Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ




Βασιλόπιτα ονομάζεται η πίτα που παρασκευάζεται σε ορισμένες χώρες από τους χριστιανούς παραμονές της Πρωτοχρονιάς και κόβεται (μοιράζεται) λίγο αφότου αλλάξει ο χρόνος.
Στην Αθήνα συνηθίζεται η λεγόμενη «πολίτικη» Βασιλόπιτα η οποία παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, αυγά, ζάχαρη και γάλα, κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη και είδη αλλά συνήθως είναι φουσκωτή, αφράτη και γλυκιά. Σε άλλα μέρη επικρατούν άλλοι τρόποι κατασκευής με μπαχαρικά κ.α. Στη δυτική Μακεδονία αντί για την «πολίτικη» Βασιλόπιτα συχνά η βασιλόπιτα είναι μια τυρόπιτα ή πρασόπιτα. Βασικό όμως κοινό γνώρισμα είναι ότι στο εσωτερικό όλων τοποθετείται νόμισμα, συνήθως κοινό όμως σε ορισμένες περιπτώσεις χρυσό (κωσταντινάτο) ή ασημένιο. Στην ελληνική επαρχία, ανάλογα με το έθιμο, τοποθετείται στο εσωτερικό της βασιλόπιτας μικρό κομμάτι άχυρου, κληματόβεργας ή ελιάς ή, σε κτηνοτροφικές περιοχές, ένα μικρό κομμάτι τυρί, για να φέρουν καλή τύχη στην παραγωγή. Σε άλλα μέρη, αντί αυτού κατασκευάζουν μικρό στεφάνι από κληματόβεργες που όποιος το βρει στα χωράφια θα είναι τυχερός στα σπαρτά, ή στην ελαιοπαραγωγή ή στο κρασί κλπ.
Συχνά γράφεται πάνω στη βασιλόπιτα ο αριθμός του νέου έτους, με σειρές αποφλοιωμένων αμυγδάλων ή με ζάχαρη .



Το ελληνικό έθιμο
Η Βασιλόπιτα κατά το ελληνικό έθιμο κόβεται σε οικογενειακή συγκέντρωση αμέσως με τον ερχομό του νέου έτους κυρίως μετά από φαγοπότι όπου και ακολουθεί χαρτοπαιξία «για το καλό του καινούργιου χρόνου». Έτσι στις 12.00 ακριβώς τα μεσάνυχτα με την αλλαγή του έτους σβήνουν τα φώτα και μετά ένα λεπτό ξανανάβουν ευχόμενοι και αντευχόμενοι όλοι «χρόνια πολλά» και «ευτυχισμένο το νέο έτος».
Τότε προσκομίζεται η Βασιλόπιτα στο τραπέζι όπου ο νοικοκύρης αφού την σταυρώσει με το μαχαίρι τρεις φορές αρχίζει να τη κόβει σε τριγωνικά κομμάτια προσφερόμενο σε κάθε ένα παριστάμενο μέλος της οικογένειας ή φίλων και συγγενών με πρώτο κομμάτι του σπιτιού (ή του Χριστού της Παναγίας και του Άι Βασίλη), του σπιτονοικοκύρη, της σπιτονοικοκυράς και των άλλων παρισταμένων κατά τάξη συγγένειας και ηλικία με τελευταίο το κομμάτι του φτωχού ή πάλι του σπιτιού, χωρίς βέβαια να λησμονούνται τυχόν μετανάστες, ασθενείς και άλλα πρόσωπα της οικογένειας που για διάφορους λόγους δεν παρίστανται. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να κοπεί κομμάτι "για την εταιρεία", "για το μαγαζί" κ.λ.π..
Το κόψιμο της Βασιλόπιτας γίνεται και τις άλλες μέρες του "Δωδεκαήμερου" των εορτών. Υπουργεία, γραφεία και σύλλογοι μπορεί να κόβουν βασιλόπιτες μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο.

Ιστορία
Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι πολύ παλαιό, προέρχεται από εκείνο το τελούμενο στην αρχαία εορτή των «Κρονίων» (των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων») που παρέλαβαν οι Φράγκοι, από τους οποίους και προήλθε η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη πίτα και της ανακήρυξης ως «Βασιλιά της βραδιάς» αυτού που το έβρισκε. Κατά άλλο έθιμο, αντί νομίσματος, έβαζαν φασόλι και αυτόν που το έβρισκε τον αποκαλούσαν "φασουλοβασιλιά".


Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση

Πέρα όμως αυτού του φράγκικου εθίμου, που επικράτησε στην Ευρώπη, υπάρχει και μία θρησκευτική παράδοση που συνδέει και με την προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου. Κατά την θρησκευτική λοιπόν παράδοση κάποτε στη Καισαρεία της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία που επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος ήλθε να τη καταλάβει ο Έπαρχος της Καππαδοκίας με πρόθεση να τη λεηλατήσει. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης του να μαζέψουν ότι χρυσαφικά μπορούσαν προκειμένου να τα παραδώσει ως "λύτρα" στον επερχόμενο κατακτητή. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή. Κατά την παράδοση όμως είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ΄ άλλους) εκ θαύματος ο Άγιος Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων απομάκρυνε τον στρατό του, ο Έπαρχος απάλλαξε την πόλη από επικείμενη καταστροφή. Προκειμένου όμως ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα των νομισμάτων ή τιμαλφών και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Το γεγονός αυτό απέληξε σε διπλή χαρά από της αποφυγής της καταστροφής της πόλης και συνεχίσθηκε η παράδοση αυτή κατά τη μνήμη της ημέρας του θανάτου του (εορτή του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου).


Ενδεικτική συνταγή

  • Βασιλόπιτα με προζύμι

Υλικά: 850 γρ. αλεύρι, 100 γρ. μαγιά μπίρας, 6 αυγά, 180 γρ. βούτυρο, 180 γρ. ζάχαρη, 1 κοφτή κουταλιά αλάτι, 100 γρ. κάντιτα, 100 γρ. σταφίδα και ξύσμα ενός πορτοκαλιού.

Εκτέλεση: Ανακατεύουμε τα 100 γρ. αλεύρι με την μαγιά, διαλυμένη προηγουμένως σε χλιαρό νερό κάνουμε έτσι ένα προζύμι και το αφήνουμε σε χλιαρό μέρος για 3 ώρες. Ζυμώνουμε το υπόλοιπο αλεύρι με τα αυγά ολόκληρα, το βούτυρο διαλυμένο, τη ζάχαρη, το αλάτι και το ανεβασμένο προζύμι. Εξακολουθούμε το δούλεμα για αρκετή ώρα μέχρι να πετύχουμε μια πυκνή ζύμη. Προσθέτουμε το κίτρο κάντιτα ψιλοκομμένα, την σταφίδα και το ξύσμα πορτοκαλιού.
Αφήνουμε να φουσκώσει η ζύμη μέχρι να διπλασιαστεί σε όγκο και μετά την πλάθουμε σε θολωτό σχήμα χαράζοντας ένα σταυρό στην επιφάνεια. Ψήνουμε την πίτα σε φούρνο 180 βαθμούς για μια ώρα περίπου. Μετά το ψήσιμο θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 24 ώρες πριν την σερβίρουμε. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ










ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ - Τo βλογημένο μαντρί

Fritz von Uhde «Le Christ chez les paysans»


Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.
Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».
Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.
Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:
«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».
Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.
Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:
«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.
Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.
Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».
Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».
Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».
Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».
Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».
Του λέγει ο Άγιος:
«Αλήθεια, τον ξέχασα!».
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».
Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:
«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».
Του λέγει ο Άγιος:
«Έκοψα, ευλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:
«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».
Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :
«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:
«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.
http://www.myriobiblos.gr/







ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ



Ν Λύτρας



Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος. 

Αρχή που βγήκε ο Χριστός
άγιος και Πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει. 

Αγιος Βασίλης έρχεται,
άρχοντες το κατέχετε (ή "και δε μας καταδέχεται"),
από την Καισαρεία,
συ' σαι αρχόντισσα κυρία. 

Βαστά εικόνα και χαρτί,
Ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
δες και, δες και με το παλικάρι. 

Το καλαμάρι έγραφε,
την μοίρα του την έλεγε
και το, και το χαρτί ωμίλει
Αγιε μου καλέ Βασίλη.


Κάλαντα Πρωτοχρονιάς της Μακεδονίας


Ήρθε πάλι νέο έτος εις την πρώτη του μηνός
ήρθα να σας χαιρετίσω δούλος σας ο ταπεινός.
Ο Βασίλειος ο Μέγας, ιεράρχης θαυμαστός
εις την οικογένειά σας να ‘ναι πάντα βοηθός.
Τα παιδιά εις το σχολείο να πηγαίνουνε συχνά
να μαθαίνουνε το βίο, της πατρίδας τα ιερά.
Και για τους ξενιτεμένους έχω να σας πω πολλά
σας αφήνω καληνύχτα και του χρόνου με υγειά.

Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Προσοτσάνης Δράμας


Άγιους Βασίλης έρχιτι από την Γκαισαρεία

σέρνει μουλάρια δώδικα καμίλια δικαπέντι.

Η μούλα η κανακαριά που σκώνει τουν αφέντη

σηκώνει τουν κι θέτει ντον σι πράσινα λιβάδια

λιβάδια κι δρουσουπηγές κι αυλές μαρμαρουμένις

κι βάλι του χιράκι σου στην αργυρή σου τσέπη

και δώς στα παλικάρια σου πεντ' έξ ουχτώ δουκάτα

για να τα φάν, για να τα πιούν και να τα τραγουδήσουν

για να τα φάν, για να τα πιούν να πούνι κι του χρόνου.

(Από την ιστοσελίδα του Θρακομικρασιατικού Πολιτιστικού Συλλόγου του Δήμου Προσοτσάνης)

Κερκυραϊκά κάλαντα Πρωτοχρονιάς

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά πρώτη του Γεναρίου

αύριο ξημερώνεται τα’ Αγίου Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω,
να μάθω τα’ άγια γράμματα και τα’ άγιο ευαγγέλιο.
Σ’ αυτήν την πόρτα που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους εκατό και να τους απεράσει
και στων παιδιών του τις χαρές κουφέτα να μοιράσει.
Κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια,
που σε χτενίζουν άγγελοι με τα χρυσά τους χτένια,
άνοιξε το κουτάκι σου το μαργαριταρένιο
και δώσε με ένα τάλιρο, ας είναι κι ασημένιο.
Και τώρα καληνύχτα σας, καλό ξημέρωμά σας
κι ο Άγιος Βασίλειος να ‘ναι βοήθειά σας.
(Από το CD «Να τα πούμε; Χριστουγεννιάτικα – Πρωτοχρονιάτικα τραγούδια και κάλαντα» των εκδόσεων Καψάσκη)

Κεφαλλονίτικα κάλαντα Πρωτοχρονιάς (1)

Καλήν εσπέραν άρχοντες καλήν να σας ειπούμε

ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε
και να πανηγυρίσομεν Περιτομήν Κυρίου
και εορτήν του μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει
ο μήνας που μας έρχεται το χρόνο φανερώνει.
Εκοίταξα τον ουρανό και είδα δυο στεφάνια
και με το καληνύχτισμα καλά σας Θεοφάνια.
Σ’ αυτό το σπίτι που ήρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Δώστε κι εμάς τον κόπο μας ό,τι είναι ορισμός σας
και ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοηθός σας.
(Από το CD της UNICEF «Χριστουγεννιάτικα κάλαντα και τραγούδια για τα παιδιά του κόσμου»)

Κεφαλλονίτικα κάλαντα Πρωτοχρονιάς (2)

Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει

ο μήνας που μας έρχεται τον χρόνο φανερώνει.
Την άδεια γυρεύουμε στο σπίτι σας να μπούμε
τον Άγιο με όργανα και με φωνές να πούμε.

Εκοίταξα στον ουρανό και είδα δυο λαμπάδες
και με το καλωσόρισμα καλές σας εορτάδες
και πάλι ξανακοίταξα και είδα δυο στεφάνια
και με το καληνύχτισμα καλά σας θεοφάνια.
(Από το CD «Να τα πούμε; Χριστουγεννιάτικα – Πρωτοχρονιάτικα τραγούδια και κάλαντα» των εκδόσεων Καψάσκη)

Ζακυνθινά κάλαντα Πρωτοχρονιάς

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος
υγεία, αγάπη και χαρά να φέρει ο νέος χρόνος.
Να ζήσει ο κύρης ο καλός, να ζήσει κι η κυρά του
όλα του κόσμου τα αγαθά να έχει η φαμελιά του.
Να ζήσει τα’ αρχοντόπουλο που ‘χει καρδιά μεγάλη
σε μας και στην παρέα μας ένα φλουρί να βάλει.
(Από το CD «Να τα πούμε; Χριστουγεννιάτικα – Πρωτοχρονιάτικα τραγούδια και κάλαντα» των εκδόσεων Καψάσκη)


    Augustus Edward Mulready-
Carols

ΠΗΓΗ http://dim-rizou.pel.sch.gr/





Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ -ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΝ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ

Οι τρεις Μοίρες σε φλαμανδικό χαλί τοίχου του 16ου αιώνα

Η λέξη "μοίρα" προέρχεται από το αρχαίο ρήμα:μείρομαι, δηλαδή μοιράζω.

Κάπως έτσι ορίζεται το μερίδιο που αντιστοιχεί στον καθέναν μας από τη μοιρασιά του συνόλου.
Οι Μοίρες είναι οντότητες της αρχαίας ελληνική μυθολογίας, που παριστάνονταν συνήθως, ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους, συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή, δεικνύοντας έτσι το πόσο μικρή και αδύναμη μπορεί αυτή να είναι.

Οι Αρχαίοι πίστευαν πως το νήμα της ζωής το έγνεθαν οι Μοίρες δυο φορές κατά τη διάρκειά της: μία κατά τη γέννηση και μία κατά το γάμο, γιατί ήταν δύο γεγονότα σημαντικά για την παραπέρα πορεία της.
Στον Ησίοδο οι Μοίρες είναι κόρες της Νύχτας ή του Δία και τις Θέμιδας. Στα ομηρικά έπη παρουσιάζονται ως μία και μόνη: η «Αίσα ή Μοίρα», η οποία είναι σύνθρονη του Δία και δίνει σε κάθε θνητό το μερίδιό του από τις χαρές και τις λύπες, ορίζοντας έτσι το πεπρωμένο του. Συχνά οι αρχαίοι Έλληνες τη Μοίρα, την Αίσα, την Ειμαρμένη ή την Ανάγκη, την έβαζαν πάνω και από τους θεούς.
Η θεά Τύχη

 Ο Πίνδαρος πρόσθεσε στις τρεις Μοίρες την Τύχη, που θεωρεί μάλιστα ότι έχει μεγαλύτερο κύρος από τις άλλες αδελφές της. Αλλά την αρχική τριάδα ξανασυναντάμε και αργότερα στον Πλάτωνα που στο έργο του Πολιτεία τις ονομάζει κόρες της Ανάγκης και τις παρουσιάζει καθισμένες σε ένα θρόνο, η καθεμιά τους με χιτώνες λευκούς και στεφάνια στο κεφάλι τους να συνοδεύουν με τη φωνή τους την αρμονία που βασιλεύει στις ουράνιες σφαίρες.
Οι Μοίρες είναι επομένως οι δυνάμεις που ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του. Παίρνουν την δύναμή τους από τον Δία. ο οποίος για το λόγο αυτό καλείται και «Μοιραγέτης». Στις Μοίρες υπακούουν μέχρι και οι θεοί, οι οποίοι έχουν όμως τη δύναμη να την αλλάζουν. Μια αλλαγή τέτοια όμως θα διατάρασσε την αρμονία του σύμπαντος κόσμου.




Η ΑΤΡΟΠΟΣ


Η Ατροπος

Μια από αυτές είναι η Άτροπος , που συμβολίζει το παρελθόν, κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων.
Η Άτροπος συμβολικά κρατά ψαλίδι (όπως βλέπουμε και στην εικόνα). Αλλά γιατί πρέπει να κόβει το νήμα της ζωής και μάλιστα με ψαλίδι κι όχι με κάτι άλλο κοφτερό;

Γιατί με το ψαλίδι συμβολίζεται ο άγραπτος νόμος . Η Άτροπος κρατά το λεγόμενο κάρμα των προηγούμενων ζωών , που συνδέεται με τον άνθρωπο και με τον απόκρυφο νόμο που απαλλασόμαστε απ' αυτό.
Έτσι, με το ψαλίδι συμβολικά η Άτροπος κόβει με ακρίβεια ανάμεσα στα δυο αντίθετα του καλού και του κακού.

Η Άτροπος αντιπροσώπευε το παρελθόν· ό,τι έχει περάσει είναι αμετάκλητο. Εξέφρασε το αναπόφευκτο, το μοιραίο αλλά και το άτεγκτο και το δογματικό στη ζωή των ανθρώπων


Η ΚΛΩΘΩ 

Waterhouse."The Spinner"

Η Κλωθώ αντιπροσωπεύει το παρόν στη ζωή των ανθρώπων και θεωρείται η μεγαλύτερη από τις άλλες δύο. Πιστευόταν ότι έκλωθε με τη ρόκα της το νήμα της ζωής του κάθε ανθρώπου, το πεπρωμένό του, που τον συνόδευε μέχρι το θάνατό του.


Η ΛΑΧΕΣΙΣ 



Η Λάχεση αντιπροσώπευε το μέλλον της ζωής των ανθρώπων, επειδή το τέλος, σύμφωνα με τη φύση, εκδηλώνεται σε όλα τα πράγματα. Όριζε τη διάρκεια της ζωής του κάθε ανθρώπου μετρώντας με το ραβδί της.

Στην Ιλιάδα ο Όμηρος παρουσιάζει το Δία να υποχωρεί, όντας ανίκανος να αλλάξει το μέλλον του γιου τουΣαρπηδόνα, έτοιμος να υποκύψει στα τραύματα τουΠάτροκλου, επειδή η τύχη του του γράφει να σκοτωθεί. Η ειμαρμένη ήταν ο νόμος που διείπε τον κόσμο, νόμος που τον είχε θεσπίσει ο Δίας και που ήταν υποχρεωμένος να υπακούσει και ο ίδιος

 ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ



Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ  ΜΕΛΕΑΓΡΟΥ  



Ενδεικτικός για το ρόλο που έπαιζαν οι Μοίρες στη γέννηση του ανθρώπου είναι ο μύθος του Μελέαγρου. Όταν μια γυναίκα θέλησε να μάθει την τύχη του νεογέννητου γιου της, παραφύλαξε τις Μοίρες, τη νύχτα που θα έρχονταν να αποφασίσουν για τη ζωή του μωρού· άκουσε λοιπόν από την Κλωθώ πως θα γίνει όμορφο και από τη Λάχεση πως θα γίνει δυνατό. Η Άτροπος όμως, φώναξε πως πρόκειται το παιδί να πεθάνει σε λίγο κι έδειξε ένα πυρωμένο ξύλο που καιγόταν στο τζάκι. Έπειτα, είπε πως αυτό θα συμβεί μόλις το δαυλί αποκαεί. Αφού έφυγαν οι Μοίρες από την κάμαρα, η μητέρα άρπαξε το μισοκαρβουνιασμένο ξύλο, το έσβησε και το έχωσε βαθιά μέσα σε μια κασέλα. Κράτησε για χρόνια κρυφό το μυστικό της ζωής του γιου της κι εκείνος μεγάλωνε κι ομόρφαινε

. Όταν κάποτε πήγε για κυνήγι μαζί με τον αδερφό της μητέρας του, μάλωσε μαζί του για τη μοιρασιά και, πάνω στο θυμό του, τον σκότωσε. ΄Οταν εκείνη το έμαθε, έτρεξε αμέσως στην κασέλα, έβγαλε το δαυλί και το έριξε στη φωτιά. Μόλις κάηκε εντελώς, ο γιος της άφησε την τελευταία του πνοή.



ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 

Προσευχή στις Μοίρες

Ακούστε, Μοίρες, που κάθεστε κοντά στους θεούς,
πλάι στο θρόνο του Δία, και με τις διαμαντένιες σας σαϊτες
υφαίνετε μύριους άφευκτους δόλους για κάθε λογής βουλές,
Αίσα, Κλωθώ και Λάχεση, κόρες της Νύχτας
με τα όμορφα χέρια, ακούστε τις προσευχές μας,
τρομαχτικές θεότητες του ουρανού και της γής.
στείλτε μας την Ευνομία με τον ρόδινο κόρφο
και τις λαμπρόθρονες αδελφές της, τη Δίκη και
τη στεφανωμένη Ειρήνη, και βοηθήστε τούτη την πόλη
να λησμονήσει την κακή τύχη που της πιέζει το στήθος.*
*μετάφραση, Ι. Ν. Καζάζης http://idrymapoiisis.blogspot.gr/



                         
Πίνακας του Γκόγια

         ΗΣΙΟΔΟΣ

Νξ δ τεκεν ………


Κα Μορας κα Κρας γενατο νηλεοπονους,
[Κλωθ τε Λχεσν τε κα τροπον, ατε βροτοσι
γεινομνοισι διδοσιν χειν γαθν τε κακν τε,]
ατ νδρν τε θεν τε παραιβασας φπουσιν· 220
οδ ποτε λγουσι θεα δεινοο χλοιο,
πρν γ π τ δωσι κακν πιν, ς τις μρτ.


Έπειτα η Νύχτα γέννησε.......
.............................
Και τις Μοίρες και τις Κήρες τις ανέσπλαχνες εκδικήτρες
[την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,
που στους θνητούς την ώρα που γεννιούνται
χορηγούν το καλό και το κακό],
θεών και ανθρώπων παραβάσεις επιβλέπουν και
Ουδέποτε οι θεές σταματούν το φοβερό τους μένος,
πριν επιβάλλουν τιμωρία αυστηρή
σ’ όποιον διαπράξει σφάλμα.
απόδοση: Ματσιαρόκου Χρυσούλα



ΠΙΝΔΑΡΟΣ 


(Ο Πίνδαρος αναφέρει ότι και στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες οι Μοίρες έστησαν θυσία ώστε να είναι καλότυχοι οι αγώνες, όπως και έγινε και κράτησαν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα)


..... τινς δ οτως· κρύπτετο νιφάδι,

τ περ τν Ονόμαον δοξί. 58dB A
<ν πρωτογόν τελετ:> ν τ πρώτ γεγενημέν
θυσί α Μοραι στησαν, ς ταύτην εμοιρον γενέσθαι,
κα τν λήθειαν πσαν πσι φανερν Χρόνος,
νδεικνύμενος τι π πολν χρόνον τελεσθήσεται.


Πίνακας Friedrich Paul Thumann


ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ


(Ο Πορφύριος αναφέρει τις δυνάμεις που διέπουν τις ΜοίρεςJ


Η Κλωθώ επιβλέπει την γονιμότητα, την αναπαραγωγή
Η Λάχεσις έχει οριστεί να εξασφαλίζει την τροφή
Η Άτροπος φέρεται όπως ορίζει το ύψιστο ον,
κατά το απαραίτητον του Θεού, το οποίο εφόσον
ορίζεται από ανώτερη δύναμη, είναι αδυσώπητο,
άκαμπτο και αναπόφευκτο.


Πάλιν δ' α α Μοραι π τς δυνάμεις ατς ναφέρονται,
μν Κλωθ π τν γεννητικήν, Λάχεσις δ π τν θρεπτικήν,
τροπος δ κατ τ παραίτητον το θεο.



 ΟΜΗΡΟΣ

Στον Όμηρο το πεπρωμένο αναφέρεται ως γυναικεία θεότητα που λέγεται Αίσα. Ήταν θεά, ταυτόσημη με τις Μοίρες, μια και το όνομα της είναι ενδεικτικό του μεριδίου αλλά και του δικαίου, που διέπει τον ύψιστο τον αθανάτων τον Δία.

Ἦ οὐκ ἀίεις ὅτι πάντας ὅσοι χθονὶ ναιετάουσιν ἀνθρώπους ὀλοὴ περιπέπταται ἄσχετος Αἶσα

οὐδὲ θεῶν ἀλέγουσα, τόσον σθένος ἔλλαχε μούνη;
...............................................
Χόλου δέ οἱ οὔ τι ἔγωγε αἴτιος, ἀλλά τις Αἶσα πολύστονος ἥ μιν ἐδάμνα.





Μ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ «Μοῖρες»



Nous sommes rendues a la lumiere du jour; A

La verite, nous ne sommes plus des personnes.
SECOND FAUST

Ἀργά, βαρειὰ κι ἀκόμα σὰν βγαλμένα,

Μέσ᾿ ἀπὸ νύχτες μακρινὲς ἄγνωστων χρόνων,
Ἀπάνω στὰ λιθόστρωτα ἀντηχοῦν συρμένα,
Κάποια χαμένα βήματα, λησμονημένα,
Τὰ μυστικὰ παράπονα τῶν παραπόνων.


Ἀδύνατα κορμάκια, ἀποσωμένα,

Πρόσωπα ποὺ δὲ φαίνεστε μὲς στὸ σκοτάδι,
Μάτια μεγάλα, μαῦρα, ἀραχνιασμένα,
Καὶ στεναγμοὶ βγαλμένοι μέσ᾿ ἀπὸ τὸν Ἅδη,
Φαντάσματα σκυφτά, μαυροντυμένα,


Ποῦ ἀφήνετε τοὺς τάφους σας βράδυ σὲ βράδυ.

Καὶ δείχνετε, δὲ λέτε, περπατεῖτε μόνον,
Μὲ τὰ βουβὰ παράπονα τῶν παραπόνων.


John Melhuish Strudwick «A Golden Thread»


Τ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ "σκοτεινή μοίρα"

εκούσια βυθίζομαι
μες στις αστραφτερές παγίδες
τις κόρες των γυμνών ματιών σου
τη σκοτεινή εκείνη θάλασσα των τροπικών
που λαχταράει τον ξάστερο ουρανό
τους μυστικούς βυθούς όπου ελλοχεύει
στο αίμα βουτηγμένη
γεμάτη αγκίδες κι άρωμα μεθυστικό
ακέραια η ψυχή σου
μετά τις τόσες μάταιες απόπειρες λεηλασίας

τυλίγομαι στα μαύρα σύννεφα
και τον κατακλυσμό δακρύων των μαλλιών σου
κι εσύ δεν μου μιλάς
μα στέλνεις τις σκιές σου αδιάκοπα
να απλωθούν στους ώμους μου

ζητάς βοήθεια απεγνωσμένα
με ήχους που δεν κρυσταλλώνονται
ξέροντας πως καμιά φυγή
καμιά προσποιητή αδιαφορία
τίποτα δεν σε σώζει πια

μα όπως δεν θέλεις να σωθείς
και διάλεξες ν' ακολουθήσεις χωρίς δισταγμό
τον τελικό αυτό δρόμο της φωτιάς
χαμογελάς και χαίρεσαι
καθώς με βεβαιότητα ορθώνεται μπροστά
η σκοτεινή μας μοίρα 



Ρ. ΦΙΛΥΡΑΣ "ΜΟΙΡΑ ΑΓΕΙ"

Ά, στο λαό πώς μ' έριξεν η μοίρα,
πώς μ'έκρουσε στην θείαν ανατροφή
και μ'άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα
τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή!

Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
πού τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο.
Ά, μαστρωπέ, στην άβυσσο με πας!



Αθηνά Κοτσόβολου "Μοίρα"

Ζωγραφίζαμε σχήματα πάνω στην σκόνη
Τρίγωνα τετράγωνα κύκλους κι ευθείες
Και σε θυμάμαι να μιλάς για σημασιολογίας συμβολισμούς
Και αριθμολογίες.
Κρύψε την Ταρό τράπουλα σου
Κι άλλη φορά στο χω πει
Αν πιστεύεις τόσο στη μοίρα
Είναι σαν να αποδέχεσαι απλά κι αμαχητί
Την αναπότρεπτη ήττα σου
Εμείς όμως πολεμήσαμε στ αλήθεια
Κι είναι κάτι που δεν μπορείς να αμφισβητήσεις.
Καπνίζαμε….
Σε θυμάμαι να βήχεις σε κάθε ρουφηξιά
Αργότερα οι γιατροί θα απέδιδαν σε αυτό
Ένα βαρύτατο έμφραγμα
Ύστερα κτύπαγες το χέρι στο τραπέζι οργισμένος
‘Μόνος θα μείνω κι αναπότρεπτα το χρέος θα πληρώσω
Μάνα μου μάνα μου μάνα μου
Με γέννησες με αίμα κι οφείλω να ματώσω
Με γέννησες με πόνο κι οφείλω να πονέσω.
Χρέος μου είναι να παλεύω
Μόνος ενάντια σε όλους…..

                                        ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ


Rosário Andrade


 ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ 


Στίχοι:  Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική:  Σταμάτης Κραουνάκης


Την ώρα που γεννιόμουνα σχολάγανε οι μοίρες 
μονάχη μου καθόμουνα κι απ’ τη ζωή κρατιόμουνα
κρατιόμουνα σ’ ένα καφάσι μπίρες
μονάχη μου καθόμουνα κι απ’ τη ζωή κρατιόμουνα
κι ονειρευόμουνα σ’ ένα καφάσι μπίρες
 Την ώρα που περπάτησα μου φέραν και τα δώρα
μια νύχτα μόνο κράτησα κι απάνω της γονάτισα
γονάτισα και μου ’λεγαν προχώρα
μια νύχτα μόνο κράτησα κι απάνω της ξεστράτισα
και παραστράτησα στην πρώτη κατηφόρα
Φωτιά κι ανάσταση καρδιά πονάς και σπάσ’ τα εσύ
τα χρόνια που ’φτασα να ζω
φωτιά και δύναμη καρδιά τρελή κι αδύναμη
στον κόσμο που ’ρθαμε χορτάσαμε γκρεμό
Τα λόγια σου τα ψεύτικα φαρμάκι κι αγωνία
μονάχη μου παντρεύτηκα σε βρήκα σ’ ερωτεύτηκα
παιδεύτηκα σ’ αυτή την κοινωνία
μονάχη μου παντρεύτηκα σε βρήκα σ’ εμπιστεύτηκα
και ρεζιλεύτηκα στην παλιοκοινωνία
Φωτιά κι ανάσταση καρδιά πονάς και σπάσ’ τα εσύ
τα χρόνια που ’φτασα να ζω
φωτιά και δύναμη καρδιά τρελή κι αδύναμη
στον κόσμο που ’ρθαμε χορτάσαμε γκρεμό


Kovács Margit

 ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ 



Στο πεπρωμένο σου να δίνεις σημασία
και να προσέχεις πώς βαδίζεις στη ζωή
όταν κοιμάσαι άλλος γράφει ιστορία
και κάποιος παίζει τη δική σου την ψυχή
Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο
και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει
δεν υπάρχει θεωρία ούτε τρένα ούτε πλοία
κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί
από παιδί στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές
Για την αγάπη όσα κι αν δίνεις είναι λίγα
και να το ξέρεις πως δεν έχει ανταμοιβή
δώστα και φύγε και μη χάνεις ευκαιρία
στο περιθώριο μη βάζεις την ψυχή
Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο
και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει
δεν υπάρχει θεωρία ούτε τρένα ούτε πλοία
κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί
από παιδί στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές

Nornir by Lund



Οι Νορν (norn, πληθυντικός nornir) της σκανδιναβικής μυθολογίας είναι τρεις γριές που ονομάζονται Ουρντ (Urd, δηλαδή αυτό που έχει γίνει), Βερντάντι (Verdandi, αυτό που γίνεται) και Σκουλντ (Skuld, το πρέπον).

Κατοικούν κάτω από τις ρίζες του Υγκντράσιλ, του παγκόσμιου δέντρου στο κέντρο του κόσμου (αν και κάποιες διηγήσεις αναφέρουν πως ζουν πάνω από τη Γέφυρα Μπιφρόστ), όπου υφαίνουν το κέντημα των μοιρών. Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι μια κλωστή στον αργαλειό τους, και το μήκος της κλωστής είναι το μήκος της ζωής του προσώπου.

Έτσι καθετί έχει τον προορισμό του στη Σκανδιναβική θρησκεία: ακόμα και οι θεοί έχουν τις δικές τους κλωστές, αλλά οι νορν δεν τους αφήνουν να τις δουν. Αυτή η υποταγή των θεών σε μια δύναμη πέρα από τον έλεγχό τους και η συνέπειά της, ότι δηλαδή και αυτοί θα έχουν ένα τέλος, είναι μείζονα θέματα της λογοτεχνίας που περιβάλλει τη σκανδιναβική μυθολογία.

Οι τρεις υφάντρες γριές που ελέγχουν το πεπρωμένο υπάρχουν σε ένα βαθύ μυθικό επίπεδο, αν και πιθανά όχι τόσο παλιό όσο η τέχνη της υφαντουργίας. Το αντίστοιχο των Νορν στους Έλληνες ήταν οι Μοίρες, που ήταν γνωστές στους Ρωμαίους ως Πάρκε (Parcae).

Στον Μάκβεθ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ τρεις αδερφές λένε στον πρωταγωνιστή το πεπρωμένο του.
Σκουλντ ονομάζεται και μια βαλκυρία.https://el.wikipedia.org/