Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Α.ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ "Το ποτάμι"


Η διαταγή είτανε ξεκάθαρη : Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. ε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο. Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Δ ιέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους τη διάβασε. ιαταγή τής Μεραρχίας! εν είτανε παίξε – γέλασε. Είχανε κάπου τρείς βδομάδες που είχαν αράξει δώθε απ’ το ποτάμι. Κείθε απ’ το ποτάμι είταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί. Τρείς βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, μα για την ώρα επικρατούσε ησυχία. Και στις δύο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, είτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μέσ’ στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε. Οι πληροφορίες τους είτανε πώς οι Άλλοι είχανε δύο τάγματα εκεί. ,στόσο, δεν επιχειρούσανε επίθεση, ποιός ξέρει τί λογαριάζανε να κάνουνε. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και απ’ τις δύο μεριές, είταν εδώ και κεί, κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο. Τρείς βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! ε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμιση χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο. Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Μα εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πιά! Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι είτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δύο σφαίρες στο πλευρό. Δ εν έζησε πολλές ώρες. Την άλλη μέρα, δυό φαντάροι τραβήξανε για κεί, και δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή. Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας. Είτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά το δυόμιση χρόνια τούς είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει από ’να σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Μα η διαταγή της Μεραρχίας… -Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ απ’ τα δόντια του, κείνη τη νύχτα. Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφινε να ησυχάσει. Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας, την έγραφε στ’ απαυτά του.
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως είτανε: ποτάμι. Είτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι’ αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ύστερα το ποτάμι μεταμορφώθηκε σε γυναίκα. Μια νέα γυναίκα, μελαχρινή, με σφιχτοδεμένο κορμί. Γυμνή, ξαπλωμένη στο γρασίδι, τον περίμενε. Κι’ αυτός, γυμνός μπροστάτης, δεν έπεφτε πάνω της. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ξύπνησε βαλαντωμένος . δεν είχε ακόμα φέξει… Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες – ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως είτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση. Είχε βρεί μιαν ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό είτανε θαύμα! Αν είτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπεί στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε. Σ’ ένα δένδρο, δίπλα στην όχθη, άφισε τα ρούχα του, και, όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυό τελευταίες ματιές, μιά πίσω του, μην είτανε κανένας απ’ τους δικούς του, και μιά στην αντίπερα όχθη, μην είτανε κανένας απ’ τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.

Απ’ τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμιση χρόνια βασανιζότανε, που δυό τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, απ’ τη στιγμήν αυτή ένιωθε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τά ’σβησε αυτά τα δυόμιση χρόνια. Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφινότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια. Είταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν είτανε παρά εικοσιτριώ χρονώ . κι όμως τα δυόμιση τελευταία χρόνια είχαν αφίσει βαθιά ίχνη μέσα του. Δεξιά εξιά κι αριστερά, και στις δύο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε – πότε από πάνω του. Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το ’σερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε απ’ το νερό ακριβώς δίπλα στο πλαδί. Ένιωσε μια χαρά ! Μα την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά. Σταμάτησε και προσπάθησε να δεί καλύτερα. Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν. Ξανάγινε αμέσως αυτός που είτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλα δυόμιση χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφίσει το τουφέκι του στο δέντρο. ε μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του είτανε απ’ τους δικούς του ή απ’ τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ’ναι ένας απ’ τους δικούς του. Μπορούσε να ’ναι ένας απ’ τους Άλλους. Για μερικά λεπτά και οι δύο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Είταν αυτός που φταρνίστηκε, και, κατά τη συνήθειά του, βλαστήμησε δυνατά. Τότε κείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Μα κι αυτός δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφίσει το τουφέκι του, τ’ άρπαξε. ο Άλλος, ό,τι έβγαινε απ’ το νερό. Έτρεχε τώρας και κείνος να πάρει το τουφέκι του. Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Τού είτανε πάρα πολύ εύκολο να τού φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος είτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά. Μα δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος είταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός είταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.

Δ ε μπορούσε να τραβήξει. Είτανε και οι δύο γυμνοί. Δύο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί απ’ τον χακί εαυτό τους. Δ εν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε. Δ ε μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δεί μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε απ’ την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου