Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ (6 Σεπτεμβρίου 1860 - 28 Νοεμβρίου 1912)


 "Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν".

Η ΖΩΗ ΤΟΥ


Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη έχοντας όμως Ισπανική καταγωγή. Ο παππούς του, εκ πατρός, ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα, όπου η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί. Μάλιστα εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εξωτερικά ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν μεγαλόσωμος με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Το 1880 αποφάσισε να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές του συνεχίστηκαν επί δεκατέσσερα χρόνια και μάλιστα επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε, την "Κριτική του Καθαρού Λόγου" του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ και από την "Βουλησιαρχία" του απαισιόδοξου Αρθούρου Σοπενχάουερ. Ακόμα ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος Μαχαμπχαράτα. Κατά την παραμονή του στη Γερμανία ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κυρίως σονέτων), και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα.

Το 1887 συμμετείχε στο τουρνουά της Φραγκφούρτης. Δύο χρόνια αργότερα ( 1889 ) έλαβε μέρος στο σκακιστικό τουρνουά της πρωτεύουσας της νότιας Σιλεσίας Βρότσλαβ (Breslau) με το όνομα Sillibam. Το 1896 ο Μαβίλης συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τους αντάρτες στα κρητικά βουνά. Και το 1897 κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών τα κάλυπτε ο ίδιος.


Το 1909 γίνεται ο ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού και το 1910 εκλέγεται ως βουλευτής της Κέρκυρας. Το 1911 υπερασπίζοντας τη δημοτική γλώσσα ως αντιπρόσωπος της Κέρκυρας μέσα στην Ελληνική Βουλή είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: "Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν". ("Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής", Β' Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36).


Στις 28 Νοεμβρίου του 1912 γίνεται επικεφαλής του λόχου των εθελοντών και σκοτώνεται στη Μάχη του Δρίσκου κοντά στα Ιωάννινα κατά τον Πρώτο Βαλκανικό πόλεμο. Λέγεται ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα - κατά κόσμον Θεώνη Δρακοπούλου - (1885-1968), η οποία υπηρέτησε την ερωτική ποίηση και το ποίημά της "Τι άλλο καλέ μου" (1925) είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.




Ο παπα-Φώτης κλείνει τα μάτια του νεκρού πλέον Μαβίλη
ΑΠΟ http://www.palmografos.com/


 Τα σονέτα του Μαβίλη είχαν άρτια μορφή και εξαίρετο περιεχόμενο, το οποίο πάντως χαρακτηρίζεται από ολοφάνερη απαισιοδοξία. Τα σονέτα του, με ενδεκασύλλαβους στίχους, είναι πολύ πιο επεξεργασμένα και περίτεχνα από των συγχρόνων του, (δες Κωστής Παλαμάς, "Πατρίδες", 1895), και εισάγει νέα στοιχεία, όπως το να αρχίζει η πρόταση στην μέση του στίχου, να υπάρχει διάλογος, κλπ.ΑΠΟ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 

                            Ο σκακιστής Μαβίλης

  Ο Λορέντζος Μαβίλης θα μπορούσε να θωρηθεί ως ο πρώτος Έλληνας συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων με διεθνή φήμη. Στο διάγραμμα δεξιά (που αναδημοσιεύθηκε στα Ελληνικά Σκακιστικά Χρονικά #8 τον Μάρτιο 1971) βλέπουμε ένα ορθόδοξο τριάρι, όπου η λευκή βασίλισσα κυριαρχεί είτε με την παρουσία της είτε με την θυσία της. Ας δούμε την λύση του προβλήματος:
1.Βθ1!
Τα λευκά απειλούν 2.Βα1+ Πγ3 3. Βη1#, και επίσης 2.Βxθ8+ Πη7 3.Βxη7#
Αν 1... Πxγ6, για να δημιουργήσουν τετράγωνο διαφυγής γ5 για τον μαύρο βασιλιά, τότε 2.Βη1+ Ργ3 3.Βα1#.
1... Πη7
Φαίνεται ότι τα μαύρα κάλυψαν τις δυό αρχικές απειλές, αλλά...
2.Βxδ5+
Τελικά η βασίλισσα επεδίωκε να απομακρύνει τον Πδ7.
2... Ρxδ5 3. Πδ6#, ή
2... Πxδ5 3. Πγ4#, ή και
2... Ργ3 3. Βε5# (μια που ο Πγ5 είναι καρφωμένος και ο Αθ8 δεν φρουρεί πλέον το ε5).
Και τα άλλα γνωστά προβλήματα του Λορέντζου Μαβίλη έχουν αξιόλογο στρατηγικό περιεχόμενο ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ



  ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ


Συνάντηση των Δημοτικιστών στην Κορακιάνα της Κέρκυρας (1901). Στην επάνω σειρά, από αριστερά: Ο πεζογράφος Κων. Θεοτόκης, ο ζωγράφος Σ. Δεσύλλας, ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, και ο μεταφραστής Ανδρ. Κεφαλληνός. Στην κάτω σειρά, από αριστερά: Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού Μαρτζούκος, ο ποιητής Θρασύβουλος Σταύρου, η ποιήτρια Ειρήνη Δενδρινού, ο λογοτέχνης Αλέξανδρος Πάλλης και ο λόγιος Μωυσής Χαϊμης πηγή

     
Πατρίδα

Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.

Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,
ἐ δῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.

Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄ μορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.

 Στην Πατρίδα


Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει

Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κι οἱ κάμποι, 

πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς 

στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές! 
Ἀ φρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρίζ᾿ ἡ λίμνη, 
χίλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι, 
σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς 
τ᾿ ἀγέρα τὰ πετούμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς. 
Κι αὐτὸς σηκώνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι, 
κι ἡ κάθε στάλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι, 
κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ 
χαρά, ζωὴ καὶ δύναμη κι ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπεῖ. 
Φαντάζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κι ἐσύ, καλὴ πατρίδα, 
καὶ μάγια σὰν τά μάγια σου στὸν κόσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα. 
Ἡ γῆ σου εἶναι παράδεισος, κι αἰώνια γαλανὸς 
γύρω σου καθρεφτίζεται στὸ πέλαγ᾿ ὁ οὐρανός. 

Κι οἱ νύχτες σου μὲ τ᾿ ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλάζια πάστρα, 
μὲ τ᾿ ἀηδονολαλήματα, τρεμάμενα σὰν τ᾿ ἄστρα, 
μὲ τὸ φεγγάρι ποὺ περνᾶ, σὰν τ᾿ ὄνειρο εὐτυχίας 
στὴ μέση τῆς ἀπέραντης οὐράνιας ἡσυχίας. 
Οἱ νύχτες σου δροσοβολοῦν χιλιόπλουμα λουλούδια 
καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς καρδιὲς ἀμάραντα τραγούδια, 
σταλάζουνε στὰ σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιᾶς, 
ἐ λευτεριᾶς ἀγάλλιαση καὶ μίσος τυραννιᾶς. 
Μάγεμ᾿ ἀσημούφαντο, φῶς μαργαριταρένιο, 
λιώνονται σ᾿ ἕνα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο. 

Γιομάτος μόσχους καὶ δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνᾶ 
μέσ᾿ ἀπ᾿ ἀγάπης φαντασιὲς τὰ πλάσματα ξυπνᾶ. 
Κι ἀνάμεσα στὰ χρώματ᾿ ἀπὸ χίλια οὐράνια τόξα, 
προβαίνει πάλ᾿ ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δόξα. 
Καί, σὰν τοῦ μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό, 
ἕ ως τὸ χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στὸν οὐρανό. 
Ἑ λλάς, τὸ μεγαλεῖο σου βασίλεμα δὲν ἔχει, 
καὶ δίχως γνέφια τοὺς καιροὺς ἡ δόξα σου διατρέχει. 
Ὅ σες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτίσει ἐρθεῖ, 
θὲ νὰ σὲ βρεῖ πεντάμορφη, στεφανωμένη ὀρθή.



Καλλιπάτειρα
«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐ δῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·

νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.

Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·

μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕ μνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»


Ἡ Ἐλιά

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει
σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει.

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι
τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγι,
στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει.

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,
μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν,
ὁ λοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες
     Λήθη
Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.





«Ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ' τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους». Γρηγόριος Ξενόπουλος

Το «Σ' αγαπώ» της Μυρτιώτισσας γράφτηκε γι' αυτόν
Σ΄αγαπώ - δεν μπορώ
τίποτ΄άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ώ μελίσσι μου, πιες
απ΄αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!...........


Σε αυτόν επίσης λέγεται ότι απευθύνεται και το επόμενο ποίημά της






Μυρτιώτισσα "Τί 'Αλλο Καλέ Μου..." 


Τί άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα
και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,
αφου κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,
-κι ας είσαι νεκρός- πλημμυρούν από Σένα;

Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα
τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,
γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,
αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!

Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;
Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου
και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου
για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.







4 σχόλια: