκόταν τότε στη φάση της οργάνωσης του σχεδόν εξ’ υπαρχής. Για τους λόγους αυτούς, το 1830, ο αδελφός του Τζαννής οργάνωσε εξέγερση εναντίον του Καποδίστρια. Ο Πετρόμπεης υποχρεώθηκε να παραμείνει στο Ναύπλιο, ουσιαστικά κρατούμενος, ενώ αργότερα φυλακίστηκε και ο αδελφός του.
Οι φυλακίσεις και προπαντός η αυστηρή στάση του Καποδίστρια απέναντι στους Μαυρομιχαλαίους όξυναν στο έπακρο την μεταξύ τους αντιπαράθεση,οδηγώντας τελικά στη δολοφονία του Καποδίστρια από τον αδελφό του Πετρόμπεη Κωνσταντίνο και το γιο του Γεώργιο στις 27 Σεπτεμβρίου 1831.
    Έξι μήνες μετά το φόνο του Κυβερνήτη, πράξη που φέρεται να κατέκρινε ο Πετρόμπεης, με τη μεσολάβηση του Friedrich Thiersch (Ειρηναίου Θειρσίου 1784- 1860 Γερμανός φιλέλληνας), ο Αυγουστίνος Καποδίστριας διέταξε την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη. Στη συνέχεια προ­σπάθησε να μεσολαβήσει μεταξύ των κυβερνητικών και των αντικαποδιστριακών για την αποτροπή ένοπλης σύγκρουσης.
 Ο Πετρόμπεης, δεν έκρυψε ποτέ ότι όνειρό του ήταν να γίνει βασιλιάς της ελεύθερης Ελλάδας! Είναι χαρακτηριστικό, ότι μόλις έγινε κυβερνήτης της Ελλάδας ο Καπιδίστριας, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είπε; «Ο τόπος (σ.σ. δηλαδή ο θρόνος) που κάθησαι μου ανήκει...».Φυσικά, ήταν κι εκείνος ένας από τους διεκδικητές, όπως αυτοπροβαλλόντουσαν και οι Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Γεώργιος Κουντουριώτης, μέχρι κι ο Λόρδος Μπάιρον! Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, όμως, σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψηφίους...βασιλείς της Ελλάδας, είχε πλούσια δράση και στον στρατιωτικό τομέα.
    Μετά την άφιξη του Όθωνα, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με το Γεώργιο Κουντουριώτη και τον Ανδρέα Ζαΐμη διορίστηκαν αντιπρόεδροι του Συμ­βουλίου της Επικρατείας. Αργότερα εντάχθηκε στις τάξεις των «συνταγματικών» και – μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και τη μεταπολίτευ­ση που ακολούθησε – έλαβε το αξίωμα του γερουσιαστή.
Πέθανε, σε μεγάλη ηλικία, στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 1848. Παρά την τραγική κατάληξη της ρήξης του με τον Καποδίστρια που προκάλεσε έντονες επικρίσεις, ο Μαυρομιχάλης θεωρήθηκε ως ένας από τους ιστορικούς πρωταγωνιστές της Επανάστασης.
Άγαλμα Μαυρομιχάλη στην Αρεόπολη
Άγαλμα Μαυρομιχάλη στην Αρεόπολη

Αναφορές και σχόλια για το Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
 «Παχύσαρκος, αργοκίνητος, καλοστεκούμενος. Δεν φαίνεται προσανατολισμένος σε ορισμένη τάξη ή πολιτική ιδεολογία. Στην επιστήμη της γαστρονομίας, όμως, είχε σημειώσει μεγάλες προόδους: Λένε πως είναι πρόθυμος να δεχτεί διακυβέρνηση οποιασδήποτε μορφής, αρκεί να του εξασφαλίσει πλούτη, ησυχία, καλοπέραση και ασφάλεια. Μια από τις φιλοδοξίες που του αποδίδονταν ήταν και η εισαγωγή της γαλλικής κουζίνας στη Μάνη.» [Waddington 1825] 1793 - 1869,  Άγγλος κληρικός και ιστορικός)
 « Ο Μαυρομιχάλης που αντικαθιστούσε τον Υψηλάντη, είχε κατατρομοκρατηθεί από την επιδημία που έπληττε την πόλη και ζούσε περιχαρακωμένος μακριά από το στρατόπεδο. Πήγαινα κάθε μέρα για ενημέρωση. Αλλά αυτός ο νωθρός άνθρωπος δεν μιλούσε για τίποτα άλλο εκτός από την υγεία του. Ήταν ανήσυχος και δυσαρεστημένος, μ’ όλο που υπήρξε από τους πιο ωφελημένους από τα λάφυρα της Τριπολιτσάς. Δυο καμήλες και είκοσι μουλάρια έστειλε με συνοδεία στη Μάνη, φορτωμένα με την ανταμοιβή της εμπιστοσύνης των Τούρκων στο πρόσωπο του και της προστασίας που τους πρόσφερε.» [Raybaud 1824 )(1760  -1842  ήταν Γάλλος φιλέλληνας στρατιωτικός και συγγραφέας

ΠΗΓΕΣ.





ΕΜΜΑΜΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ "Η Μηλιά"


Ο δε Ιησούς είπεν·

«Άφετε τα παιδιά έρχεσθαι πρός με».

(Κατά Λουκάν ιη΄, 16)


Εις ένα χωριό της Μεγάλης Ελλάδας εζούσεν ένα καιρό ένα κορίτσι τόσο καλόκαρδο και χαριτωμένο, που όλος ο κόσμος το αγαπούσεν. Αν και δεν ήταν πλούσιο, εύρισκε τρόπο να βοηθεί τους πτωχούς· ό,τι της έδιδαν το εμοίραζε με αυτούς, και όταν τα χέρια της ήσαν άδεια, η καρδιά και το στόμα της ήσαν πάντοτες γεμάτα καλά αισθήματα και καλά λόγια για να τους παρηγορεί. Και όχι μόνον οι άνθρωποι και τα σπιτικά ζώα, αλλά και αυτά τα πουλιά του δάσους την αγαπούσαν. Όταν την έβλεπαν να περνά, κατέβαιναν από τα δένδρα και την ακολουθούσαν σαν σκυλάκια, για να τους δώσει το μισό ψωμί της.


Την έλεγαν Μηλιά, γιατί την είχαν εύρει ένα απριλιάτικο πρωί από κάτω από ένα μηλόδενδρο, σκεπασμένη από τα άσπρα άνθια όπου είχε τινάξει απάνω της ο άνεμος τη νύχτα.

Το ηλικιωμένο ανδρόγυνο που την είχε υιοθετήσει ήταν τόσο πτωχό, οπού μόλις έφθαναν για να μη πεινά όσα εκέρδιζαν με το πλέξιμον η γραία και ο γέρος κόπτοντας ξύλα. Η Μηλιά έκαμνε κι εκείνη ό,τι μπορούσε για να τους βοηθήσει. Εμάζευεν εις το δάσος αγριοφράουλες, μενεξέδες και άλλα λουλούδια και τα επρόσφερνενεις τους διαβάτες μ΄ ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που σπάνιον ήταν να της αρνηθούν την πεντάρα τους, όσοι είχαν να την δώσουν. Αυτοί όμως δεν ήσαν πολλοί εις το πτωχικό εκείνο χωριό, και το ψωμί και τα κάστανα, όπου έτρωγαν ο γέρος και η γριά, ήσαν πάντοτες ολιγώτερα από την όρεξί τους, και ακόμη πιο μικρό το μερδικό της Μηλιάς, αφού το εμοίραζε με τους πτωχούς και τα πουλιά.
Η Μηλιά ήταν δεκαεφτά ετών, όταν μια νύχτα, όπου ενόμιζαν οι θετοί γονιοί της πως κοιμάται, άκουσε να λέγει ο γέρος εις την γυναίκα του :

«Δεν ξέρω τι θα γίνουμεν, αν δεν κάμει ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήσει. Τα ξύλα όπου ημπορώ να σηκώσω εις τη γέρική μου πλάτη ολιγοστεύουνκαθημέραν, και συ αντίς τρεις χρειάζεσαι τώρα πέντε μέρες για να πλέξεις μια κάλτσα. Η Μηλιά τρώγει λίγο, μα αγαπά να μοιράζει ψωμί εις τους πτωχούς και τα πουλιά.Συλλογούμαι τι θα γίνει αφού κλείσουμε τα μάτια. Αν ήταν ένα ή δυο χρόνια μεγαλύτερη, θα την έστελνα εις την πόλι να βολευθεί. Φρόνιμη και προκομμένη καθώς που είναι, θα εύρισκεν εύκολα μια καλή θέσι, και δεν θα λησμονούσε και τους πτωχούς ανθρώπους που την αναθρέψανε, όταν δεν θα έχω πλέον δύναμι να κόπτω ξύλα ούτε συ δάκτυλα να πλέκεις».

Η Μηλιά εκαμώθη πως δεν άκουσε τίποτες. Το πρωί όμως εσηκώθηκε πριν φέξη· έκαμεν ένα κομπόδεμα τα ολίγα της πράγματα, έσφιξε την καρδιά της,εσφούγγισε τα μάτια της, που έτρεχαν σαν βρύσι, και πήγε ν΄ αποχαιρετίσει το γέρικο ζευγάρι. Έκλαψαν κ΄ εκείνοι, έπειτα όμως εσυλλογίσθηκαν πως ήτο φανέρωμα του θείου θελήματος, να κάμει την Μηλιάν να συλλογισθεί την ίδιαν νύκτα, όσα εσυλλογίσθηκαν και εκείνοι. Την άφησαν λοιπόν να φύγει, αφού της έδωκαν πολλά φιλιά, την ευχή τους και μίαν πίτταν να την τρώγη εις τον δρόμον.

Όλο το χωριό ηθέλησε να την συνοδέψει μιαν ώρα δρόμο έως την Κρύα Βρύσι. Την ακολούθησαν έως εκεί και ένας στραβός που τον έσερνεν ο σκύλος του και δύοσακάτηδες με τα δεκανίκια. Την συνόδεψαν και γίδες, αρνιά, κότες, χήνες, πάπιες, γάλοι και πετεινοί, γιατί άνθρωποι και ζώα όλοι την αγαπούσαν και τους ελυπούσεν ο χωρισμός.

Όσον καιρόν έβλεπεν από μακριά το αποχαιρέτημα με το μαντήλι των δύο γερόντων επροσπαθούσεν η Μηλιά να κάμει θάρρος· όταν όμως έπαυσε να το βλέπει κι εκείνο, αισθάνθηκε πρώτη φορά ότι ήτο μονάχη εις τον κόσμο· την επήρε το παράπονο και άρχισαν πάλι τα μάτια της να τρέχουν. Επερπάτησεν όλην την ημέρα χωρίς να σταθεί ούτε την πίττα της να δαγκάσει. Ο πόνος τής καρδιάς γεμιζει ωσάν ψωμί το αδειανό στομάχι των δυστυχισμένων.

Αφού επερπάτησε δέκα όλες ώρες, εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά ν΄ αναπαυθεί. Ακόμη όμως δεν είχε καλοκαθήσει, και την ετρόμαξαν δύο τουφεκιές και το γάβγισμα βραχνού σκύλου. Εγύρισε να ιδεί τι τρέχει και είδεν ένα σύννεφο πουλιά που έφευγαν φοβισμένα.

— Ελάτε κοντά μου, εφώναζεν, ελάτε γρήγορα να κρυβήτε σ΄ αυτήν τη λόχμη. Μη φοβάσθε, θα σας γλυτώσω, αν δεν με σκοτώσει κι εμένα ο κυνηγός, αν δεν με φάγει ο σκύλος.

Τα πουλιά εγνώρισαν τη φωνή της, εσυνάχθησαν τριγύρω της και εβιάσθησαν να τρυπώσουν αποκάτω από τα χαμόκλαδα, στρυμωμένα το ένα κοντά εις το άλλο, και άκουεν η Μηλιά τις εκατόν καρδούλες των να κτυπούν τακ-τακ σαν τα ρολόγια εις το αργαστήρι του ρολογά.

Εκείνην την στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά.


— Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ΄ εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξεις τον καλό δρόμο.

Ενώ μιλούσεν ο κυνηγός, εξακολουθούσεν ο σκύλος να γαβγίζει και η καρδιά των πουλιών να κτυπά πιο δυνατά, και το κόκκινο βασίλεμα του ηλίου έκαμνε το αργυρό νόμισμα να λάμπει σαν να ήταν χρυσό.

— Καλά έκαμες να μ΄ αρωτήσεις, αποκρίθηκεν η Μηλιά. Μια στιγμή πριν έλθεις, είδα ένα κοπάδι πέρδικες που επετούσαν κατά το βοριά, δυο λαγούς που έτρεχαν αντικρυνά, ένα ζαρκάδι που έφευγε κατά την ανατολή και ένα ζευγάρι φαζάνια κατά τη δύσι. Έχεις λοιπόν να διαλέξεις, μόνο δεν έχεις καιρό να χάσεις, αν θέλεις να φθάσεις.

Ο κυνηγός της έδωκε το δίφραγκο και εκινήθηκε προς την ανατολή, ο σκύλος όμως δεν ήθελε να φύγει· επεισμάτωσε να μυρίζεται τα κλαδιά, ν΄ αλυχτά και να δείχνει τα φοβερά του δόντια. Εσυλλογίστηκε τότες η Μηλιά να του δώσει την πίττα της για να ησυχάσει· του έδωκε και ο αφέντης του μια κλωτσιά και τότε μόνον απεφάσισε το κακό ζώο να τον ακολουθήσει, όχι όμως ευχαριστημένο, αλλ΄ εξακολουθώντας το γάβγισμα, ωσάν να έλεγεν εις τον κυνηγό, πως είναι εντροπή να τον γελούν κοτζάμουάνθρωπο τα κορίτσια.

Όταν εχάθη μακριά εις το δάσος ο κυνηγός και έπαυσε να ακούεται η φωνή του σκύλου, εβγήκαν από την κρύφτη τους τα πουλιά και δεν ήξευραν τι να κάμουν για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους εις την Μηλιά. Εκάθιζαν επάνω εις τον ώμο της, εκελαηδούσαν εις τ΄ αυτί της ευχαριστώ, την αέριζαν με τα πτερά των και τηςεφιλοτσιμπούσαν τα χέρια, τα χείλια, τα μάγουλα και το λαιμό της. Οι σπίνοι και οι πυρρουλάδες αποσπάσθηκαν να πάγουν να της φέρουν κεράσια, ζίζυφα, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα να δειπνήσει, ενώ τα σπουργίτια και οι πετρίτες της ετοίμαζαν μαλακό στρώμα από καστανόφυλλα, μέντα και λεβάντες να κοιμηθεί. Αφού έκαμε την προσευχή της και απλώθηκεν εις το μυρωδάτο εκείνο κλινάρι, την εσκέπασαν με φτέρη για να μη κρυώσει κι εκούρνιασαν κι εκείνα εις τα περίγυρα δέντρα να την φυλάγουν.

Το πρωί την εξύπνησε το εγερτήριο του κορυδαλλού και ήλθαν να την καλησπερίσουν και τ΄ άλλα πουλιά. Αφού ετελείωσε το γενικό τραγούδι, έλαβε το λόγο (συμπάθειο για την ελληνικούρα) ο γλυκόλαλος ρήτορας, το αηδόνι, και της είπε τα ακόλουθα, εις την γλώσσαν των πουλιών, που ένοιωθε καλά και κάπως ωμιλούσεν η Μηλιά.

— Μας είπες χθες πως πηγαίνεις εις την πρωτεύουσα να κυνηγήσεις την τύχη, και σήμερις το πρωί εμάθαμεν από μίαν κίσσαν, ότι παρουσιάζεται μία ευκαιρία μοναδική να την πιάσεις από τα γένεια. Ο βασιλιάς, αφού εχήρεψε πρόπερσι, εβαρέθηκε τα μεγαλεία, τις δόξες, τα πλούτη και όσα άλλα του ζηλεύει ο κόσμος. Τόση είναι η πλήξη και η μελαγχολία του, όπου κατήντησε να υποσχεθεί το μισό του Βασίλειο εις εκείνον όπου κατορθώσει να τον κάμει να περάσει μία μόνη ώρα χωρίς χασμήματα ή αναστεναγμούς. Πολλοί ήλθαν από όλα τα μέρη να δοκιμάσουν. Η δοκιμή γίνεται απόψε, και ως εις την πρωτεύουσα είναι μόνο πέντε ώρες δρόμος. Σήκω λοιπόν, Μηλιά, και συγυρίσου να πας εις το παλάτι να κερδίσεις το βραβείο. Θα σε συνοδέψω με μερικά άλλα πουλιά και θα σε λέγω εις το αυτί τι πρέπει να κάμεις.

— Πουλιά μου αγαπημένα, αποκρίθηκεν η Μηλιά, έχετε καλή καρδιά, όχι όμως και πολλή γνώσι. Μού παραγγέλνετε να συγυρισθώ χωρίς να συλλογισθείτε πως μόνον σάς εφρόντισεν ο Θεός να στολίσει τα πλουμιστά φτερά. Εγώ δεν έχω να βάλω παρά αυτό το παλιοφούστανο που φορώ. Με αυτό θέλετε να πάγω να με καμαρώσει η αυλή και ο βασιλιάς;
— Δεν είναι τα πουλιά τόσον ανόητα, όσο τα πιστεύει ο κόσμος, απήντησε το αηδόνι. Δεν θα σου έλεγα να στολιστείς, αν δεν είχαμε φροντίσει να ετοιμάσομε τα στολίδια. Έχομε φιλία με μεταξοσκούληκα και τα εβάλαμεν να δουλεύουν όλην την νύκτα για να σου κάμουν αυτό το φόρεμα όπου δεν έχει δεύτερο στην οικουμένη.
Έφεραν τότες ένα φουστάνι από μονοκόμματο άσπρο ατλάζι, που είχε επάνω κεντημένα την άνοιξι με όλα της τα λουλούδια και τον ουρανό με όλα του τ΄ αστέρια.
— Εγώ, είπεν ο μελισσουργός, έτρεχα όλην την νύκτα να σου εύρω αυτό το άσπρο τριαντάφυλλο να βάλεις εις τα μαλλιά σου.
— Και εγώ, είπεν η πυρραλίδα, εσύναξα σταλαγματιές δρόσο και σου έκαμα περιδέραιο, που λάμπει περισσότερο από τα διαμάντια.
— Και εγώ, είπεν η σουσουράδα, σου φέρνω αυτό το ριπίδι, όπου έδωκε το κάθε πουλί το ωραιότερό του φτερό για να γίνει.
Αφού εφόρεσε τα μοναδικά της στολίδια, εφάνηκεν η Μηλιά τόσον ωραία που άρχισαν να υμνολογούν την περίσσεια χάρι της όλα μαζί τα πουλιά. Μόνον εκείνη εξακολουθούσε να είναι ανήσυχη και συλλογισμένη.

— Τι θα γίνω, είπεν, όταν μου μιλήσει ο βασιλιάς και καταλάβει από τα πρώτα μου λόγια ότι είμαι μια χωριάτισσα του βουνού που δεν ξέρει τίποτε από τον κόσμο;

— Μη σε νοιάζει, αποκρίθηκε το αηδόνι. Αυτή η φιλενάδα μου η κουρούνα, που βλέπεις κοντά μου, φωλιάζει από εκατόν είκοσι χρόνια εις την στέγη του παλατιού και ξεύρει όλα του τα φανερά και τα μυστικά. Την έφερα επίτηδες για να σε κατηχήσει. Σε μια ώρα θα σε μάθει όσα φθάνουν για να διδάξεις τον βασιλιά τα γονικά του.

Με το δίφραγκο του κυνηγού ενοίκιασεν η Μηλιά το βράδυ ένα κομψό αμάξι και σωστά εις τας εννιά το βράδυ επαρουσιάσθηκεν εις την μεγάλη σάλα του παλατιού. Η εντύπωσι που έκαμεν η ομορφιά του προσώπου της και η λάμψη του φουστανιού της ήτο τόση, όπου όλες οι άβαφες γυναίκες εκιτρίνισαν από την ζούλεια, και από εκείνην την βραδυά εφανερώθηκε ποιες πασαλείβονται και ποιες όχι.

Ο βασιλιάς κατέβηκεν από το θρόνο του και ήλθε να την προϋπαντήσει, πράγμα όπου δεν έκαμεν άλλη φορά, παρά μόνον εις την επίσκεψι της αυτοκρατόρισσας του Λεβάντε. Χωρίς να φροντίζει για την εθιμοταξία, την επήρεν από το χέρι και την έβαλε να καθίσει σιμά του, ερωτώντας από ποιο βασίλειον έρχεται, ή αν είναι ουρανοκατέβατη, γιατί δεν πιστεύει πως ημπορεί η γης να γεννήσει γυναίκα τόσον ωραία.

Η Μηλιά εκοκκίνισε και του αποκρίθηκε με πολλή σεμνότητα και χάρι ότι είναι μια ταπεινή χωριάτισσα και ήλθε ν΄ αγωνισθεί με τους άλλους για το βραβείο.

— Πρέπει να ξεύρεις, της είπεν ο βασιλιάς, πως τόσον πολύ εχόρτασα και αηδίασα κάθε διασκέδασι και ξεφάντωμα, που τίποτες πλέον δεν μ΄ ευχαριστεί. Έχω ολόκληρα χρόνια να γελάσω. Όλα μου φαίνονται ανούσια, ανάλατα, νερόβραστα και βαρετά. Και αυτή σου η ωραιότης εθάμπωσε τα μάτια μου χωρίς να γιατρέψει της ψυχής μου την κούρασι και πλήξι. Εύχομαι να φανεί η διασκεδαστική σου τέχνη, όσον και η ομορφιά σου μεγάλη.

Και αφού είπεν αυτά επρόσταξεν ν΄ αρχίσει ο αγώνας.

Τα λόγια του ετρόμαξαν την Μηλιάν, που δεν ήξευρε πώς θα κατώρθωνε να κάμει να γελάσει τον αγέλαστο εκείνο βασιλιά. Θα έχανε το θάρρος της, αν δεν ήρχετοεκείνην την στιγμήν το αηδόνι να κελαηδήσει εις το αυτί της : «Μη σε μέλει, τα πουλιά τα ετοίμασαν όλα».
Ο πρώτος αγωνιστής που επαρουσιάσθηκεν ήταν ένας περίφημος φραγκομερίτης μπεχλιβάνης ή, καθώς τους λέγουν οι λογιώτατοι, λαθροχειριστής, τόσον επιτήδειος, που τον έπαιρναν πολλοί για μάγο και αναγκάσθηκε να φύγει απ΄ τον τόπον του, όπου εσυνήθιζαν τότες να καίουν τους μάγους. Αυτός εμάντεψε το χαρτί, άσο πίκα, όπου είχε βάλει ο βασιλιάς εις το νου του, ετηγάνισεν αυγά μέσα εις το καπέλο του αυλάρχη και έστειλε την ξανθή περρούκα της Μεγάλης Κυρίας να σκεπάσει του ιπποκόμου τη φαλάκρα. Έπειτα κατώρθωσε να βγάλει από τη μύτη του υπουργού της δικαιοσύνης ένα σχοινί της φούρκας και από την τσέπη του στρατάρχη ένα δειλό λαγουδάκι. Όλα επήγαιναν καλά, μόνον ο βασιλιάς δεν είχεν ακόμα γελάσει. Με την ελπίδα να επιτύχει και τούτο, εσκαρφίσθηκε να λαθροχειρίσει το βασιλικό στέμμα και να στεφανώσει με αυτό μια κεφαλή αγριοχοίρου, που ήταν στημένη εις το μέσο του τραπεζιού του δείπνου. Ο βασιλιάς όμως δεν ήταν, καθώς φαίνεται, ευδιάθετος. Αντί να γελάσει ευρήκεν άνοστο το χωρατόν, κι επρόσταξε να διώξουν τον χωρατατζή μ΄ ένα καλό λάχτισμα εις το μέρος του υποκειμένου του που είναι παρακάτω από τη ράχη.


Ο δεύτερος αγωνιστής ήταν ένας σοβαρός ασπρογένης φιλόσοφος από τα μέρη της Ολλάνδας. Αυτός είχε φέρει μαζί του μια παράξενη μηχανή, με ένα είδοςυαλίτικο καζάνι απ΄ επάνω. Το άνοιξε και έρριψε μέσα κάρβουνο κοπανιστό, μια κουταλιά αδιάργυρο, μια φούχτα αλογόπετρα, ένα κλαδί δενδρολίβανο και ένα βώλονισαντήρι. Τα ανακάτεψε με μια χρυσή κουτάλα και αμέσως εζεστάθηκαν, εκόρωσαν, εφλογοβόλησαν, έπειτα εκρύωσαν, εκρουστάλλιασαν, και ευρέθη το καζάνι γεμάτο διαμάντια μεγάλα σαν τ΄ αυγά της περιστεράς. Όλοι οι αυλικοί έμεναν εκστατικοί και όλες οι κυρίες άπλωναν το χέρι για να λάβουν από ένα από τα διαμάντια που άρχισεν ο σοφός της Ολλάνδας να μοιράζει. Ο βασιλιάς όμως εθύμωσε και πάλι, επρόσταξεν εις τις κυρίες να δώσουν οπίσω όσα είχαν λάβει και είπε με οργή εις το χημικό : «Δενεσυλλογίσθηκες, ζευζέκη, πως άμα γίνουν τα διαμάντια κοινά σαν τα χαλίκια, θα χάσουν όλη τους την αξία τα δικά μου, που είναι τα πρώτα του κόσμου και, αν λάχει και χρειαστώ χρήματα, μπορώ να τα πουλήσω όσο θέλω; Φύγε απ΄ εδώ, και αν ξανακάμεις άλλη φορά διαμάντια, θα σου σπάσω μαζί με τη μηχανή και το κεφάλι».
Ο τρίτος ήταν ο πρώτος επιστήμονας ενός καινούργιου κόσμου, που είχεν ανακαλύψει ένας κάποιος Κολόμπος, πέρα από το μεγάλο νερομάζωμα, που το λέγουν Ατλαντικό. Αυτός ο νεοκοσμίτης είχε καταφέρει ύστερα από πολλές μελέτες και δοκιμές, να κλείσει τις ηλιακές αχτίδες μέσα εις μπουκαλάκια, που μοιάζανε μικρά αχλάδια, τόσον όμως φωτερά που ο βασιλιάς και όλοι οι αυλικοί εθαμπώθηκαν και ανοιγόκλειαν τα μάτια, ωσάν νυχτερίδες που επλάκωσεν ο πρωινός ήλιος, πριν προφθάσουν να χωθούν εις τη σπηλιά τους. Αφού εμισοστράβωσε τον κόσμο άρχισεν ο επιστήμονας να εξηγεί πως αυτά τ΄ αχτινοβόλα αχλάδια είναι νέο σύστημα φωτισμού, και με το μισό έξοδο θα δίδουν φως δεκαπλάσιο από το λάδι, που θα ξεπέσει τότες η τιμή του εις το δέκατο, αφού δε θα χρησιμεύει πλιά παρά μόνο για το τηγάνισμα και τη σαλάτα.

— Δεν ξεύρεις, αχρείε, τον διέκοψεν ο βασιλιάς κίτρινος από την οργή, πως τα κτήματα του βασιλείου μου, τα δικά μου και του λαού μου, είναι όλα ελαιώνες, και έρχεσαι να μας ξεπέσεις την τιμή του λαδιού! Γκρεμίσου να μη σε βλέπω, και αν αύριο ευρεθείς ακόμη εις τα κράτη μου, θα σ΄ αλείψω με λάδι και θα σε κάψω ζωντανό.

Ήταν τώρα η σειρά της Μηλιάς και έτρεμεν όλη, βλέποντας πόσον αγριωμένος ήταν ο βασιλιάς. Της εκελάδησεν όμως πάλιν το αηδόνι κάτι που της έδωκεν θάρρος.Ολωνών τα μάτια ήτανε καρφωμένα απάνω της και η σιωπή τόσο τέλεια, που θ΄ άκουε κανένας μυίγαν να πετά ή χόρτο να φυτρώνει.

Η Μηλιά έδωκε τότε διαταγή ν΄ ανοίξουν τα είκοσι παράθυρα της σάλας. Και αμέσως επέταξαν μέσα μικρόπουλα κάθε λογής και είδους, κίτρινοι μελισσουργοί, κόκκινοι πυρρουλάδες, αργυρά ψαροπούλια, μαύροι κότσυφοι, πλουμιστές κίχλες, παρδαλές καρδερίνες, σπίνοι, φρεντζούνια, σεισούρες, ποταμίδες, καλογρίτσες,μαλαθρίτσες, κορυδαλλοί, ασπρόκωλοι, τρυποκάρυδα και κεφαλάδες. Αφού εφτερούγιασαν ένα δυο λεπτά, εδώ κ΄ εκεί γύρω εις τις λάμπες και τους πολυελαίους, σαντρελλά πουλιά που ήταν, έκαμαν έπειτα ένα μεγάλο κύκλο. Το αηδόνι εστάθη εις το κέντρο κτυπώντας σαν αρχιμουσικός με τις φτερούγες του το ρυθμό, και ακούστηκε τότε μια πρωτάκουστη συμφωνία τόσο γλυκειά που θα έλεγες πως την είχε συνθέσει η μελοποιήτρια της Παράδεισος Αγία Καικιλία. Από όλα τα κομμάτια άρεσε περισσότερο μια λιγυρή τετραφωνία σπίνων, που έκαμεν όλους να δακρύσουν, και το κωμικό τραγούδι της κίσσας, το τόσο πηδηκτούλικο και ζωηρά τονισμένο, που όλοι οι αυλικοί άρχισαν να σειούνται και να κινούν τα πόδια σαν αν είχαν γεμίσει οι κάλτσες των μερμήγκια.

— Χορέψατε τώρα, πουλιά μου, επρόσταξεν η Μηλιά.
Είκοσι ζευγάρια καναρίνια άρχισαν τότε να χορεύουν ένα έχτακτο και πρωτοφανίστικο βαλς. Με τη μια φτερούγα εκρατούντο τα δυο πουλιά αγκαλιασμένα καιεπετούσαν με την άλλην. Τα ζευγάρια εγύριζαν ωσάν άνεμες και έκαμαν δέκα φορές το γύρο της σάλας. Έπειτα εχόρευσαν κατά γης περπατητά μια νόστιμη καδρίλια οι τσαλαπετεινοί και ακόμη καλλίτερα επέτυχε το κοτιλλιόν με όλα του τα παιχνίδια. Εις αυτό έκαμαν όλους να ξεκαρδισθούν τα νάζια μιας ακατάδεκτης καρδερίνας, που τηςεπαρουσίασαν δέκα κατά σειράν χορευτάδες και δεν της άρεσε κανέναςּ τους εκύτταζε με περιφρόνησι κι έλεγεν όχι με το κεφάλι. Ο ενδέκατος έτυχε να της αρέσειּ για να του το αποδείξει του έδωκε μια μυίγα που είχε πιάσει. Την έχαψεν εκείνος και έπειτα αγκάλιασε τη χορεύτριά του και άρχισαν να γυρνούν με χάρι και τέχνη μοναδική.
Δεν θα ετελείωνα ποτέ αν ήθελα να τα πω όλα. Η διασκέδασι έκλεισε με μια βροχήν από σπάνια λουλούδια, που είχαν φέρει τα χελιδόνια από τα ξένα μέρη. Τοσπανιώτερο απ΄ όλα ήταν ένας γαλάζιος λωτός του επάνω Νείλου, που επρόσφερεν η Μηλιά εις τον βασιλιά.

Εκείνος ήτανε τώρα όλος ζωή και χαρά. Το αίμα ανέβηκε να βάψει τη χλωμή του όψι και τα μάτια έρριχναν σπίθες. Χωρίς να συλλογισθή ούτε το μεγαλείο ούτε τους προγόνους του, ούτε τι θα έλεγαν οι γύρω του πριγκίποι, δούκες, στρατάρχες, υπουργοί και δεσποτάδες, έσκυψε και εφίλησε την Μηλιά εις το μέτωπο, τα δυο μάγουλα και το σιαγόνι. Το σταυροφίλημα εκείνο, καθώς το έλεγαν, ισοδυναμούσε τότε εις την Μεγάλη Ελλάδα με επίσημον αρραβώνα. Δεν ημπορώ να είπω αν άρεσεν ο αρραβώνας εκείνος εις όλους τους αυλικούς ή μίαν τουλάχιστον αυλικήν. Όλοι όμως ηναγκάσθησαν θέλοντας και μη θέλοντας να φωνάζουν: Ζήτω η βασίλισσά μας! Το ίδιο εφώναξαν εις την γλώσσαν τους και όλα τα πουλιά, και βλέποντας ότι έκλαιεν η Μηλιά ενώ την αποχαιρετούσαν, της έδωκαν την υπόσχεσι να την βλέπουν συχνά.


Οι γάμοι έγιναν την επομένην εβδομάδα με περισσή μεγαλοπρέπεια και πομπή. Εις αυτούς ήσαν καλεσμένοι και οι θετοί γονιοί της Μηλιάς, ο γέρος και η γριά, που τους έκαμνε να φαίνονται δέκα χρόνια νεώτεροι η χαρά.
Ο βασιλιάς, για να τους έχει κοντά της η αγαπημένη του γυναίκα, εζήτησε να τους εύρει καμμιά δημόσια θέσι εις την πρωτεύουσά του. Βλέποντας πόσον ήτο η γριά φρόνιμη, οικονόμα, νοικοκυρά, λιγόφαγη και εις όλα τακτική την έκανεν υπουργίναν επί των οικονομικών. Ο γέρος όμως ήταν πλέον δυσκολοβόλευτος. Δεν ήξευρεν ο άνθρωπος ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Ο βασιλιάς επονοκεφαλούσε να εύρη πώς ήτο δυνατόν να τον οικονομήσει, όταν έτυχε ν΄ αποθάνει ο επί της δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργός. Μη έχοντας πρόχειρον καμμίαν άλλην, έδωκεν εις τον γέρον την θέσιν του μακαρίτη, και από τότες εγεννήθη και σώζεται ακόμη εις πολλά μέρη η συνήθεια να δίδεται εις τον πλέον αγράμματον το υπουργείον της παιδείας.-
......................................................................................................................................................

Ο ίδιος ο Ροΐδης σημειώνει για το διήγημά του αυτό : «Αυτό το παραμύθι ήκουσα πολλάκις κατά τους παιδικούς μου χρόνους εις την Ιταλίαν, την ουσίαν και όχι τα επεισόδια. Τα έγραψα χωρίς την παραμικράν αξίωσιν ή καν πρόθεσιν ακριβούς ψυχαρισμού».




ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ "Ἡ μηλιὰ μὲ τὰ χρυσὰ μῆλα "

Ἦταν ἕνας κακὸς ἄνθρωπος, μὲ λαιμὸ χοντρὸ καὶ μάτια κοντόθωρα· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Σκληρόκαρδo. Ἦταν κι ἕνας ἄλλος, μὲ πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Στενόμυαλo. Κι ἐζοῦσαν ὁ καθένας χωριστὰ στὴ χώρα του.
Ὁ ἕνας εἶχε τὰ πιὸ ψηλὰ δέντρα καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα λουλούδια τῆς γῆς. Χαρούμενα πεῦκα κι ἄλικα τριαντάφυλλα, καρπερὲς ἐλιές, καὶ μυρωδάτα γαρύφαλλα, χαρὰ τ᾿ ἀνθρώπου καὶ μόνο νὰ τὰ βλέπει.
Κι ἀκόμα -ἄ! καὶ νά ῾μαστε κεῖ- κάτι Μεγάλα Δέντρα, π᾿ ἀνθίζαν καραμέλες καὶ σοκολάτες κι ὅ,τι ζαχαρωτὸ φανταστεῖς.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι σου νὰ κόψεις τὸ παραμικρό.
Γιατὶ ὁ Σκληρόκαρδος εἶχε κάτι ψηλοὺς φύλακες, μὲ χίλια μάτια καὶ ἑκατὸ χέρια, καὶ τὸ κάθε μάτι ἄγρυπνο κοιτοῦσε μὴν κόψει κανεὶς τίποτα ἀπ᾿ τὰ δέντρα, καὶ μὲ τὰ μακριά τους χέρια σ᾿ ἁρπάζαν καὶ σ᾿ ἀμπαροκλείδωναν στὴν πιὸ μαύρη φυλακὴ μὲ τὰ πιὸ στενὰ παράθυρα.
Κι οὔτε τὸ φῶς ξανάβλεπες, οὔτε ξανάκουγες τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν. Γιατὶ τέτοια διαταγὴ εἶχε βγάλει ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, ποὺ καθισμένος στ᾿ ὁλόχρυσο θρονί του τραγουδοῦσε δυνατὰ κάνοντας τάχα τὸν εὐτυχισμένον, κι ἂς ἦταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος σ᾿ ὅλη τὴ γῆς, ἀφοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν ἀγαπoῦσε.
Μὰ κι ἡ καρδιά του ἦταν πάντα γεμάτη φαρμάκι, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη του ζήλια γιὰ τὰ πλούτη τοῦ γείτονά του ἄρχoντα.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος, αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
Γεμάτες οἱ ἀποθῆκες του χρυσάφια, διαμάντια, ρουμπίνια.
Καὶ μόλις ἔκανες νὰ σκάψεις λίγο τὸ χῶμα -ὤπ! ἀστράφτανε μπρός σου ὅλα τὰ ὄμορφα γυαλιστερὰ πετράδια τῆς γῆς...
Κόκκινα, πράσινα, βυσσινιά.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι νὰ πάρεις τὸ παραμικρό.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος εἶχε κάτι θεόρατους στρατιῶτες μ᾿ ἑκατὸ μάτια καὶ χίλια χέρια. Καὶ τὸ κάθε χέρι ἤτανε ἕνα σπαθὶ καὶ -χράπ! σοῦ ῾κοβε ἀμέσως τὸ δικό σου τὸ χεράκι· αὐτοὶ εἴχανε χίλια, βλέπεις, καὶ δὲν τοὺς ἔμελε.
Μὰ κι ὁ πλούσιος ἄρχοντας δὲ ζοῦσε εὐτυχισμένος.
Γιατὶ φώλιαζε πάντα στὴν καρδιά του ὁ φόβος μὴ χάσει τὸ κίτρινο χρυσάφι. Κι ἡ λαχτάρα ὅλο νὰ τὸ κάνει πιὸ πολύ, ὅλο νὰ μαζεύει.
Καὶ μὲ τὸ στενὸ μυαλό του καθόταν καὶ σκεδίαζε πῶς ν᾿ ἁρπάξει τὴ χώρα τοῦ γείτονά του ἄρχοντα.
Μὲ χρῆμα ἢ μὲ στρατὸ -αὐτὸ δὲν τὸν ἔνοιαζε.
Ἔτσι ζοῦσαν οἱ δύο κακογείτονες. Κι οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ζοῦσαν κι αὐτοὶ δυστυχισμένοι. Γιατὶ οἱ κακοὶ ἄρχοντες δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ σκάψουν τὴ γῆς, νὰ φυτρώσει στάρι, νὰ ζυμώσουν ὄμορφο ψωμὶ νὰ φᾶνε. Κι οὔτε πάλι νὰ κόψουν ἀπ᾿ τὰ δέντρα.
Κι ἔτσι μέναν ἀπάνω οἱ ὄμορφοι ροδοκόκκινοι καρποί. Κι ὕστερα χλωμίαιναν, ζάρωναν καὶ πέθαιναν: γιατὶ κανεὶς ποτὲ δὲν τοὺς χαιρόταν.
* * *
Τότες λοιπὸν ἐφύτρωσε ἕνα Μεγάλο Δέντρο, κοντὰ στὸν ψηλὸ τοῖχο ποὺ χώριζε τὴ μία χώρα ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Τὸ πρωὶ ἦταν ὥσαμε μία βέργα, τὸ μεσημέρι εἶχε γίνει ψηλὸ σὰν τὸν παπποῦ, τ᾿ ἀπογεματάκι μποροῦσες νὰ δέσεις κούνια νὰ παίξεις.
Καὶ κεῖ κατὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου βγάνει κάτι ὄμορφα κίτρινα λουλούδια καὶ ξαφνικὰ -τί ἦταν αὐτό; ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση!... Τρία ὁλόχρυσα ἀστραφτερὰ μῆλα κρεμόντουσαν ἀπ᾿ τὰ κλώνια του!
Βλέπουν ὁ Σκληρόκαρδος κι ὁ Στενόμυαλος τὴ λάμψη αὐτή, τρέχουν στὸν πιὸ ψηλὸ τοῖχο -τί νὰ δοῦν;!...
Ἡ μηλιὰ ἔχει τὶς ρίζες της στὴ χώρα τοῦ ἑνὸς καὶ τὰ κλωνιά της στ᾿ ἄλλου!...
Ε, τότες ἦταν π᾿ ἄφρισαν οἱ κακοὶ γείτονες ἀπ᾿ τὸ θυμὸ καὶ τὴ ζήλια τους.
Στὴν ἀρχὴ ἐφοβέριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μόνο μὲ λόγια:
- Ἔλα, ἂν σοῦ βαστᾶ, νὰ τὰ κόψεις!, φώναζε ὁ Στενόμυαλος στὸ Σκληρόκαρδο, γιατὶ στὴ μεριά του κρεμόντουσαν τὰ μῆλα.
- Τόλμησε ἂν μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀγγίξεις!, οὔρλιαζε ὁ Σκληρόκαρδος ποὺ στὴ δική του μεριὰ ἦταν ἡ ρίζα τοῦ δέντρου. Θὰ κόψω τὴ μηλιά, νὰ μὴν ξανακάνει μῆλα. Χά, χά!
- Εἶσαι παλιάνθρωπος!, ἄφρισε ὁ Στενόμυαλος.
- Δική μου εἶν᾿ ἡ Μηλιά... Κλέφτη!, μάνιασε ὁ Σκληρόκαρδος.
Κι ὅπως τ᾿ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι ἀπ᾿ τὸ θυμὸ σκύβει καὶ σηκώνει μία πέτρα καὶ τὴ σφεντονίζει, νὰ τὸν χτυπήσει στὸ κεφάλι, νὰ τὸν ξεκάνει. Μὰ αὐτός, σβέλτος, κάνει δίπλα καὶ τὸν περνᾶ ξυστὰ καὶ τὴ γλιτώνει.
Αὐτὸ ἦταν. Βγάζουν εὐτὺς τὶς μεγάλες τους σπάθες, ἔρχονται κι οἱ Στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ καὶ τὰ ἑκατὸ μάτια, φωνάζει κι ὁ ἄλλος τὰ φουσάτα, τοὺς φύλακες μὲ τὰ χίλια μάτια καὶ τὰ ἑκατὸ σπαθιά, κι ἀρχίζει ἕνας πόλεμος, ἕνας σκοτωμός, νὰ μὴν ἔχει τελειωμό.
Ἐκεῖ νά ῾σουνα νὰ δεῖς τὸ Σκληρόκαρδο νὰ λυσσομανᾶ, ν᾿ ἀφρίζει, τοὺς στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ νὰ πελεκοῦν, νὰ πετσοκόβουν, νὰ λιανίζουν, ὡσότου πᾶνε, πήρανε δρόμο οἱ φύλακες τοῦ δύστυχου τοῦ Στενόμυαλου.
Καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἔπιασαν, τοῦ ῾κοψαν εὐτὺς τὸ κεφάλι, τὸ ῾βαλαν ἀπάνου σ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὸ γύριζαν νὰ τὸ βλέπει ὁ κόσμος νὰ τοὺς φοβᾶται.
Τόσο αἷμα ἀνθρώπινο χύθηκε κείνη τὴ μέρα ποὺ οἱ στρατιῶτες βάψανε τὰ φέσια τους κόκκινα. Κι ἀπὸ τότες, ὡς τὰ σήμερα, τὸ ἴδιο χρῶμα ἔχουν.
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατὶ νίκησε, γυρνᾶ τότες νὰ δεῖ ὁ δυνατὸς Σκληρόκαρδος τὰ μῆλα, νὰ τὰ καμαρώσει, πάνω στὴ δική του πιὰ τὴ Μηλιά...
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!... Τρίβει, ξανατρίβει τὰ μάτια του, ζαλίζεται, πέφτει χάμου, ἀνασηκώνεται, ξανατρίβει τὰ μάτια του.
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!... Κι ἡ Μηλιὰ μόνη, χωρὶς λουλούδια, μὲ μαραμένα τὰ κλαδιά, μὲ ποτισμένη τὴ ρίζα της αἷμα, ἕτοιμη κι αὐτὴ νὰ μαραθεῖ, νὰ πέσει.
Τότε χαλᾶ τὸν κόσμο στὶς φωνές.
Καὶ μαζεύονται ὅλοι καὶ ψάχνουν τὸ χῶμα καὶ σκάβουν καὶ ξανασκάβουν καὶ φτάνουν ὡς τὰ σπλάχνα τῆς γῆς.
Μὰ πουθενὰ χρυσὰ μῆλα.
Τότες ὁ Σκληρόκαρδος διατάζει νὰ μαζευτοῦν ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμο οἱ πιὸ ἔξυπνοι Περβολάρηδες κι οἱ πιὸ καλοὶ Χτίστες.
Καὶ ξεχωρίζει τοὺς καλύτερους καὶ τοὺς βάζει νύχτα μέρα νὰ κοιτοῦν τὴ Μηλιά, νὰ τὴν ποτίζουν νὰ τὴν κλαδεύουν καὶ νὰ τὴν μπολιάζουν, μὴ κι ἀνθίσει καὶ βγάλει πάλι μῆλα.
Καὶ τοὺς χτίστες τοὺς παίρνει καὶ τοὺς βάζει νὰ χτίσουν τὸν πιὸ γερὸ τοῖχο· κι ἀπάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι ἀπάνω στὸ κάστρο πύργους κι ἀπάνω στοὺς πύργους πoλεμίστρες.
Καὶ μέσα ἀπὸ τὶς πολεμίστρες φυλᾶνε μὲ τὰ μακριὰ κοντάρια καὶ τοὺς χρυσοὺς θώρακες ψηλοὶ στρατιῶτες μ᾿ ἄγρυπνα μάτια καὶ κοφτερὰ σπαθιά, μὴ τολμήσει κανεὶς καὶ ξεπεράσει τὸ νέο σύνoρo.
Γιατὶ τώρα ἔχει μέσα φυλαγμένη ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, τὴ δική του Μηλιά, τὴ Μηλιὰ-ποὺ-κάνει-τὰ-Χρυσὰ-Μῆλα.
* * *

T᾿ Ἀρχοντόπουλα

Ὕστερα γέννησε ἡ γυναίκα τοῦ Σκληρόκαρδου κι ἔκανε ἕναν γιό. Κι ἔτυχε τὴν ἴδια μέρα νὰ γεννήσει κι ἡ γυναίκα τοῦ Στενόμυαλου καὶ νὰ κάνει κι αὐτὴ γιό.
Σὰν μεγάλωσαν, ὁ ἕνας εἶχε πιὸ χοντρὸ λαιμὸ καὶ πιὸ ἄγρια μάτια ἀπὸ τὸν πατέρα του.
Καὶ τὸν εἶπαν κι αὐτὸν Σκληρόκαρδο.
Κι ὁ ἄλλος, αὐτὸς εἶχε ἀκόμα πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά.
Καὶ τὸν εἶπαν ἄρχοντα Στενόμυαλον...
Καὶ μόλις πάτησε τὰ δεκαεφτά, ὁ νέος Σκληρόκαρδος βγάζει τὸ γέρο πατέρα του ἀπὸ τὸ θρόνο, τὸν κλείνει γερὰ καὶ σφαλιχτὰ στὴν πιὸ μαύρη φυλακὴ καὶ γίνεται Ἄρχοντας αὐτός.
Καὶ τὴν ἴδια μέρα, βγάζει κι ἡ μάνα τοῦ Στενόμυαλου τὸ ματοβαμμένο χρυσὸ δαχτυλίδι τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ τὸ φορά.
Ἔτσι ἔγινε κι αὐτὸς Ἄρχοντας.
Τώρα οἱ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο δὲν τολμοῦσαν νὰ κόψουν τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὰ δέντρα ἢ νὰ σκάψουν μὲ τὴν τσάπα τους τὴ γῆς, μὰ καὶ μόνο νὰ ποῦν ὅ,τ᾿ εἶχαν στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό τους.
Γιατὶ οἱ δύο νέοι ἄρχοντες ἔχουν κατάσκοπους σ᾿ ὅλη τὴ χώρα.
Καὶ κὶχ νά ῾κανες, σοῦ ῾κοβαν τὸ κεφάλι.
Ὕστερα βγῆκε ἕνας λόγος, ποὺ ῾λέγε πὼς ἡ Χρυσὴ Μηλιὰ θ᾿ ἀνθίσει καὶ θὰ κάνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα σὲ τρία χρόνια. Καὶ πὼς ὅποιος βρεθεῖ τὴ βλογημένη κείνη ὥρα κοντά της καὶ κόψει τὰ Χρυσὰ Μῆλα, αὐτὸς θὰ ἐξουσιάζει μὲ τὸ σπαθί του καὶ τὶς δύο χῶρες.
Κι ὁ κόσμος -τότες- θὰ ζεῖ εὐτυχισμένος.
Μόλις τ᾿ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δύο Ἄρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σὰν τὸ φλουρὶ -ὁ ἕνας ἀπὸ φόβο, ὁ ἄλλος ἀπὸ ἔχθρητα καὶ ζήλια.
Κι ἀρχίζει τότες καὶ ῾τοιμάζεται ὁ Νέος Στενόμυαλος κρυφά, νὰ πάρει πίσω τὰ Χρυσὰ Μῆλα ποὺ μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο ἦταν στὴ δική του μεριά.
Κι ὁ Σκληρόκαρδος, αὐτὸς δὲν κοιμᾶται πιὰ ἀπὸ τὸ φόβο του μὴν τοῦ πάρουν τὰ Χρυσὰ Μῆλα· γιατὶ μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο μονάχα ἡ ρίζα τοῦ δέντρου ἦταν στὴ δική του τὴ μεριά.
Βγάζει λοιπὸν διαλαλητὴ καὶ φωνάζει τοὺς πιὸ καλοὺς μαστόρους ἀπ᾿ ὅλες τὶς χῶρες.
Καὶ μὲ τὴν προσταγή του κόβουν οἱ ξυλοκόποι τὶς καρπερὲς ἐλιὲς νὰ σιάξουν Φράχτες. Κι οἱ μαραγκοὶ πριονίζουν τὰ ὄμορφα πεῦκα καὶ σιάχνουν χοντρὲς πόρτες. Κι οἱ σιδεράδες λιώνουν τὸ σκληρὸ σίδερο καὶ σιάχνουν μεγάλες ἀμπάρες καὶ χοντρὰ Καρφιά. Κι οἱ χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα καὶ χτίζουν κάστρα, πύργους, πολεμίστρες. Καὶ στὸ τέλος γυρίζουν καὶ τὸ ποτάμι, ποὺ πότιζε τὴ χώρα, καὶ τὸ φέρνουν νὰ περνᾶ πλατὺ κι ἀφρισμένο μπρὸς ἀπὸ τ᾿ ἄπαρτο κάστρο ποὺ φυλάγει μέσα ὁ Ἄρχοντας τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά.
Μὰ ὁ πονηρὸς Στενόμυαλος αὐτὸς φωνάζει ξένους τεχνίτες ποὺ δουλεύουνε μόνο τὴ νύχτα.
Κρυμμένοι σ᾿ ἕνα βαθὺ λαγούμι, σαράντα μπόγια κάτ᾿ ἀπ᾿ τὴ γῆς, κρυφὰ μαστορεύουν καὶ ζητᾶνε νὰ βροῦνε νέες τέχνες, τὸν ἄπαρτο τὸν πύργο νὰ γκρεμίσουν καὶ τὸ παλιὸ τὸ σύνορο ἄκοπα νὰ διαβoῦν.
Καὶ ξοδεύει τὸ χρυσάφι ὁ Στενόμυαλος καὶ σκορπᾶ τὸ μαργαριτάρι καὶ σὲ λίγο ἀδειάζουν ὅλες οἱ ἀποθῆκες ποὺ ἀπ᾿ τὸν καιρὸ τοῦ πατέρα του ἦταν γεμάτες.
Κι οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε ἀκόμα πιὸ δυστυχισμένoι.
Γιατὶ τὰ πουλάκια φύγαν ἀπ᾿ τὰ δάση· καὶ τὰ τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως τὸ κελάηδημα τoυς· καὶ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀδύνατα καὶ πολὺ χλωμά· κι οἱ καρπερὲς ἐλιὲς κείτονται κομμένες στὸ χῶμα...
Κι ὅσοι δὲν εἶναι στρατιῶτες, δουλεύουν μόνο γιὰ νὰ γεμίζει τὶς ἀποθῆκες καὶ νὰ ξοδεύει ὁ ἕνας ἄρχοντας, ἢ γιὰ νὰ χτίζει ψηλὰ κάστρα ὁ ἄλλoς.
Καὶ μία μέρα ἀκούγεται ἕνα φοβερὸ ποδοβολητὸ καὶ τρέμει ἡ γῆς καὶ σιοῦνται συθέμελα τὰ Κάστρα. Κι οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ πετιοῦνται πάνω τρομαγμένοι καὶ τί νὰ δoῦν!...
Ἕνα μεγάλο σύννεφο ν᾿ ἁπλώνεται, ὥσπου φτάνει τὸ μάτι σου, κι ὅλο νὰ θολώνει καὶ ν᾿ ἀντριεύεται.
Κι ἔρχεται εὐτὺς ὁ Σκληρόκαρδoς. Καὶ βαροῦνε οἱ σάλπιγγες· κι αὐτὸς καβάλα ἀπάνω στ᾿ ὁλόλευκο ἄτι του, ποὺ δαγκάνει τὰ σίδερα καὶ χλιμιντρᾶ νὰ πολεμήσει, προχωρᾶ καταπάνου στὸ σύννεφο νὰ δεῖ.
Καὶ ξαφνικὰ ἀστράφτουν χίλιες ἀστραπὲς καὶ πέφτουν χίλιοι κεραυνοὶ κι ἀντιβουίζουνε βουνὰ καὶ κάμποι. Καὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ π᾿ ἄστραψε ἀπ᾿ τὸν κουρνιαχτό, φαίνουνται γιὰ πρώτη φορὰ οἱ σημαῖες καὶ τὰ μπαϊράκια τ᾿ ἄρχοντα Στενόμυαλου.
Καὶ ξανατρέμει ἡ γῆς καὶ σκοτεινιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ κρύβεται ὁ ἥλιος...
Κι ἀρχίζουν μέσα σ᾿ ἕνα βουερὸ κι ἀπαίσιο μούγκρισμα νὰ σφυρίζουν καὶ νά ῾ρχουνται καταπάνου στὸ κάστρο μπάλες ἀπὸ καυτὸ σίδερο.
Καὶ τινάζουν τοὺς πύργους στὸν ἀγέρα, καὶ πέφτουν οἱ τοῖχοι σὲ συντρίμμια, κι οὐρλιάζουν οἱ στρατιῶτες, ποὺ τὸ καυτὸ μολύβι τοὺς θερίζει τὰ ποδάρια, τοὺς κόβει κορμιά, τοὺς σφάζει ζωντανούς.
Καὶ τὸ ποτάμι γίνεται κόκκινο ἀπ᾿ τὸ πολὺ γαῖμα, κι ἀφρίζει θυμωμένο τὸν ὁλοκόκκινον ἀφρὸ κι ὁρμᾶ νὰ πνίξει τ᾿ ἄλογα καὶ τὰ κανόνια καὶ τὴν κόκκινη ἀπ᾿ τὸ αἷμα μηλιὰ ποὺ κάνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα.
Τρέχουν εὐτὺς οἱ μυριάδες στρατός, μ᾿ ἀμέτρητους κουβᾶδες, σκύβουν στ᾿ ἀφρισμένο τὸ ποτάμι, κι ἀδειάζουν στ᾿ ἄσπλαχνο διψασμένο χῶμα τὸ κόκκινο αἷμα.
Κι ἀπὸ τότες, ὁ παλιὸς ἀνθισμένος κάμπος ἔχει παντοῦ κόκκινο χῶμα. Καὶ κανένα λουλούδι δὲ φυτρώνει. Οὔτε δέντρο. Κι οὔτε πουλὶ δὲν περνᾶ ψηλὰ στὸν οὐρανό...
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατὶ νίκησε, τρέχει ὁ Νέος Στενόμυαλος πάνω στ᾿ ὁλόμαυρο ἄτι του, περνᾶ τὸ κόκκινο ποτάμι, βρίσκει τὸ σκοτωμένο Σκληρόκαρδο, τοῦ κόβει τὸ κεφάλι, καὶ πάει καὶ τὸ κρεμᾶ στὴ ματοβαμμένη Μηλιά.
Κι ἔτσι πῆρε ἐκδίκηση...
Ἀλλ᾿ ἄδικα περιμένει νὰ πάρει καὶ τὰ Χρυσὰ Μῆλα.
Περνᾶνε χίλιες μέρες, ἑκατὸ βδομάδες, πενήντα χρόνια, βγάζει ψαρὰ γένια κι ἄσπρα μαλλιά, ὅμως ὄχι, δὲν ἀνθίζει γι᾿ αὐτὸν ἡ Μηλιά.
Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες. Καὶ τοὺς βάζει νὰ σκάβουν βαθιὰ λαγούμια, πέρα ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ Μηλιά.
Ὕστερα, ξεζεύει μόνος του τὰ χίλια ἄλογα ποὺ ῾σέρναν τὰ κανόνια καὶ τὰ στήνει ὅλα μαζί, γυρισμένα καταπάνου στὴ χώρα τοῦ νικημένου Σκληρόκαρδου...
Καὶ μὲ τὰ κανόνια καὶ μὲ τὰ λαγούμια, πιστεύει πὼς ἔκλεισε μέσα καὶ τὴ χρυσή του τύχη.
Γιατὶ ἂν ἀνθίσει ἡ Μηλιά, μὲς στὴ δική του χώρα θὰ κάνει τὰ μῆλα, γιὰ τοὺς δικούς του μονάχα τοὺς γιούς, τ᾿ ἀρχοντόπουλα.
* * *

Ὁ Σπιθοβολάκης

Ὕστερα, ἂν πεῖς πὼς δὲ γέννησε πάλι ἡ Ἀρχόντισσα, θὰ ῾λεγες ἕν᾿ ἄσκημο ψέμα. Γιατὶ κι οἱ δύο Ἀρχόντισσες γεννούσανε ὅλο ἀγόρια, τό ῾να πιὸ ἄγριο καὶ πιὸ κακὸ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο...
Καὶ κάθε ἕνας τους, ἤθελε γιὰ δική του μονάχα τὴ Μηλιά. Ἔκανε λοιπὸν νέον Πόλεμο νὰ τὴν πάρει πίσω. Κι ὁ ἄλλος -αὐτὸς ἔκανε πόλεμο, νὰ τὴ φυλάξει.
Καὶ κάθε φορὰ λέγανε ψέματα -πὼς ὅλο καὶ θ᾿ ἀνθίσει ἡ Μηλιά, ὅλο καὶ θὰ κάνει τὰ ὄμορφα χρυσαφιὰ λουλούδια της. Καὶ πὼς τότες ὁ κόσμος θὰ ζεῖ εὐτυχισμένος...
Ὅμως ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη Πείνα, κι ἡ πιὸ φοβερὴ Δίψα -ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦμε ἀπάνω στὴ γῆς.
Οἱ ἀνθρῶποι τρώγαν καὶ ποντίκια καὶ γάτες· καὶ γιὰ νὰ πιοῦνε νερὸ ἁπλῶναν στὴ γῆς ἀπάνω κουβάδες καὶ ντενεκέδες, κι ὅ,τι ἄλλο εἶχαν, μὴ ρίξει ὁ οὐρανὸς καμιὰ στάλα νά ῾χουν νὰ πιοῦν.
Ἔ, τότες λοιπόν, μία καλομοίρα Γριά, εἶχε ψάξει χίλιες φορὲς τὴν ἀποθήκη της μὴ βρεῖ μία σταλίτσα ἀλεύρι, νὰ ψήσει ψωμί.
Καὶ λέει: «βρὲ δὲν πάω νὰ ψάξω μίαν ἀκόμα;» Κι ἀδειάζει, ποὺ λέτε, ὅλα της τὰ σακιὰ καὶ στὸ τελευταῖο βρίσκει μία χουφτίτσα ἀλεύρι...
Ἐκεῖ νὰ δεῖς χαρὰ τὴ Γριά: καὶ τ᾿ αὐτιά της γελούσανε! Πιάνει γλήγορα γλήγορα καὶ τὸ ζυμώνει καὶ τὸ πλάθει καὶ σιάχνει ἕνα κουλουράκι καὶ τὸ σκεπάζει μὲ τὴν κάπα της ὄμορφα ὄμορφα, νὰ ζεσταθεῖ, νὰ φουσκώσει.
Τώρα, ἡ Γριούλα αὐτὴ εἶχε δεκατρία παιδιά, καὶ τῆς εἶχαν πεθάνει ὅλα στὸν πόλεμο. Κι ὁ πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια, καὶ κάθε χρόνο ἔχανε κι ἕνα παιδί, κι ἔτσι τῆς ἔμεινε μόνο τὸ τελευταῖο, ποὺ τὸ λέγανε Σπιθοβολάκη.
Αὐτὸς ἦταν τὸ πιὸ καλὸ παιδὶ τῆς γειτονιᾶς· μὰ τί τὰ θές, ἦταν καὶ λίγο σκανταλιάρικο... Κείνη τὴ μέρα εἶχε χωθεῖ στὸ πιθαράκι μὲ τὸ λάδι, ἔτσι γιὰ νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ μέσα τὴν ὥρα ποὺ θὰ τρώγανε καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ γελάσουν.
Μὰ σὰν εἶδε τὸ κουλουράκι -ὤπ! δίνει μία, καὶ νὰ τὸν ἔξω ἀπ᾿ τὸ πιθάρι!... Τσίμπα ἀπὸ δῶ, τσίμπα ἀπὸ κεῖ, ἔφαγε δίχως νὰ τὸ καταλάβει ὅλο τὸ ζυμάρι...
Τί νὰ κάνει τότε; Κάθεται, παίρνει χῶμα, σιάχνει λάσπη, πλάθει ἕνα ὁλόιδιο κουλουράκι, τὸ πασπαλίζει μὲ τὴν ἀλευρόσκονη πού ῾χε μείνει, καὶ -τσούπ! ξανατρυπώνει στὸ πιθαράκι...
Ἔρχεται ὁ Γέρος κι ἡ Γριὰ νὰ φᾶνε κι ἀρχίζουν τὶς φωνές.
- Σπιθοβολάκη!... Ποῦ ῾σαι, βρὲ Σπιθοβολάκη;... Ἔλα, ἔλα νὰ φᾶς!...
Σὰν εἶδαν κι ἀπόειδαν ποὺ δὲν ἐρχόταν ὁ προκομμένος ὁ γιός τους, κάθονται νὰ φᾶνε.
Πιάνει ὁ Γέρος τὸ κουλουράκι, τὸ δαγκώνει...
- Χάι, χάι! T᾿ εἶν᾿ αὐτό... Φτού! Χαφτού!
Κι ἀρχίζει τὰ γέλια τότες ὁ Σπιθοβολάκης μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ πιθαράκι, καὶ ψάχνουν αὐτοὶ θυμωμένοι νὰ τὸν βροῦν κι ἀπὸ δῶ τὸν ἔχουν, ἀπὸ κεῖ τοὺς φεύγει.
Κι ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ γέλια παίρνει δρόμο, μαζὶ μὲ τὸ πιθάρι... Καὶ βλέπει ἡ Γριὰ ἕνα κοτζὰμ πιθάρι νὰ τὸ σκάει ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ καταλαβαίνει πὼς κάποια διαολιὰ θά ῾ναι πάλι τοῦ Σπιθοβολάκη καὶ πιάνει τὴ σκούπα κι ἀρχινᾶ νὰ τὸν κυνηγᾶ.
Τρέχει, τρέχει ὁ Σπιθοβολάκης μέσα ἀπὸ τὸ πιθάρι. Κι ἔχει βγάλει ὄξω τὰ ποδάρια του, μὰ τὸ κεφάλι του μεγάλωσε ἀπ᾿ τὰ πολλὰ γέλια καὶ δὲ βγαίνει...
Τέλος φτάνει κοντὰ στὴ Χρυσὴ Μηλιά, δίνει μιὰ τοῦ πιθαριοῦ στὸν κορμό, τὸ σπᾶ καὶ λευτερώνεται. Μὰ ἡ μάνα του τὸν ἔχει φτάσει κι ἁπλώνει τὸ χέρι της -ἄπ!... νὰ τὸν τσακώσει.
- Μηλιά, μηλιά, ἀνέβασ᾿ μὲ ψηλά! λέει τότες ὁ Σπιθοβολάκης.
Κι εὐτύς, σκύβει ἡ Μηλιά, κι ὡσότου κλείσει ἡ μάνα του τὰ χέρια της, νὰ τὸν ὁ Σπιθοβολάκης ψηλά, πάvω στὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς καὶ χοροπηδᾶ καὶ σκάει στὰ γέλια!...
Καὶ βγάζει ἕνα σκοινὶ πού ῾χε δεμένο στὴ μέση του καὶ δένει μία ψηλὴ κούνια κι ἀρχινᾶ τὸ γέλιο καὶ τὸ ξεφωνητὸ καὶ τὸ τραγούδι...
Κι ἡ γριούλα μία φοβᾶται μὴ τῆς πέσει, μία τὴν πιάνουν τὰ γέλια μὲ τὴ διαολιὰ καὶ τὸ κέφι τοῦ γιοῦ της.
Ἡ Μηλιὰ χαίρεται κι αὐτὴ κι ἀναγαλλιάζει, ἕνα παιδὶ σκαρφαλωμένο ἀπάνω της νὰ παίζει καὶ νὰ τραγουδᾶ...
Ἡ καρδιὰ τῆς χτυπᾶ χαρούμενη· καὶ ξεχνᾶ τὸ πηχτὸ κόκκινο γαῖμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ Ἄρχoντες.
Κι ὁ Ἥλιος χαίρεται κι αὐτὸς ποὺ εἶδε τὴ χαρακαμένη μανούλα νὰ γελάσει. Καὶ λίγο πρὶν δύσει, στέλνει τὶς τρεῖς πιὸ ὄμορφες ἀχτίνες του, νὰ τοὺς κρατήσουν συντροφιά, νὰ παίζουν κι ὅταν θὰ σκοτεινιάσει.
Μὰ ξαφνικὰ -τί ἦταν αὐτό;... -οἱ τρεῖς φωτεινὲς ἠλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιὰ ὄμορφα λoυλoύδια. Ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση! Καὶ -νὰ τά!... τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα λάμπουν μέσα στὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς.
- Σπιθοβολάκη μου! Σπιθοβολάκη, φωνάζει τότες ἡ Γριoύλα. Κόψε, κόψε τὰ Χρυσὰ Μῆλα!
- Θὰ μοῦ τὰ δώσεις ἂν κατέβω; λέει ὁ Σπιθoβoλάκης.
- Ναί, γιόκα μoυ.
- Καὶ δὲ θὰ μὲ δείρεις γιὰ τὸ κουλουράκι; ξαναρωτᾶ τὸ σκανταλιάρικο.
- Ὄχι, γιόκα μoυ.
- Ἔ, τότες γιατί νὰ κατέβω; Ἄσε νὰ τελειώσω πρῶτα τὴν κούνια μoυ!... Xόπ!... Καὶ ξεκαρδίζεται νὰ γελᾶ, ὅπως πετᾶ -ὄπλα, λὰ κάτω ἀπὸ τὴν Μηλιὰ τὰ χρυσὰ τὰ Μῆλα.
- Σπιθοβολάκη, Σπιθοβολάκη, λέει τότες ἡ Μανούλα τoυ. Δῶς μου τὰ Χρυσὰ τὰ Μῆλα κι ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὴν πιὸ Χρυσὴν Εὐχὴ τῆς Μανoύλας. Τότες ὁ Σπιθοβολάκης ἀφήνει γλήγορα τὸ παιχνίδι, σκαρφαλώνει εὐτὺς πιὸ ψηλὰ καὶ ρίχνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα στὴ γλυκιά του Μανούλα. Κι ἐκείνη τοῦ λέει ψιθυριστά, στὸ μικρὸ ἔξυπνο αὐτάκι του, μία Μαγικὴ Λέξη, τρεῖς φορές: «Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη».
Καὶ κρατοῦσε στὰ χέρια της τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα ποὺ θὰ φέρναν στὸν κόσμο τὴν εὐτυχία.
Ξανασκαρφαλώνει τότες ὁ Σπιθοβολάκης πολὺ ψηλά, πάνω στὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά. Κι ἀρχίζει νὰ φωνάζει, μὲ μία φωνὴ ποὺ λυγίζανε τὰ δέντρα ἀπ᾿ τὴν ἀνάσα πού ῾βγαζε κάθε φoρά.
Καὶ τὸν ἀκοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ζοῦσαν χωριστὰ στὴ χώρα τοῦ τελευταίου Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου κι ἔρχουνται εὐτὺς νὰ δοῦν τί τρέχει.
- Παιδιά, λέει τότες μὲ τὴ βροντερή του φωνὴ ὁ παλικαρὰς ὁ Σπιθοβολάκης, ἡ Μηλιὰ ἄνθισε, γιατὶ νὰ κάνουμε πόλεμο γιὰ τὰ Χρυσὰ Μῆλα;... Ἡ Μηλιὰ ἄνθισε, κι ὅλοι οἱ Σκληρόκαρδοι κι ὅλοι οἱ Στενόμυαλοι μήτε τὸ πῆραν χαμπάρι, οὔτε τὴ Χρυσὴν Εὐχὴ τῆς Μανούλας ἔχουν μαζί τους... Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη!
- Ζήτω-ω-ω!... θὰ γίνει!, φωνάζουν τότες κι ὅλα μαζὶ τ᾿ ἀγαπημένα παιδιά.
Κι ἀρχίζουν εὐτὺς τὸ τραγούδι καὶ τὸ χορὸ καὶ πιάνουνται ὅλοι χέρι μὲ χέρι κι ἀρχίζουν νὰ χοροπηδοῦν καὶ νὰ χορεύουν γύρω γύρω, -ὤπα, ὤπ! οὖλοι μαζί! -γύρω ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά.
Καὶ τὸ χαρούμενο τραγούδι τους, γοργὸ σὰν κρούσταλλο νεράκι ἔλεγε:
Ἡ Μηλιά μας ἔχει ἀνθίσει
καὶ τὰ Μῆλα εἶναι Χρυσά·
καὶ σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
θὰ σκορπίσουν τὴ χαρά,
τράλα, λάλα, λά·
τράλα, λάλα, λά!
Πήδα -χόπλα! Λύγα! -χόπλα!
Ἴσια τὸ κορμὶ -ἔϊ χό!

Τρέξτε ὅλοι, πιάστε ὅλοι
τὸ Λεβέντικο Χορό,
τράλα, λάλα, λό·
τράλα, λάλα, λό!
* * *

Οἱ Ἄρχοντες

Τότες ἀκοῦν οἱ κακοὶ Ἄρχοντες τὸ τραγούδι τῶν παιδιῶν. Καὶ γιομίζει ἡ καρδιὰ τοὺς φαρμάκι. Καὶ τρέμουν τὰ χέρια τους ἀπὸ θυμό· καὶ λυσσᾶνε π᾿ ἄνθισε γιὰ τὰ Παιδιὰ ἡ Μηλιὰ καὶ δὲν ἄνθισε γι᾿ αὐτούς...
Κι ἁρπάζουν εὐτὺς τ᾿ ἄγρια ἀσημένια σπαθιὰ καὶ βγαίνουν ὄξω...
Μὰ τί νὰ δοῦν;!!...
Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά, πιασμένα χέρι χέρι, νὰ πηδοῦν ἐλεύτερα γύρω γύρω ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιὰ καὶ νὰ τραγουδοῦν...
Κι ἡ Μηλιά, εὐτυχισμένη, ν᾿ ἁπλώνει ὅσο μπορεῖ τὰ μεγάλα δυνατά της κλαδιά, ν᾿ ἀγκαλιάσει ὅλα τὰ παιδιά.
Μὰ ξαφνικά- ... τί ἦταν αὐτό;... -ἀστράφτει ὁ οὐρανός!... Χαράζει ἡ Ἀνατολή, φωτάει ἡ Δύση!... Κι ἀνθίζουν ὅλα τὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς -ἀπ᾿ Ἀγάπη! Καὶ χιλιάδες Χρυσὰ Μῆλα ἀστράφτουν ψηλά, πέφτουν σὰν ἀστέρια καὶ φυτρώνουν ἐκεῖ ποὺ πατοῦσαν τὰ ποδαράκια τῶν παιδιῶν... Κι οἱ Κακοὶ Ἄρχοντες, αὐτοὶ βλέπουν καὶ λυσσοῦν -καὶ τρέμουνε τ᾿ ἄσκημα χέρια τους.
Γιατὶ ἄνθισαν γιὰ τὰ παιδιὰ τὰ μῆλα· κι εἶναι τὰ Μῆλα Χρυσὰ κι εἶναι ὄμορφα· καὶ δὲν εἶναι γι᾿ αὐτούς.
Ἔ τότες, βγάζουν τ᾿ Ἀσημένια Σπαθιὰ κι ὁρμοῦν, καὶ τὰ μάτια τους πετοῦν φωτιές.
Καὶ ζυγώνουν σὰν ἄνεμος καὶ σηκώνουν τ᾿ ἄσπλαχνα σπαθιά, καὶ νά, τὰ κατεβάζουν, νὰ κόψουν τ᾿ ἀγαπημένα χεράκια, νὰ σφάξουν τὰ Παιδιά, νὰ φτάσουν τὴ Χρυσὴ Μηλιά, ν᾿ ἁρπάξουν αὐτοὶ τὰ μῆλα!
Μὰ τὰ σπαθιὰ δὲν κόβουν.
Καὶ τὰ χεράκια δὲ σπᾶνε.
Καὶ τὰ παιδιὰ τραγουδοῦν ἄφοβα καὶ χορεύουν.
Καὶ σφίγγουν ὅλο πιὸ πολὺ τ᾿ ἀγαπημένα χέρια.
Κι ὁ Μεγάλος Κύκλος ποὺ ῾ναὶ πιασμένα καὶ χορεύουν ὅλα τὰ Παιδιά, γίνεται τότες πιὸ δυνατὸς ἀπ᾿ τὸν πιὸ φοβερὸν πολεμιστή, πιὸ φοβερὸς κι ἀπ᾿ τὸ ψηλὸ Κάστρο.
Τότες, θολώνουν τ᾿ ἄγρια μάτια τους.
Καὶ τὰ κοφτερὰ Σπαθιά, πέφτουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους.
Καὶ ζαλίζουνται, πέφτουν χάμου. Κι ἀνασηκώνουνται· καὶ ξαναπέφτουν.
Καὶ τὸ φαρμάκι πού ῾χουνε στὴ μαύρη ψυχή τους, ἔπηξε κι ἔγινε πηχτὸ κόκκινο γαῖμα. Καὶ σταματᾶ τὴν ἄσπλαχνη καρδιά τους· νὰ μὴ χτυπᾶ πιά.
Καὶ παραλυοῦνε τὰ μακριὰ σουβλερά τους δαχτύλια. Καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ σκοτώνουν.
Ἔ, σὰν εἶδαν τ᾿ Ἀρχοντόπουλα τοὺς ἀγαπημένους τους ἄρχοντες σκοτωμένους, φωνάζουν τοὺς φύλακες μὲ-τὰ-Χίλια-Μάτια.
Κι ἀπὸ τοὺς Μαύρους Τάφους ξεπηδοῦν οἱ Στρατιῶτες μὲ-τὰ-Χίλια Σπαθιά.
Καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ ὀχτροὶ τῶν παιδιῶν ζυγώνουν, μὲ πνιχτὰ βήματα, μὲ μάτι θολὸ κι ἀγριεμένα Σπαθιά. Καὶ θέλουν κι αὐτοὶ νὰ σφάξουν τὰ παιδιά, ν᾿ ἁρπάξουν τὰ Χρυσὰ τὰ Μῆλα.
Μὰ τὰ παιδιὰ δὲν τοὺς βλέπουν καὶ δὲν τοὺς ἀκοῦν. Καὶ χαρούμενα σφίγγουν τὰ χέρια. Κι ὅλο τραγουδοῦν.
Καὶ πετᾶ τὸ τραγούδι τους γοργὸ κι ἀντηχεῖ ὡς τὸν Κόκκινον Κάμπο, κεῖ, ποὺ Πουλὶ δὲν πετᾶ καὶ Λουλούδι δὲ φυτρώνει.
Καὶ τ᾿ ἀκοῦν οἱ φτωχοὶ Περβολάρηδες ποὺ δεμένοι στὶς χρυσὲς ἁλυσίδες τοῦ Σκληρόκαρδου σκάβουν. Τί, δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν τὴ Μηλιὰ ν᾿ ἀνθίσει.
Καὶ τ᾿ ἀκοῦν οἱ Καλοὶ Χτίστες ποὺ δεμένοι στὶς βαριὲς ἁλυσίδες τοῦ Στενόμυαλου χτίζουν. Τί, δὲν μπόρεσαν νὰ φυλάξουν καλὰ τὴ Χρυσὴ Μηλιά.
Καὶ σηκώνουν τὰ μάτια καὶ βλέπουν τὸν Ἥλιο. Μὰ ξαφνικά, τὸ τραγούδι ὁρμᾶ στὴ μεγάλη κόκκινη φωτιὰ καὶ τὴ σβήνει.
Τότες σωπαίνουν τὰ μεγάλα νεροπρίονα στὸ δάσος. Κι ἀπ᾿ τὰ βαθύσκια Δάση βγαίνουν οἱ ξυλοκόποι.
Καὶ φύλλο δὲν τρέμει, κι ἀγέρας δὲ φυσᾶ.
Κι ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι, π᾿ ἀγαποῦν τὰ Παιδιά, βλέπουν τότες τοὺς χίλιους μαύρους φύλακες ποὺ ζυγώνουν. Τί, ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς καὶ φάνηκε ὁ Ἥλιος· κι ἀκούγονται τὰ βαριά τους πατήματα καὶ γυαλίζουνε τ᾿ ἀσημένια τους σπαθιά... Καὶ ὡσὰν τοὺς εἶδαν, κάνουν ἔτσι καὶ σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες.
Καὶ -νά τοι!- τρέχουν, πετοῦν, ξεχύνουνται, μὲ τσάπες καὶ τσεκούρια, μὲ πριόνια καὶ μυστριά, μὲ σίδερα ποὺ βρῆκαν καὶ κλαδιὰ ποὺ κόψαν.
Ἀστράφτει στὰ μάτια τους ἡ Ἀγάπη.
Καὶ γοργὰ χτυπᾶ στὶς φλέβες τὸ κόκκινο Ἀνθρώπινο αἷμα. Καὶ ἐρχόμενοι, ἐκεῖνα τὰ παλικάρια, ἐχυθῆκαν ἀπάνω τους, ὡσὰν λεοντάρια λυσσασμένα.
Καὶ τότες -ἄϊ χά! -σηκώνουνται ψηλὰ τ᾿ ἀτσάλινα μπράτσα. Καὶ πρὶν κατέβουν, ξεψυχοῦν οἱ στρατιῶτες-μὲ-τὰ-χίλια-Σπαθιά. Καὶ σὰν κατέβουν, λιανίζουν, πετσοκόβουν, πελεκοῦν τοὺς λυσσασμένους φύλακες τῶν Ἀρχοντάδων.
Ὅμως ὅσοι ἀπομεῖναν ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ τελευταίου Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου ἑνωθήκανε τότες σ᾿ἕνα μεγάλο στρατό, κι ὁρμῆσαν καὶ πάλι καταπάνου στὰ παιδιὰ γιὰ νὰ κόψουν τὰ ἑνωμένα τους χέρια καὶ νὰ πάρουν αὐτοί, γιὰ λογαριασμό τους μονάχα, τὰ τρία -ὁλόχρυσα- Μῆλα.
Καὶ τότες καὶ οἱ πατεράδες καὶ ὅλες οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν ποὺ εἶδαν τὸν κίνδυνο αὐτὸν ὁρμήσανε καταμπρός, ἄλλοι ἀπὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν πίσω μεριά τους· καὶ ἐκάναν τὴν καρδιά τους σκληρὴ καὶ ἄπονη: Καὶ ἁρπάξαν τοὺς κακοὺς αὐτοὺς στρατιῶτες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ γυρίσαν κατὰ πίσω τὴν κεφαλή τους καὶ τοὺς ἐχτύπησαν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη στὸ κεφάλι. Καὶ μετὰ τοὺς ἐγύρισαν τὸ χέρι καὶ τοὺς ἐπῆραν τὸ μαχαίρι, ὅπου ἐκρατοῦσαν πρὶν μέσα στὰ δόντια τους γιὰ νὰ σφάξουν οἱ κακοῦργοι αὐτοὶ τὰ παιδιά. Καὶ μὲ τὸ ἴδιο αὐτὸ ἀτσάλινο μαχαίρι τοὺς χτυπῆσαν μὲ μεγάλη δύναμη, ἴσα μέσα στὴν καρδιά. Ἔτσι σκληρὰ καὶ ἄπονα τοὺς ἐσκοτώσανε. Καὶ μένανε ἐκεῖ αὐτοὶ πάνω στὸ χῶμα ξαπλωμένοι -δίχως νὰ μποροῦνε πιὰ νὰ κάνουν κακὸ σὲ κανέναν ἄνθρωπο- οὔτε καὶ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ κυνηγούσανε πρὶν μὲ κακία μεγάλη.
Ἐτότες ἐφάνηκε κι ἕνας καβαλάρης μὲ σπαθὶ ξεγυμνωμένο καὶ ἄρματα λαμπερά. Καὶ ἄρχισε νὰ σφάζει τοὺς φύλακες, ὅσοι εἴχανε ἀπομείνει· καὶ τοὺς ἐπῆρε κυνηγώντας πέρα ἀπὸ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά, μέσα στὰ βουνά.
Καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὴ γῆ.
Καὶ τὰ παιδιὰ βοηθώντας, καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐσταθήκανε νικητές.
Πιάνουνε λοιπὸν τ᾿ Ἀρχοντόπουλα καὶ τὰ κλείνουνε στὶς δικές τους σκοτεινὲς φυλακές.
Καὶ τοὺς στρατιῶτες τοὺς κόβουν εὐτὺς τὰ πολλὰ χέρια. Καὶ τοὺς ἀφήνουνε μόνο δύο, νὰ δουλεύουν καὶ νὰ τρῶν.
Καὶ τοὺς Φύλακες -αὐτοὺς τοὺς πᾶνε καὶ τοὺς στήνουν μὲς στ᾿ ἀνθισμένα ἀμπέλια, νὰ φυλοῦν τὰ σταφύλια μὲ τὰ χίλια τους μάτια, μὴν ἔρθει κάνα πουλάκι καὶ τσιμπήσει τὶς γλυκὲς ζουμερὲς ρόγες...
* * *
Ὁ χορὸς τῆς χρυσῆς μηλιᾶς
Σκύβει τότες ὁ Σπιθοβολάκης, μαζεύει τὰ ὁλόχρυσα Μῆλα καὶ τὰ φυτεύει βαθιά, στὰ καρπερὰ σπλάχνα τῆς γῆς.
Κι ὁ Γέρος -χάι! -αὐτὸς μοιράζει σ᾿ ὅλους τὶς χίλιες Ἀσημένιες τσάπες.
Κι ἀπὸ πίσω -νὰ τὴν! -σκαλίζει μ᾿ ἕνα σκαλιστηράκι κι ἡ Γριά.
Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ κίτρινο κοντάρι, τὸ σιάχνει εὐτὺς δρεπάνι-δρεπανάκι. Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ σκουριασμένο κανόνι, τὸ ρίχνει εὐτὺς στὴ μεγάλη κόκκινη Φωτιά.
Καὶ τὸ παίρνουν οἱ Σιδερᾶδες, τὸ χτυποῦν στὸ δυνατὸ ἀμόνι καὶ τὸ σιάχνουν ὄμορφο ἀλέτρι.
Καὶ πιάνει ὁ παλικαρᾶς ὁ Σπιθοβολάκης τ᾿ ἀλέτρι κι ὀργώνει μὲ μιᾶς ὁλάκερη τὴ γῆς. Κι ἀπ᾿ τὸ γερὸ καὶ βαθὺ σκάψιμο, πέφτουν οἱ ψεύτικοι Πύργοι, γκρεμίζουνται οἱ ψηλοὶ μαῦροι Τοῖχοι, γεμίζουν χῶμα τὰ φιδωτὰ λαγούμια, πέφτουν οἱ Σκοτεινὲς φυλακές, καὶ τίποτα πιὰ δὲ χωρίζει ὅλα τὰ Παιδιά!
Κι ἀπὸ πίσω -νά κι ὁ Γέρος! ρίχνει τὸ στάρι.
Καὶ νά καὶ τὰ Παιδιὰ -αὐτὰ θερίζουν τὰ κυματιστὰ ὁλόχρυσα στάχια.
Μὰ φυτρῶσαν καὶ τὰ Μῆλα. Καὶ βγῆκαν παντοῦ οἱ ὄμορφες ἀληθινὲς Μηλιές.
Καὶ ὅλοι ὅσοι βρίσκουνται τώρα κοντὰ στὴ Χρυσὴ Μηλιά, πιάνουνται χέρι μὲ χέρι, σφιχτὰ κι ἀγαπημένα, στὸν πιὸ λεβέντικο χορὸ πού ῾γινε ποτές.
Καὶ πιάνει ὁ Σπιθοβολάκης τὸν κάβο κι ἡ Γριούλα τὴν ἄλλη ἄκρη. Κι ὁ Γέρος -χάι -αὐτὸς κάνει ἔτσι καὶ φωνάζει, φωνάζει ὅλα τὰ Παιδιά, ἀπ᾿ ὅλη τὴ γῆς, στὸ χορὸ τῆς Χρυσῆς τῆς Μηλιᾶς.
Καὶ βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια μὲ σβέλτα μάτια καὶ χλωμὸ πρόσωπο, Ἀραπάκια μὲ σγουρὸ μαλλὶ κι ἀστραφτερὸ χαμόγελο, Ἰνδιανάκια μὲ κόκκινο δέρμα καὶ πολύχρωμα φτερά, Ἐσκιμωάκια μὲ λοξὰ μάτια καὶ τολμηρὸ πρόσωπο.
Ἡ Μηλιά μας ἔχει ἀνθίσει
καὶ τὰ Μῆλα εἶναι χρυσά·
καὶ σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
θὰ σκορπίσουν τὴ χαρά,
τράλα, λάλα, λά·
τράλα, λάλα, λά!
Κι ὁ Μεγάλος Κύκλος ἁπλώνει καὶ μεγαλώνει καὶ γυρνᾶ καὶ χορεύει καὶ τραγουδᾶ καὶ σὲ λίγο ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴ γῆς μας, ὅπως ταξιδεύει φωτεινὴ κι ὄμορφη στὸ Γαλάζιο Ἄπειρο.
Κι ἡ Γῆς ἀναγαλλιάζει χαρούμενη, ὅλα τὰ παιδιὰ ἀγαπημένα, νὰ χορεύουν ἀπάνω της καὶ νὰ τραγουδοῦν.
Ἡ καρδιά της χτυπᾶ χαρούμενη.
Καὶ ξεχνᾶ τὸ πηχτὸ κόκκινο γαῖμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ ἄρχοντες.
Κι ἀνθίζει εὐτὺς τὰ χαρούμενα δέντρα κι ὡριμάζει ἄφθονούς τους χρυσούς της καρπούς.
Καὶ βάζει τὰ ποτάμια νὰ ποτίζουν καὶ δένει τὸ πιὸ ὄμορφο στάρι. Καὶ λέει στὰ ψηλὰ βουνὰ νὰ κρατοῦν τ᾿ ἄσπρο χιόνι, νά ῾χουν καὶ τὸ καλοκαίρι νερὸ νὰ ποτίζουν οἱ ἄνθρωποι.
Κι ὁ Ἥλιος αὐτὸς στέλνει τὶς πιὸ ὄμορφες Ἀχτίνες του. Καὶ γελοῦν καὶ χορεύουν μὲ ὅλα τὰ Παιδιά!
Κι εἶναι ὅλοι δυνατοὶ -καὶ χαρούμενοι- καὶ πολύ, μὰ πολὺ εὐτυχισμένοι.
Γιατὶ τὰ πουλάκια ξαναγύρισαν στὰ δάση. Καὶ τὰ τριαντάφυλλα ξανανθισαν μὲ τὸ κελάηδημά τους. Καὶ τὰ Παιδιὰ εἶναι πολὺ γερὰ καὶ ροδοκόκκινα. Κι οἱ καρπερὲς Ἐλιὲς ἀνθίζουν ξανὰ τὸν πιὸ ὄμορφο καρπὸ καὶ χαρίζουν σ᾿ ὅλους τὸ χρυσὸ χρυσὸ λάδι, τῆς μίας Ἀτέλειωτης Εἰρήνης τῶν Ἀνθρώπων.
Τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα εἶχαν ἀνθίσει.
Ψέματα κι ἀλήθεια, ἔτσι εἶν᾿ τὰ παραμύθια·
μήτε ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖ, μήτε σεῖς νὰ τὸ πιστέψετε.

ΠΗΓΗ 
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/h_mhlia_me_ta_xrysa_mhla.htm