Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ( 1 Απριλίου 1902 - 29 Απριλίου 1930 )

«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη… /
 … Και θα μου κλειστούν τα χείλη /
 και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά… /
 … Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν… /
 … Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν…» 

Επιμέλεια δημοσίευσης  Μαρκέλλα  Μαρμαρινού 

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου 1902. Ο πατέρας της Ευγένιος ήταν Καθηγητής Φιλόλογος. Για τη μητέρα της Κυριακή, γνωρίζουμε πως ήταν μία καλή και τρυφερή μάνα. Έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της. Έφυγε από τη ζωή ο πατέρας της κι ύστερα από σαράντα μέρες τον ακολούθησε και η μητέρα της. Η Μαρία δεν μπόρεσε ποτέ να θεραπευτεί από τις ενοχές της, γιατί την άφησε άρρωστη, όταν έφυγε κι εκείνη πέθανε κατά την απουσία της. Οι βασανιστικές τύψεις της, την έκαναν να γράψει:
«… Δεν σ’ ένιωσα πριν να σε χωριστώ /
 μα η θύμησή σου ακέρια που σου μένει, /
 μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ / 
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη».





Τελείωσε το Γυμνάσιο στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και ύστερα πήγε δύο χρόνια στο Αρσάκειο. Επέστρεψε στη γενέτειρά της και διορίστηκε, αφού έδωσε εξετάσεις, ως υπάλληλος στη Νομαρχία. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας. Μετατέθηκε στην Αθήνα για να φοιτήσει στη  Νομική Σχολή, αντί της Φιλοσοφικής που προτιμούσε ο πατέρας της. Ωστόσο, δε συμπλήρωσε ποτέ τις Πανεπιστημιακές της σπουδές. Συνεχίζει να εργάζεται στη Νομαρχία Αττικής! Έχει στενή συνεργασία με «Κείνον» τον νέο συνάδελφο αλλά και «άδοξο» ποιητή από την Τρίπολη. Μοιραία γνωριμία. «Ο μόνος που θα μπορούσε να με καταλάβει, αλλά ούτε και ’κείνος τόλμησε… Μου ’πε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά…» Ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και αργότερα στη Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 παίζει κιόλας στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι. Ταξιδεύει για το Παρίσι και επιστρέφει στην Αθήνα με κλονισμένη υγεία.

Αφημένη στις παρορμήσεις μιας φλογερής ιδιοσυγκρασίας, προσβλήθηκε από φυματίωση. 
«Δε θα το πουν, ο πόνος μου πώς άνθισε /
 παρά τα λυπημένα μου τραγούδια… / 
… Οι έρωτες αηδόνια μου τραγούδαγαν / 
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια». 

Κάνει απουσίες, είναι ανέμελη, άτακτη και ασυνεπής. Δίνει την εντύπωση αργόμισθης υπαλλήλου και παύεται. Αλλά ο έντονος ερωτισμός, που χαρακτήριζε τη βραχύχρονη ζωή της, εξαγνίζεται από την τραγική προαίσθηση του πρόωρου θανάτου της, καθώς διαφαίνεται μία έμφυτη τρυφερότητα και ποιητική ευαισθησία.


Από το 1915 αρχίζει τα πρώτα δημοσιεύματα. Τα έργα της είναι: «Αφιέρωση», «Χαμόγελα», «Ξεφάντωμα», «Μοιραίος δρόμος», «Οι τρίλιες που σβήνουν», «Ηχώ στο χάος», «Μεταφράσεις» και «Ανέκδοτα ποιήματα». Η δημιουργική της πορεία κράτησε ώς το τέλος!


Ποιός μπόρεσε να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού ή ενός χελιδονιού; Ακατόρθωτο μοιάζει, αλλά κι εφικτό…

Με πολλή σαφήνεια, ειλικρίνεια και ωραίους λυρικούς τόνους, διαγράφεται στην ποίησή της ένας γυναικείος κόσμος. 

«Έλα γλυκέ, κι αν φτάνη η νύχτα / 
και το σκοτάδι δε σ’ αρέση, /
 αστέρινο θαμπό στεφάνι / 
η αγάπη μου θα σου φορέση. /
 … Θα σου καρφώσω ένα λουλούδι / 
τ’ όνειρο πάνω στην καρδιά σου, / 
θα πλέξω τα ξερά τα φύλλα /
 με τα κατάχλωρα μαλλιά σου».




Αυτή, μόνο αυτή, τραγούδησε με θηλυκότητα, με όλη εκείνη τη γλυκά στιχουργημένη τρυφερότητα της ερωτικής λαχτάρας και της ενθουσιασμένης υποταγής, μία μοναδική ευτυχισμένη στιγμή, για να φανερώσει όλο το βάθος και τη σημασία, καθώς και το μυστήριο της αλήθειας ή της αξίας της.

·   H Μαρία, παρέμεινε αγνή, ευαίσθητη. Διατήρησε ανέγγιχτη, με τρόπο «παρθενικά ώριμο», την παιδική της φρεσκάδα. Η ζωή της, ξεχειλίζει τόσο πολύ και μια κραυγή υπάρχει διάχυτη στη νεανική της ποίηση.


Κάποτε ο Έρως ξαφνικά κρύφτηκε στην καρδιά μου /
κ’ η ομορφιά του μυστικά τρέμισε στη ματιά μου…
Και… oι πόθοι, ανήσυχα πουλιά, δε θέλαν να φωλιάσουν…
Και… λίγο, λίγο τα μικρά και τα γλυκά που φτάναν’ /
μ’ έπαιρναν πάλι ξένοιαστη και σκλάβα του με κάναν’…»


Το πάθος της καίει μέσα στα λόγια της και πραγματοποιεί λυρικότατες προσεγγίσεις σε ακραίες και οριακές καταστάσεις ζωής και θανάτου.
Τα ποιήματα είναι απλά, ρομαντικά και βαθυστόχαστα μέσα στην ορμητικότητά τους. Έχουν κάτι το πολύ δραματικό, ίσως γιατί από νωρίς εκείνη περιεβλήθη το θαμπό φωτοστέφανο του θανάτου. 

«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη… /
 … Και θα μου κλειστούν τα χείλη /
 και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά… /
 … Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν… /
 … Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν…» 



Μια ποιήτρια τόσο νέα, που προαισθάνεται, που βλέπει τον επερχόμενο χαμό της, σε συγκλονίζει, έστω κι αν δεν πρόλαβε να περιποιηθεί, να στολίσει την τέχνη της. Με όλες τις ατέλειες της εκφραστικής, της πρωτοτυπίας κι ακόμα της στιχουργικής μαεστρίας, υπήρξε η πιο σημαντική Ελληνίδα ποιήτρια.


Διάφορα ανέκδοτα ποιήματα, ενώ ήταν πια νοσηλευόμενη στο Νοσοκομείο Σωτηρία από τη φυματίωση, κυκλοφόρησαν αργότερα. 
Και… 
«Ο νέος που πρόσμενες να ’ρθεί / 
δεν ήρθε μήτε απόψε./ 
Μα τι θα του ’λεγες; Γιατί; /
 Άσε το μάταιο να χαθεί / 
το άμοιρο φύτρο κόψε /
 … στα σκοτεινά του μάτια φως /
 η απουσία θα χύσει…» 



Τα χειρόγραφά της τα εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα, η οποία, με τρυφερή κατανόηση και φροντίδα, στάθηκε δίπλα της όλο τον τελευταίο καιρό, στη μεγάλη δοκιμασία της . Εκείνη, με τη σειρά της, δώρησε τρία χειρόγραφα της Πολυδούρη στη Λιλή Ζωγράφου η οποία αναφέρει: «Χειρονομία που ιδιαίτερα εκτίμησα και που με κατασυγκίνησε. Με συντροφεύουν κορνιζωμένα, ζωντανεύοντας στη μνήμη μου τη φτωχή, αλλά ζωηρή και ακοίμητη, τη μία και μοναδική εικόνα, που έτυχε να κρατήσω από τη Μαρία. Το δωμάτιο ήταν ξεμοναχιασμένο στον αυλόγυρο του νοσοκομείου. Διέκρινα ανάμεσα στους επισκέπτες, ξαπλωμένη μια ωραία νεανική μορφή, με στεφάνι γύρω στο πρόσωπο, τα μαύρα μαλλιά της. Σ’ ένα παλαιϊκό λαβομάνο και σ’ ένα τραπέζι, εντυπωσίαζαν τα μεγάλα κλωνάρια από ανθισμένες αμυγδαλιές. Γέμιζαν κι αρωμάτιζαν το δωμάτιο».


Η νεαρή αυτή ποιήτρια, με εκρήξεις και εικόνες ρεαλιστικές, που μέσα στην ακαταμέτρητη απλότητά τους, έχουν τρομακτικούς και αλληγορικούς τόνους, πρωτότυπα δημιουργεί αίσθηση και συγκίνηση. 


«Έχω σπασμένη την καρδιά. Μ’ έχει η ζωή προδώσει / 
και μου ζητάτε να γελάσω αθώα και τρυφερά /
 και νάναι μέσ’ στα μάτια μου χαρά και λάμψη τόση, /
 πού να γενή στα ευγενικά σας όνειρα φτερά…» 

Το έργο της το είχε πλάσει με το αίμα και τα δάκρυά της, με τον ιδρώτα μιας ασίγαστης ερωτικής αγωνίας, με μια βαθύτατη λαχτάρα ζωής. 

«Είναι ο πόθος μου τέτιος, αγέρα / 
σαν τον άγριο θυμό σου / 
που στις πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει. / 


Είναι ανήμερος, άγρια φοβέρα…»



Απόλυτα συγκεκριμένη, εκφράζει τη γοητεία της, τη μεγαλοσύνη της και την ευωδιά της με λυρικούς κελαηδισμούς.




Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε στη Κλινική Καραμάνη, στις 30 του Απρίλη 1930. Κάποιοι πολύ στενοί φίλοι της και η Λιλή Ζωγράφου που έγραψε την πιο εμπεριστατωμένη και ολοκληρωμένη μονογραφία της, αποδέχονται την εκδοχή ότι αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης. Ήταν μόλις 28 χρόνων.


Η εκδοχή αυτή αμφισβητείται αλλά και επιβεβαιώνεται από τα δύο χειρόγραφά της, τα οποία παρατίθενται αυτούσια




…Κι ένα κείμενο!
24-7-29


Αυτός που αυτοκτονεί γιατί του ήρθε μια μεγάλη λύπη στη ζωή, αυτός είνε ένας ανάξιος της ζωής, δεν έπρεπε να τον έχη δεχτή καθόλου. Είνε ένας μικρόψυχος. Εξαιρώ όσους αυτοκτονούν γιατί είνε άρρωστοι, είτε σωματικά, είτε ψυχικά. Φυσικά είνε ταπεινωτικό να ζη κανείς στο περιθώριο της ζωής, κι’ όμως να ζη! Μα δεν πρόκειται γι’ αυτούς, τώρα. Ο πόνος είνε το φριχτό και το μεγάλο δώρο. Να τον δεχτής για να στραγγίσης τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Να τον δεχτής για να παλαίψης, ο αγώνας είνε η ζωή. Η αντίδρασή σου σε κάθε χτύπημα είνε μια νίκη, όσο κι αν χάνεις λίγο λίγο έδαφος, γιατί βέβαια εσύ θα εξαντληθείς όχι η ζωή. // Μα αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια, το κατανάλωμα της ψυχής μας, της ζωής μας όλης, τι αφάνταστα φριχτό και τι σεμνά μεγαλειώδες! «Καθήκον» λέξις τριμμένη, σχεδόν χωρίς ουσία και μισητή. Τι ανύψωμα θάπρεπε να της δώσω, τι ντύσιμο να της κάνω – μάλλον τι ξεντύσιμο – για να τη δώσω στον αγώνα της ζωής! Ένα καθήκον ευγενείας. Είνε ευγένεια το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής. Πόσες γωνιές της ψυχής σου θα φωτισθούν, τι εξαΰλωμα, εξαγίασις ο σπαραγμός, η συντριβή, η ταπεινωσύνη. Στο βάθος του πόνου ολοένα, που να τελειώνουν όλα μπρος στα μάτια σου, που να σου λείπει η πνοή, που να νιώθης κάθε στιγμή τη λόγχη στα σπλάχνα, έτσι πέρνεται η μεγάλη γαλήνη της μορφής και το φωτοστέφανο της Ζωής: ένας άξιος άνθρωπος! Έτσι μόνο θ’ αξιωθής, όταν η μεγάλη στιγμή φτάση, να καταλάβεις βαθιά ότι έζησες, ότι τη Ζωή την πήρες όλη, ότι τόσο την εξάντλησες, ώστε αν κανείς σου πρότεινε ένα ξαναγύρισμα να αρνηθής με κάθε ειλικρίνεια και απλότητα. [Αυτή είνε η μεγάλη στιγμή. Η αναμονή του θανάτου για τη δικαίωση, την ανάπαυση, απέριττη και ωραία.]

Μαρία Πολυδούρη
Από το περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1331, Χριστούγεννα 1982.


·                                  
Δεν είναι μόνο ο πηγαίος λυρισμός της Πολυδούρη που την καθιστά μοναδική ...Είναι και η ειλικρίνεια και η πληθώρα συναισθημάτων της, η ευαισθησία της...
''Τώρα καμμιά, καμμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.''


Η παραπάνω δημοσίευση είναι εργασία της μαθήτριάς μου Μαρκέλλας στα πλαίσια του μαθήματος της Λογοτεχνίας Κατεύθυνσης . Οι πηγές που έχει χρησιμοποιήσει είναι σχολικά βιβλία .βοηθήματα και το διαδίκτυο.
Θα ήθελα πρώτον να την ευχαριστήσω γιατί διέθεσε αρκετό από τον πολύτιμο χρόνο της για την εργασία αυτή και δεύτερον να της ευχηθώ ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ στις πανελλαδικές εξετάσεις !!!






3 σχόλια: